ΜεταΖοβιετικές
δυναμικές. Ριζικές απαντήσεις στη συλλογική ενοχοποίηση. Η κοινωνία δεν
είναι άθροισμα ατόμων. Φιλοσοφία, θεωρία, πρακτική. Δεν μπορείς το ένα χωρίς το
άλλο! Τι είναι και πού στηρίζεται μια δίκαιη κοινωνία. Οι τρεις παράμετροι στην
έρευνα για το δίκαιο του νόμου: για ποιο σκοπό; ποιος; με τι διαδικασία;
Μπορεί να συζητηθεί το δίκαιο πετώντας την έννοια της
αλήθειας; Γιατί έχει δίκιο ο Όργουελ και άδικο ο Ρόουλς, ο Ρόρτυ κι ο
Χάμπερμας;
Σελίδες
▼
26 Ιανουαρίου 2015
22 Ιανουαρίου 2015
The Night of the Zoviets
Όταν
εμφανίστηκαν το πρώτα Zoviets, η επιστημονική κοινότητα δεν ανησύχησε
ιδιαίτερα. Πίστεψαν τότε πως επρόκειτο για κάποια μορφή μικροβιακής
λοίμωξης, ιδιότυπη ίσως εξαιτίας της ταχύτητας εκδήλωσης, της πληθώρας και της πορείας
των συμπτωμάτων της −που έμοιαζαν να προσβάλλουν πρώτα τα κεντρικά όργανα του ασθενούς−,
αλλά πάντως σίγουρα αντιμετωπίσιμη με την απλή εφαρμογή των κανόνων του Κοχ.
Αυτό τουλάχιστον υποστήριξαν εκείνα τα πρώτα χρόνια διαπρεπείς ερευνητές όπως
λ.χ. ο Αδόλφος Θιέρσος, που βάλθηκε με ζέση να εξαλείψει τη νόσο από προσώπου
γης και προς στιγμήν φάνηκε να το πετυχαίνει.
Δυστυχώς,
σύντομα φάνηκε πως οι επιστήμονές μας είχαν μάλλον πέσει θύματα μιας κατανοητής
μεν, αλλά εντελώς μάταιης αισιοδοξίας, ίσως ακόμα και μιας τύφλωσης παρόμοιας με
αυτήν που είχε προσβάλλει σε παλιότερους χρόνους τους συναδέλφους τους εκείνους
που, ενθουσιασμένοι από τις ανακαλύψεις του Παστέρ, είχαν πιστέψει ότι τα
μικρόβια ευθύνονται για όλες τις νόσους και υποστήριξαν πως αυτό συνέβαινε,
χωρίς αμφιβολία, και με το μπέρι-μπέρι.
17 Ιανουαρίου 2015
Εκπομπή #8 | Τι είναι αλλοτρίωση
Γιατί
ορισμένοι δεν καταλαβαίνουν τι είναι αλλοτρίωση. Η μάχη των
λέξεων. Λωτρεαμόν και ... ντετουρνεμάν. Γλώσσα, κυριαρχία, αντίσταση. Ο
Πωλ Λαφάργκ για η γλώσσα. Ηλεκτρονική δημοκρατία και υποκείμενο-φάντασμα.
Ντεμπόρ και Γιάπε. Καταλαβαίνεις τους καταστασιακούς χωρίς τον Κίρκεγκωρ;
Όχι δα! Αλλοτρίωση: προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιου υγιούς υποκειμένου, ή είναι
ξεστράτισμα σε μια πορεία; Η ζωή σαν δρόμος προς την ελευθερία και η ελευθερία
ως μετοχή στην ελευθερία της Πόλεως.
κι ένα σπέσιαλ δώρο:
COLLECTORS' ITEM: Η αποχαιρετιστήρια εκπομπή του Χολοσκασμένου στο Beton7 |
15 Ιανουαρίου 2015
Ζήτωσαν τα προηλεκτρικά μπαλέτα!
H ΓΗ δεν είναι ένας τυχαίος πλανήτης! Υπάρχουν στην γη εκατόν έντεκα βασιλιάδες (μαζί με τους νέγρους βασιλιάδες φυσικά), επτά χιλιάδες γεωγράφοι, εννιακόσιες χιλιάδες επιχειρηματίες, επτάμισι εκατομμύρια αλκοολικοί, τριακόσια έντεκα εκατομμύρια ματαιόδοξοι και γενικά δύο δισεκατομμύρια μεγάλα πρόσωπα.
Για να σας δώσω μια ιδέα, τι έκταση έχει η γη, φτάνει να σας πω, πως προτού εφευρεθεί ο ηλεκτρισμός υπήρχε σε όλες τις ηπείρους μια αληθινή στρατιά από τετρακόσιες ενενήντα δύο χιλιάδες πεντακόσιους έντεκα ανθρώπους που άναβαν τα φώτα των δρόμων. Από μακρυά αυτό έκανε μια περίφημη εντύπωση. Οι κινήσεις της στρατιάς αυτής ήταν ρυθμισμένες σαν μπαλέτο της όπερας. Πρώτα έρχονταν η σειρά της Νέας Ζηλανδίας και της Αυστραλίας. Αφού άναβαν εκεί τα φώτα πήγαιναν να κοιμηθούν. Έρχονταν η σειρά των συναδέλφων τους της Κίνας και της Σιβηρίας. Ύστερα φεύγαν κι αυτοί απ την σκηνή. Ερχόταν η σειρά ν’ ανάψουν τα φώτα στη Ρωσία και τις Ινδίες. Ύστερα στην Αφρική και στην Ευρώπη. Ύστερα στην Νότιο Αμερική. Ύστερα στη Βόρειο. Και ποτέ δεν έκαναν λάθος στην ώρα που θα έμπαιναν στην σκηνή. Ήταν μεγαλοπρεπέστατο θέαμα. Μόνον ο άνθρωπος που άναβε τη μοναδική λάμπα στον Βόρειο Πόλο, και ο συνάδελφός του στο Νότιο περνούσαν ξένοιαστη ζωή. Δούλευαν μόνο δύο φορές το χρόνο.
Ο Μικρός Πρίγκηπας, του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ
(εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1943)
(εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1943)
12 Ιανουαρίου 2015
Τρίτη και 13: Εφιάλτης στο δρόμο με τα bps!
We few, we dangerfew, we band of brothers |
3η εκπομπή ενάντια στο πάθος της επιβίωσης
αυτήν εδώ την
Τρίτη
13.01.2015
από τις 7.00 έως τις 9.00 μμ
στο διαγαλαξιακό
όσο-υπάρχεις-θα-υπάρχω
και ο εφιάλτης θα συνεχιστεί
ώστε να μπει η καινούργια χρονιά
όπως αξίζει:
ώστε λοιπόν δεν υπάρχει αλήθεια;
ώστε λοιπόν δεν υπάρχει αλλοτρίωση;
ώστε λοιπόν το μυαλό είναι φιδές;
Πίσω τσακάλια!
Η ποίηση πρέπει ν' αποσκοπεί στην πρακτική αλήθεια!
ώστε να μπει η καινούργια χρονιά
όπως αξίζει:
ώστε λοιπόν δεν υπάρχει αλήθεια;
ώστε λοιπόν δεν υπάρχει αλλοτρίωση;
ώστε λοιπόν το μυαλό είναι φιδές;
Πίσω τσακάλια!
Η ποίηση πρέπει ν' αποσκοπεί στην πρακτική αλήθεια!
Μας γίνεται οικείο το Σκοτάδι
Μάς γίνεται οικείο το Σκοτάδι –
Καθώς χάνεται γύρω μας το Φως –
Όπως κρατά η γειτόνισσα φανάρι
Σαν στέκουμε γι’ Αποχαιρετισμό –
Για μια Στιγμή – αβέβαιοι πατούμε
Η νύχτα καθώς είν’ πρωτόγνωρη –
Η Ματιά – έπειτα – μαθαίνει στο
Σκοτάδι –
Και παίρνουμε το δρόμο – σθεναροί
–
Κι έτσι από ακόμη πιο μεγάλα –
Σκότη –
Εκείνα του μυαλού τ’ απόβραδα –
Π’ ούτε Φεγγάρι να σταθεί σημάδι –
Ούτε Άστρα – να προβάλλουν – μέσα
μας –
Οι πιο Γενναίοι – λίγο ψηλαφίζουν
–
Χτυπούν και σ’ ένα δέντρο κάποτε
Στα ίσα πάνω με το μέτωπό τους –
Μα όπως μαθαίνουν πια να βλέπουνε
Ή αλλάζει τη μορφή του το Σκοτάδι
–
Ή κάτι στη δική τους της ματιά
με τα μεσάνυχτα πια συνταιριάζει –
Και ίσια η Ζωή σχεδόν τραβά.
Έμιλυ Ντίκινσον (1862)
από το βιβλίο
Emily Dickinson, Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά
(εκδ. Gutenberg, 2013)
06 Ιανουαρίου 2015
Πώς επινόησαν την λεγόμενη οικονομική "αξία" | Αξία, Χρήμα, Μαγεία -7
Αλβέρτος ο Μέγας (1193-1280) |
Είδαμε τα κακοπαθήματα της εργαλειακής και ουσιοκρατικής αντίληψης του χρήματος και της αξίας. Αυτό που έχει τώρα μεγάλο ενδιαφέρον είναι να δούμε πώς προέκυψε ιστορικά αυτή η μαγεμένη αντίληψη.
Θα εξετάσουμε λοιπόν εδώ, με τη βοήθεια ενός άρθρου του μελετητή της μεσαιωνικής ιστορίας Sylvain Piron, το πώς αντιλαμβανόταν τη χρηματική ανταλλαγή ο Αριστοτέλης και πώς τον παρερμήνευσε ο Αλβέρτος ο Μέγας. Νομίζουμε ότι οι αναγνώστες μας θα αντιληφθούν αμέσως τις πολλαπλές συνέπειες αυτής της παρερμηνείας, συνέπειες που δεν άφησαν άθικτο ούτε το επαναστατικό στρατόπεδο - ίσα ίσα.
Συγκεκριμένα, θα δούμε ότι αυτή η παρερμηνεία αποτέλεσε καρπό μιας βαθιάς μεταλλαγής στον τρόπο με τον οποίο ο δυτικός
άνθρωπος αντιλαμβανόταν το νόημα της ανθρώπινης δραστηριότητας μέσα στον
κόσμο. Πράγματι, η ιδέα μιας αξίας (valor) που υποτίθεται είτε
ότι "ενυπάρχει" στα προϊόντα καθεαυτά ("αξία χρήσης"), είτε ότι
"ενσωματώνεται" σε αυτά δια της αφηρημένης εργασίας ("ανταλλακτική
αξία"), εδραιώθηκε μέσα από μια μεταλλαγή η οποία προσέδωσε οντολογική
προτεραιότητα στη σχέση προς τα πράγματα έναντι του κοινωνικού δεσμού.
Να σημειώσουμε ότι η μετάφραση των αποσπασμάτων είναι δική μας και ότι τα κεφάλαια και οι τίτλοι των κεφαλαίων στην ανάρτηση δεν αντιστοιχούν σε αυτά του κειμένου. Μέσα σε αγκύλες κάποιες δικές μας επεξηγήσεις. - Σημ. HS.
*
Η λατινική λέξη valor [αξία] απουσιάζει από το λεξιλόγιο των κλασικών λατινικών και εμφανίζεται
γύρω στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα από διάφορες πλευρές και σε
διαφορετικούς τόπους της λατινικής Δύσης. Παρόμοια, γύρω στο 1100 εμφανίζεται η
παραπλήσια έννοια ‘‘κόστος’’ (ως constamentum ή constamen αρχικά, και αργότερα cust ή
cost).
(...)
Αυτή η λεξιλογική ανανέωση είναι τέτοιας ευρύτητας, ώστε
δύσκολα θα μπορούσαμε να μην τη θεωρήσουμε σαν ένδειξη ενός πολύ ευρύτερου
συμβάντος. Σύμφωνα με τη δική μου υπόθεση, εκφράζει μια κρυμμένη διάσταση ενός
μετασχηματισμού που συνέβη στο έτος 1000 και δεν αφορούσε απλώς την κοινωνική
οργάνωση αλλά ένα πολύ βαθύτερο επίπεδο, το οποίο έχει να κάνει με το πώς εκείνοι
που προώθησαν αυτή τη μετάλλαξη αντιλαμβάνονταν τον φυσικό κόσμο, την εργασία
και τις ανταλλαγές.
Κοντολογίς, ο αναπροσανατολισμός που σημειώθηκε τότε στο
σύνολο των δυτικών κοινωνιών, είχε να κάνει με το νόημα της ανθρώπινης
δραστηριότητας μέσα στον κόσμο. (...)
Κατά τη γνώμη μου, οι σημαντικότερες λεξιλογικές ανατροπές
δεν ήταν αυτές που περιέγραφαν τις νέες πραγματικότητες, αλλά μάλλον εκείνες
που υποδήλωσαν ένα μετασχηματισμό των βασικών κατηγοριών εκφράζοντας ένα
καινούργιο τρόπο αναφοράς προς τον φυσικό κόσμο και τις ανθρώπινες
δραστηριότητες. Το χριστιανικό λεξιλόγιο προσέλαβε σιγά-σιγά αυτές τις έννοιες,
κυρίως κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα, είτε ενσωματώνοντάς τις
άμεσα, είτε μέσα από την προσπάθειά του να μεταφράσει όρους της καθομιλουμένης
στις κατηγορίες των κλασικών λατινικών. (...)
Αριστοτέλης και Αλβέρτος ο Μέγας
Αναφορικά με αυτό το ζήτημα, η ανάγνωση του βιβλίου Ε' από τα Ηθικά Νικομάχεια και των μεταφράσεών του είναι αποκαλυπτική,
διότι αυτό το ελληνικό κείμενο προσέφερε το θεωρητικό πλαίσιο που επέτρεψε την
έκφραση μιας προβληματικής εντελώς χαρακτηριστικής του λατινικού μεσαιωνικού
κόσμου.
Η έννοια valor απουσιάζει εντελώς από τη
μετάφραση του Robert Grosseteste,
η οποία ήταν μια αυστηρώς κατά λέξη μετάφραση. Εκείνος που εισήγαγε τη λέξη valor ήταν ο Αλβέρτος ο Μέγας σε ένα σχόλιό του στην πρώτη έκδοση αυτού του
πέμπτου βιβλίου στο λατινικό κόσμο, διαστρεβλώνοντας με αυτό τον τρόπο
σημαντικά το κείμενο του Αριστοτέλη. Η παρέμβασή του αυτή σημάδεψε οριστικά τη
φιλοσοφική προσέγγιση της αξίας και της ανταλλαγής, τόσο που μπορούμε να πούμε
πως εκείνο το πρώτο σχόλιο στα Ηθικά
Νικομάχεια αποτέλεσε την πράξη γένεσης της ιστορίας της δυτικής
οικονομικής σκέψης.(...)
Πράγματι, οι σελίδες που αφιέρωσε ο Αριστοτέλης
στο ζήτημα της δικαιοσύνης στις ανταλλαγές [Ηθικά Νικομάχεια,
βιβλίο Ε’, 1133α/19-1133β/18] −σελίδες σκοτεινές και συνάμα γεμάτες
νοήματα−, δεν σταμάτησαν ποτέ να διεγείρουν τη σύγχρονη οικονομική σκέψη, από
τον Μαρξ και τον Μένγκερ κι ακόμα παραπέρα. Παρ’ όλα αυτά, όλες οι απόπειρες
που επιχειρούν να εξηγήσουν τον Αριστοτέλη σε συνάρτηση με την προβληματική της
σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, τείνουν να ερμηνεύουν το κείμενο αυτό εισάγοντάς του έννοιες που απουσιάζουν από
αυτό.
Ο πρώτος λοιπόν που έκανε αυτή την παρασπονδία ήταν ο Αλβέρτος ο Μέγας στην Κολωνία γύρω
στα 1248 με 1250, για να ακολουθήσει όλο το ρεύμα του Σχολαστικισμού και των
πνευματικών παραδόσεων που προήλθαν από αυτόν. Έτσι, τα κεφάλαια που το βιβλίο
Ε’ των Ηθικών Νικομαχείων αφιέρωνε στο ζήτημα της αμοιβαιότητας, υπηρέτησαν ενδιαφέροντα
που δεν ήταν του Αριστοτέλη.
Η αξία ως valor
Μια ανάγνωση που σέβεται τα πνευματικά και θεσμικά συγκείμενα
της αρχαίας Αθήνας καθώς και την πρόθεση του Αριστοτέλη, οδηγεί στο συμπέρασμα
ότι εκείνες οι σελίδες δεν έχουν καμιά σχέση με αυτό που ονομάζουμε
‘‘οικονομική σκέψη’’ με τη σύγχρονη έννοια του όρου. Απεναντίας, πραγματεύονται
ένα ηθικό και πολιτικό ζήτημα, που οφείλουμε να το διαβάσουμε με τους δικούς
του όρους.
Πράγματι, στις σελίδες αυτές δεν υπάρχει καμιά διερεύνηση των όρων που
καθορίζουν την αξία των ανταλλασσόμενων αγαθών και ο λόγος γι' αυτό δεν είναι κάποια
σημασιολογική πενία. Ο Αριστοτέλης θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιήσει εκεί
τους όρους αξία ή τιμή, τους οποίους χρησιμοποιεί στα Νικομάχεια [π.χ. τέσσερεις φορές στο πρώτο
κεφάλαιο του ένατου βιβλίου] και αλλού για να εκφράσει τις διαβαθμίσεις της
τιμής με την οποία οφείλουμε να περιβάλλουμε κάποια πρόσωπα, ή ακόμα και υπηρεσίες.
Όμως καμία από τις λέξεις που χρησιμοποιεί δεν έχει να κάνει με την έννοια μιας
κλίμακας, βάσει της οποίας υποτίθεται ότι θα μπορούσαν να μετρηθούν τα ανταλλασσόμενα αγαθά.
Ας εξετάσουμε με συντομία τον όρο valor. Στα
κλασικά λατινικά ήταν σε χρήση διάφορα ουσιαστικά, όπως appretiatio, æstimatio, taxatio, που
σήμαιναν πάντοτε μια κοινωνική δραστηριότητα αποτίμησης και ποτέ
μια όψη του ίδιου του αποτιμώμενου πράγματος. Ο Émile Benveniste σημειώνει τη μοναδικότητα του όρου
pretium στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, δείχνοντας ότι μπορούμε να τον
προσεγγίσουμε μόνο μέσω της ρίζας inter-pret. Επομένως, η σημασία του αρχικού
όρου ήταν ‘‘αυτό το οποίο συμφωνούν μεταξύ τους οι διάφορες πλευρές’’. (...)
Απεναντίας, ο όρος valor εκφράζει μια εγγενή διάσταση του ίδιου του πράγματος
και ορίζει ένα κριτήριο, βάσει του οποίου υποτίθεται ότι μπορούμε να κρίνουμε αν η [χρηματική]
τιμή του αντιστοιχεί στην αξία του. (...)
Καταλαβαίνουμε λοιπόν με ποιον τρόπο αυτή η έννοια της αξίας/valor ενός αγαθού υπήρξε το
σημασιολογικό εργαλείο, που επέτρεψε την ιδέα μιάς ‘‘οντολογικής προτεραιότητας της
σχέσης προς τα πράγματα έναντι του κοινωνικού δεσμού’’ (Λουί Ντυμόν, Homo Æqualis). (...)
Η εμφάνιση του όρου valor μπορεί πράγματι να θεωρηθεί ως το σημάδι μιας πρώτης, αποσπασματικής και
ατελούς κίνησης προς αυτή την κατεύθυνση, η οποία έλαβε χώρα κατά τον
αναπροσανατολισμό που σημειώθηκε [στη Δύση] κατά το έτος 1000 μ.Χ. (...)
Βέβαια η ιστορία του όρου valor είναι στην πραγματικότητα ακόμα πιο πολύπλοκη, καθώς
εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα με διάφορες χρήσεις, που
σημαίνουν τόσο την αξία/valor των αγαθών όσο και την αξία/valor των προσώπων. Χρησιμοποιήθηκε
επίσης στο εκκλησιαστικό δίκαιο ώστε να διακρίνονται τα ‘‘ανεκτίμητα’’ ιερά
αγαθά από τα αγαθά που μπορούν να ‘‘τιμώνται’’, με στόχο την καταπολέμηση του
φαινόμενου της σιμωνίας*, και προς
τα τέλη του 12ου αιώνα προκειμένου να αποτρέπεται κάθε μορφή
χρηματικής ανταλλαγής που θα απομακρυνόταν από τη ‘‘δίκαιη τιμή’’.
Μόνο
από τα μέσα του 13ου αιώνα και ύστερα ο όρος αξία/valor εμφανίζεται στη φιλοσοφία χάρη
στη μελέτη του πέμπτου βιβλίου των Ηθικών
Νικομαχείων. (...)
Η δίκαιη ανταλλαγή κατά τον Αριστοτέλη
Το αριστοτελικό τετράγωνο |
Στο βιβλίο αυτό, ο Αριστοτέλης επιχειρεί να ορίσει τι
είναι δίκαιο στις ανταλλαγές. Δεδομένου ότι η ανταλλαγή είναι αυτή που
‘‘συνδέει άρρηκτα τον ένα με τον άλλο’’ [ουκ έσται αλλαγή, ουδέ κοινωνία] και ότι λαμβάνει χώρα μεταξύ ατόμων με
διαφορετικά επαγγέλματα, κατά τον Αριστοτέλη δίκαιη ανταλλαγή δεν μπορεί να
υπάρξει παρά εφόσον ‘‘αυτά τα άτομα ισωθούν’’ [ἰσασθῆναι]. [Ο Αριστοτέλης φέρνει το
παράδειγμα ανταλλαγής μεταξύ ενός οικοδόμου και ενός υποδηματοποιού.]
Από την
εποχή του [βυζαντινού] σχολιαστή του Αριστοτέλη, Μιχαήλ του Εφέσιου, κατά τον
11ο αιώνα, το τετράγωνο που εκφράζει την αριστοτελική αναλογική ισότητα της
ανταλλαγής παρασταίνεται με ένα σχήμα [κλικ στην παράπλευρη εικόνα], το οποίο όλες οι γενιές των ερμηνευτών
θεωρούσαν καθήκον τους να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, η ανταλλαγή δεν πρέπει να
γίνεται με βάση μια μονάδα του προϊόντος καθενός (ένα σπίτι αντί ενός ζευγαριού
παπουτσιών), αλλά σύμφωνα με μια αναλογία η οποία λαμβάνει υπόψη της την αξία των
προσώπων εντός της Πόλεως. (...)
Έτσι, οι διαγώνιες ΑΔ και ΒΓ του τετραγώνου δεν εκφράζουν την αξία των προϊόντων, αλλά την αμοιβαία χρεία. Το ζήτημα λοιπόν [για τον Αριστοτέλη], δεν αφορά τη σχέση προς τα πράγματα, αλλά την αναγνώριση της αμοιβαίας χρείας χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ανταλλαγή, ούτε κοινότητα. (...)
Με άλλα λόγια, για τον Αριστοτέλη το όλο ζήτημα δεν είναι η
μέτρηση της αξίας/valor των πραγμάτων, αλλά η κατασκευή της δίκαιης αναλογίας κατά την
ανταλλαγή τους μέσα σε μια σχέση μεταξύ δυο προσώπων. (...)
Με αυτή την έννοια αντιλαμβάνεται το χρήμα/νόμισμα ως ένα
συμβατικό υποκατάστατο αυτής της χρείας και καταδικάζει τη ‘‘χρηματιστική’’ ως
ένα τερατώδες σφάλμα, το οποίο εκλαμβάνει το μέσον [χρήμα] ως σκοπό. (...)
Η παρερμηνεία του Αλβέρτου
Κατά τη μεσαιωνική πρόσληψη των αριστοτελικών θέσεων συνέβη λοιπόν ένα εννοιολογικό άλμα εξαιτίας ακριβώς της εισαγωγής της έννοιας της
αξίας εκεί ακριβώς όπου ο Αριστοτέλης δεν ήθελε ούτε καν να το διανοηθεί! Μέσα από
αυτό το άλμα έλαβε χώρα μια μετατόπιση της έννοιας του μέτρου,
που έπαψε να σημαίνει ‘‘μέτρο κατά την ανταλλαγή’’ και άρχισε να σημαίνει
‘‘αφηρημένο μέτρο των ανταλλασσόμενων αγαθών’’. Από το σημείο αυτό και έπειτα, η
έννοια του δίκαιου στην ανταλλαγή γίνεται κατανοητή μέσω της αφηρημένης αξίας/valor. (...)
Επί της ουσίας, τα Ηθικά
Νικομάχεια μελετήθηκαν στα studia και στα universitas, που
ήταν εγκατεστημένα στο κέντρο των μεσαιωνικών πόλεων, σε συνάρτηση με ένα
κοινωνικό ορίζοντα στον οποίον η χρηματική μεσολάβηση έχει μια θέση εντελώς
άλλη από εκείνη που είχε στην ελληνική Πόλιν. (...)
[Ας δούμε πώς συνέβη αυτή η μετατόπιση.] Το 1247, ο Robert Grosseteste, επίσκοπος του Λίνκολν,
δημοσίευσε μια πλήρη μετάφραση των Νικομαχείων
με ένα σύνολο σχολίων και σημειώσεων. Στην σχεδόν κατά λέξη μετάφρασή
του, απέδωσε τον αριστοτελικό όρο χρεία
κυρίως ως necessitas (με τον οποίο μεταφράζει και τον όρο ανάγκη), αλλά σε τρεις
περιπτώσεις −που αφορούσαν τις φράσεις
στις οποίες ο Αριστοτέλης ορίζει τη χρεία ως μέτρον− τον μεταφράζει με τον
εντελώς επισφαλή όρο opus, ο
οποίος σημαίνει μεν ‘‘έλλειψη’’ και ‘‘ανάγκη’’, όμως συγχέεται και με τον ομώνυμό
του όρο που σήμαινε ‘‘τετελεσμένη εργασία’’, ‘‘έργο’’. (...)
Βέβαια, σε μια ανώνυμη αναθεώρηση
εκείνης της μετάφρασης το 1260 αυτό το σφάλμα διορθώνεται (το opus αντικαθίσταται με το indigentia), όμως ο Αλβέρτος ο Μέγας −[που
δεν ήταν κάποιος μοναχικός σταχαστής, αλλά] επιφορτισμένος με την οργάνωση ενός
κέντρου προωθημένων μελετών στο δομινικανό studium της Κολωνίας− προσέλαβε τα Ηθικά
Νικομάχεια στηριζόμενος σε εκείνη την πρώτη, επισφαλή απόδοση. Έτσι, εκείνη η
πρώτη μελέτη των Νικομαχείων, που
ολοκληρώθηκε γύρω στο 1250, προσανατόλισε μόνιμα την πρόσληψη αυτού του έργου
τόσο πάνω στο συγκεκριμένο θέμα όσο και σε μια σειρά άλλων. (...)
Πράγματι, ο Αλβέρτος δεν μπόρεσε
να αντιληφθεί το παιχνίδι ανάμεσα στις δυο σημασίες του όρου opus και έτσι κατανόησε την αριστοτελική ιδέα της χρείας ως μέτρου
αποκλειστικά με την έννοια opus/τετελεσμένη εργασία. Όμως αυτή η παρανόηση, αντί να του δυσκολέψει ακόμα περισσότερο
την κατανόηση ενός κειμένου έτσι κι αλλιώς δύσκολου, του επέτρεψε απεναντίας να
επεξεργαστεί μια καινούργια κοινωνική φιλοσοφία που δεν είχε παρά ελάχιστη σχέση με
αυτή του Αριστοτέλη. (...)
Πώς η αξία "έδεσε" με την εργασία
Πράγματι, από την πρώτη κιόλας στιγμή, όταν δηλαδή καταγίνεται ακόμα με την έκθεση του προβλήματος ["τι είναι δίκαιη ανταλλαγή"], ο Αλβέρτος παρουσιάζει την αριστοτελική θεματική της αναλογικής ισότητας με ένα εντελώς άλλο τρόπο από το πώς την έβλεπε ο Αριστοτέλης: την παρουσιάζει σαν ζήτημα εξίσωσης της αξίας/valor των εργασιών καθενός από τους συναλλασσόμενους. Το όλο θέμα της δίκαιης ανταλλαγής γίνεται σε αυτόν ζήτημα ανταλλαγής πραγμάτων ‘‘ίσης αξίας’’ (Super Ethica, V, 7). (...)
Πράγματι, από την πρώτη κιόλας στιγμή, όταν δηλαδή καταγίνεται ακόμα με την έκθεση του προβλήματος ["τι είναι δίκαιη ανταλλαγή"], ο Αλβέρτος παρουσιάζει την αριστοτελική θεματική της αναλογικής ισότητας με ένα εντελώς άλλο τρόπο από το πώς την έβλεπε ο Αριστοτέλης: την παρουσιάζει σαν ζήτημα εξίσωσης της αξίας/valor των εργασιών καθενός από τους συναλλασσόμενους. Το όλο θέμα της δίκαιης ανταλλαγής γίνεται σε αυτόν ζήτημα ανταλλαγής πραγμάτων ‘‘ίσης αξίας’’ (Super Ethica, V, 7). (...)
Θεωρεί δηλαδή, ότι η ανταλλαγή δεν
μπορεί να είναι δίκαιη, ισωτική, παρά μόνο σε συνάρτηση με ένα εγγενές
μέτρο της αξίας/valor των προϊόντων, τα οποία με αυτό
τον τρόπο μετασχηματίζονται σε εμπορεύματα −δηλαδή σε προϊόντα που δεν έχουν
να κάνουν με την αμοιβαία χρεία, αλλά διατίθενται προς πώληση και απαιτούν να
ανταλλαχθούν στη βάση της αξίας/valor τους σύμφωνα με ένα κοινωνικό
μέτρο εξωτερικό από την αμοιβαιότητα.
Ενώ ο Αριστοτέλης κατασκεύασε το
περίφημο τετράγωνό του εξισώνοντας τις διαγώνιες ΑΔ και ΒΓ [δηλαδή
οικοδόμος/παπούτσι = υποδηματοποιός/σπίτι, με άλλα λόγια: αμοιβαιότητα της
χρείας] σύμφωνα με ένα μέτρο εσωτερικό της ανταλλαγής, ο
Αλβέρτος, με τρόπο αληθινά αξιοσημείωτο, αλλάζει το νόημα του τετραγώνου
υιοθετώντας έναν άλλο τρόπο κατασκευής του!
Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι για να
επιτευχθεί η δίκαιη-ισωτική ανταλλαγή πρέπει πρώτα να εξισωθούν
αναλογικά οι πλευρές ΑΓ και ΒΔ, οι οποίες εκφράζουν τη σχέση καθενός προς τη
δική του εργασία, προς το δικό του έργο ή προϊόν [δηλαδή οικοδόμος/σπίτι = υποδηματοποιός/παπούτσι,
με άλλα λόγια: το opus/εργασία του
ενός με το opus/εργασία του άλλου]. (...)
Αυτή η φαινομενικά ανώδυνη
διαφοροποίηση του Αλβέρτου σε σχέση με τον Αριστοτέλη εκφράζει στην
πραγματικότητα μια διαφορετική αντίληψη της ανταλλαγής, την κατανόηση της
ανταλλαγής με βάση την αξία/valor. Σύμφωνα με αυτήν, για να υπάρξει
δίκαιη-ίση ανταλλαγή δεν πρέπει να εξισωθούν αναλογικά τα πρόσωπα αλλά οι
εργασίες τους, τα προϊόντα της εργασίας τους. Από αυτές τις
σελίδες του Αλβέρτου λοιπόν, απουσιάζει τελείως η αριστοτελική έννοια της αμοιβαίας χρείας και στη
θέση της προβάλλει η ιδέα της δίκαιης αμοιβής των παραγωγικών εργασιών. (...)
Μέσα από αυτή την παρερμηνεία του,
ο Αλβέρτος εισάγει μια καινούργια διάσταση, η οποία απουσίαζε εντελώς από το
κείμενο του Αριστοτέλη και η οποία αντιστοιχεί σε ένα από τα πιο ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά του [δυτικού] μεσαιωνικού πολιτισμού: την αξίωση της προσπάθειας, της εργασίας. (...)
Στον Αλβέρτο χρωστάμε επομένως την
πρώτη φιλοσοφική διατύπωση της οικονομικής έννοιας της αξίας ως valor. Δεν πρόκειται βέβαια για μια
‘‘θεωρία της αξίας’’ με την έννοια που την αντιλαμβάνεται η σύγχρονη οικονομική
σκέψη, αλλά για τον ορισμό της διάστασης εκείνης μέσω της οποίας τα πράγματα
μπορούν να γίνουν αντιληπτά σύμφωνα με μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, σύμφωνα
με ένα ‘‘συμβεβηκός’’, για να χρησιμοποιήσουμε μια αριστοτελική ορολογία.
Συγκεκριμένα, αυτό στο οποίο μας καλεί η οπτική του Αλβέρτου, είναι να
αναγνωρίσουμε στα πράγματα την εγγενή ιδιότητα να μπορούν να αποτιμηθούν, να
έχουν αξία, πριν από κάθε ανταλλαγή! (...)
Αν όμως είναι αναχρονισμός να
ψάχνουμε κάποια ‘‘θεωρία της αξίας’’ στον Αλβέρτο, γεγονός είναι ότι έθεσε το
πρόβλημα και κατέδειξε τις κοινωνικές συνεπαγωγές του με ένα τρόπο που σφράγισε
όλες τις μετέπειτα συζητήσεις.»
Συλβαίν Πιρόν, Ο Αλβέρτος ο Μέγας και η έννοια της αξίας (2010)
* «Σιμωνία», από την περίπτωση του
Σίμωνα του Μάγου (βλ. Πράξεις Αποστόλων,
8:9-25), ονομάστηκε η μετάδοση εκκλησιαστικών μυστηρίων ή αξιωμάτων με
οικονομικό αντάλλαγμα.