Σελίδες

23 Δεκεμβρίου 2016

«Αναποδογυρίζω δεν σημαίνει ξεπερνώ»


"Σε συνθήκες τυραννίας είναι πολύ ευκολότερο να δρα κανείς παρά να σκέφτεται"
 
«(…) Η αναζήτηση νοήματος, η οποία διαλύει αδυσώπητα και εξετάζει από την αρχή όλα τα αποδεκτά δόγματα και τους κατεστημένους κανόνες, μπορεί ανά πάσα στιγμή να στραφεί εναντίον του εαυτού της αναποδογυρίζοντας απλώς τις παλιές αξίες και βαφτίζοντας ‘‘νέες αξίες’’ αυτές τις αναποδογυρισμένες αξίες. Αυτό έκανε σε κάποιο βαθμό ο Νίτσε όταν αναποδογύρισε τον πλατωνισμό και ξέχασε ότι ένας αναποδογυρισμένος Πλάτωνας παραμένει Πλάτωνας. Το ίδιο και ο Μαρξ, όταν αναποδογύρισε τον Χέγκελ και έφτιαξε ένα αυστηρά χεγκελιανό σύστημα του ιστορικού γίγνεσθαι.

Αυτοί οι καρποί του αρνητικού στοχασμού μπορούν στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν το ίδιο υπνωτιστικά, άσκεφτα και ρουτινιάρικα όπως οι παλιές φθαρμένες αξίες.

Αυτό που συνήθως αποκαλούμε μηδενισμό ─και μπαίνουμε στον πειρασμό να χρονολογήσουμε ιστορικά, να καταγγείλουμε πολιτικά και να αποδώσουμε σε στοχαστές οι οποίοι φέρεται να τόλμησαν να σκεφτούν «επικίνδυνες σκέψεις»─ είναι στην πραγματικότητα ένας κίνδυνος εγγενής στην ίδια την δραστηριότητα της σκέψης. Δεν υπάρχουν επικίνδυνες σκέψεις. Η ίδια η σκέψη είναι επικίνδυνη, όμως ο μηδενισμός δεν είναι προϊόν της.

Ο μηδενισμός δεν είναι παρά η ανάποδη όψη της συμβασιοκρατίας.
 
[Συμβασιοκρατία, conventionalism: η άποψη που ξεκινάει από την ιδέα ότι οι συμβάσεις αποτελούν a priori στοιχεία της γνώσης, και φτάνει έως τον ισχυρισμό ότι όλη η γνώση δεν είναι τίποτα περισσότερο από συμβάσεις και ότι η εμπειρία δεν διαδραματίζει κανένα ουσιαστικό ρόλο στη γνωστική διαδικασία, σημ. HS].

Το δόγμα του μηδενισμού συγκροτείται από αρνήσεις των κατεστημένων αξίων, των  λεγόμενων θετικών αξιών, στις οποίες ωστόσο ο μηδενισμός παραμένει προσκολλημένος.

Βεβαίως κάθε κριτική διερεύνηση πρέπει να περάσει από ένα στάδιο τουλάχιστον υποθετικής άρνησης των αποδεκτών απόψεων και ‘‘αξιών’’, εντοπίζοντας τις συνεπαγωγές τους και τις σιωπηρές αξιωματικές υποθέσεις τους. Οπότε, με αυτή την έννοια, ο μηδενισμός μπορεί να θεωρηθεί ως ένας μονίμως παρών κίνδυνος του στοχασμού. 
 
Όμως ο κίνδυνος του μηδενισμού δεν προκύπτει από τη σωκρατική πεποίθηση ότι μια ανεξέταστη ζωή δεν αξίζει να την ζούμε και ότι, επομένως, οφείλουμε να εξετάζουμε τα πράγματα. Προκύπτει, αντίθετα, από την επιθυμία να αντληθούν συμπεράσματα τα οποία θα κάνουν κάθε περαιτέρω σκέψη και εξέταση περιττή. (…)»


στο «Social Research: An International Quarterly»,
τόμος 38, τχ 3 (Φθινόπωρο 1971)


Σημ. HS. Απόσπασμα από ένα από τα τελευταία κείμενα της Άρεντ. Το έγραψε οκτώ χρόνια μετά το Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, θέλοντας να αναπτύξει περισσότερο τα επιχειρήματα εκείνου του σημαντικού βιβλίου της για τη σχέση ανάμεσα στο Κακό, στη διάπραξη του κακού, και την ανικανότητα ή απροθυμία για στοχασμό (με τη σωκρατική έννοια του διαλόγου με τον εαυτό μας ως εξέταση του βίου μας). 

Πράγματι, για την Άρεντ ο Σωκράτης ήταν εκείνος που ανακάλυψε και μας αποκάλυψε την ίδια τη δυνατότητα του στοχασμού. Γι’ αυτό το λόγο, θέλοντας να ερευνήσει τι είναι η στοχαστική εξέταση του βίου μας, τι την παρακινεί και το αν μπορούμε να στηριχτούμε σε αυτήν για να θωρακιστούμε από το κακό, η Άρεντ στρέφεται προς αυτόν ως ένα «υπόδειγμα, ένα παράδειγμα ανθρώπου ο οποίος, αντίθετα από τους ‘‘επαγγελματίες’’ στοχαστές, μπορεί να εκπροσωπήσει τον καθένα από εμάς (…) καθώς δεν τοποθετούσε τον εαυτό του ούτε στους πολλούς, ούτε στους λίγους». Σημειώνει λοιπόν η Άρεντ, ότι «ανάμεσα στις ελάχιστες θετικές προτάσεις που έκανε ο Σωκράτης, δυο, στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, ήταν εκείνες που πού σχετίζονται άμεσα με το ερώτημά μας. Και οι δυο παρουσιάζονται στον Γοργία (…) Η πρώτη: ‘‘Καλύτερα να αδικείσαι, παρά να αδικείς’’. (…) Και η δεύτερη: ‘‘Καλύτερα να είναι παράφωνη η λύρα μου, ή μια χορωδία που διευθύνω, παρά να βρεθώ εγώ σε παραφωνία με τον εαυτό μου’’.

Κλείνοντας να σημειώσω ότι δεν είναι τυχαίο που αφιερώνει αυτό το κείμενπ σε ένα ποιητή, τον Ουΐσταν Χιού Ώντεν, ο οποίος της είχε ζητήσει κάποτε να τον παντρευτεί (εκείνη αρνήθηκε) και στη συνέχεια της αφιέρωσε το βιβλίο του Forewords and Afterwords (1973) ─είχε άλλωστε γράψει γι’ αυτόν το «Remembering Wystan H. Auden» λίγο μετά το θάνατό του. 




16 Δεκεμβρίου 2016

Εκπομπή #36 | Γιορτή με κόντρα τον καιρό!




Γιορτή και πόλεμος. Το μυστικό ενός εξώφυλλου. Το μυστικό μιας λέξης. Οι συσχετισμοί οι παρεξηγήσεις και τα παρατράγουδα. Και πως και γιατί τους ήρθε να πούνε «μη δουλεύετε ποτέ!». Η ιδέα της γιορτής και του παιχνιδιού σαν απάντηση, από σήμερα, στην καταναγκαστική εργασία και την αλλοτριωμένη ζωή. Τι εστί προλεταριάτο και τι σχέση έχουν με αυτό οι διανοούμενοι; Ένα σύντομο ιστορικό και μια μακριά συζήτηση επί της ουσίας. Μια διάσταση που λησμονήθηκε. Γιορτή, αλληλοσπαραγμός και κοινωνική ίδρυση. Με τη μουσική να συμπληρώνει τις σκέψεις.

01 Δεκεμβρίου 2016

Εκπομπή #35 | Γενέθλια, δώρα, μύθοι και ντοκουμέντα


 

Πώς κουμπώνουν καμιά φορά τα πράγματα! Πριν δεκαπέντε χρόνια, 8.11 του 2001, εγκαινιάσαμε τη διαδικτυακή παρουσία μας ως HappyFew και πριν από δέκα χρόνια, 8.11 του 2006, ξεκινήσαμε την περιπέτεια DangerFew. Στη χτεσινή εκπομπή είπαμε να το γιορτάσουμε και ραδιοφωνικά! 


Που σημαίνει, ΔΩΡΑ για πέντε ακροατές μας! Ένα αντίτυπο του φοβερού ημερολόγιου του Αλεξάντερ Μπέρκμαν, Ο μπολσεβίκικος μύθος, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ! Μια καταλυτική και συγκινητική προσωπική μαρτυρία για τη μεγάλη ρώσικη επανάσταση (και την έσωθεν κατάρρευσή της), από την οποία διαβάσαμε λίγα ενδεικτικά αποσπάσματα. Κι ένα τεύχος του ΦΡΜΚ, του αγαπημένου μας περιοδικού διερεύνησης του ποιητικού φαινομένου με σπουδαία ελληνική και ξένη ποίηση, εικαστικές σελίδες και διαλεχτά κείμενα κριτικής!

Και βέβαια, η συζήτηση γύρω από το περιεχόμενο και τη μορφή ενός μη-χρησιμοθηρικού πνεύματος, συνεχίζεται. Το πρόβλημα της δραστηριοτητομανίας. Η κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στο "πάω να δω τους φίλους μου για να τους δω" και το "πάω να τους δω για να κάνω αυτό ή


26 Νοεμβρίου 2016

Ριζοσπαστικά αυτογκόλ | Αποδομισμός


«Η δυσκολία με πολλά από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούμε στις μέρες μας για να εξετάσουμε ευρύτατα διαδεδομένες πλάνες, είναι ότι τα επιχειρήματα αυτά έχουν ταυτιστεί με τις γενικές υποθέσεις του ‘‘αποδομισμού’’. Δεν αναζητούν το νόημα, τη γνώση ή την αλήθεια. Προσπαθούν, αντιθέτως, ν’ αποδείξουν ότι κάθε είδους γλώσσα είναι συνδεδεμένη με το συμφέρον.

Οι αποδομιστές επιχειρηματολόγησαν εναντίον της γλώσσας ως μέσου επικοινωνίας, προκειμένου να χτυπήσουν στη ρίζα της τη ρητορική και την προπαγάνδα. Ωστόσο, ενώ χτύπησαν αποτελεσματικά τον εθισμό μας σε απαντήσεις, το έκαναν με τρόπο που υπονομεύει το κύρος των ερωτήσεών μας. Διότι, εάν ─όπως ισχυρίζονται─ η γλώσσα είναι πάντοτε συνυφασμένη με την ιδιοτέλεια, τότε δεν υπάρχει δυνατότητα για ανιδιοτέλεια και επιδίωξη του κοινού καλού.

Το τελικό αποτέλεσμα είναι η ενίσχυση της κορπορατιστικής άποψης ότι όλοι μας υπάρχουμε απλώς ως λειτουργίες, στα πλαίσια των συντεχνιακών οργανισμών μας. Και οι πρακτικές συνέπειες αυτής της ιδεολογίας είναι η παθητικότητα και ο κομφορμισμός σε ζητήματα μείζονος σημασίας, και ο αντικομφορμισμός σε ζητήματα ήσσονος σημασίας.»

στα ελληνικά, εκδ. Printa, 2002

Σημ. HS. Μην ξεχνάμε: το μηδέν μπορεί να νοηθεί μόνο σαν πέρασμα, ποτέ σαν θέση!



17 Νοεμβρίου 2016

Εκπομπή #34 | Νεοφιλελευθερισμός, στράτευση, αυτοέκφραση




Φοβερό αερόπλανο και γκαγκάν τζιπάκια, αλλά εμείς έχουμε άλλα στο μυαλό μας! Η δεύτερη εκπομπή της φετινής σεζόν ξεκινάει σε χαλαρό ρυθμό με αυστηρή (ακρίβεια απόκλισης λίγων νανοχιλιοστών) ανάλυση της λεγόμενης νεοφιλεύθερης παγκοσμιοποίησης, την οποία και αποχαιρετά με το Θείο Τραγί, περνάει αμέσως μετά στη συζήτηση για τη διαμάχη μεταξύ στρατευσης και αυτοέκφρασης, η οποία σκίζει τα σωθικά (και) της σημερινής Τέχνης κι ανοίγεται από εκεί στο θεμελιακότερο ζήτημα της σχέσης μεταξύ έκφρασης-δράσης-ποιητικής του υποκειμένου, με το σχολιασμό μιας παλιάς συζήτησης μεταξύ Ζαν-Πιέρ Βερνάν και Ζακ Λε Γκοφ υπό τους ήχους μιας απίθανης μουσικής, από την οποία δεν λείπουν ούτε οι Can! Βαριά ονόματα, κρατηθείτε γερά!

15 Νοεμβρίου 2016

Εκπομπή 34 την Τετάρτη 16.11


Όπως πάντα, από τη μοναδική, υπεραναβαθμισμένη ραδιόΦουσκα
 

09 Νοεμβρίου 2016

Χάκερ vs Νευροεπιστήμονες


P.M.S. Hacker
Το 2003 ο ‘‘βιττγκενσταϊνικός’’ φιλόσοφος P.M.S. Hacker (1939) και ο ειδικευμένος στις συνάψεις νευροεπιστήμονας Μάξγουελ Μπένετ (1939) κυκλοφόρησαν το βιβλίο Philosophical Foundations of Neuroscience, ασκώντας ριζική κριτική στις κυρίαρχες στις νευροεπιστήμες αντιλήψεις για τη νόηση, τη συνείδηση, τη γλώσσα και τον εγκέφαλο. Το Neuroscience and Philosopy, από όπου επίσης παραθέτουμε εδώ, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ανταλλαγή επιχειρημάτων μεταξύ των Χάκερ και Μπένετ από τη μια μεριά, και των φιλοσόφων Ντάνιελ Ντένετ και Τζον Σερλ από την άλλη. 
 
Και στα δυο βιβλία ο Χάκερ αναπτύσσει, πέραν των όσων μεταφέραμε εδώ, και μια διεισδυτική κριτική στην πολύ μοδάτη σήμερα ιδέα των «qualia», η οποία αναφέρεται στη ατομικότητα των υποκειμενικών, συνειδητών εμπειριών και στην οποία στηρίζονται πολλοί σύγχρονοι νευροεπιστήμονες θέλοντας να «χαρτογραφήσουν» τον εγκέφαλο. Θα επανέλθουμε κάποια στιγμή σε αυτό. Η μετάφραση των αποσπασμάτων και οι επιμέρους τίτλοι είναι δικοί μας. - Σημ. HS.  
 
*
 
Ο επιστημονισμός ως κυρίαρχη ιδεολογία
 
(...) Σήμερα, το μεγαλύτερο εμπόδιο στο δρόμο για μια καθαρότερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο σκεφτόμαστε τον εαυτό μας και τον κόσμο στον οποίο ζούμε είναι ο επιστημονισμός, ο οποίος διαποτίζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε και την κουλτούρα μας. Έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε πως εάν ένα πρόβλημα είναι σοβαρό, τότε η επιστήμη θα βρει τη λύση του∙ και πως, αν η επιστήμη δεν βρίσκει τη λύση του, τότε μάλλον το πρόβλημα δεν είναι σοβαρό. Αυτό βέβαια είναι τελείως λάθος.

Η κυριαρχία του επιστημονισμού είναι ολοφάνερη στη λατρεία των μμε για τις νευροεπιστήμες. Όλη την ώρα ακούς εκεί ανθρώπους να λένε για τον εγκέφαλό τους, τι κάνει ή τι δεν κάνει ο εγκέφαλός τους, τι τους βάζει ή τι τους λέει να κάνουν ο εγκέφαλός τους, κ.ο.κ. Έτσι, ένα σωρό παρανοήσεις έχουν πλέον αρχίσει να διαποτίζουν την καθημερινή ομιλία των τηλεθεατών. Αυτό είναι ολέθριο και πάρα πολύ σοβαρό. Διότι οι παρανοήσεις αυτές δεν εκπέμπονται διαθλαστικά απλώς και μόνο από τους δημοσιογράφους, αλλά κατευθείαν από τους ίδιους τους νευροεπιστήμονες. Πράγματι, σε όποιο τομέα κι αν δουλεύουν, θα δούμε ότι θεωρούν πως αυτό που εξηγεί την ανθρώπινη συμπεριφορά, τη σκέψη μας, τις πεποιθήσεις μας, τις ελπίδες μας ή τους φόβους μας, είναι οι εγκεφαλικές διεργασίες. Πιστεύουν δηλαδή στ’ αλήθεια πως αυτός που σκέφτεται, συλλογίζεται, κρίνει, ζυγιάζει, πιστεύει, φοβάται κι ελπίζει είναι ο εγκέφαλος.

Αυτή η ιδέα δεν είναι προϊόν της επιστημονικής έρευνας, αλλά απότοκος εννοιολογικής σύγχυσης, από την οποία οφείλουμε ν’ απαλλαγούμε. Στην αντίρρηση ότι, θέλοντας να παρέμβουμε διορθωτικά στις εννοιολογικές συγχύσεις της επιστήμης, ενδεχομένως ενδιαφερόμαστε να προκαταβάλουμε το σχεδιασμό των νέων πειραμάτων, ξεκαθαρίζουμε δεν μας ενδιαφέρει το όποιο επόμενο πείραμα, αλλά η κατανόηση του προηγούμενου πειράματος. Τα εννοιολογικά ξεκαθαρίσματα συνεισφέρουν κατά πρώτο και κύριο λόγο στην κατανόηση αυτού που ήδη γνωρίζουμε και στη σαφήνεια κατά τη διατύπωση ερωτήσεων που αφορούν αυτά που ήδη ξέρουμε.

Επιστήμες και εννοιολογικό κομφούζιο

Η επιστήμη δεν είναι περισσότερο άτρωτη στα εννοιολογικά σφάλματα απ’ οποιοδήποτε άλλο πεδίο της ανθρώπινης διάνοιας. Η ίδια η ιστορία της επιστήμης είναι διάσπαρτη με τα λείψανα θεωριών, που δεν ήταν απλώς λανθασμένες αλλά εννοιολογικά συγκεχυμένες. Για παράδειγμα, η θεωρία του Γκέοργκ Σταλ (1659-1734) για την ανάφλεξη ήταν εννοιολογικά διάτρητη καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις απέδιδε αρνητικό βάρος στο ‘‘φλογιστόν’’ ─μια ιδέα που, μέσα στο πλαίσιο της νευτώνειας Φυσικής όπου ανήκε, δεν έβγαζε νόημα. Ή πάλι, η κριτική που άσκησε ο Αϊνστάιν στην θεωρία του ηλεκτρομαγνητικού αιθέρα (το υποτιθέμενο μέσον δια του οποίου έλεγαν ότι διαδίδεται το φως) δεν στόχευε μόνο τα αποτελέσματα του πειράματος Μάικελσον-Μόρλεϊ (1887), που είχε αποτύχει ν’ αποδείξει το ζητούμενό του, αλλά και την εννοιολογική σύγχυση γύρω από τη σχετική κίνηση της ύλης, από την οποία περίμεναν να αποδείξουν το ρόλο του αιθέρα στην ηλεκτρομαγνητική επαγωγή. (…)

Ερώτημα πρώτο. Μήπως όμως οι εννοιολογικές συγχύσεις είναι αναπόφευκτες; Όχι, δεν είναι. Μπορούμε να τις αποφύγουμε, αλλά κάνοντάς το τα πράγματα αλλάζουν. Για παράδειγμα, ερωτήσεις ενός ορισμένου τύπου παύουν να τίθενται άπαξ και αναγνωρίσουμε ότι βασίζονταν σε παρανοήσεις. Όπως το είχε θέσει ο Χερτζ στη θαυμάσια εισαγωγή του στις Αρχές της Μηχανικής (1899): ‘‘Όταν αρθούν αυτές οι οδυνηρές αντιφάσεις […] τότε το μυαλό μας, έχοντας πάψει να ταλανίζεται με αυτές, σταματά να θέτει άκυρες ερωτήσεις’’. Επίσης, αίρονται κάποια συμπεράσματα, τα οποία αντλούσαμε προηγουμένως από ένα δεδομένο σώμα εμπειρικής έρευνας, μιας και συνειδητοποιούμε ότι είναι άσχετα με το ζήτημα που θέλαμε να φωτίσουμε. (…)

06 Νοεμβρίου 2016

Εκπομπή #33 | Δ' ΚΥΚΛΟΣ - Αντίσταση και περιθωριοποίηση




Εισαγωγή-κατακλυσμός στα θέματα του νέου κύκλου. Ο επερχόμενος ζόφος. Από το Τι να κάνουμε; στο Ε, και τι να κάνουμε; Σε καιρούς ευμάρειας, λέει, ο λαός παθητικοποιείται ενώ σε καιρούς κρίσης υπερσυντηρητικοποιείται! Και πότε κάνει ξαστεριά ρε σύντροφοι; Ζίου ζίτσου απάντηση στο «επιχείρημα» ότι για να κάνεις συνεπή κριτική στο Σύστημα πρέπει είτε να ζεις στις βουνοκορφές και να τρως ρίζες, είτε σε χαρτόκουτα άστεγος στην πόλη.Από τα σούπερ-υποκείμενα της συνωμοσιολογίας, που σχεδιάζουν την ιστορία όπως τα συμφέρει, στις σούπερ-δομές των στρουκτουραλομεταδομιστών, που κάνουν ακριβώς το ίδιο άνευ υποκειμένων at all! Τελικά ποιος κάνει την ιστορία; Και ποιος ή ποια τελοσπάντων έντυνε τον Miles Davis; Όλα στο φως! Μια εκπομπή  προθέρμανσης με εκπληκτική μουσική!




και όλες τις ηχογραφημένες εκπομπές του RadioBubble εδώ.


22 Οκτωβρίου 2016

Η Βαρύτητα και η Χάρη | Μανιφέστα 42


Simone Weil (1909-1943)
«Κάνοντας το κακό στον άλλον, κάτι κερδίζουμε. Τι κερδίζουμε (και θα πρέπει κάποια στιγμή να ξεπληρώσουμε) όταν κάνουμε το κακό; Ψηλώνουμε. Απλωνόμαστε. Γεμίζουμε ένα κενό, μια τρύπα μέσα μας, ανοίγοντάς την στον άλλον. (...)

Το να μην ασκήσουμε όλη τη δύναμη και όλη την ισχύ που διαθέτουμε, σημαίνει ότι είμαστε σε θέση να αντέξουμε το κενό. Αυτό είναι αντίθετο σε όλους τους νόμους της φύσης. Μόνον η Χάρη το μπορεί. Η Χάρη γεμίζει το κενό μας, αλλά δεν μπορεί να έλθει παρά μόνο εκεί που υπάρχει ένα κενό έτοιμο να τη δεχτεί, να την δεξιωθεί.

Μας είναι αδύνατο να συγχωρήσουμε αυτόν που μας έκανε κακό, εάν αυτό το κακό μάς ταπεινώνει. Για να τον συγχωρήσουμε, πρέπει να σκεφτούμε ότι δεν μας ταπείνωσε αλλά ότι αποκάλυψε το πραγματικό επίπεδό μας.

Ένα αγαπημένο πλάσμα, με απογοήτευσε. Του έγραψα. Είναι αδύνατο να απαντήσει κάτι άλλο από αυτό που θέλω να μου απαντήσει. Οι άνθρωποι μάς οφείλουν αυτό που φανταζόμαστε ότι θα μας δώσουν. Το να αποδεχτούμε ότι είναι διαφορετικοί από τα πλάσματα της φαντασίας μας, είναι μίμηση της αυταπάρνησης του Θεού. 

Και εγώ η ίδια είμαι διαφορετική από αυτό που φαντάζομαι πως είμαι. Να το γνωρίζω: αυτό είναι η συγχώρεση.»

από την υπέροχη, μεγάλη, μικρή μας Σιμόν Βέιλ, στο Η Βαρύτητα και η Χάρη (1947)


11 Οκτωβρίου 2016

Μια κριτική της σύγχρονης συνωμοσιολογίας

Έχουν περάσει κοντά 35 χρόνια απ’ όταν λέγαμε πως η άνθιση της συνωμοσιολογίας -δηλαδή της άποψης ότι η ιστορία εξηγείται μέσα από τις συνωμοσίες- θ’ αποτελέσει ένα από τα χαρακτηριστικά της παρακμής της πολιτικής σκέψης στο τέλος του εικοστού αιώνα, και φαίνεται πως η πραγματικότητα μάς επισκίασε. Οι πολιτικές συζητήσεις έχουν πια παραδοθεί, οικειοθελώς σχεδόν, στη συνωμοσιολογία. Επιβάλλεται λοιπόν να επανέλθουμε, εξετάζοντας κάπως βαθύτερα το ζήτημα. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιήσαμε συνδυαστικά δυο άρθρα σχετικά με το θέμα («Doute conspirationniste et regard critique» της  Aurelie Ledoux και «Lespace logique du conspirationnisme» του Gerald Bronner) συμπληρώνοντας τη σκέψη τους με κάποιες δικές μας σκέψεις. -Σημ. HS
 
*

Όσοι θεωρούν τη συνωμοσιολογία απλώς σαν μια μορφή πολιτικού σκοταδισμού, είναι επόμενο να μένουν άναυδοι με τη σημερινή ανάκαμψη και την επιτυχία της. Βεβαίως, ιστορικά, η συνωμοσιολογία άνθισε ως αντίδραση στην έλευση των «Νέων Χρόνων» εκφράζοντας τους υπερασπιστές του «Παλαιού Καθεστώτος» που, κλείνοντας τα μάτια τους στην αθλιότητά του (δεσποτισμός, απολυταρχία, δουλοπαροικία, λογοκρισία, κ.ο.κ.), θέλησαν να ερμηνεύσουν την αστική επανάσταση σαν αποκλειστικό καρπό «εβραιομασονικής συνωμοσίας». Σήμερα ωστόσο, εκείνη η αντιδραστική πλευρά της συνωμοσιολογίας δίνει ολοένα και περισσότερο τη θέση της σε μια άλλη της πλευρά, η οποία συνδέεται με την προοδευτικότητα της νεωτερικότητας και συγκεκριμένα με τη διεκδίκηση αξιών όπως ο δημοκρατικός διάλογος, η αντίθεση στην τυραννία, η άρση κάθε λογοκρισίας, η αναζήτηση της αλήθειας, το κριτικό πνεύμα, κ.ο.κ. Έτσι, οι σύγχρονοι συνωμοσιολόγοι υποστηρίζουν πως δεν είναι συνωμοσιολόγοι αλλά «σκεπτικιστές» και «αμφισβητίες της επίσημης εκδοχής των πραγμάτων», που νοιάζονται για την αποκάλυψη των ψευδών της εξουσίας και αγωνίζονται για τη διάσωση των πολιτών από την προπαγάνδα των κυρίαρχων μμε.

Στη σημερινή συνωμοσιολογική σκηνή (σημειώνει σωστά η Ledoux) διασταυρώνονται λοιπόν δυο διαφορετικά ρεύματα: ένα ρεύμα καθαρά αντιδραστικό, αντιλαϊκό, ελιτίστικο, δεξιό και συχνά ακροδεξιό, και ένα ρεύμα φιλολαϊκό, αριστερών ή ακόμα και αναρχικών κατευθύνσεων, το οποίο διαπνέεται από ριζική καχυποψία προς την εξουσία, τους θεσμούς και τους εκπροσώπους της. Αλλά ούτε στη μια, ούτε και στην άλλη εκδοχή της η συνωμοσιολογική σκέψη συγκροτεί μια πραγματική κριτική των κυρίαρχων ιδεών, σχέσεων και πρακτικών. 

Πριν όμως δούμε την κρίσιμη διαφορά αυτού του τύπου «αμφισβήτησης» από την κριτική σκέψη, είναι καλό να εξετάσουμε τον τρόπο σκέπτεσθαι και τον τύπο επιχειρηματολογίας που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη συνωμοσιολογία.