Σελίδες

26 Μαΐου 2016

Λέξεις με προοπτική την ανία, τη θολούρα και την παρεξήγηση


«Η μεταβίβαση της εμπειρίας από τον ένα άνθρωπο στον άλλο γίνεται μέσω της λέξης. Ό,τι έχει γίνει βίωμα, δίνει στη λέξη υπεύθυνο βάθος, την κάνει μαρτυρία του προσώπου, μια όψη της προσωπικής του ουσίας. Μορφωμένοι ή αμόρφωτοι, εμπειρικοί ή θεωρητικοί, επιστήμονες ή χειρώνακτες, οι άνθρωποι είναι η εμπειρία του κόσμου. Γι’ αυτό το λόγο έχει μικρή σημασία εάν η εμπειρία του ενός ανθρώπου είναι διαφορετική από την εμπειρία του άλλου, εφόσον αυτή ακριβώς η διαφορά επιτρέπει να υπάρξει ο διάλογος και δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να διακρίνει τον κόσμο μέσω ενός άλλου ανθρώπου, να κοινωνήσει ένα σύνδεσμο που δημιούργησε ο άλλος άνθρωπος. (…)

Επιθετική ασυνεννοησία

Η επιθετική ασυνεννοησία της εποχής μας τρέφεται από το γεγονός ότι η τεχνική ζωή συσκοτίζει το περιεχόμενο του κόσμου για χάρη πράξεων οι οποίες συμβαίνουν χωρίς τον άνθρωπο. Έτσι, οι άνθρωποι καταντούν να διαθέτουν λέξεις μέσα στις οποίες συχνά δεν υπάρχει απολύτως τίποτε. Αν όμως η λέξη δεν περιέχει τον κόσμο όπως τον εσωτερικεύει ο άνθρωπος, τότε δεν είναι δυνατό να προσφέρει την εγγύηση της εμπειρίας του, ούτε και να δεχτεί την εγγύηση μιας άλλης προσωπικής εμπειρίας. Όταν όμως η γλώσσα δεν διαθέτει αντίκρυσμα, τότε τίποτα δεν εμποδίζει τους ανθρώπους να υπερμεγεθύνουν αυθαίρετα την πραγματικότητα και, όταν συνομιλούν, να εκπροσωπούν μια υπόθεση που δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτει με τις άλλες, παράλληλες μεγαλοστομίες. (…)

Πλήξη

Τελικά, η ίδια η συνομιλία χάνει το ενδιαφέρον της αφού κατά βάθος η ζωή του ανθρώπου παύει να ενδιαφέρει όσους ζουν κοντά του: όταν ο άνθρωπος δεν επιβάλλει πια τη θέλησή του στον κόσμο, τότε η ζωή του παύει να έχει βιογραφική αξία. Ακόμα κι αν του συμβεί κάτι το έκτακτο, πρόκειται περί κάποιου αναπόφευκτου γενικού απρόοπτου συμβάντος (ένας σεισμός, μια καταστροφή, κ.λπ.), το οποίο, ακριβώς επειδή είναι αναπότρεπτο και κοινό για όλους, δεν αξίζει τον κόπο να μεταδοθεί στους άλλους και μέσα από τη γλώσσα. Ακόμη και στην περίπτωση που οι άνθρωποι βαλθούν να μεταδώσουν γλωσσικά τέτοιας λογής συμβάντα σε όσους δεν τα υπέστησαν, τις περισσότερες φορές δεν αφηγούνται πώς αντιμετώπισαν τον αιφνιδιασμό και πώς φάνηκαν άξιοι της στιγμής, ώστε να δώσουν στους ακροατές τους ένα παράδειγμα συμπεριφοράς, αλλά πώς παραδόθηκαν στον απροσδόκητο ξένο και τι ακριβώς είπε και έπραξε αυτός. Έτσι, ακόμη κι αν η ιστορία αυτή είναι καμιά φορά ενδιαφέρουσα, το ενδιαφέρον της δεν βασίζεται σε εκείνους που τη διηγούνται.

Οι άνθρωποι γίνονται λοιπόν μεταξύ τους ανιαροί, καθώς δεν έχουν να διηγηθούν τίποτε άλλο παρά μόνο ό,τι πληροφορούνται: «Έμαθες τα νέα;», «διάβασες τι είπε ο Χ;», «είδες την τάδε ταινία;», ρωτούν και συνεχίζουν για να δείξουν ότι, όχι μόνο δεν έχασαν την ευκαιρία, αλλά συνέλαβαν το φαινόμενο με λεπτομέρειες, τις οποίες οι άλλοι δεν πρόσεξαν. Ούτε καν τους περνάει απ’ το μυαλό ότι, κομπάζοντας, διατρέχουν τον κίνδυνο να θίξουν πράγματα που δεν γνωρίζουν. 

Άκρατος υποκειμενισμός

Κατ’ αυτό τον τρόπο, η ομιλία αποκτά ένα περίεργο υποκειμενικό χαρακτήρα, που κάποια στιγμή θα εξοργίσει τους άλλους άπαξ και αντιληφθούν ότι τα λεγόμενα δεν συμφωνούν προς ό,τι εκείνοι υποθέτουν. Αυτό βέβαια δεν διορθώνει τα πράγματα, διότι οι αποδέκτες της ένστασης, ακριβώς επειδή μιλούν για να κάνουν επίδειξη, θεωρούν ότι θίγονται και βιάζουν τη γλώσσα ακόμα περισσότερο να τους ακολουθήσει στην καταστροφή του νοήματός της.

Ο λόγος γίνεται σήμερα άμετρος επειδή δεν βασίζεται στην πραγματικότητα, αλλά εκφράζει την προσπάθεια του ανθρώπου να ξεχωρίσει από τη μάζα, να παρουσιαστεί όπως δεν είναι, να υπερνικήσει τη μηδαμινότητά του προβάλλοντας ακλόνητους ισχυρισμούς, να δώσει στον εαυτό του και στους άλλους την αίσθηση ενός Εγώ, το οποίο, σε ό,τι το πολυτιμότερο έχει, σκορπίζεται μέσα στον κόσμο. Να λοιπόν πώς συμβαίνει και οι άνθρωποι, μην έχοντας εσωτερική αντίληψη των πραγμάτων, διαπληκτίζονται ατέρμονα. (…)

Διαρκής αντιλογία

Έτσι πολλαπλασιάζεται το φαινόμενο των ‘‘πνευμάτων αντιλογίας’’. Όσοι κινδυνεύουν να χάσουν την αίσθηση της ύπαρξής τους, αρνούνται και αντιλέγουν συνέχεια και άνευ λόγου ερίζοντας ότι, αντιλέγοντας και πάλι αντιλέγοντας, θα δοκιμάσουν τι είναι οι ίδιοι. Μοιάζουν δηλαδή με ανθρώπους που θα έπαιρναν φόρα και θα έπεφταν πάνω σ’ ένα τοίχο ώστε να πονέσουν και να καταλάβουν έτσι πως υπάρχουν. (…)

Ο άνθρωπος που κλονίζεται εσωτερικά, αναγκάζει σήμερα το λόγο του να γίνει αυταρχικός και να μη θέλει να διακρίνει την ορθότητα ιδίως εκεί όπου αυτή υπάρχει. Γιατί; Διότι η παραδοχή αυτή θα σήμαινε για τον ίδιο ότι απέτυχε στη σκέψη του και θα πρέπει να έρθουν άλλοι για να τον απαλλάξουν από την πλάνη. Κατά κάποιο τρόπο λοιπόν, η συστηματική αντίρρηση και αντιλογία είναι μια προσπάθεια να υπερνικηθεί η κρίση της συνείδησης —μια τακτική για να μην παρατηρήσει ο άνθρωπος πού βρίσκεται το πραγματικό του πρόβλημα και έτσι να λησμονήσει ό,τι ακριβώς δεν θέλει να παραδεχτεί. (…)

Φόβος του λόγου, αδιαφορία για την αλήθεια

Κατά συνέπεια, ο σημερινός, τεχνικός άνθρωπος δεν κινείται μόνον εκτός λόγου, αλλά επιπλέον φοβάται το λόγο αφού υπάρχει κίνδυνος να του δείξει ότι τόσο καιρό τον πέρασε άσκεφτα. Δεν του περνάει από το μυαλό ότι με αυτό τον τρόπο υποβιβάζει στο τέλος τη λέξη σε τεχνικό σήμα και τον εαυτό του σε εκτελεστή του σήματος. (…)

Από εδώ προκύπτει η αδιαφορία και η απαξίωση του σημερινού ανθρώπου για την αλήθεια. 

Αφ’ ενός μεν οι άνθρωποι δεν χρειάζονται πια το βάθος του κόσμου, διότι τότε θα ήταν δυνατό να προκύψουν υποχρεώσεις που να καθυστερήσουν την τεχνική τους απόδοση και κατά συνέπεια να βλάψουν την κοινωνική τους θέση. Αφ’ ετέρου, δεν είναι περήφανοι για την ύπαρξή τους, αποδοκιμάζουν σιωπηρά τον τρόπο ζωής τους και δεν αντέχουν, έτσι όπως είναι, στο εσωτερικό βλέμμα όσων ζουν στο πλευρό τους. Κι ένας τρίτος λόγος είναι ότι η ζωή προγραμματίζεται μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια, περιορίζεται μέσα σε πράγματα που δεν μιλούν και συγχρόνως χάνει την εσωτερική της ένταση και το σύνδεσμό της προς το περιβάλλον, το οποίο αποκρούει τον άνθρωπο και μένει απαθές σε ό,τι τον συγκινεί και τον φοβίζει. (…)

Μεγαλομανίες

Το αποτέλεσμα είναι ότι οι άνθρωποι αρχίζουν ολοένα και περισσότερο να ζουν από την ικανότητά τους να δημιουργούν και να προμηθεύονται σενάρια προσωπικής ανωτερότητας. Και καθώς ο σημερινός άνθρωπος τείνει να χρειάζεται την πλάνη σαν όρο για να ζήσει αυτή την απρόσωπη ζωή, το ψέμα γίνεται η βιολογική βάση της ιστορίας: στο όνομά του επιτρέπονται τα πάντα.

Φυσικά, όσο ο άνθρωπος τάσσεται υπέρ του ψεύδους άλλο τόσο θα ήθελε στην τάση του αυτή να μην συμμετέχει άλλος κανείς. Ο ίδιος θέλει να πλανά τους άλλους, αλλά με τίποτα δεν θέλει να πέφτει θύμα της δικής τους ικανότητας να ψεύδονται και να τον παραπλανούν. 

Σε αυτό το πλαίσιο ζωής, το πού βρίσκεται η αλήθεια, καταντάει μια ερώτηση άνευ σημασίας κι οι άνθρωποι λογομαχούν χωρίς ούτε και να ελπίζουν ακόμα ότι το έπαθλο της διαμάχης τους θα είναι η αλήθεια: το μόνο που τους ενδιαφέρει, είναι ο τρόπος με τον οποίο μια πλάνη θα καταρρίψει μια άλλη πλάνη, ή μια άγνοια θα ξεγυμνώσει μια άλλη άγνοια.»

Σπύρος Κυριαζόπουλος, Η σημερινή γλώσσα. Γλωσσολογία της Τεχνικής. (1964)


Σημ. HS. Δεν θα μείνω στη λεπτομέρεια, ότι η μεταβίβαση της εμπειρίας δεν γίνεται μέσω της λέξης, όπως έλεγε εδώ ο Κυριαζόπουλος, αλλά μέσω της φράσης. Η ουσία των όσων γράφει ενδιαφέρει και είναι ολόσωστη. Τη φράση εννοεί, τελικά. 

Το βιβλίο είναι στην καθαρεύουσα, οπότε έκανα μια σχετική απόδοση για να διαβάζεται ευκολότερα σήμερα. Το χώρισα και σε μικρά υποκεφάλαια. Αξίζει να θυμίσουμε τις πιο πρόσφατες εκλεπτύνσεις της σύγχρονης απαξίωσης της αλήθειας, όπως μας τις κατέδειξαν π.χ. ο φιλόσοφος, ή ο σύγχρονος οικονομικοπολιτικός λόγος, και πώς στέκεται απέναντί τους ο ποιητής.



25 Μαΐου 2016

Κύριε διαιτητά, πέναλτι, με κοίταξε αυστηρά!


 
Είναι πολύ γνωστή στους απανταχού Γης μπαλαφίλ η φάση κι η καζούρα που πέφτει με ομάδες ή παίκτες που –είτε επειδή είναι απλώς άβγαλτοι, είτε το συνηθέστερο επειδή έχουν καλομάθει να τους παίζει η διαιτησία 90-10 υπέρ τους (να ‘ναι καλά η προεδράρα!)–, με το που τους κοιτάζει ο αντίπαλος, πέφτουν κάτω και ωρύονται για φάουλ.

Ε, λοιπόν, τέτοια ευτράπελα δεν συμβαίνουν μόνο στα γήπεδα-γήπεδα, αλλά και σε άλλες αρένες της ζωής, ειδικότατα δε στο Μαρακανά του δημόσιου λόγου. Ω ναι! Μόλις χτες λ.χ., είδαμε στο διαδίκτυο κάποιους να φωνάζουν και να καταγγέλλουν για «κακόβουλο σχόλιο», «φανατισμό» (!), «ανελευθερία και εμπάθεια» (!!), «δογματικό μίσος» (!!!) και «ρητορική μίσους» (!!!!) έναν άνθρωπο που απλώς τους κοίταξε!

Απίστευτο; Και όμως…

Ο Κώστας Δεσποινιάδης είναι ο άνθρωπος που κοίταξε:

και η Λέσχη Φιλελεύθερης Ανάγνωσης είναι οι ματιασμένοι:

Φιλελεύθερα παιδιά ψυχραιμία, δεν παίζεται έτσι η μπάλα. 
Ούτε καν το μπάντμινγκτον!

20 Μαΐου 2016

Οι τελευταίες λέξεις






Το πρωϊνό δώρο από τον Izi 
(που το είδα πλαγιομετωπικά και σαν υστερόγραφο, ή επεξήγηση, 
της προηγούμενης ανάρτησης)

17 Μαΐου 2016

Η συλλογική δημιουργία

Η κίνηση του ίππου


«Το ζήτημα της συλλογικής δημιουργίας ξανάρθε στην επιφάνεια μέσα στο περίλαμπρο πεδίο της σύγχρονης συνείδησης. Απ’ ό,τι φαίνεται ωστόσο, πολλοί άνθρωποι έχουν μια πολύ απλοϊκή αντίληψη της συλλογικής δημιουργίας.

Για παράδειγμα, διαβάσαμε αυτή τη βδομάδα σε μια εφημερίδα ένα αρθράκι, που μας πληροφορούσε ότι κάποιοι σχεδιάζουν ν’ ανεβάσουν ένα θεατρικό έργο τεσσάρων συγγραφέων, που ο καθένας τους θα γράψει από μια πράξη. Ασφαλώς είναι δυνατό να δημιουργεί κανείς μ’ αυτό τον τρόπο. Ξέρουμε λ.χ. τα μυθιστορήματα που έγραψαν με συλλογικό ψευδώνυμο οι Ερκμάν-Σατριάν. Γνωρίζουμε επίσης πως ο Αλέξανδρος Δουμάς πατήρ είχε εγκαταστήσει στο σπίτι του ένα κανονικό εργοστάσιο μυθιστοριογραφίας και πως ο Σαρντού παράγγελνε σε ανώνυμους συγγραφείς ολόκληρες πράξεις, τις οποίες απλώς συνέδεε και ξαναδούλευε για να σκαρώσει τα θεατρικά έργα του.

Όμως σε καμιά απ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν έχουμε να κάνουμε με συλλογική δημιουργία. Πρόκειται απλώς για δημιουργία από πολλούς. Άλλο η συλλογική δημιουργία και άλλο η δημιουργία από πολλούς. Η γνήσια συλλογική δημιουργία τοποθετείται σ’ ένα βαθύτερο και συνάμα πλατύτερο επίπεδο.

Όταν δίνουν σε κάποιον ένα πιστοποιητικό ευρεσιτεχνίας, αναγράφουν εκεί όχι μόνο την ημερομηνία αλλά ακόμα και την ώρα και τα λεπτά κατά τα οποία κατέθεσε την αίτησή του. Διότι η εμπειρία έχει δείξει πως μπορεί κάλλιστα να βρεθεί κι άλλος που να έχει προτείνει την ίδια εφεύρεση. Αυτό έγινε λ.χ. με το τηλέφωνο. Πάντως είναι πολύ δύσκολο να διαπιστωθεί πότε ακριβώς έγινε για πρώτη φορά μια εφεύρεση, ή μια ανακάλυψη. Το έδαφός της το προετοίμασε ο χρόνος και πολλά άτομα, που τίποτα δεν τα συνδέει μεταξύ τους, θεωρούν το καθένα ότι ήταν δικό του έργο. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο άνθρωπος και ο εγκέφαλος του ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο από το γεωμετρικό τόπο των σημείων τομής μεταξύ των γραμμών μιας συλλογικής δημιουργίας.

Εξηγούμαι με τη βοήθεια μιας παρομοίωσης. Αν ρίξουμε μια πολύ λεπτή σκόνη σ’ ένα ποτήρι νερό και μετά το ανακατέψουμε, θα παρατηρήσουμε ότι, όταν η επιφάνεια του νερού ξαναέλθει στην ηρεμία, τα μικροσκοπικά σωματίδια της σκόνης θα συνεχίσουν να κινούνται σαν ένα σμάρι σκνίπες κάτω απ’ τον ήλιο, αν και σαφώς πιο αργά. Αυτή την κίνηση την ονομάζουμε “κίνηση Μπράουν”, από το όνομα του επιστήμονα που την ανακάλυψε και μας εξήγησε ότι τα σωματίδια που αιωρούνται μέσα σ’ ένα υγρό, ακριβώς επειδή έχουν αμελητέα μάζα, εξομοιώνονται με την κίνηση των μορίων του και πάλλονται μαζί τους.

Ο ρόλος του δημιουργού –είτε είναι ποιητής, ή εφευρέτης της μηχανής εσωτερικής καύσης– μοιάζει ακριβώς με το ρόλο αυτών των σωματιδίων: κάνει ορατή μια κίνηση που είναι αόρατη δια γυμνού οφθαλμού.

Ίσως γνωρίζετε με ποιο τρόπο φτιαχνόταν η ιταλική κωμωδία αυτοσχεδιασμού, που είναι γνωστή με τ’ όνομα comedia dellarte. Έπαιρναν ένα σενάριο και πάνω σε αυτό όριζαν στην τύχη ένα ‘‘θέμα’’. Τα ‘‘θέματα’’ αυτά δεν είναι προϊόντα ατομικής δημιουργίας. Περνούν ή μάλλον παραδίδονται από το ένα στρώμα δημιουργών στο επόμενο και σ’ αυτή την πορεία τροποποιούνται, ώστε ν’ ανταποκρίνονται σε κάποιο ζωντανό υλικό της εποχής –και πάνω σ’ αυτό το έδαφος οι ερμηνευτές των ρόλων της comedia dellarte ξεδίπλωναν τα χωρατά τους ζωντανεύοντας και στολίζοντας τα παραδοσιακά λόγια.

Αλλά μην πάμε τόσο μακριά. Όλοι όσοι έχουμε ακούσει ή διηγηθεί ανέκδοτα, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι τ’ ανέκδοτα αποτελούν ένα είδος ενεχυροδανειστηρίου: ο καθένας παίρνει το υλικό από ένα ένα παραδοσιακό πλαίσιο (με την ευρεία έννοια του όρου), και πάνω σε αυτό αυτοσχεδιάζει εισάγοντας ένα νέο παραδοσιακό συμπλήρωμα. Πάνω σε αυτό το πρότυπο άλλωστε δημιουργήθηκε και η τέχνη της επικής ποίησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εθνογράφος και φιλόλογος Πάβελ Ρύμπνικωφ (1831-1885) περιέγραφε με αυτούς ακριβώς τους όρους τη δημιουργία των προφορικών αφηγήσεων μιλώντας για ένα ‘‘κοινό ταμείο’’ όλων των αφηγητών.

Έχουμε την εντύπωση πως η ‘‘ατομική’’ δημιουργία μας δεν υπακούει σε αυτούς τους νόμους, αλλά αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μας είναι αδύνατο, ή μάλλον πολύ δύσκολο, να έχουμε μια σφαιρική άποψη της στιγμής στην οποία ζούμε.

Καταλαβαίνουμε πολύ καλά πως η μεσαιωνική ποίηση δουλεύει πάνω σε μια παράδοση σχολής και ότι π.χ. το ιπποτικό μυθιστόρημα δεν είναι παρά μια αδιάκοπη υπέρθεση των ίδιων καλλωπιστικών στερεότυπων. Ξέρουμε το ίδιο καλά πως ακόμα και τα μετεπαναστατικά αφηγήματα της ρώσικης λογοτεχνίας είναι εξίσου παραδοσιακά μ’ εκείνα που θίγουν το ‘‘πρόβλημα του σεξ’’. Κι όμως αδυνατούμε να καταλάβουμε, ότι ακόμα και σήμερα εξακολουθούμε ν’ αναφερόμαστε σε μια κατά παράδοση συλλογική δημιουργία –και όταν λέω συλλογική, δεν εννοώ το σύνολο του πληθυσμού αλλά την κοινότητα των ποιητών-συγγραφέων είτε μιλάμε για τη λεγόμενη ‘‘λαϊκή’’ τέχνη, είτε για την ‘‘έντεχνη’’ δημιουργία.

Ο Πούσκιν κι ο Γκόγκολ, όπως και οποιοσδήποτε άλλος δημιουργός, ενσαρκώνουν εκδηλώσεις της σχολής στην οποία ανήκουν. Αν τους ξεχωρίζουμε από την ανώνυμη μάζα, αυτό συμβαίνει μεταξύ άλλων επειδή δεν ξέρουμε να σκεφτόμαστε με όρους ολότητας και χρειαζόμαστε τις ‘‘περικοπές’’ και τ' ‘‘αποσπάσματα’’ .

Η δημιουργία, ακόμα και η καλλιτεχνική-επαναστατική δημιουργία, είναι παραδοσιακή. Για να παραβούμε τον κανόνα, θα πρέπει πρώτα-πρώτα ο κανόνας να υπάρχει. Η βλασφημία προϋποθέτει μια θρησκεία, που παραμένει ζωντανή.

Υπάρχει μια ‘‘εκκλησία’’ της τέχνης. Είναι η ιερατική σύναξη όλων εκείνων που την αισθάνονται. Αυτή η εκκλησία έχει τους Κανόνες της, που δημιουργήθηκαν από τη διαστρωμάτωση των αιρέσεων.

Το να κατατρυχόμαστε με τη δημιουργία μιας συλλογικής τέχνης είναι σαν να πασχίζουμε να ρίξουμε το Βόλγα μέσα στην Κασπία θάλασσα.»

Βίκτορ Σκλόφσκι, Η συλλογική δημιουργία (1923)

Σημ. HS. Από το Η κίνηση του αλόγου. Εξηγούσε ο θαυμάσιος εκείνος Βίκτορας (1893-1984): «Είναι πολλοί οι λόγοι της παράξενης κίνησης του αλόγου [στο σκάκι]. Πρώτος απ’ όλους, η σύμβαση της τέχνης. Γι’ αυτήν γράφω. Δεύτερος, ότι το άλογο δεν είναι ελεύθερο: κινείται διαγώνια επειδή απαγορεύεται να κινηθεί ευθεία». 

Ο φίλος, διεθνής Μετρ στο σκάκι, Ηλίας Κουρκουνάκης επισήμανε κάτι το εξαιρετικά ενδιαφέρον. Αντιγράφω το μήνυμά του:
«Ο καλύτερος ορισμός της κίνησης του Ίππου που γνωρίζω προέρχεται από τον παγκόσμιο πρωταθλητή 1894-1921 Emanuel Lasker, ο οποίος ήταν μαθηματικός και φιλόσοφος, καθώς και προσωπικός φίλος του Einstein: ‘‘η κίνηση του Ίππου από ένα τετράγωνο σε άλλο συνίσταται στην κάλυψη της μικρότερης δυνατής απόστασης που δεν βρίσκεται σε ευθεία (οριζόντια, κάθετη ή διαγώνια)’’, εννοείται αναφορικά με τις ευθείες που σχηματίζουν τα τετράγωνα. Με άλλα λόγια, η κίνηση του Ίππου είναι η μικρότερη δυνατή μη ευθεία στην σκακιέρα. Έτσι ο Ίππος εισάγει σε ένα τεχνητό σύμπαν ευθειών την έννοια του κύκλου».
Αξίζει να ρίξετε μια ματιά και στα άλλα γραπτά του Σκλόφκι, που έχουμε ανεβάσει.  

Για την καίρια διαφορά αναμεσα στο συλλογικό και το από πολλούς, βλ. εδώ. Στη σχέση μεταξύ δημιουργικότητα και παράδοσης έχουμε αναφερθεί, δια του Ντέιβιντ Μπομ, και εδώ.



11 Μαΐου 2016

Εκπομπή #30 | Έξοδος από τον έρημο εαυτό


Ο έρημος εαυτός κι ο εαυτός-αφήγηση. Δεύτερο μέρος της έρευνάς μας στο ερώτημα πώς κάποιοι άνθρωποι καταφέρνουν να μην συντρίβονται ενώ έχουν συντριβεί όλα εκείνα στα οποία πίστεψαν και για τα οποία αγωνίστηκαν; Οι ρίζες του σύγχρονου ατομισμού. Χρήμα, εμπόρευμα και η μόνιμη ανασφάλεια του σύγχρονου Ατόμου. Είμαστε μοναδικοί αλλά πώς; Πρέπει να πετάξουμε μακριά ο,τιδήποτε μας δένει με τον κόσμο για να μπορέσουμε να βρούμε τη μοναδικότητά μας και να σκεφτούμε ελεύθερα; Ή μήπως αυτό είναι μια παγίδα; Πρόταση διεξόδου! Και μια μικρή περιήγηση στις σχέσεις της ποίησης με την οικονομία. 

Τρίτη σεζόν, σταθερά κάθε δεύτερη Τετάρτη από τη ΡαδιόΦουσκα!

Κι αν θέλεις ν' ακούσεις και τις προηγούμενες,
κλικ εδώ.  

10 Μαΐου 2016

Η ποίηση είναι η γλώσσα της μη ανταλλαγής

Το 7ο τευχος του ΦΡΜΚ*, περιοδικού για τη διερεύνηση του ποιητικού φαινομένου, θα παρουσιαστεί στην έκθεση Θεσσαλονίκης (περίπτερο 8) και αμέσως μετά θα κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία σε όλη την Ελλάδα, όπως συμβαίνει κάθε έξι μήνες επί τρία χρόνια τώρα (και μπαίνουμε στο τέταρτο). Το δικό μας θέμα εδώ, εκτός από την ποίηση που έτσι κι αλλιώς είναι μια από τις εμμονές μας, είναι το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Franco "Bifo" Berardi με τίτλο Ποίηση και οικονομικά, μεταφρασμένο από την "φαρμακοποιό" χαπίφια αδελφή, Κατερίνα Ηλιοπούλου, το οποίο θα μας απασχολήσει και στη σημερινή (11.05) ΕΚΠΟΜΠΗ από το RadioBubble από τις 4 έως τις 6 το απόγευμ

Τα πράγματα ξεκαθαρίζονται εξ αρχής. Παραθέτω με μια υπογράμμιση μου εδώ την εισαγωγική του παράγραφο:

Ποίηση και οικονομικά
Η αυτονόμηση του σημείου: Ποίηση και οικονομία στον εικοστό αιώνα.

Το χρήμα και η γλώσσα έχουν κάτι κοινό: δεν είναι τίποτα και κινούν τα πάντα. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά σύμβολα, συμβάσεις, flatus vocis, αλλά διαθέτουν τη δύναμη να πείθουν τα ανθρώπινα όντα να δρουν, να εργάζονται, να μετασχηματίζουν τον φυσικό κόσμο.

Το χρήμα κάνει τα πράγματα να συμβαίνουν. Είναι η πηγή της δράσης μέσα στον κόσμο και ίσως η μόνη δύναμη στην οποία αφιερωνόμαστε/αναγνωρίζουμε. Ίσως κάθε άλλη εκδοχή, κάθε αξία να έχει χρεοκοπήσει, δίνοντας στο χρήμα τη δύναμη μια ιερής θεότητας, η οποία διεκδικεί την αναγνώρισή της. Η επιστήμη της οικονομίας δεν μπορεί πια να πείσει το χρήμα να κάτσει φρόνιμα. Οι αριθμοί αδυνατούν να υποτάξουν το τέρας και να το κάνουν να σωπάσει ή να κάτσει σε μια γωνιά και να μην κάνει σκανταλιές. Συνεπώς, όπως το είχαμε από την αρχή υποψιαστεί, τα οικονομικά υποκρίνονται μιμητικά την επιστήμη. Στην καλύτερη περίπτωση τα οικονομικά είναι μία νεύρωση του χρήματος, ένα σύμπτωμα που έχει επινοηθεί για να κρατάει το τέρας σε εκκρεμότητα. [...] (Sardello 1983,1-2)
Ο οικονομικός καπιταλισμός βασίζεται στην αυτοματοποίηση της δυναμικής του χρήματος, αλλά ακριβέστερα στην αυτονόμηση της παραγωγής αξίας από τη φυσική αλληλεπίδραση των πραγμάτων. Η μετάβαση από την αφηρημένη βιομηχανική εργασία στον αφηρημένο κόσμο της ψηφιακής εποχής εισάγει μια αποϋλοποίηση της εργασιακής διαδικασίας. Ο Jean Baudrillard έχει προτείνει μια γενική σημειολογία προσομοίωσης, που βασίζεται στην προϋπόθεση του τέλους της αναφορικότητας, στο οικονομικό καθώς και στο γλωσσικό πεδίο. Στο The mirror of production,1 ο Baudrillard γράφει: «Η ζήτηση, η αξία χρήσης και το referent ‘‘δεν υπάρχουν’’. Είναι μόνον ιδέες που παράγονται και προβάλλονται σε ένα φάσμα γενίκευσης από την εξέλιξη του ίδιου του συστήματος της ανταλλακτικής αξίας». (Baudrillard 1975, 30). […]
Το κρίσιμο σημείο στην κριτική του Baudrillard είναι ότι η αναφορικότητα και ο προσδιορισμός της αξίας έχουν φτάσει στο τέλος τους. Στη σφαίρα της αγοράς τα πράγματα δεν εξετάζονται σε σχέση με τη συγκεκριμένη τους χρησιμότητα, αλλά σε σχέση με τη δυνατότητα και την αξία ανταλλαγής. Ομοίως στη σφαίρα της επικοινωνίας, η γλώσσα γίνεται προϊόν δοσοληψίας και αξιολογείται σαν διαδικασία προς εκτέλεση. Η αποτελεσματικότητα και όχι η αλήθεια είναι ο νόμος που διέπει τη γλώσσα στη σφαίρα της επικοινωνίας. Ο πραγματισμός και όχι η ερμηνευτική είναι η μεθοδολογία που ακολουθείται για την κατανόηση της επικοινωνίας στο κοινωνικό πεδίο, ειδικά στην εποχή των νέων τεχνολογιών.
Ανασυνθέτοντας τη διαδικασία της κατάρρευσης της αναφοράς στη σημειωτική και στην επιστήμη της οικονομίας, ο Baudrillard μιλά για τη χειραφέτηση του σημείου. Η χειραφέτηση του σημείου από την αναφορική του λειτουργία μπορεί να θεωρηθεί σαν γενική τάση του ύστερου μοντερνισμού, η κυρίαρχη τάση στη λογοτεχνία και στην τέχνη, καθώς και στην επιστήμη και την πολιτική. Ο συμβολισμός στην ποίηση διάνοιξε έναν καινούργιο χώρο για την ποιητική πράξη, που προήλθε από την αυτονόμηση της λέξης από την αναφορική της αποστολή.
Η αυτονόμηση του χρήματος –του οικονομικού σημείου– από τη βιομηχανική παραγωγή πραγμάτων ακολουθεί την ίδια σημειωτική διαδικασία από την αναφορική στη μη αναφορική σημασία. Αλλά η αναλογία μεταξύ γλώσσας και οικονομίας δεν θα έπρεπε να μας παραπλανά: παρόλο που το χρήμα και η γλώσσα έχουν κάτι κοινό, τα πεπρωμένα τους δεν ταυτίζονται, καθώς η γλώσσα υπερβαίνει την οικονομική συναλλαγή. Η ποίηση είναι η γλώσσα της μη ανταλλαγής, η επιστροφή της ατέρμονης ερμηνευτικής και η επιστροφή του αισθησιακού σώματος της γλώσσας. Εδώ μιλάω για την ποίηση ως περίσσεια της γλώσσας, κρυφή πηγή πλούτου που μας επιτρέπει να μεταβαίνουμε από μία θεώρηση σε μιαν άλλη


1. O καθρέφτης της παραγωγής ή η κριτική αυταπάτη του ιστορικού υλισμού του Jean Baudrillard κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια σε μετάφραση Σπύρου Μπενετάτου.

*Το φοβερό εξώφυλλο του 7ου τεύχους προέρχεται από το προσωπικό αρχείο του Αλέξανδρου Ψυχούλη

Το τεύχος και τα περιεχόμενά του

ΑΦΙΕΡΩΜΑ // Ποίηση και νόσος: Το πάσχον Σώμα. Tι σημαίνει να έχεις ένα
σώμα; Τι σημαίνει να υπάρχεις μέσα σε ένα σώμα το οποίο είναι ευάλωτο και το
οποίο θα νοσήσει πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ύπαρξής του; 
Δεκαεπτά αγγλόφωνοι σύγχρονοι ποιητές μεταφράζονται από την ομάδα του ΦΡΜΚ.
Rormarie Waldrop. Ένα άκρως πολιτικό και γλωσσικά προκλητικό κείμενο από
την γερμανικής καταγωγής αμερικανίδα ποιήτρια, μεταφράστρια και εκδότρια, η
πρωτοποριακή, πειραματική ποίηση της οποίας και έχει ασκήσει τεράστια
επιρροή στη λογοτεχνική σκηνή της Αμερικής.
Anne Carson. Το δοκίμιο της διακεκριμένης Αμερικανίδας ποιήτριας Οικονομία,
το άρωμά της μας μιλά για την υπεραξία του ποιητικού λόγου, που ζωντανεύει τη
ζωή και υπερβαίνει τον θάνατο.
Franco “Bifo” Berardi. Ποίηση και οικονομικά. Κείμενο του σύγχρονου Ιταλού φιλοσόφου που αναζητά στον λόγο της ποίησης την χαμένη συλλογική διάνοια αλλά και ένα τόπο διάσωσης της μοναδικότητάς από την κυριαρχία των οικονομικών στατιστικών.
Ελληνική ποίηση: Βασίλης Αμανατίδης, η Γιάννα Μπούκοβα, η Άννα Γρίβα, ο Κυριάκος
Συφιλτζόγλου, ο Χρήστος Μαρτίνης, ο Πάνος Τσίρος και ο Κωνσταντίνος Ματσούκας.
Εικαστικά: Ζήσης Κοτιώνης, Θεόδωρος Ζαφειρόπουλος, Απόστολος Ντελάκος, Αλεξάνδρα Γιαννακανδροπούλου, Μαρία Βαρελά, Κώστας Ντάφλος.
Συζήτηση μεταξύ των συντακτών του περιοδικού για θέματα ποιητικής.
Υποκειμενικότητα, ταυτότητα και διαφορά. Η εμπειρία του εαυτού στη σύγχρονη
ποίηση.
Ο ελληνιστής Βασίλης Λαμπρόπουλος γράφει για την ανθολογία σύγχρονης ελληνικής
ποίησης Futures: Poetry of the Greek Crisis
Συνέντευξη για την ποίησή της δίνει στη Γιάννα Μπούκοβα η Κατερίνα Ηλιοπούλου
Κριτικά κείμενα γράφουν ο Βασίλης Αμανατίδης και ο Παναγιώτης Ιωαννίδης.

06 Μαΐου 2016

Ο άναρθρος Μαρξισμός (05.05.1818 - 05.05.2016)

Πατησίων, 5/5/2016


Ο Καρλ Μαρξ γεννήθηκε σαν χτες στις 5 Μαΐου του 1818. Χιουμορίστας, κομμουνιστής και φιλόσοφος, αφιέρωσε όλη του τη ζωή, μαζί με τους σύγχρονούς του, τους συναγωνιστές του, στην άρνηση του υπάρχοντος.

Αυτό που τον διέκρινε πριν από όλα σε αυτή του την προσπάθεια ήταν η επιμονή του στον λόγο, το διάλογο, την διαλεκτική-κριτική σκέψη, την ποίηση και τον στοχασμό. Ο Μαρξ ήταν πριν από όλα φιλόσοφος, και ήταν φιλόσοφος του παρόντος.

Ως τέτοιος, και για όσο μπόρεσε, αυτό που προσπάθησε να δημιουργήσει ήταν χώρο και χρόνο για σκέψη και νόημα. Και αυτό του το κατόρθωμα το πέτυχε  υπό συνθήκες που δεν θα ζήλευε κανείς σήμερα, ούτε και τότε. 

Ακόμη και οι πλέον «βρώμικες» πολεμικές του διακρίνονται από την ανησυχία για την αλήθεια, το χιούμορ και την ανατροπή.

Ο άνθρωπος είναι οι κοινωνικές σχέσεις του, έλεγε.

Κατόπιν ανέλαβαν οι Μαρξιστές του επιστημονικού σοσιαλισμού ... αυτοί οι άναρθροι νεκροζώντανοι, που μας παιδεύουν ως σήμερα με την άγνοια και την ανοησία τους. 

Να πώς φαντασιώνονται και πώς συμβολίζουν (έναν αιώνα τώρα) τον Μαρξισμό: Μια μάζα άντρες, οργισμένοι, στριμωγμένοι, έξαλλοι ουρλιάζουν την «αλλαγή του κόσμου». 

(Πρόσφατα μάλιστα για να δοθεί και η χαριστική βολή, από κοντά κaι η Unesco ανακήρυξε το Κεφάλαιο, την κριτική του Μαρξ στον αναδυόμενο τότε καπιταλισμό, ως «παγκόσμιο πολιτιστικό μνημείο».)

Ο κόσμος όμως δεν αλλάζει με άναρθρα ουρλιαχτά, διαδηλώσεις και συνθήματα. Είναι πιο πολύπλοκο!