Σελίδες

31 Μαΐου 2012

Προεκλογικά μηνύματα 2 | Marilyn's Greek Elections!



Μπορεί να μας διδάξει η ιστορία, 
τι σημαίνει "ένας καλύτερος κόσμος";
 

27 Μαΐου 2012

Οι Βρυξέλλες και το τέλος του μοντέρνου Ανθρωπισμού | Κρίση 17



Έχουμε από παλιά και πολλές φορές επισημάνει από εδώ (και αλλού, κι αλλού και παρ’ αλλού), ότι η σύγχρονη εποχή, αυτή που ονομάζουν «νεωτερικότητα», στήθηκε μες από μια πρόσκαιρη συμπαιγνία ανάμεσα στο Ρασιοναλισμό και το δημοκρατικό Ανθρωπισμό, δυο ρεύματα που δεν θα μπορούσαν να συμβαδίζουν εσαεί καθώς από άλλες πηγές έρχεται και σε άλλους ορίζοντες κατευθύνεται το καθένα από αυτά. Πολύ συνοπτικά: 

1. Ο ρασιοναλιστικός ολιγαρχισμός

Το πρώτο ρεύμα, ο ρασιοναλισμός, προέρχεται από μια τεχνική αντίληψη των πραγμάτων και των ανθρώπων, δηλαδή από το τεχνικό πνεύμα, το οποίο:
  • για να εμφανιστεί, προϋπέθεσε την αποπνευμάτωση του κόσμου, δηλαδή την αποϊεροποίηση της Φύσης και της ίδιας της ζωής μέσα από τη θεώρησή τους ως «ουδέτερων» πεδίων προς εξονυχιστική πειραματική έρευνα και τεχνική διαμόρφωση∙ την συνταύτιση γνώσης και ισχύος∙ και τη μηδενιστική αναίρεση κάθε ηθικού κριτηρίου, που έως τότε διέκρινε μεταξύ ιερού και βέβηλου στην ανθρώπινη παρέμβαση θέτοντας στον άνθρωπο βαθύτατα, οντολογικών, υπαρξιακών και όχι απλώς ψυχολογικών διαστάσεων διλήμματα προ της πράξης∙
και το οποίο:
  • για να επικρατήσει, χρειάστηκε την υποτίμηση και αποκαθήλωση του Λόγου − δηλαδή της φιλοσοφίας που θέτει τον φιλάνθρωπο Λόγο ως αρχή και πηγή της συντεταγμένης ανθρώπινης ύπαρξης − και την απαξίωσή του υπέρ μιας (άλλοτε υλιστικής και άλλοτε ιδεαλιστικής) φιλοσοφίας της Πράξης έως του σημείου, όπου η πρωταρχικότητα του πρακτικού-τεχνικού αποτελέσματος να κάμψει, να υποσκελίσει και τα τελικά να εξοστρακίσει από το ατομικό και συλλογικό ενδιαφέρον τη διάσταση και την ιερότητα του ανθρώπινου προσώπου.
2. Ο δημοκρατικός ανθρωπισμός

Από την άλλη, το δεύτερο ρεύμα, ο δημοκρατικός ανθρωπισμός, προέρχεται από μια αντίληψη του κόσμου και της ζωής στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται ο άνθρωπος, όχι αφηρημένα, σαν μια ωραία και υψηλή ιδέα, αλλά ως μοναδικό και απαραβίαστο πρόσωπο, που ενώπιον της ιερότητάς του οι τεχνικοί λογισμοί και υπολογισμοί οφείλουν να στέκονται προσοχή ή ακόμα και να ακυρώνονται εάν πρόκειται να το βλάψουν.
Επομένως, η ριζική αντίθεση μεταξύ αυτών των δυο ρευμάτων είναι, πιστεύω, ολοφάνερη και πράγματι, στις μέρες μας, μάλλον εύκολο να διαπιστωθεί από τον καθένα και αυτή, και το τίνος από τα δυο ρεύματα η επικράτηση χαρακτηρίζει τελικά τη νεωτερικότητα.
 
3. Ο τελικός νικητής: η τεχνοκρατική αριστοκρατία

Πάνω σε αυτό, έχουμε επίσης επισημάνει πολλές φορές την επικράτηση, από νωρίς, του τεχνοκρατικού ρασιοναλιστικού ρεύματος πάνω στο δημοκρατικό ανθρωπιστικό −μια επικράτηση αναμενόμενη, θα λέγαμε, επειδή:
  • το τεχνικό πνεύμα και η συναφής με αυτό φιλοσοφία της Πράξης ήταν και είναι ο πυρήνας της κοσμοθεωρίας των Αυλικών και των ανθρώπων του Χρήματος, η συμμαχία των οποίων ηγήθηκε της αστικής επανάστασης και έφερε την επικράτηση της νεωτερικότητας στο πεδίο τόσο του κράτους όσο και της κοινωνικής συναλλαγής∙
και επειδή:
  • οι δευτερεύοντες προσωρινοί σύμμαχοί τους και οι εν συνεχεία κυριαρχούμενοί τους (ανάμεσα στους οποίους ρίζωναν περισσότερο οι δημοκρατικές ανθρωπιστικές αξίες) διαποτίστηκαν βαθμιαία, και αυτοί, από την παραπάνω κοσμοθεωρία με μοιραίο αποτέλεσμα, αγωνιζόμενοι υπό την καθοδήγηση των ψευδοεπιστημόνων μέντιουμ του «επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και συνακόλουθης όξυνσης των αντιφάσεων», να μην μπορούν να διαπεράσουν το σκληρό κέλυφος του επικρατούντος πολιτισμού.
Από εδώ ασφαλώς προέρχεται η σημερινή (έως της απόλυτης έπαρσης) αναρρίχηση των οικονομικοτεχνικών μάνατζερς στη θέση των Υπάτων και των Αυτοκρατόρων, που μια ρήση ή μια απόφασή τους μπορεί να ρίξει ολόκληρους πληθυσμούς στο παραμιλητό ή τη δυστυχία, και που ένα στατιστικό διάγραμμά τους αρκεί για να παραλύσει η σκέψη των ακροατών τους, εφόσον: 
  • τούτης της παράλυσης προηγήθηκαν χρόνια και δεκαετίες κατάθεσης των όπλων της κριτικής στα πόδια της Οικονομίας, δηλαδή της ιδέας που − ισχυριζόμενη ότι εκείνο που καθορίζει συντελεστικά τον άνθρωπο είναι οι «υλικές ανάγκες», η «ικανοποίησή» τους και επομένως η «τεχνική διαχείρισή» τους σε επίπεδο κοινωνίας − ύψωσε σε Έννοια την κυρίαρχη συμμαχία της νεωτερικότητας και κύρωσε, έτσι, την επικράτησή της.
Ιδού λοιπόν, σε υπερσυμπύκνωση, μια ιδέα για το τι θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς διαβάζοντας τις αγέρωχες προχτεσινές δηλώσεις της κας Λαγκάρντ* για τις προτιμήσεις των ανθρωπιστικών της αισθημάτων σε συνάρτηση με τον διαχειριστικό της ρασιοναλισμό.


* [29/5] Περιττό, νομίζω, να επισημάνουμε ότι οι δηλώσεις αυτές αποκαλύπτουν πλήρως τη λογική και την οπτική κάτω από την οποία σχεδιάστηκε, συντάχθηκε και επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί το Μνημόνιο - καθιστώντας περιττή μια κριτική ανάλυσή του λέξη προς λέξη, αν υποθέσουμε ότι θα την ήθελε κανείς.



26 Μαΐου 2012

Εκτοπίσεις



Είμαστε ενσωματωμένοι στο «τεχνικό περιβάλλον» και τούτο σημαίνει, ότι ο άνθρωπος έπαψε να ζει κατά κύριο λόγο μέσα σε ένα «φυσικό» περιβάλλον (το οποίο συγκροτείται από αυτό που συνήθως αποκαλούμε «φύση», ύπαιθρο, δάσος, βουνό, θάλασσα, κ.λπ.): τώρα πλέον ζει μέσα σε ένα καινούργιο τεχνητό περιβάλλον. Δεν ζει πια σε επαφή με την πραγματικότητα της γης και του νερού, αλλά με αυτή των εργαλείων και των αντικειμένων που σχηματίζουν την ολότητα του περιβάλλοντός του1. Ο άνθρωπος ζει τώρα μέσα σε ένα περιβάλλον από άσφαλτο, σίδερο, τσιμέντο, γυαλί, πλαστικές ύλες, κ.ο.κ. (...) Το φυσικό περιβάλλον αυτό καθεαυτό εξαφανίζεται.

Μέσα στην πόλη δεν υπάρχει τίποτε το αυθόρμητα φυσικό και μόνο κατά τύχη ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με φυσικά στοιχεία (πάρκα, δέντρα στις πλατείες). Ταυτόχρονα, η φύση έξω από την πόλη έχει καταντήσει κυρίως ένα πεδίο για τις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, τη χαλάρωση, κ.λπ. (...)

Δεν πρέπει όμως να περιορίσουμε στην αστικοποίηση την κυριαρχία του τεχνικού περιβάλλοντος πάνω στο φυσικό. Η εργασία επιφέρει την ίδια ρήξη. Για παράδειγμα, ο εργάτης δεν γνωρίζει πια το υλικό με το οποίο δουλεύει· του αρκεί να γνωρίζει τις μηχανές, που επιτελούν τις απαραίτητες εργασίες. Πολύ σύντομα άλλωστε επέρχεται και μια δεύτερη αφαίρεση με την αυτοματοποίηση. Αν πάρουμε όλους τους τομείς της ζωής, θα διαπιστώσουμε ότι παντού παράγεται η ίδια κίνηση, σε τέτοιο σημείο μάλιστα ώστε η διαπαιδαγώγηση των παιδιών προσανατολίζεται ουσιαστικά προς τη γνώση του τεχνικού περιβάλλοντος: τα παιδιά δεν χρειάζονται πια να γνωρίζουν τα φυσικά στοιχεία· πρέπει να γνωρίζουν τι είναι το εργοστάσιο και πώς να περνούν απέναντι στο δρόμο.

Η Τεχνική είναι το επίκεντρο της ζωής, όχι μόνον επειδή αποκλείει την άμεση σχέση με τα φυσικά στοιχεία, ή επειδή τροποποιεί όσα από αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν (το νερό, τον αέρα), ούτε επειδή το περιβάλλον του ανθρώπου αποτελείται πλέον μόνο από τεχνικά αντικείμενα, αλλά και επειδή επεμβαίνει άμεσα στη ζωή του ανθρώπου και του ζητάει να κάνει προσαρμογές, όπως εκείνες που απαιτούσε το φυσικό περιβάλλον από τον πρωτόγονο άνθρωπο.


Ο κόσμος στον οποίο ζει ο άνθρωπος, είναι ο κόσμος του μηχανικού περιβάλλοντός του. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται μια γνώση και ένα σύνολο συμπεριφορών, που σχετίζονται άμεσα με αυτό το περιβάλλον. Η γνώση του φυσικού περιβάλλοντος αυτού καθεαυτού έχει πάψει ολοκληρωτικά να μας ενδιαφέρει.

Γι’ αυτό το λόγο η τεχνική σκέψη είναι ριζικά διαφορετική από την «άγρια» σκέψη. Η διαδικασία του σκέπτεσθαι παραμένει αναμφίβολα η ίδια, όμως τώρα εφαρμόζεται σε ένα άλλο πεδίο, το οποίο επιβάλλει το δικό του τρόπο προσέγγισης. Ο τρόπος της «άγριας» σκέψης ήταν συναφής με το φυσικό περιβάλλον. Όταν ο άνθρωπος καταβυθίζεται σε ένα αποκλειστικά τεχνικό περιβάλλον, τότε ο τρόπος της «άγριας» σκέψης, που εξακολουθεί να υπάρχει μέσα του, περιπίπτει σε αχρηστία. Η «άγρια» σκέψη καθορίζεται από το φυσικό περιβάλλον, έχει ως αφετηρία το φυσικό περιβάλλον και το διαμορφώνει εγκαθιδρύοντας τη σχέση μεταξύ ανθρώπινου και φυσικού περιβάλλοντος. Ωστόσο, το φυσικό περιβάλλον δεν χρησιμεύει μόνον ως περιβάλλον, αλλά πολύ περισσότερο σαν «διερμηνέας» της σχέσης του ανθρώπου με τον εαυτό του και με τους άλλους ανθρώπους. Η εκτόπιση του φυσικού περιβάλλοντος από το τεχνικό προξενεί μια αλλαγή αυτών των σχέσεων: επέρχεται πράγματι σχίσμα μεταξύ των ανθρώπων (διάλυση των φυσικών ομάδων) και αντικατάσταση του κοινωνείν από την τυπική επικοινωνία, ενώ το τεχνικό περιβάλλον είναι αυτό που «διερμηνεύει» τώρα την (ψευδή) σχέση των ανθρώπων. Διότι εάν δεχτούμε (όπως δέχομαι πρόθυμα εγώ), ότι η «άγρια» σκέψη αποτελεί συστατικό κομμάτι της «ανθρώπινης φύσης», τότε το γεγονός ότι η σκέψη αυτή βρίσκεται τώρα μέσα σε ένα ακατάλληλο γι’ αυτήν περιβάλλον, δεν οδηγεί πια τους ανθρώπους στο κοινωνείν αλλά σε κάθε λογής σχίσματα ― πράγμα που φανερώνεται κυρίως στη δυσκολία ή την πλήρη αδυναμία συμβολισμού.

Μια από τις μεγαλύτερες απώλειες για το μοντέρνο άνθρωπο αφορά πράγματι την ικανότητα συμβολισμού. Η ικανότητα αυτή, χάρη στην οποία ο άνθρωπος επέζησε μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, δεν βρίσκει καμιά θέση μέσα στο τεχνικό περιβάλλον. Εδώ είναι τελείως άχρηστη. Ο μοντέρνος άνθρωπος βιώνει λοιπόν τον ακόλουθο σπαραγμό: από τη μια μεριά δεν μπορεί να εκμηδενίσει την ικανότητα του συμβολισμού, που έχει εγγραφεί μέσα του επί χιλιετίες, ενώ από την άλλη αυτή η ικανότητα έχει περιπέσει σε κατάσταση αχρηστίας και αναποτελεσματικότητας, για να μην πούμε ότι απωθείται κιόλας, εφόσον το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται τώρα ο άνθρωπος δεν την έχει καθόλου ανάγκη και δεν την απαιτεί. (...)

 Η προσέγγιση, η κατάκτηση, η ερμηνεία και η καθυπόταξη του τεχνικού περιβάλλοντος είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν με τη συμβολική οδό. Όσο για το φυσικό περιβάλλον, ο συμβολισμός του έχει χάσει κάθε νόημα εξαιτίας της κυριαρχίας του τεχνικού ωφελιμισμού.

Η γνώση μας αφορά πλέον μια αφαίρεση του φυσικού περιβάλλοντος, το οποίο κατακτούμε μέσω όλο και πιο εκλεπτυσμένων τεχνικών.
Περιβάλλον ζωής είναι πλέον το μηχανικό και τεχνικό περιβάλλον: αυτό μελετούμε άμεσα τώρα πια ως περιβάλλον.


Ζακ Ελλύλ

1-Ο Χέγκελ διέβλεψε την εκκίνηση αυτής της μετάλλαξης, όταν παρατηρούσε προφητικά: «Το εργαλείο καθεαυτό λαμβάνει από τον άνθρωπο την μερικώς αρνητική ισχύ του. Γι’ αυτό και αυτή παραμένει δραστηριότητα του ανθρώπου. Με τη Μηχανή, ο άνθρωπος ξεπερνά αυτή την τυπική δραστηριότητά του και τη βάζει να εργάζεται για λογαριασμό του. Ωστόσο γίνεται με τη σειρά του θύμα αυτής της εξαπάτησης, με την οποία καθυποτάσσει τη Φύση. Η Φύση τον εκδικείται. Ό, τι αποσπά από τη Φύση, τον υποδουλώνει και τον ταπεινώνει ακόμα περισσότερο. Βάζοντας τη Φύση να δουλέψει με κάθε λογής μηχανές, ο άνθρωπος δεν καταργεί την αναγκαιότητα της δικής του εργασίας. Αναβάλλει απλώς την ημερομηνία λήξης της, την απομακρύνει από τη Φύση και δεν θρώσκει πλέον ως άνθρωπος ζωντανός πάνω σε μια ζώσα Φύση. Αντίθετα, αυτή η αρνητική ζωντάνια χάνεται και η εργασία που απομένει, είναι όλο και περισσότερο μηχανική», Realiphilosophie, τ. Ι, σελ. 237 (παράθεση του Χάμπερμας, όπ. π., 188).
 

25 Μαΐου 2012

Το Μαμούθ λίγο πριν το λιώσιμο των πάγων


Μπρύγκελ: Ο Πύργος της Βαβέλ  (1563)
«Σε όλους τους τομείς τίθεται ένα και μόνο πρόβλημα: Πρέπει να επιβραδύνουμε και τελικά να σταματήσουμε τη δράση των επικίνδυνων δυνάμεων που μας απειλούν. […]

Το 1800, καμμιά δυτική πόλη δεν είχε πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους. Η μεγαλύτερη, το Λονδίνο, έφτανε τους 959.310 ενώ το Παρίσι μόλις που ξεπερνούσε το μισό εκατομμύριο […] Όμως το 1900, έντεκα μεγάλες μητροπόλεις είχαν πληθυσμό πάνω από 1 εκατομμύριο κατοίκους. Ανάμεσα σε αυτές, το Βερολίνο, το Σικάγο, η Νέα Υόρκη, η Φιλαδέλφεια, η Μόσχα, η Αγία Πετρούπολη, η Βιέννη, το Τόκυο και η Καλκούτα. Τριάντα χρόνια μετά, ο αριθμός τους έφτασε τις είκοσι επτά. […]

Σχεδόν παντού στον κόσμο παρατηρούνται οι τάσεις αυτές. Το 1950, το 13,1% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε πόλεις άνω των 100.000 κατοίκων, ενώ το 1850 η αναλογία ήταν μόλις 1,7%. Αυτή η αλλαγή στην κλίμακα των αστικών πληθυσμών και γεωγραφικών εκτάσεων επέφερε δομικούς μετασχηματισμούς σε όλα τα μεγάλα κέντρα και διεύρυνε τη σφαίρα επιρροής της πόλης, εισάγοντας στα χωριά τα εμπορεύματα, τις συνήθειες και τους τρόπους σκέψης των αστικών κέντρων. […] 

Κυρίως όμως, ο πολλαπλασιασμός των πόλεων μετέβαλε ριζικά την αναλογία μεταξύ αστικών και αγροτικών πληθυσμών. Παλιότερα οι πόλεις αποτελούσαν μικρές νησίδες μέσα σε τεράστιες γεωργικές εκτάσεις∙ τώρα πλέον, ολοένα και περισσότερο, οι γεωργικές εκτάσεις μοιάζουν με νησίδες πράσινου περιτριγυρισμένες από μια θάλασσα ασφάλτου, τσιμέντου και τούβλων. […]


Σε όλους τους τομείς, η μηχανική και αυτοματοποιημένη ανάπτυξη πήρε τη θέση των οργανικών μορφών ανάπτυξης, με αποτέλεσμα την απαξίωση των ζωτικών δομών προς όφελος μιας ατέρμονης αύξησης της παραγωγής − όρος αναγκαίος για να ικανοποιηθεί τόσο το πάθος πλουτισμού και η βούληση για ισχύ της αρχικής, τυχοδιωκτικής περιόδου του καπιταλισμού, όσο και η επιδίωξη της άνεσης και της ασφάλειας του μετέπειτα καπιταλισμού της ευημερίας∙ αλλά και η βαθιά επιθυμία για ασφάλεια και για ισχύ συνάμα του κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού των λεγόμενων κομμουνιστικών χωρών.

Παρά τις διαφορές τους, τα αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών ήταν παρόμοια: 
  1. Αναζήτηση ολοένα και πιο απομακρυσμένων πηγών ανεφοδιασμού και πρώτων υλών, και
  2. Σχηματισμός μεγάλων κέντρων οικονομικής εξουσίας, από τα οποία οργανώνονται οι αγορές και στα οποία συγκεντρώνονται οι οικονομικά ισχυροί.
Το έμβλημα του “ελεύθερου ανταγωνισμού”, που είχε ενώσει τους ανταγωνιστές και οδήγησε στην κατάλυση των παλιών φεουδαρχικών και τοπικών μονοπωλίων, χρησίμευσε σαν προπέτασμα στις έμμονες προσπάθειες μερικών μεγάλων εταιρειών να ελέγξουν την αγορά και να επιβάλλουν τις δικές τους τιμές. Οι μεγαλουπόλεις έγιναν ο κατεξοχήν τόπος αυτών των συμφωνιών και συνάμα τα σύμβολο αυτής της εξέλιξης. […]

Χάρη στην ακατάπαυστη συνδρομή νέων εφευρέσεων, το εμπόριο και η βιομηχανία αναπτύχθηκαν σε απίστευτες διαστάσεις. Ισχύς, ταχύτητα, ποσότητα και καινοτομία: αυτοί ήταν οι βασικοί στόχοι, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή μέριμνα κάποιας προσαρμογής των αναπτυξιακών επιταγών της παραγωγής και της κατανάλωσης σε ανθρωπιστικούς σκοπούς. […]

Μοναδικά θέματα συζήτησης σε ολόκληρο τον κόσμο κατέληξαν να είναι η οικονομία, οι ασφάλειες και η διαφήμιση. Χάρη σε αυτή την τριλογία, η ισχύς της Μητρόπολης ξεπέρασε τα εθνικά σύνορα και απλώθηκε στις πιο μακρυνές περιοχές, κι όλη η Γη έπρεπε να προσκυνάει τις μητροπόλεις. […]

Κατά παράδοξο όμως τρόπο, αυτό το σύστημα, που θεμελιώνεται στην επέκταση, γίνεται ολοένα και πιο άκαμπτο, ολοένα και λιγότερο ικανό να αντιμετωπίσει τις καινούργιες καταστάσεις, ενώ την ίδια στιγμή είναι υποχρεωμένο να σπεύδει ατέρμονα στο δρόμο της επέκτασης χωρίς να μπορεί καν να διανοηθεί το ενδεχόμενο μιας επιστροφής προς τα πίσω. […] Θυμίζει μάλλον την Κόκκινη Βασίλισσα στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, η οποία πασχίζει και τρέχει ολοένα και πιο γρήγορα παραμένοντας διαρκώς στην ίδια θέση.»

Λιούις Μάμφορντ, The City in History (1961)


Σημ. HS. Οι ογκώδεις διαστάσεις εντυπωσιάζουν τον τρομαγμένο και ανασφαλή άνθρωπο δίνοντάς του την εντύπωση ότι προσφέρουν μεγαλύτερη προστασία και ασφάλεια. Λίγοι είναι εκείνοι που σημειώνουν, το πρόβλημα δυσκινησίας και την απώλεια ευελιξίας των Μεγαλουπόλεων. Ο όγκος των μαμούθ δεν τα έσωσε από το λιώσιμο των πάγων.


22 Μαΐου 2012

Πόλη, εκμετάλλευση και Ψυχή


Georg Simmel
Η μεγαλούπολη υπήρξε πάντα η έδρα της χρηματικής οικονομίας. Εδώ, η πολλαπλότητα και η συγκέντρωση της οικονομικής συναλλαγής προσδίδει στα μέσα αυτής της συναλλαγής μια σπουδαιότητα που η πενιχρότητα του αγροτικού εμπορίου δεν επέτρεπε.


Η οικονομία του χρήματος και η κυριαρχία της νόησης συνδέονται εσωτερικά. Έχουν την ίδια ρεαλιστική στάση απέναντι στους ανθρώπους και τα πράγματα· και στην στάση αυτή πολλές φορές μια τυπολατρική δικαιοσύνη συνδυάζεται με μια ψυχρή σκληρότητα.

 Το διανοητικά εκλεπτυσμένο πρόσωπο αδιαφορεί για κάθε αυθεντική ατομικότητα, διότι οι σκέψεις και οι αντιδράσεις προκύπτουν απ' αυτό το οποίο δεν μπορεί να εξαντληθεί σε λογικές λειτουργίες. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο ατομικός χαρακτήρας των φαινομένων δεν είναι ομόλογος προς την χρηματική αρχή. Το χρήμα έχει σχέση μόνο με ό,τι είναι κοινό σε όλους· ερωτά για την ανταλλακτική αξία, ανάγει κάθε ποιότητα και ατομικότητα στο ερώτημα: "Πόσο κάνει;". Όλες οι στενές, συναισθηματικές σχέσεις μεταξύ των προσώπων βασίζονται στην ατομικότητα τους, ενώ στις ορθολογικές σχέσεις ο άνθρωπος υπολογίζεται ως αριθμός. Ενδιαφέρει μόνο το αντικειμενικό, μετρήσιμο επίτευγμα.

Έτσι ο άνθρωπος της μεγαλούπολης υπολογίζει τους εμπόρους του και τους πελάτες του, τους υπηρέτες και πολλές φορές ακόμη και τα πρόσωπα με τα οποία είναι υποχρεωμένος να έχει κοινωνικές σχέσεις. Αυτά τα γνωρίσματα της διανοητικότητας, της νοησιαρχίας,  βρίσκονται σε αντίθεση με την φύση του μικρού κύκλου, μέσα στον οποίο η αναπόφευκτη γνώση της ατομικότητας του άλλου γεννάει ως τέτοια ένα θερμότερο κλίμα συμπεριφοράς, μιας συμπεριφοράς η οποία δεν έχει να κάνει με την απλή αντικειμενική ισοφάριση παροχής υπηρεσιών και ανταμοιβής. Στη σφαίρα της οικονομικής ψυχολογίας της μικρής ομάδας έχει βαρύνουσα σημασία το ότι, κάτω από πρωτογενείς συνθήκες, ο παραγωγός και ο πελάτης γνωρίζονται μεταξύ τους. Η συγχρονη μεγαλούπολη όμως εφοδιάζεται ολοσχερώς σχεδόν από την παραγωγή για την αγορά, δηλαδή, για εντελώς άγνωστους αγοραστές, οι οποίοι πρακτικά δεν εισέρχονται ποτέ ως πρόσωπα στο πεδίο του παραγωγού. Διαμέσου αυτής της ανωνυμίας, τα συμφέροντα της κάθε πλευράς αποκτούν μιαν αμείλικτη ρεαλιστικότητα· και οι υπολογιστικοί οικονομικοί εγωισμοί αμφοτέρων των πλευρών δεν έχουν να φοβηθούν καμία εκτροπή οφειλόμενη στους αστάθμητους παράγοντες των προσωπικών σχέσεων.

Η χρηματική οικονομία κυριαρχεί στην μεγαλούπολη· κι έχει εκτοπίσει τα τελευταία απομεινάρια της οικιακής παραγωγής και της άμεσης ανταλλαγής αγαθών·ελαχιστοποιεί από μέρα σε μέρα το ποσοστό της εργασίας που γίνεται με απευθείας παραγγελία του πελάτη. Η ρεαλιστική στάση συνδέεται, καταφανώς, τόσο στενά με την χρηματική οικονομία, η οποία κυριαρχεί στην μεγαλούπολη, ώστε κανείς δεν μπορεί να πει αν η νοησιαρχική νοοτροπία, πρώτα, προώθησε τη χρηματική οικονομία, ή αν η τελευταία καθόρισε την προηγούμενη. Ο τρόπος ζωής στην μεγαλούπολη αποτελεί, βέβαια, γονιμότατο έδαφος για αυτήν την αμοιβαιότητα, ένα σημείο το οποίο θα τεκμηριώσω απλά παραθέτοντας την ρήση επιφανέστατου Αγγλου ιστορικού: "Σε ολόκληρη την πορεία της αγγλικής ιστορίας , το Λονδίνο δεν λειτούργησε ποτέ ως η καρδιά της Αγγλίας αλλά σε πολλές περιπτώσεις ως ο νους της και σε όλες ως το πουγκί της".

Georg Simmel, Πόλη και Ψυχή, σ.22-25, 
εκδ. Έρασμος, μετ Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος

20 Μαΐου 2012

Εξατομίκευση και Σύστημα: στις ρίζες του προβλήματος


Η ζωή σήμερα (21ος αιώνας)
«Συνοπτικά, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως οι δυτικές κοινωνίες εγκυμονούσαν κατά τη διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων δυο επαναστατικές αλλαγές, οι οποίες εξερράγησαν κατά το τέλος του Μεσαίωνα αλλά ωρίμασαν και παγιώθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια των Νέων Χρόνων. 

Η μια αφορούσε το ατομικό πεδίο και η άλλη το συλλογικό. 

Στο πρώτο πεδίο γεννήθηκε το εξατομικευμένο ανθρώπινο υποκείμενο∙ στο δεύτερο, οι οργανώσεις. Αυτή η χρονική σύμπτωση δεν είναι τυχαία. Οφείλεται στην αιτιακή σχέση που αλληλοσυνδέει τα δυο φαινόμενα καθώς και στην ανάδυση και των δυο από ένα διαφορετικό νόημα, που είχε εν τω μεταξύ κατασκευαστεί. Το εγκόσμιο άτομο, το οποίο ξεπροβάλλει από τα φαινομενικώς σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα, είχε ήδη οικοδομήσει ψυχή προσανατολισμένη στην τάξη και τον ορθό λόγο, προκειμένου να αναμετρηθεί με τα πράγματα ενός κόσμου που του προτείνεται προς χειραγώγηση, όπως θα υποστηρίξουν οι πατέρες της Μεταρρύθμισης, ιδίως ο Καλβίνος. Αυτοκατανοείται ως η προσωποποίηση της (θεϊκής) βούλησης, η οποία πραγματώνεται στο διηνεκές μέσω της ακαταπόνητης ανθρώπινης δράσης.

Αυτό το εκλεκτό άτομο της δράσης, η κοινωνία έχει υποχρέωση και να το διευκολύνει και να το προστατέψει, χτίζοντας θεσμούς που του επιτρέπουν μεν να δρα ελεύθερα, αλλά ταυτόχρονα το περιορίζουν, ώστε η δράση του να μην γίνεται καταστροφική για την ίδια την κοινωνία.

Μέσα σε αυτό το πνεύμα, η δυτική κρατική γραφειοκρατία εδραιώνεται αργά αλλά σταθερά. Από τη στιγμή που έχει επιλυθεί το πρόβλημα της ομαλής σύζευξης (είτε με πολιτισμικά μέσα, είτε με δομικά) των αυτόνομων ατόμων με τις κοινωνικές οργανώσεις, οι κρατικοί και οι ιδιωτικοί οργανισμοί αναπτύσσονται ανεξαρτήτως των εκάστοτε  απόψεων περί laissez-faire ή κρατικού παρεμβατισμού. Γνωρίζουμε καλά πως αν δεν είχε αυτονομηθεί το άτομο, δεν θα μπορούσε να υπάρξει εργάτης, δηλαδή κάποιος δυνάμενος να διαθέτει ελεύθερα στην αγορά το μόνο πράγμα που κατείχε, την εργατική του δύναμη. Για να υπάρξει όμως εργάτης, έπρεπε προηγουμένως να έχει συσταθεί, αφ’ ενός το συμβόλαιο εργασίας και αφ’ ετέρου να έχει τύχει επεξεργασίας το συγκεκριμένο εργασιακό καθήκον και ο ρόλος που ο εργάτης θα επωμιζόταν.

Το δίκαιο, εμπνεόμενο από το δέον γενέσθαι, το οποίο υπέθαλπαν ως ηθικό πρόταγμα οι νέες κοινωνικές συσπειρώσεις, είχε ήδη προλάβει να θεσπίσει κανόνες προστατευτικούς των εγωτικών συμφερόντων, ούτως ώστε τα τελευταία, χωρίς να συντρίβονται, να οδηγούνται σε συναινέσεις. Ταυτόχρονα, νομιμοποίησε όσες τυπικές εξουσίες πρόβαλαν ως τηρητές αυτών των συναινέσεων. Από την άλλη, οι κοινωνικές πρακτικές είχαν συμβάλει, δια της επαναλήψεώς τους, στην εσωτερίκευση εκ μέρους του ατόμου των απαιτουμένων για τη μη διάρρηξη της συνείδησης των συμβολικών ρυθμίσεων. (...)
 
Κατά τον ίδιο τρόπο, με το να στηρίζεται δηλαδή στο απρόσωπο των κανόνων και να αναζητά τη νομιμοποίησή της από ένα σώμα πολιτών του οποίου κάθε μέλος επεδίωκε το προσωπικό όφελος, οικοδομήθηκε η δυτική αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Στο πολιτικό, όπως και στο κοινωνικό πεδίο, τα άτομα δεν μπορούσαν να ενοποιηθούν και να λειτουργήσουν ως ολότητα, παρά μόνον εξομοιούμενα μ’ έναν γενικό μέσο όρο. (...)

Το δυτικό άτομο είχε συνεπώς ποικιλοτρόπως προετοιμαστεί να υποδυθεί ρόλους, οι οποίοι το εξαφάνιζαν ως πρόσωπο και το συγκροτούσαν ως ορθολογική δεξιότητα για εκτέλεση εργασιακών καθηκόντων


Ιωάννα Τσιβάκου, Το οδοιπορικό του εαυτού στον χώρο της εργασίας,
εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ (2000)


18 Μαΐου 2012

Περί θανάτου

 
Ω ! η αρχή και το τέλος του ανθρώπινου σπόρου
καταργώντας μέσα μου την έννοια της φυλής
και του καιρού (αν εξαιρέσεις τα των ενδυμασιών).
Έτσι πεθαίνοντας εγώ με διάφορους τρόπους
όταν εκάστοτε έρχεται το πλήρωμα του χρόνου
στην Παλαιστίνη από βαθιά γεράματα όταν
ήμουνα ανάμεσα στους πρόδρομους του νέου φωτός
στο Βύρτσμπουρκ μεσήλικας αστός
πεθαίνοντας από επιδημία γρίπης
κρατώντας ένα αντίτυπο αγίας γραφής και το κερί μου
και στην Κορέα κίτρινος καλλιεργητής ρυζιού
από πανούκλα σε φρικτή αποσύνθεση
κουβάλησα τον αέναο τούτο σπόρο μέσα μου
όπως ένας καρπός που κλείνει στο κέντρο
το κουκούτσι του.
Μα πόσες ποικιλίες θανάτου έχω διαβεί !
Πέθανα άπειρες φορές από ασιτία
μορφάζοντας ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο
πέφτοντας από τ΄ άλογο στις εκστρατείες των βασιλιάδων.
Στην εξιλαστική πυρά της Λισσαβώνας
φορώντας ένα san – benito πένθιμο
εβραίος τεσσαρακονταετής την ηλικία.
Στο στήθος και στο μέτωπό μου
έχουν ανθίσει πορφυρά λουλούδια του θανάτου
όταν εγώ πεταλωτής, δάσκαλος ή και επιπλοποιός
πολέμησα για να δοξάσω την πατρίδα μου.
Έχω πεθάνει στο Παρίσι από σύφιλη
και στο κανάλι της Αμβέρσας δολοφονημένος.
Από δυστύχημα τυχαίο σ΄ όλες τις γωνιές της γης
( ενώ περίεργοι κοιτούν απ΄ τους εξώστες ).
Ω ! χιλιάδες απρόσωποί μου θάνατοι
θάνατοι του φορέα του ανθρώπινου σπόρου,
που κουβαλώ ωσάν μικρόβιο μες μου.
Έντομο ασήμαντο εγώ, είδος ανωφελούς κώνωπος.

Γιώργος Μακρής, Φεβρουάριος 1943

 

17 Μαΐου 2012

Η ύψιστη τέχνη του πολέμου: να ματαιώνεις τα σχέδια του εχθρού



«1. Στην πρακτική τέχνη του πολέμου, το καλύτερο απ’ όλα είναι να καταλάβεις τη χώρα του εχθρού σε καλή κατάσταση και τάξη. Το να τη συντρίψεις και να την καταστρέψεις δεν είναι καλό. […]


2. Από αυτό βγαίνει, ότι το να πολεμάς και να νικάς σε όλες τις μάχες, δεν είναι το καλύτερο. Η άριστη ενέργεια στον πόλεμο είναι να υποταχτεί ο εχθρός χωρίς μάχη.


3. Έτσι η ανώτερη μορφή στρατηγικής είναι το να ματαιώνεις τα σχέδια του εχθρού. Το δεύτερο καλύτερο πράγμα είναι να αποτρέπεις τη συνένωση των εχθρικών δυνάμεων απομονώνοντας τον εχθρό από τους συμμάχους του. […] Η χειρότερη επιλογή απ’ όλες, είναι να πολιορκείς τειχισμένες πόλεις. […]


6. Γι’ αυτό λοιπόν ο επιδέξιος ηγέτης υποτάσσει τα τμήματα του εχθρού χωρίς να δώσει καμμιά μάχη. Κυριεύει τις πόλεις του χωρίς να τις πολιορκεί. Ανατρέπει το βασίλειό του χωρίς μακροχρόνιες επιχειρήσεις στο πεδίο μάχης. […]


7. Αυτή είναι η μέθοδος επίθεσης με στρατηγήματα. […]


17. Πρέπει να ξέρουμε ότι υπάρχουν πέντε βασικές απόψεις για τη νίκη:

  • Θα νικήσει εκείνος που ξέρει πότε να πολεμήσει και πότε ν’ αποφύγει τον πόλεμο.
  • Θα νικήσει εκείνος που ξέρει να χειρίζεται τόσο τις περισσότερες όσο και τις λιγότερες δυνάμεις.
  • Θα νικήσει εκείνος, του οποίου το στράτευμα διακατέχεται από το ίδιο πνεύμα σε όλα του τα επίπεδα.
  • Θα νικήσει εκείνος που, ενώ ο ίδιος είναι προετοιμασμένος, περιμένει για να πιάσει τον εχθρό απροετοίμαστο.
  • Θα νικήσει εκείνος που έχει εξουσία στο στράτευμα και δεν δέχεται παρεμβάσεις από τον ηγεμόνα.
18. Εάν γνωρίζεις τον εχθρό και τον εαυτό σου, δεν έχεις ανάγκη να φοβάσαι για το αποτέλεσμα ακόμα κι εκατό μαχών. Εάν γνωρίζεις τον εαυτό σου αλλά δεν γνωρίζεις τον εχθρό, για κάθε νίκη που θα κερδίζεις θα έχεις και μια ήττα. Εάν δεν γνωρίζεις ούτε τον εαυτό σου, ούτε το εχθρό, θα νικηθείς σε κάθε μάχη



Σουν Τζου, Η Τέχνη του Πολέμου (5ος αι. π.Χ.)