Μια εύλογη ερώτηση που προκύπτει από τις έως τώρα αναλύσεις που παρουσιάσαμε, είναι το από πού προήλθε το χρήμα; 'Αραγε η ανθρωπότητα οδηγήθηκε σε αυτό με κάποιο αυτόματο, αιτιοκρατικό τρόπο; Είδαμε ότι δεν προήλθε από τον αντιπραγματισμό, δεν είχε (ούτε έχει) σχέση με την επινόηση ενός «πιο βολικού» μέσου ανταλλαγής. Μήπως λοιπόν το χρήμα (και η αξία) προήλθε έχει από την ιστορική δραστήριότητα ενός συλλογικού, ταξικού αν θέλετε, υποκειμένου;
Στην αρχή της έρευνάς μας αναφερθήκαμε σε αυτό το ζήτημα ακροθιγώς. Τώρα πρέπει να το δούμε λίγο πιο διεξοδικά. Αφού είδαμε μέσα από ποιού είδους παρερμηνειών εδραιώθηκε η μαγεμένη αντίληψη της αξίας, θα δείξουμε τώρα τη δραστηριότητα που το επινόησε και κάτι
εξαιρετικά σημαντικό: ότι η δραστηριότητα αυτή προήλθε ουσιαστικά από «ένα επάγγελμα
χωρίς όνομα».
Για το σκοπό αυτό, παραθέτουμε εδώ μια δική μας περίληψη (με
ενσωματωμένες λίγες δικές μας επεξηγήσεις εδώ κι εκεί) μιας σχετικής μελέτης
της Hélène
Vérin με
τίτλο «Αγορά και εμπορευματική ανταλλαγή: μερικά σημεία αναφοράς στην ιστορία μιας υποψίας» (2010). - Σημ. HS
*
Η δυσκολία ενός ορισμού της πολύπλοκης δραστηριότητας των
εμπόρων είναι παρούσα στην πανάρχαια ιστορία των λέξεων.
Όμηρος και
Αριστοτέλης
Σύμφωνα με τον Εμίλ Μπενβενίστ (Λεξικό των ινδοευρωπαϊκών θεσμών, τ. 1, 1969), ήδη στη γλώσσα
του Ομήρου διαπιστώνεται μια διαφοροποίηση των χρησιμοποιούμενων όρων, μέσα από
την οποία η αγοραπωλησία διακρίνεται από το εμπόριο. Για την καθαυτό εμπορική
δραστηριότητα, ο Όμηρος χρησιμοποιεί τα ρήματα πιπράσκω (διασχίζω, διαπορεύομαι) και πέρνημι (ταξιδεύω σε μακρινές χώρες για να πουλήσω.) Για την
αγοραπωλησία αγαθών, δηλαδή για την ανταλλαγή μεταξύ ενός αγοραστή κι ενός
πωλητή, χρησιμοποιεί αφ’ ενός τον όρο πωλείν και εννοεί: ορίζω μια τιμή, επιδιώκω ένα
κέρδος∙ και αφ’ ετέρου τον όρο ωνέομαι, που
σημαίνει διαπραγματεύομαι με τον πωλητή και αγοράζω, παζαρεύω.
Αυτή τη διαφοροποίηση μεταξύ αγοραπωλησίας και εμπορίου, ο
Αριστοτέλης έρχεται να την θεωρητικοποιήσει στα Πολιτικά και τα Ηθικά
έργα του. Κατ’ αυτόν, καλό είναι αυτό
που εναρμονίζει τις ανθρώπινες δραστηριότητες με την φυσική τάξη, τον Κόσμο. Ιεραρχώντας
τις δραστηριότητες του ανθρώπου, ο Αριστοτέλης τοποθετεί πρώτη την πολιτική.
Ποια θέση δίνει στη δραστηριότητα του εμπόρου; Για να το καταλάβουμε, πρέπει να
δούμε ότι, σε μια πρώτη στιγμή, διακρίνει την οικονομία −με την οποία εννοεί την κτήση και την καλή διαχείριση
των αγαθών− από τη χρηματιστική, την
ανταλλαγή που μεσολαβείται από το χρήμα∙ και σε μια δεύτερη στιγμή, διακρίνει
την ίδια τη χρηματιστική σε «κατά φύση» και «παρά φύση».
Η κατά φύση, η «καλή», χρηματιστική αφορά την αγοραπωλησία
(πωλείν και ωνέομαι) μικρής κλίμακας, η οποία αποσκοπεί απλώς και μόνο στον
πορισμό χρήσιμων αγαθών. Η παρά φύση, η «κακή», χρηματιστική έχει να κάνει με
το εμπόριο, με το οποίο εννοείται συγκεκριμένα το εμπόριο μεταξύ διαφορετικών χωρών: μέσα από αυτή τη δραστηριότητα,
εξηγεί ο Αριστοτέλης, τα χρήμα εισέβαλε ως αναγκαιότητα
στη ζωή των ανθρώπων.
Γιατί αυτή η δραστηριότητα είναι «παρά φύση»; Για δυο
λόγους. Πρώτον, διότι κάνοντας σκοπό της ανταλλαγής όχι τον πορισμό χρήσιμων
αγαθών αλλά του ίδιου του χρήματος,
αυτή η χρηματιστική είναι η τέχνη της δημιουργίας και απόκτησης πλούτου
αποκλειστικά και μόνο από την ίδια την
ανταλλαγή, δηλαδή έξω από τις φυσικές μορφές δημιουργίας πλούτου (γεωργία,
αλιεία, κυνήγι, κ.λπ.). Δεύτερον και κυριότερον, επειδή είναι μια δραστηριότητα
αντίθετη απ' ο,τιδήποτε το φυσικό στο βαθμό που δεν έχει και δεν θέτει στον εαυτό της κανένα όριο (βλ. Πολιτικά): η δραστηριότητα των εμπόρων
δεν έχει «τέλος»∙ σαν μια ακόρεστη δίψα (κάτι εντελώς αφύσικο), αέναα
ανακυκλώνεται σ’ ένα και μόνο στόχο, τη συσσώρευση
χρηματικού πλούτου.
Όμως, αυτή η ακόρεστη δίψα του για χρηματικό κέρδος,
αποξενώνει το έμπορο από οποιαδήποτε αυθεντική γνώση και αρετή, και κατά
συνέπεια τον διαχωρίζει από την Πόλη. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο έμπορος δεν
είναι δυνατόν να είναι καλός πολίτης −κι αλίμονο στην Πόλη που θα ρυθμίσει τις
τύχες της με βάση τις απαιτήσεις των εμπόρων.
«Διδασκαλικόν»
Μερικούς αιώνες αργότερα, στο εγκυκλοπαιδικό σύγγραμμά του
Διδασκαλικόν −όπου καταγράφει και
παρουσιάζει αναλυτικά διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες συνδέοντάς τις με
αντίστοιχες τέχνες−, ο φιλόσοφος, θεολόγος και μυστικιστής Ούγος του Σαιντ Βίκτορ (1096-1141) συνδέει τη δραστηριότητα των εμπόρων με την τέχνη της ρητορικής. Διότι, όπως παρατηρεί, «στο επάγγελμα αυτό
είναι εντελώς απαραίτητη η ευγλωττία», αφού ο έμπορος «διεισδύει στις μυστικές
περιοχές του κόσμου, βγαίνει σε ακτές που δεν έχει δει ανθρώπου μάτι, διασχίζει
φρικτές ερήμους και συναλλάσσεται με βάρβαρα έθνη σε άγνωστες γλώσσες».
Εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι ότι ο Σαιντ Βικτόρ δεν βρίσκει άλλο όνομα για να χαρακτηρίσει αυτή τη δραστηριότητα από το όνομα
«πλοήγηση», που είναι και ο τίλος του σχετικού με τους εμπόρους κεφαλαίου του
συγγράμματός του. Παρ’ όλα αυτά, σε μια στιγμή χρησιμοποιεί και τον όρο «negotium» (επιχείρηση), κάτι που μας
παραπέμπει σε μια δεύτερη σειρά παρατηρήσεων του Μπενβενίστ.
Ένα επάγγελμα χωρίς
όνομα!
Πράγματι, ο Μπενβενίστ εξετάζει διεξοδικά την πολύπλοκη
διαδικασία σχηματισμού αυτής της λατινικής λέξης. Όπως εξηγεί, η λέξη αυτή
είναι σύνθετη, με το πρώτο συνθετικό της αρνητικό: nec-otium, δηλαδή «απουσία ελεύθερου χρόνου».
Πώς όμως αυτός ο αρνητικός όρος γίνεται θετικός, πώς δηλαδή το «να μην έχει
κάποιος ελεύθερο χρόνο» έρχεται να προσδιορίσει θετικά ένα συγκεκριμένο
επάγγελμα, το επάγγελμα του εμπόρου;
Αναζητώντας απάντηση, ο Μπενβενίστ προτείνει ότι η
λατινική λέξη negotium δεν είναι παρά μετάφραση της αρχαίας ελληνικής λέξης «α-σχολία» −βρίσκει μάλιστα ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα στον Πίνδαρο, όπου ο ποιητής, απευθυνόμενος
εγκωμιαστικά στην πόλη των Θηβών, λέει: «… το τεόν … πράγμα και ασχολίας
υπέρτερον θήσομαι» («θα θέσω τα συμφέροντά σου πάνω από κάθε πράγμα και
ασχολία»)∙ αλλά και στον Πλάτωνα, όπου η «ασχολία» σημαίνει δυσκολία: «το σώμα μυρίας παρέχει ημίν
ασχολίας» («το σώμα μας μας δημιουργεί μυριάδες δυσκολίες»).
Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Μπενβενίστ, η ελληνική λέξη,
μπορεί μεν να αναφερόταν στις «δημόσιες ή ιδιωτικές ασχολίες», αλλά δεν
προσδιόριζε τις εμπορικές δραστηριότητες όπως η λατινική negotium. Θεωρεί λοιπόν, ότι οι Λατίνοι
δανείστηκαν αυτή τη λέξη από τα ελληνικά και της προσέδωσαν ένα ιδιαίτερο
νόημα, το οποίο μάλιστα βρίσκουμε και στα σύγχρονα ανάλογα της λέξης negotium. Πράγματι, όπως σημειώνει, στα
γαλλικά, η λέξη «affaires» (από το à faire, «έχω
κάτι να κάνω»), στα αγγλικά η λέξη «business» (από το busy, «είμαι
απασχολημένος, δεν έχω ελεύθερο χρόνο») και στα γερμανικά η λέξη «Geschäft» (από
το schaffen, «κάνω
κάτι, φτιάχνω κάτι»), όλες αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται, όπως και το negotium, για την εμπορική δραστηριότητα.
Και συμπεραίνει:
«Παρατηρούμε εδώ ένα μεγάλο φαινόμενο, κοινό σε όλες τις χώρες και μάλιστα από τους αρχαίους χρόνους: οι εμπορικές δραστηριότητες δεν έχουν όνομα∙ δεν μπορούμε να τις προσδιορίσουμε με όρους θετικούς. (…) Τοποθετούνται έξω από όλα τα επαγγέλματα, από όλες τις πρακτικές, από όλες τις τεχνικές. Γι’ αυτό και δεν μπορέσαμε να τις προσδιορίσουμε παρά αόριστα, με τη γενική έννοια του ‘‘είμαι απασχολημένος’’, ‘‘έχω κάτι να κάνω’’.»
Διαπίστωση, δηλαδή, που συμφωνεί πλήρως με όσα είδαμε ότι
λέει σχετικά με αυτή τη δραστηριότητα ο Αριστοτέλης. Πώς όμως αυτή η
δραστηριότητα πέρασε τελικά από έξω, όχι απλώς μέσα αλλά στην καρδιά της
Πόλης;
Ο Αντουάν ντε
Μονκρετιέν και η παράδοση της Πόλης στο εμπόριο
Η αλλαγή αυτή σημειώνεται μέσα από ένα ουσιαστικά πολεμικό έργο του πολεμιστή, τυχοδιώκτη,
δραματουργού και οικονομολόγου Αντουάν ντε Μονκρετιέν (1575-1621) με τίτλο Πραγματεία πολιτικής οικονομίας (1615).
Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι η πραγματεία αυτή, που στηρίζεται σε όλες τις
σύγχρονες τότε γνώσεις (ιατρική, αλχημεία) για να σκεφτεί το κοινωνικό και το
πολιτικό, και να προτείνει τρόπους διακυβέρνησης, αποτελεί ρητά μια κατά μέτωπο επίθεση στις θέσεις του Αριστοτέλη.
Σαν τον Αριστοτέλη, ο Μονκρετιέν ορίζει τους ανθρώπους
από τη δράση τους και μάλιστα την αμοιβαία δράση τους. Όμως, αναποδογυρίζει την
αριστοτελική ιεραρχία των δραστηριοτήτων του πολίτη και τροποποιεί σε βάθος την
αριστοτελική αρχή της δράσης με τελικό σκοπό την αρετή και το αγαθό.
Για να το
πετύχει, εισάγει δυο πρότυπα: το σώμα του
ζώου με τις αντιστοιχίες του προς το κοινωνικό σώμα∙ και τη μηχανή με τις κινήσεις της. Έτσι, στις «τρεις ψυχές» του ζωϊκού σώματος αντιστοιχούν
οι τρεις μεγάλες μορφές των οικονομικών δραστηριοτήτων: στη φυτική ψυχή, οι
εργάτες∙ στην αισθητική ψυχή, οι χειροτέχνες∙ και στη ζωϊκή ψυχή, οι έμποροι.
Αυτή η τελευταία,
«έχει έδρα της τον εγκέφαλο. Αυτή ηγεμονεύει τις δράσεις μέσω των νεύρων, που απλώνονται σε διάφορες διακλαδώσεις και δίνει κίνηση σε όλο το σώμα. Με αυτή την ψυχή μπορούμε να συσχετίσουμε πολύ εύλογα τη θέση των εμπόρων μέσα στην κοινωνία των πολιτών.»
Με άλλα λόγια, σε πλήρη αντίθεση με τον Αριστοτέλη, ο
Μονκρετιέν τοποθετεί τη δραστηριότητα των εμπόρων στην υψηλότερη θέση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, σαν ηγεμονικό εγκέφαλο και νευρικό σύστημα
ολόκληρης της κοινωνίας. Επιπλέον, για να δέσει ακόμα περισσότερο την παράδοση
της Πόλης στους εμπόρους, ανατρέχοντας σε μια σειρά μηχανιστικών μεταφορών,
υποστηρίζει πως πηγή και θεμέλιο όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπινων
δραστηριοτήτων, κάθε δράσης, πράξης και κίνησης, είναι το κέρδος.
Τι έχει απογίνει η αναζήτηση της αρετής και του αγαθού;
Βεβαίως, λέει ο Μονκρετιέν, «ο πιο συνηθισμένος δεσμός μεταξύ των ανθρώπων
εξαρτάται από την αλληλοβοήθεια και τις αμοιβαίες υπηρεσίες που μπορούν να
προσφέρουν ο ένας στον άλλον», όμως
«η αλληλοβοήθεια και η αμοιβαιότητα εξαρτώνται πάντοτε από το ότι ο καθένας κοιτάζει το ατομικό του κέρδος, γιατί αυτό είναι εκείνο που πάνω απ’ όλα κινεί αυτόν τον ίδιον, ανεξάρτητα από τη γενική κίνηση στην οποία συμμετέχει, έστω κι αν δεν το συνειδητοποιεί. (…) Κι όλη αυτή η ταλαιπωρία, όλα τα ανδραγαθήματα τόσων και τόσω ανθρώπων, άλλο σκοπό δεν έχουν παρά το κέρδος.»
Να λοιπόν, πώς ο Μονκρετιέν καταπιάστηκε να εξυψώσει τη
δραστηριότητα των εμπόρων καταρρίπτοντας το αριστοτελικό επιχείρημα, που την
όριζε σαν μια «παρά φύση» ακόρεστη δραστηριότητα «προσκόμισης κέρδους», σαν ένα
negotium − affaires, business, Geschäft−, που αποξενώνει τον
άνθρωπο από την αναζήτηση της αυθεντικής γνώσης και της αρετής, αποξενώνοντάς
τον έτσι κι από την Πόλη.
Με τον Μονκρετιέν βλέπουμε λοιπόν να αναδύεται, σε πόλεμο
με τις έως τότε αντιλήψεις των σοφών −και ακριβώς στην αυγή των Νέων
Χρονων−, η ιδέα ενός «πολίτη», ο οποίος καθορίζεται πρώτα και πάνω απ’ όλα από ιδιοτελή κίνητρα. Και σε αυτόν ακριβώς
τον «πολίτη», που δεν είναι άλλος από τον έμπορο,
οφείλουν τώρα να παραδοθούν τα κλειδιά της Πόλης. Όπως λέει ο Μοντκρετιέν:
«Ενάντια στην άποψη του Αριστοτέλη και του Ξενοφώντα, εμείς δεν θα ξεχωρίσουμε την οικονομία από την πολιτική, διότι ένας τέτοιος χωρισμός αποκόβει το κύριο μέρος [την οικονομία] από το όλον [την Πόλη]. (…) Ξέχασαν (αυτοί οι αρχαίοι συγγραφείς) ότι το Κράτος πρέπει πάνω απ’ όλα να κοιτάζει την οικονομία, [εντός της οποίας] το εμπόριο συνιστά όχι μόνο την πιο ολοκληρωμένη και εξαίσια δραστηριότητα, αλλά και τη δραστηριότητα εκείνη που κινεί όλες τις άλλες δραστηριότητες της κοινωνίας.»
Η Πόλη παραδομένη λοιπόν στο πάθος ενός επαγγέλματος που δεν
έχει όνομα. Καλωσορίσατε στους Νέους Χρόνους!
1 σχόλιο:
Σε κείμενα αναφοράς έχει εξελιχτεί η σειρά σας για την αξία και το χρήμα. Πολύ ενδιαφέροντα και βοηθητικά για ξεκαθαρίσματα. Πότε θα μας χαρίσετε και τη δική σας θέση;
Δημοσίευση σχολίου