Σελίδες

30 Δεκεμβρίου 2015

Ἄπιον νέον Ἒαρ!

Φίλες και φίλοι,

πάντοτε πιστοί στις παραδόσεις, από καρδιάς σάς μεταφέρουμε τη θυμόσοφη εκείνη ευχή που αντάλλασσαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι τέτοιες μέρες, καταμεσής του γεωκλιματικού τε και κοινωνικού Χειμώνα:

Ἄπιον νέον Ἒαρ!

ο εστί μεθερμηνευόμενον:

Είναι μακριά ακόμα η νέα Άνοιξη! *

... ευχή την οποία βαρβαρικοί τινες λαοί «μετέφρασαν» στην κακόηχη γλώσσα τους (άκουσον άκουσον!) ως ...

Happy new Year!

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ!!!


* Προς επίρρωσιν: Ἄπιος, -η, -ον, ο μακράν απέχων, τηλόθεν εξ απίης γαίης, «πόρρωθεν εκ της μακράν απεχούσης γης» (Σχόλ.), Ιλιάδα Α 270, Γ 49, Οδύσσεια Π 18, Σοφοκλέους Οιδίπους επί Κολωνώ 1685 − Λεξικό Liddell & Scott

22 Δεκεμβρίου 2015

Γιορτές : ψάχνοντας το μωρό στα απόνερα

 
Πώς μπορείς να μιλήσεις για κάτι πολύτιμο, που ωστόσο διαφεύγει πια της προσοχής και ο κόσμος το προσπερνάει ποδοπατώντας το;

Έχουμε μπει σε «περίοδο γιορτών». Αλήθεια, τι βλέπουμε σ’ αυτό που λέμε «γιορτές»; Ναι, σύμφωνοι, «εμπορευματικό πανηγυράκι». Πολύ σωστά! Όμως δεν ρωτάω τι βλέπουμε από κοινωνιολογικής, αλλά από ανθρωπολογικής άποψης −διότι ακόμα κι αν η ανθρωπότητα ευτυχήσει κάποτε να δει το τέλος του «εμπορευματικού πανηγυριού», δεν θα πάψει να γιορτάζει … εκτός κι αν μαζί με τ’ απόνερα πετάξουμε και το μωρό, που λέγαμε κάποτε.

Αλήθεια, διακρίνουμε κανένα μωρό μέσα στ’ απόνερα του «εμπορευματικού πανηγυριού»; Μα πώς, όταν, ψάχνοντας στ’ απόνερα (συμφέροντα), δεν καταφέρνουμε να δούμε σε αυτό που συναντάμε (τελετές, δηλαδή «θρησκευτικότητα») παρά  μόνο ανοησίες;

Στις σημειώσεις που έγραψε το καλοκαίρι του 1931 και κυκλοφόρησαν αρκετά μετά το θάνατό του με τίτλο Παρατηρήσεις πάνω στο Χρυσό Κλώνο του Φρέιζερ (1967) −στα ελληνικά βλ. Γλώσσα, Μαγεία, Τελετουργία (1990)−, ο Λούντβιχ Βίττγκενσταϊν, εξετάζοντας κριτικά το κλασικό έργο του ανθρωπολόγου Τζέιμς Φρέιζερ, Ο χρυσός κλώνος (1890), κατέδειξε πολύ καθαρά το πρόβλημα:
(...) Η περιγραφή των μαγικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων των ανθρώπων απ’ τον Φρέιζερ δεν είναι ικανοποιητική. Κάνει αυτές τις πεποιθήσεις να φαίνονται σαν λάθη. (...) Είναι πραγματικά πολύ παράξενο, όλα τούτα τα έθιμα να προβάλλονται τελικά τρόπον τινά σαν βλακείες. Είναι ακατανόητο το ότι οι άνθρωποι τα κάνουν όλ’ αυτά από καθαρή βλακεία. (...) Ο Φρέιζερ λέει πως είναι πολύ δύσκολο ν’ ανακαλύψεις το λάθος στη μαγεία −κι αυτός είναι ο λόγος που επιζεί τόσους αιώνες− διότι, λ.χ., ένα ξόρκι που υποτίθεται ότι θα φέρει βροχή, είναι βέβαιο πως αργά ή γρήγορα θα φανεί αποτελεσματικό. Όμως είναι παράξενο ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν σκεφτεί πως τελικά θα βρέξει αργά ή γρήγορα. […]
Ασφαλώς το είχαν σκεφτεί! Δεν ήταν από άγνοια που έκαναν τις τελετές εκείνες. Διότι, όσο κι αν πληγώνει τον πολιτισμικό εγωϊσμό μας, γνώσεις, και μάλιστα πολύ ακριβείς, πάνω στα φυσικά φαινόμενα είχαν και οι παλιότερες κοινωνίες −χωρίς αυτό να αναιρεί τη θρησκευτικότητά τους, όπως υποθέτει ο σχετικά σύγχρονος μύθος, σύμφωνα με τον οποίο η θρησκευτικότητα εκείνων των κοινωνιών, ή εν γένει, οφείλεται στην «άγνοια» και παρέρχεται χάρη στην «επιστημονοτεχνική γνώση».

Αίνιγμα λοιπόν. Είναι το αίνιγμα που προς τιμήν του είχε διαπιστώσει, αλλά χωρίς να το λύσει, ένας ακραιφνής οπαδός του παραπάνω σύγχρονου μύθου, ο Καρλ Μαρξ, όταν ξεκινούσε γράφοντας στην Εισαγωγή για μια κριτική της πολιτικής οικονομίας (1857):
(...) Η αντίληψη για τη φύση και για τις κοινωνικές σχέσεις, που βρίσκεται στο βάθος της ελληνικής φαντασίας, επομένως και της ελληνικής [τέχνης], μπορεί να συμβιβαστεί με τις αυτόματες μηχανές, με τους σιδηροδρόμους, με τις ατμομηχανές και με τον ηλεκτρικό τηλέγραφο; Τι είναι ο Ήφαιστος μπροστά στο Roberts and Co, ο Δίας μπροστά στο αλεξικέραυνο, ο Ερμής μπροστά στο Credit Mobilier; Κάθε μυθολογία δαμάζει και κυριαρχεί τις φυσικές δυνάμεις μέσα στη φαντασία και με τη φαντασία∙ επομένως, χάνεται μόλις αυτές τις δυνάμεις κατορθώσουμε να τις κυριαρχήσουμε πραγματικά. (...) Μπορεί να σταθεί ο Αχιλλέας από τη στιγμή που παρουσιάζεται το μπαρούτι και το μολύβι; Ή ολόκληρη η Ιλιάδα, μπορεί να συμβιβαστεί με το τυπογραφικό πιεστήριο; Η ραψωδία, ο μύθος και η Μούσα δεν σωπαίνουν αναγκαστικά μπροστά στο μοχλό του τυπογράφου; (...)
... για να κλείσει αυτές τις σκέψεις διαπιστώνοντας πως, παρ' όλα αυτά, υπάρχει κάτι που σου σπάει το κεφάλι:
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το πώς η ελληνική τέχνη και το έπος συνδέονται με ορισμένες μορφές κοινωνικής ανάπτυξης. Δύσκολο είναι να καταλάβουμε πώς μπορούν ακόμη να μας δίνουν αισθητικές απολαύσεις και πώς μπορούμε να τις θεωρούμε από ορισμένες απόψεις σαν κανόνα και άφθαστο πρότυπο. (...)
Έλα ντε! Όμως δεν είναι δύσκολο. Είναι αδύνατον όταν έχεις τις προηγούμενες σκέψεις, δηλαδή όταν προσεγγίζεις τη θρησκευτικότητα με τον ίδιο τύπο σκέψης, και τους ίδιους όρους, με τους οποίους προσεγγίζεις την επίλυση ενός τεχνικού προβλήματος ... Λες και ο Κεραύνιος Δίας, λ.χ., προήλθε από την προσπάθεια των αρχαίων να δουν τι θα κάνουν με τους κεραυνούς!

Λέει πολύ χαρακτηριστικά ο Μόρις Ντριούρι, φίλος και μαθητής του Βίττγκενσταϊν, σε ένα απόσπασμα από βιβλίο του Ο κίνδυνος των λέξεων (1973), που βρήκα σε σχετικό κείμενο του Ζακ Μπουβρές: 
Ο Φρέιζερ θαρρεί πως μπορεί να διαυγάσει την καταγωγή των τελετουργιών που περιγράφει, θεωρώντας τις σαν πρωτόγονες και λαθεμένες επιστημονικές πεποιθήσεις. Λέει επί λέξει το εξής: «Γι’ αυτό, επισκοπώντας τις γνώμες και τις πρακτικές χονδροειδέστερων εποχών και φύλων, καλά θα κάνουμε να δείχνουμε επιείκεια για τα λάθη τους, που είναι αναπόφευκτα ολισθήματα κατά την αναζήτηση της αλήθειας». Ε λοιπόν, ο Βιττγκενστάιν μ’ έκανε να δω καθαρά ότι, αντίθετα απ’ ό,τι λέει ο Φρέιζερ, οι άνθρωποι που έκαναν εκείνες τις τελετές διέθεταν ήδη σημαντικές επιστημονικές γνώσεις, ήξεραν καλά τη γεωργία, τη μεταλλουργία, τεχνικές κατασκευών, κ.λπ. Και οι τελετουργίες συνυπήρχαν παράλληλα με αυτές τις σοβαρές τεχνικές. 
Με άλλα λόγια, οι τελετουργίες δεν προήλθαν από λαθεμένες πεποιθήσεις, αλλά από την ανάγκη να εκφραστεί κάτι: ήταν μια μορφή γλώσσας, μια μορφή ζωής. Άλλωστε και σήμερα, όταν μας συστήνουν κάποιον, του σφίγγουμε το χέρι. Όταν μπαίνουμε σε μια εκκλησία, βγάζουμε το καπέλο μας και μιλάμε χαμηλόφωνα. Κι ίσως τα Χριστούγεννα στολίζουμε ένα δέντρο. Όλα αυτά είναι εκφράσεις φιλικότητας, σεβασμού, γιορτασμού. Δεν είναι ότι πιστεύουμε πως το σφίξιμο των χεριών φέρνει κάποιο μαγικό αποτέλεσμα, ούτε ότι θα πάθουμε κανένα κακό άμα δεν βγάλουμε το καπέλο μας μπαίνοντας στην εκκλησία!
Κι έτσι, πέρα από την επισήμανση του προβλήματος, ο Ντριούρι μάς δίνει, μέσω Βίττγκενσταϊν, και το κλειδί για την επίλυσή του. Βρίσκεται σε δυο φράσεις: «Άλλωστε και σήμερα», «Όλα αυτά είναι εκφράσεις φιλικότητας, σεβασμού, γιορτασμού».

Κλειδί πρώτο: «Άλλωστε και σήμερα». Δηλαδή, θα πέσουμε έξω και δεν θα καταλάβουμε τίποτα εάν προσεγγίσουμε αυτή τη σφαίρα της ζωής σαν κάτι που συνέβαινε μόνο «κάποτε», σαν κάτι που δεν μπορούμε να διακρίνουμε στο σήμερα. Αρκεί να μην ξεχνάμε κάτι που έλεγε το 1964 ένας πιο εξασκημένος, καλλιτέχνης γαρ, ο αγαπητός μας Άσγκερ Γιόρν:
Αν δεν καταλαβαίνουμε μια δογματική διαμάχη του 4ου αιώνα, μπορούμε ωστόσο να είμαστε βέβαιοι για ένα πράγμα: εκείνοι οι άνθρωποι δεν ήταν περισσότερο ανόητοι από εμάς. Αυτό αρχίζουμε σιγά-σιγά να το κατανοούμε σχετικά με όλες τις φυλές επί της γης, είτε αποκαλούνται υπανάπτυκτες είτε υπερανεπτυγμένες. Δεν ήταν περισσότερο ανόητες από εμάς. Συνεπώς, οι απόψεις τους είναι εξίσου ενδιαφέρουσες με τις δικές μας και μάλιστα είναι ενδιαφέρουσες ακριβώς όταν συσχετίζονται με τις δικές μας. Αυτό το ενδιαφέρον, σε συνδυασμό με μια διεύρυνση της προσοχής μας, επιδρά ανατρεπτικά πάνω στο καλούπωμα της πνευματικής μας ζωής.
Κλειδί δεύτερο: «Όλα αυτά είναι εκφράσεις φιλικότητας, σεβασμού, γιορτασμού». Δηλαδή, θα καταλάβουμε κάτι, κι ίσως ακόμα καλύτερα θα το γευτούμε, εάν πάψουμε ν’ αναζητούμε εκεί «ιδιωτικά» συναισθήματα, ή «τεχνικές» μορφές σκέψης, κι αφήσουμε να μας μιλήσουν λέξεις όπως «φιλικότητα, σεβασμός, γιορτασμός».

Τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις για εμάς σήμερα; Σε τι μας παραπέμπουν; Ή καλύτερα: σε ποιους μας παραπέμπουν; Κι αυτό τον κόσμο, όπου μας παραπέμπουν, μπορούμε τάχα να τον συλλάβουμε απ’ έξω, σαν αντικείμενο ακαδημαϊκού τύπου έρευνας, ή προχωρώντας από μέσα, σαν τόπο νοήματος ζωής;



20 Δεκεμβρίου 2015

Εκπομπή #22 | Από τη φρενίτιδα στη θέσμιση

Στην τρίτη εκπομπή της τρίτης ραδιοφωνικής περιόδου μας, συνεχίζοντας το αφιέρωμά μας στη σκέψη του Ρενέ Ζιράρ, θα εξετάσουμε το επόμενο σημαντικό βήμα της: πώς από τη μιμητική φρενίτιδα περνάμε στην κοινωνική θέσμιση και ποιος είναι εδώ ο ρόλος του θυσιαστικού μηχανισμού. 

Τετάρτη
2 Δεκεμβρίου 2015
από τις 4 έως τις 6 το απόγευμα

πάντοτε στο όσο υπάρχεις θα υπάρχω

RadioBubble

Δυστυχώς, η μαγνητοφώνηση χάθηκε....

14 Δεκεμβρίου 2015

Εκπομπή #21 | Γιορτές, μνήμες, στρατόπεδα συγκέντρωσης











Γιορτές, μνήμες, στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ευχόμενοι σε όλους και όλες καλές γιορτές ανεβάζουμε και την χτεσινή εκπομπή, γιορτινή κι αυτή... όπου εμβαθύναμε σε ημερολόγια από στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε κείμενα διωγμών, ακούσαμε το Elevation στη μνήμη του προ πάμπολλων ετών αναχωρήσαντος φίλου Γιώργου Γαϊτάνου, διαβάσαμε ένα ποίημα του προσφάτως απελθόντα φίλου Πέδρο Ματέο από τη συλλογή του Δι' Ελιγμών, και βέβαια διερωτηθήκαμε και συζητήσαμε αν μπορούμε ακόμη να γιορτάζουμε, τι χρειαζόμαστε για να παραμείνουμε ανθρώπινοι στον κόσμο της μηχανής, αν οι πρωτόγονοι ήταν βλάκες και αν τελοσπάντων μπορούμε να μιλάμε για την αγάπη, την ομορφιά, το χιούμορ και το παιχνίδι σε συνθήκες βαρβαρότητας... δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, καταπιαστήκαμε με το πώς μπορείς να περάσεις τις γιορτές πάνω σε μια σχεδία στην άκρη του κόσμου!





09 Δεκεμβρίου 2015

Πλαστικό χρήμα και τεχνομονολιθισμός | Αξία, Χρήμα, Μαγεία -10


Το πρώτο ευρωπαϊκό τραπεζογραμμάτιο
(Σουηδία, 1661)



Με δεδομένη τη σύνδεση μεταξύ χρήματος και τεχνικού συστήματος, μια από τις πιο κρίσιμες για το μέλλον της κοινωνίας όψεις του λεγόμενου «capital control», που επιβλήθηκε εδώ και κάμποσο καιρό στην «καθυστερημένη» χώρα μας, βρίσκεται στο γεγονός ότι, μέσω αυτής της κατάστασης, μυήθηκαν υποχρεωτικά στις χάρες του «άυλου» χρήματος (κάρτες, ηλεκτρονικές συναλλαγές, κ.λπ.) ακόμα και τμήματα του πληθυσμού που μέχρι πρότινος δεν είχαν ιδέα, ούτε και διάθεση, για κάτι τέτοιο. Ορισμένες σκέψεις είναι λοιπόν απαραίτητο να διατυπωθούν.

1.

Είναι βέβαια γνωστό και δεδομένο ότι αυτός ο εθισμός ενός ευρύτερου μέρους του πληθυσμού με το «εξαϋλωμένο» χρήμα, δηλαδή με την αποπομπή του μετρητού από το πεδίο των συναλλαγών, αποτυπώνει μια κίνηση που προωθείται γενικότερα στις λεγόμενες ανεπτυγμένες χώρες. Στη Σουηδία λ.χ., την πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που καθιέρωσε το τραπεζογραμμάτιο το 1661 μ.Χ. (και δυστυχώς δεν φαίνεται να ... πρωτοπορεί μόνο εκεί…), η συναλλαγή με ηλεκτρονικό χρήμα είναι πια μια γενικευμένη καθημερινή πρακτική −σε πολλές περιοχές μάλιστα, δεν μπορείς να βγάλεις ούτε εισιτήριο για τα μέσα μαζικής μεταφοράς πληρώνοντας με μετρητό. Στη Δανία πάλι, αποφασίστηκε να σταματήσει η κοπή νέων νομισμάτων από το 2016, ενώ παράλληλα προτάθηκε να επιτραπεί με νόμο στα καταστήματα να μη δέχονται μετρητό, εάν δεν το θέλουν. Στη Γαλλία έχει ήδη απαγορευτεί η χρήση μετρητού χρήματος για συναλλαγές άνω των 1000 ευρώ … και φυσικά ούτε η Ελλάδα γίνεται να μείνει «πίσω».

Είναι επίσης γνωστό και δεδομένο ότι αυτή η «εξαΰλωση» του χρήματος προωθείται επίσημα με δυο κατά βάση επιχειρήματα:

− τον αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας, με το επιχείρημα ότι βρίσκει όπλα με παράνομο χρήμα που διακινείται με τη μορφή του μετρητού∙ και
− τον αγώνα εναντίον της φοροδιαφυγής και την πάταξη του «μαύρου» χρήματος.

Οπωσδήποτε όμως το όλο θέμα δεν περιορίζεται σε αυτά τα δυο επιχειρήματα. Κάλλιστα θα μπορούσαν στην πορεία να προστεθούν και άλλα (ήδη λ.χ., σ’ ένα γενικότερα αποστειρωτικό πνεύμα, προβάλλεται σαν «πιο πολιτισμένο» το … «ανέπαφο»), ή να περάσουν σε δεύτερη μοίρα κάποια από τα τρέχοντα. Το θέμα βρίσκεται κυρίως στο ίδιο το γεγονός της καθολίκευσης του «εξαϋλωμένου» χρήματος −ή ακριβέστερα στην ολοένα και πιο κυρίαρχη τάση προς αυτή την κατεύθυνση. Διότι η τάση αυτή σηματοδοτεί και πλειοδοτεί την κορύφωση της τεχνοσυστημικής ολοκλήρωσης, με όλα όσα κάτι τέτοιο μπορεί να σημαίνει για το ανθρώπινο.

2.

Είναι για παράδειγμα κοινός πλέον τόπος ότι η τεχνοσυστημική ολοκλήρωση σημαίνει την εντατικοποίηση στο έπακρο της πανοπτικότητας του τεχνικού Συστήματος, δηλαδή του ελέγχου και της επιτήρησης −που περικλείονται στο ίδιο το τεχνικό πνεύμα και αποχαλινώνονται όταν αυτό δεν οριοθετείται από ένα υπέρτερο τύπο πνεύματος μέσα στην κοινωνία.

Έτσι, ενώ έχουμε ήδη διαβεί το κατώφλι από τον έλεγχο και την επιτήρηση στους τόπους δουλειάς προς τους δημόσιους χώρους, με την «εξαΰλωση» του χρήματος η δυναμική αυτή θα επεκταθεί παντού και όλη την ώρα, μιας και η καθιέρωση του «ηλεκτρονικού» χρήματος διευκολύνει αλλά και επιτείνει την ανάγκη για ψηφιακή πανοπτικότητα, έστω και μόνο επειδή ακόμα εξακολουθεί να είναι αδύνατο να εγκλειστεί σε αλγόριθμους ολόκληρη η ανθρώπινη ανησυχία.

Για παράδειγμα, στην πρωτοπόρο Σουηδία, η προοδευτική καθιέρωση του «άυλου» χρήματος πολλαπλασίασε την κυβερνοπαραβατικότητα: τα 3.000 τέτοιας λογής εγκλήματα του 2000, έφτασαν τα 20.000 έπειτα από 10 χρόνια. Αποτέλεσμα; Αύξηση των επενδύσεων (και του κόστους) σε σχετικά υποσυστήματα ελέγχου των ηλεκτρονικών συναλλαγών, και φυσικά εντατικοποίηση στη έρευνα περαιτέρω τεχνικών ελέγχου-επιτήρησης.

3.

Αυτή η εξέλιξη είναι λοιπόν δεδομένη, μπροστά στα μάτια μας, τώρα −και μαζί της η παράδοση στη βαρβαρότητα όσων περιοχών, όχι μόνον εκτός του «ανεπτυγμένου» Κόσμου αλλά και εντός αυτού, δεν γίνεται προς το παρόν, ή δεν συμφέρει, να επιτηρούνται με το τεχνοσυστημικό «γάντι» ... με αποτέλεσμα, φυσικά, στη θάλασσα των αστέγων και των απόκληρων του Πρώτου Κόσμου να προτίθενται τα κύματα των προσφύγων και των διωγμένων του Τρίτου.

Παρ' όλα αυτά, σε ό,τι αφορά τη γενίκευση της «εξαϋλωσης» του χρήματος, θεωρούμε σημαντικότερη από την εντατικοποίηση της πανοπτικότητας του Συστήματος μια άλλη, βαθύτερη δυναμική, πάνω στην οποία στηρίζεται και την οποία ενισχύει στο μέγιστο βαθμό η συγκεκριμένη «εξαΰλωση». Η δυναμική αυτή αφορά τον ακρωτηριασμό του πλούτου των ανθρώπινων ανταλλαγών, και σχετίζεται με αυτό που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε πολύ σχηματικά ως τρία βήματα έκπτωσης των ανθρώπινων ανταλλαγών:

  1. Υπαγωγή του πεδίου των ανταλλαγών στη σφαίρα του χρήματος∙
  2. Απομπομπή της «αγοραίας ανταλλαγής»  από το πεδίο του χρήματος∙
  3. Καθολίκευση του «άυλου» χρήματος.

Στο στενό πλαίσιο αυτής της ανάρτησης δεν θα ασχοληθούμε αναλυτικότερα με αυτό το σχήμα.  Θα σταθούμε μόνο στο δεύτερο από τα τρία παραπάνω βήματα. Πρόκειται για το στάδιο κατά το οποίο, ουσιαστικότερα, η ανταλλαγή τείνει να αποπεμφθεί από το δημόσιο χώρο, ακόμα κι από εκείνες τις περιθωριακές περιοχές −τις «πιάτσες»−, στις οποίες εξακολουθούσε να της επιτρέπεται να επιβιώνει. Για να γίνει κατανοητό τι σημαίνει αυτή η δυναμική, θεωρούμε απαραίτητες τις παρατηρήσεις του ανθρωπολόγου Ζάχου Παπαζαχαρίου από το δυσεύρετο πια βιβλίο του Η Πιάτσα (εκδ. «Κάκτος», 1980)

4.

Γράφει εκεί ο Παπαζαχαρίου:

«Η Πιάτσα είναι χώρος, είναι χρόνος, είναι παράδοση ηθών και εθίμων, είναι καθημερινή πράξη και ζωή, είναι πολιτισμός ολόκληρος. (...)
Το ‘αλισβερίσι’, το ‘πάρε-δώσε’, δεν είναι μόνο ανταλλαγή προϊόντων με χρήματα, δεν είναι μόνο η τέχνη της ανταλλαγής. Είναι μια ολόκληρη ψυχοσύνθεση, που δημιούργησε η παράδοση της ανταλλαγής. Είναι η ψυχοσύνθεση της ‘συνδιαλλαγής’ και του ‘συνδυασμού’, που χωρίς αυτήν η ανταλλαγή δεν γίνεται σωστά και μένει μάταιη, ξερή χειρονομία δίχως αποτέλεσμα κι ικανοποίηση εκεινού που δίνει κι εκεινού που παίρνει. Το αλισβερίσι έχει τις ρίζες του στην πανάρχαια πρακτική και φιλοσοφία της διαλεκτικής. Σημαίνει, το να παίρνει κανείς, μαζί με το αντικείμενο που πήρε με την ανταλλαγή, και την ιδέα που αυτό κλείνει μέσα του, δηλαδή την ανάγκη που το δημιούργησε. Παίρνοντας αυτή την ιδέα, αυτός που την πήρε αλλάζει. Γίνεται πιο σύνθετος άνθρωπος. (...)
Το αλισβερίσι σημαίνει ακόμα το ν’ ανακαλύπτεις σχέσεις ανάμεσα στα πιο άσχετα πράγματα, στο … φάντη και το ρετσινόλαδο, και μέσα από το ύψιστο αυτό παιχνίδι του ανθρώπινου μυαλού να φτιάχνεις, να κατασκευάζεις νοήματα κι ιδέες κι αντικείμενα πιο σύνθετα. (...)
Η κυριότερη προετοιμασία που κάνει η Πιάτσα στους ανθρώπους της είναι ότι τους μαθαίνει να συνδυάζουν την παραγωγή και το εμπόριο. Ο συνδυασμός αυτός ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της Πιάτσας. (...)
Στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, ωστόσο, υπάρχουν μόνο εμπορικά κι επαγγελματικά κυκλώματα, που το καθένα τους έχει τη δική του εξειδικευμένη παράδοση και δεοντολογία. Αυταρχικές κυβερνήσεις ξεχώρισαν την παραγωγή από την ανταλλαγή με τρόπο που να μην υπάρχει μεταξύ τους σοβαρή επικοινωνία. (...)
Σε κανένα δυτικοευρωπαϊκό κράτος η κεντρική κυβέρνηση δεν άφησε όλα τα επαγγελματικά και εμπορικά κυκλώματα να οργανωθούν σε μια ενιαία Πιάτσα, κι έτσι αποτελούν ‘πιάτσες’ ξεχωριστές το καθένα τους (...) ενώ και σε ορισμένα σοσιαλιστικά κράτη, κυρίως των Βαλκανίων, όπου υπήρχε παράδοση Παζαριού, η Πιάτσα καταστράφηκε από τον κρατικό παρεμβατισμό της υπαλληλοποίησης και σχεδιοποίησης, με αποτέλεσμα να συστηματοποιηθεί τις δυο τελευταίες δεκαετίες η ‘αρπαχτή’ σαν σημαντικό κίνητρο της ατομικής πρωτοβουλίας και σοβαρό στήριγμα της οικονομίας. 
Το ότι εδώ και δυο περίπου αιώνες δημιουργήθηκε στους κόλπους της εγχώριας Πιάτσας μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων αφιερωμένων αποκλειστικά και εξειδικευμένων στο εμπόριο, στο μεταπρατισμό, αυτό δεν ήταν δείγμα προόδου και εξέλιξης, όπως νομίστηκε. Ήταν μια πρόσκαιρη αρρώστια της Πιάτσας, που την κόλλησε από τη Δύση και που της δημιούργησε ανισορροπίες και προβλήματα ταξικής διαφοροποίησης και εξειδικευμένων λειτουργιών, ατόμων ανολοκλήρωτων, χωρίς γενική θεώρηση της κοινωνίας και του κόσμου. Διότι ο σκέτος μεταπράτης και ο σκέτος παραγωγός είναι άτομα λειψά και ανολοκλήρωτα από πάσης απόψεως. 
5.

Νομίζω πως είναι πολύ δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι η καταστροφή της διαλεκτικής παιδείας των ανθρώπων, η οποία απορρέει από την αποπομπή της ανταλλαγής από το δημόσιο χώρο που επισήμανε ο Παπαζαχαρίου (όντας, τότε, αρκετά αισιόδοξος αφού έβλεπε μια «πρόσκαιρη αρρώστεια»), θα φτάσει στο αποκορύφωμά της με την καθολίκευση του «ηλεκτρονικού χρήματος». Είναι άλλωστε μια δυναμική τεχνομονολιθισμού, που την έχουμε πια μπροστά στα μάτια μας.

Γι’ αυτό το λόγο θεωρούμε σημαντικότερο ν' αναδειχτεί αυτή η υπόγεια καταστροφή από τις πιο φανερές ή ακόμα και «σκανδαλώδεις» πλευρές αυτής της δυναμικής, οι οποίες συνδέονται με τον έλεγχο και την επιτήρηση: μπορεί αυτά τα δυο να κινούνται παράλληλα, όμως η πρώτη είναι εκείνη που υπονομεύει στη ρίζα τους τις δυνατότητες εξόδου από τον τεχνοσυστημικό εφιάλτη.


(ανάρτηση οφειλόμενη από την πρώτη φετινή εκπομπή, όπου εκθέσαμε το ζήτημα)

επόμενο>>

 

 

03 Δεκεμβρίου 2015

Σκεπτικισμός, μια ηθικιστική επινόηση

Donetsk People’s Republic
  Jesus flag, communist flag, and national flag

"Δεν θεωρώ τον εαυτό μου σκεπτικιστή με την τρέχουσα έννοια. Κατά την πεποίθηση μου, η γνώση των ανθρωπίνων πραγμάτων είναι κατ' αρχήν δυνατή —υπό την προϋπόθεση μιας συνεπούς αποκοπής από την ηθική-κανονιστική σκέψη. Η διαπίστωση της σχετικότητας των κανονιστικών αρχών και των αξιών μονάχα στα μάτια των ηθικιστών αποτελεί έκφραση σκεπτικισμού. Για μένα η ίδια αυτή διαπίστωση αποτελεί απλώς εμπειρικά τεκμηριωμένη και αποδείξιμη γνώση. Και έρχομαι έτσι στο τελικό σας ερώτημα. Φυσικά είναι τέτοιες αξιολογικά ελεύθερες γνώσεις και τέτοιες περιγραφικές μεθοδεύσεις ανώτερες —όμως ανώτερες είναι μονάχα μέσα στην προοπτική της επιστήμης ως αναζήτησης της αλήθειας. Η περιγραφική αξιολογικά ελεύθερη έρευνα θα γινόταν ασυνεπής μόνον εάν θα προσπαθούσε να αυτονομιμοποιηθεί με τον ισχυρισμό ότι η επιστήμη και η αξιολογικά ελεύθερη αλήθεια αποτελεί, εν γένει και καθ' εαυτήν, την ύψιστη αξία. Όμως μονάχα οι ηθικές-κανονιστικές θέσεις αυτονομιμοποιούνται με την αντίληψη ότι οι δικές τους κανονιστικές αρχές έχουν γενική ισχύ και δεσμευτικότητα. Η επιστημονική γνώση —και μάλιστα ακριβώς στο βαθμό όπου παραμένει επιστημονική— δεν μπορεί να είναι πρακτικά δεσμευτική για κανέναν, επειδή δεν έχει να προσφέρει ηθικό-κανονιστικό προσανατολισμό' άλλωστε η ίδια συγκροτείται ακριβώς παραμερίζοντας την επιθυμία παρόμοιων προσανατολισμών, οι οποίοι σε τελευταία ανάλυση είναι θέμα γούστου, ήτοι διόλου δεν εξαρτώνται από την επιστημοσύνη. Και εκτός αυτού η επιστημονική γνώση κάθε άλλο παρά αποτελεί την κυρίαρχη μορφή σκέψης μέσα σε μια κοινωνία."

Απόσπασμα από συνέντευξη του Π. Κονδύλη στο 15ο τεύχος του περιοδικού Λεβιάθαν 
Υπάρχει και στο βιβλίο με τίτλο "Το αόρατο χρονολόγιο της ιστορίας", αλλά και στο διαδίκτυο.

17 Νοεμβρίου 2015

Εκπομπή #20 | Για τα εξιλαστήρια θύματα




Για τα εξιλαστήρια θύματα. Για το ρομαντικό ψεύδος και τη μυθιστορηματική αλήθεια. Για τη μιμητική φρενίτιδα. Για τη ριζοσπαστική υποκειμενικότητα και τη μεταφυσική επιθυμία. Για την αρχαία οδό των ασεβών. Για τον Ρενέ Ζιράρ.

... πάντοτε με φο-βε-ρή μουσική,



15 Νοεμβρίου 2015

Βία και Ιερό


«Είτε φυσική, είτε λεκτική είναι η βία, ανάμεσα στα χτυπήματα μεσολαβεί ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Κάθε φορά που ένας από τους αντιπάλους πλήττει τον άλλον, ελπίζει να δώσει ένα νικηφόρο τέλος τη μονομαχία ή τη λογομαχία, να δώσει τη χαριστική βολή, να ξεστομίσει την τελευταία βίαιη φράση. Το θύμα, αλαλιασμένο προς στιγμήν, έχει ανάγκη κάποιο διάστημα για να συνέλθει (να μαζέψει τα μυαλά του), να προετοιμαστεί και να απαντήσει τον αντίπαλο. Όσο αυτή η απάντηση αργεί, εκείνος που έχει χτυπήσει τελευταίος μπορεί να φαντάζεται ότι έχει καταφέρει το αποφασιστικό πλήγμα. Συνοπτικά, η οριστική νίκη ταλαντεύεται ανάμεσα στους δυο αντιπάλους σε όλη τη διάρκεια της αναμέτρησης, χωρίς ακόμα να καταλήγει στον έναν ή τον άλλον. Ξέρουμε ότι μόνο η συλλογική αποπομπή του ενός ή του άλλου έξω από την κοινότητα θα κατορθώσει να ορίσει τη νίκη.


[…] Ο προφητικός ή διονυσιακός ίλιγγος δεν είναι τίποτε άλλο από αυτή την τρομερή αμφιταλάντευση του ίδιου του κόσμου στη διάκριση της βίας που φαίνεται να ευνοεί πότε τον ένα και πότε τον άλλον. Όλα όσα μια πρώτη βία πιστεύει ότι θεμελιώνει, μια δεύτερη βία τα ανατρέπει για να τα θεμελιώσει εκ νέου. Τίποτα δεν μπορεί να ακινητοποιήσει τη βία ενόσω αυτή παραμένει παρούσα μεταξύ των ανθρώπων, ενόσω συνιστά μια ολική και συνάμα μηδενική βασκανία.


[…] Μέσα στον Όμηρο υπάρχουν πολλά στοιχεία που αποκαλύπτουν εκτυφλωτικά τη σχέση ανάμεσα στη βία, την επιθυμία και τη θεότητα. Ο πιο χαρακτηριστικός όρος είναι το ουσιαστικό Κύδος, που πρέπει να οριστεί ως γόητρο, κατά κάποιον τρόπο θεϊκό, ως μυστική εκλογή που συνδέεται με την στρατιωτική κατίσχυση.


[…] Το Κύδος είναι “φυλαχτό ανωτερότητας”. Είναι η βασκανία, την οποία ασκεί η βία. Όπου επιδεικνύεται, γοητεύει και συνάμα τρομάζει τους ανθρώπους. Δεν είναι ποτέ ένα απλό εργαλείο. Είναι εμφάνιση θεότητας. Εκείνοι που κατέχουν το Κύδος βλέπουν τη δύναμή τους να δεκαπλασιάζεται. Όσοι το στερούνται, μένουν με τα χέρια δεμένα ή παράλυτα. Κάτοχος του Κύδους είναι όποιος καταφέρνει το πιο ισχυρό πλήγμα, ο νικητής της στιγμής, εκείνος που κάνει τους άλλους να πιστέψουν −και πιθανώς τον εαυτό του να φανταστεί− ότι η βία του έχει θριαμβεύσει οριστικά. Οι αντίπαλοί του πρέπει τότε να καταβάλλουν μια υπεράνθρωπη προσπάθεια για να ξεφύγουν από τη βασκανία και να ανακτήσουν το Κύδος.


[…] Οριακά, το Κύδος δεν είναι τίποτα. Είναι το κενό σημείο μιας πρόσκαιρης νίκης, μιας υπεροχής που παρευθύς τίθεται υπό αμφισβήτηση.»



Ρενέ Ζιράρ, Η Βία και το Ιερό (1972),
     μετάφραση Κωστής Παπαγιώρης (ΕΞΑΝΤΑΣ, 1991)



Σημ. HS Αναδημοσίευση ανάρτησής μας από τον Φλεβάρη του 2013.