Εισαγωγή HS
Γνωρίζουμε βέβαια πια ποιοι ήταν τα πρώτα μεγάλα ξεφτέρια στη χειραγώγηση των πολιτών. Γνωρίζουμε επίσης για ποιο λόγο η σύγχρονη πολιτική είναι άρρηκτα δεμένη μαζί της. Σε κάθε περίπτωση όμως, η συγκεκριμένη εφαρμογή που φέρνει στην επιφάνεια ο Πάκαρντ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ας το δούμε.
Το επάγγελμα της χειραγώγησης των πολιτών
(...) Η
χειραγώγηση του ασυνείδητου για πολιτικούς σκοπούς δεν είναι, φυσικά, κάτι που
ανακαλύφθηκε τώρα, στη δεκαετία του 1950, ή στον 20 αιώνα. Ήδη ο Ναπολέοντας
είχε φτιάξει μια υπηρεσία Τύπου, την οποία, το πιθανότερο σε μια στιγμή που
είχε μεγάλα κέφια, ονόμασε Υπηρεσία Κοινής Γνώμης, και έργο της ήταν να
διαμορφώνει κατά παραγγελίαν τις πολιτικές τάσεις. Ο Μακιαβέλι είχε και αυτός
καταθέσει κάμποσες πρωτότυπες ιδέες σε αυτό το πνεύμα.
Η χειραγώγηση του λαού
από ένα τύραννο είναι κάτι το αρκετά απλό∙ ο τύραννος μπορεί να την ασκεί με τη
βία ή με το μαλακό, ανάλογα με τα γούστα του. Δύσκολη πραγματικά γίνεται, όταν
έχεις να κάνεις με πολίτες μιας ελεύθερης κοινωνίας, η ψήφος των οποίων μπορεί
να σε στείλει σπίτι σου ή που μπορούν να σε αγνοήσουν πλήρως αν το επιθυμούν.
Ο
προσεταιρισμός των μαζών και μια δραστική πολιτική χειραγώγηση στο πλαίσιο μιας
δημοκρατικής κοινωνίας έκαναν την εμφάνισή τους αφού προηγουμένως είχε
αναπτυχθεί το επάγγελμα της χειραγώγησης των συμβόλων.
Οι συγκεκριμένοι επαγγελματίες δημοσιοσχεσίτες άρχισαν να ενδιαφέρονται για την
πολιτική από το 1950 κι έπειτα. Τότε, μέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα και με
αποκορύφωμα τις προεδρικές εκλογές του 1956 [στις ΗΠΑ], επέφεραν θεαματικές
αλλαγές στα παραδοσιακά χαρακτηριστικά της αμερικάνικης πολιτικής ζωής. Για να
το πετύχουν αυτό, στηρίχτηκαν στις ιδέες:
- του Παβλόφ περί εξαρτημένων
ανακλαστικών∙
- του Φρόυντ για την πατρική
φιγούρα∙
- του Ρίσμαν, που έλεγε ότι οι
Αμερικανοί ψηφοφόροι μπορούν να θεωρηθούν ως θεατές-καταναλωτές της
πολιτικής∙ και
- των ειδικών στην επιστήμη της
διαφήμισης και της επικοινωνίας, Μπέιτεν, Μπάρτον, Ντάρστιν και Όρμπον.
Παραδείγματα εφαρμοσμένης χειραγώγησης
Την
παραμονή των εκλογών του 1950, η New York World-Telegraph προέβλεψε αυτό
που πρόκειτο να επακολουθήσει. Σε άρθρο της με τίτλο “Οι διαφημιστές διευθύνουν
την προεκλογική εκστρατεία” σημείωνε, ότι “οι πολιτικοί έχουν αρχίσει να
εφαρμόζουν τις προχωρημένες διαφημιστικές τεχνικές, που χρησιμοποιούν οι
εργοστασιάρχες για να πουλήσουν σε μαζική κλίμακα αυτοκίνητα, καλλυντικά ή
μηχανές κουρέματος του γκαζόν”. Η προεκλογική επιτροπή των Ρεπουμπλικανών, με
πρόεδρο τον κ. Λήοναρντ Χωλ και επικοινωνιακό σύμβουλο τον κ. Ρόμπερτ Χάμφρεϋ,
έφτιαξε κατά παραγγελία φιλμάκια με καρικατούρες και γραφικά, ραδιοφωνικά
σποτάκια, συνεντεύξεις, κ.ά. για τους ρεπουμπλικάνους υποψήφιους που θα ήθελαν
να χρησιμοποιήσουν την τηλεόραση. Όσο για τους Δημοκράτες, έβαλαν επικεφαλής
της προεκλογικής εκστρατείας τους τον κ. Γουίλιαμ Μπέντον, πρώην διευθυντή της
διαφημιστικής εταιρείας Μπέντον και Μπόουλς, ο οποίος χρησιμοποίησε πετυχημένα
όλες τις διαφημιστικές τεχνικές. […]
Στην
προεκλογική εκστρατεία του 1952, οι εκλογικές επιτροπές των περισσότερων
κομμάτων διέθεταν επαγγελματίες διαφημιστές και στηρίζονταν σε αυτούς. Στο
βιβλίο του Επαγγελματικές Δημόσιες Σχέσεις και Πολιτική Ισχύς (1956), ο
Στάνλεϋ Κέλλεϋ Τζούνιορ, της Brookings Institution, έγραφε:
“Η
προεκλογική εκστρατεία φέρνει στην επιφάνεια ενδιαφέρουσες διαφορές μεταξύ των
κομμάτων σε ό,τι αφορά την επιστράτευση επαγγελματικών διαφημιστών. Η
στρατηγική, ο τρόπος τοποθέτησης των ζητημάτων, η χρηματοδότηση και η όλη
πορεία της εκστρατείας του Αϊζενχάουερ έδειξε ότι οι Δημοκράτες χρησιμοποίησαν
πολύ λιγότερο τους επαγγελματίες προπαγανδιστές που είχαν στη διάθεσή τους.
Ήταν φανερό ότι απέφυγαν να στηρίξουν την εκστρατεία τους στις μεθόδους με τις
οποίες οι έμποροι και οι βιομήχανοι προσεγγίζουν το κοινό.”
Οι
Δημοκράτες έχασαν εκείνες τις εκλογές και πήραν το μάθημά τους: το 1956
στηρίχτηκαν πολύ περισσότερο στους επαγγελματίες δημοσιοσχεσίτες. […]
Στα
ίδια χρόνια, η πολιτική άρχισε να ενδιαφέρει και τους επαγγελματίες των
δημοσκοπήσεων. […] Μετά τις εκλογές του 1952, ο Μπάρλεϊ Γκάρντνερ δήλωσε, ότι
οι τεχνικές σφυγμομέτρησης του ασυνείδητου πρέπει να εφαρμοστούν και στο πεδίο
των πολιτικών προβλέψεων. Όπως είπε, εάν τα κόμματα είχαν χρησιμοποιήσει αυτές
οι τεχνικές για να καταλάβουν τις διαθέσεις των πολιτών, αντί να τους ρωτούν
απλώς ποιο κόμμα θα πήγαιναν να ψηφίσουν, τότε η ήττα του Αϊζενχάουερ θα
μπορούσε να είχε προβλεφτεί.
Ένας
διαφημιστής της Νέας Υόρκης, που χρησιμοποιούσε τέτοιου είδους τεχνικές,
υποστήριξε πως αν τα κόμματα ανέθεταν πλήρως την εκστρατεία τους στους
επαγγελματίες δημοσιοσχεσίτες και δημοσκόπους, τότε αυτοί θα μπορούσαν να
στρέψουν τους ψηφοφόρους προς το κόμμα που θα ήθελαν χρησιμοποιώντας τα
κατάλληλα για να επηρεάσουν τη μεγάλη μάζα των αναποφάσιστων. […]
Στη
διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 1952, η εταιρεία του μελέτησε τους
λεγόμενους αναποφάσιστους και ανακοίνωσε τα συμπεράσματά της μετά τις εκλογές.
Όπως είπε σχετικά ο εκπρόσωπός της, ο αναποφάσιστος δεν είναι ο δήθεν
“ανεξάρτητος πολίτης” που “σκέφτεται πριν αποφασίσει”, όπως νομίζουμε
συνήθως. Απεναντίας, ο αναποφάσιστος αλλάζει γνώμη “εντελώς ξαφνικά και
για εντελώς παιδαριώδεις λόγους, όπως για παράδειγμα επειδή αντιπάθησε τη
σύζυγο του υποψήφιου”. […]
Η
σφυγμομέτρηση των ασυνείδητων βλέψεων στο πεδίο της πολιτικής φάνηκε να
δικαιολογείται από το ολοένα και πιο φανερό γεγονός, ότι οι ψηφοφόροι
έχουν πάψει να είναι πολίτες με κρίση και λογική. […]
Η
Επιθεώρηση Κοινωνικής Ψυχολογίας δημοσίευσε τα αποτελέσματα από ένα
σχετικό πείραμα, που έκανε. Ζητήθηκε από διάφορους ανθρώπους, άλλους προσκείμενους
στους Δημοκρατικούς και άλλους στους Ρεπουμπλικάνους, να ακούσουν μια δεκάλεπτη
ομιλία πάνω στα εθνικά θέματα, διευκρινίζοντάς τους εξαρχής ότι συμμετέχουν σε
ένα τεστ μνήμης. Είκοσι μέρες αργότερα, τους ζητήθηκε να πουν τι ειπώθηκε σ’
εκείνη την ομιλία. Αυτό που διαπιστώθηκε ήταν, ότι θυμόντουσαν κατά βάση
μόνο εκείνα τα σημεία της που συμφωνούσαν με τις εκ των προτέρων δεδομένες
πολιτικές τους προτιμήσεις και είχαν την τάση να ξεχνούν εντελώς όλα όσα δεν
συμφωνούσαν με αυτές.
Το
1961 πολλοί πολιτικοί σχολιαστές επεσήμαναν τον αυξανόμενο ρόλο της
“προσωπικότητας” στην αμερικάνικη πολιτική ζωή. Η Ντόροθι Τόμσον έκανε λόγο για
“λατρεία της προσωπικότητας”, ενώ ο κοινωνιολόγος Ντέιβιντ Ρίσμαν απέδωσε αυτό
το φαινόμενο στην τάση των πολιτών να εγκαταλείπουν τη μοίρα τους στα χέρια
ηγετών. (...)
Vance Packard, The Hidden
Persuaders (1957)
ΥΓ.
HS. Από
τότε πέρασαν 57 χρόνια. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στο μεταξύ τα πράγματα
πήγαν καλύτερα για τους πολίτες, αφού το ζήτημα της χειραγώγησής τους ήρθε, από
πολλούς στοχαστές, στην επιφάνεια και εφόσον ο σημερινός πολίτης μόνο
απληροφόρητος δεν είναι. Παρ' όλ' αυτά, το καθημερινό ντους πληροφοριών δεν
συνιστά από μόνο του αύξηση της γνώσης, ούτε της επίγνωσης. Ο κίνδυνος που
διατρέχουμε σήμερα, είναι να έχουμε ένα μυαλό τόσο «ανοιχτό», που να
χωράει μέσα του κάθε λογής σκουπίδι. Έχει πέσει πολλή προπαγάνδα προς αυτή
την κατεύθυνση. Φυσικά, αυτός ο κίνδυνος δεν αντιμετωπίζεται με μια «επιστροφή» σ'
ένα περίκλειστο μυαλό, που νιώθει ότι πάει καλά μόνο όσο φοράει
παρωπίδες.
Το ψευτοδίλημμα «συντηρητισμός»-«αντισυντηρητισμός» είναι βαθιά
αποπροσανατολιστικό και έτσι εργάζεται πάντοτε υπέρ του υπάρχοντος. Η απάντηση
σε αυτό είναι η δημιουργικότητα. Και η δημιουργικότητα δεν είναι
ούτε συντηρητική, ούτε αντισυντηριτική. Όμως προσοχή: η δημιουργικότητα
δεν έχει καμιά σχέση με τον παραγωγισμό, για τον οποίο το υποκείμενο
καταξιώνεται μόνο μέσα από μια ακατάσχετη παραγωγή πραγμάτων, αδιάφορη για τον
τελικό σκοπό και το κοινωνικό κόστος της. Στη δημιουργικότητα, που όπως έχουμε
δει πηγάζει από την «ενδιάμεση
περιοχή», σημαντικό δεν είναι μόνο το έργο
αλλά και ο δήμος (η λαϊκή κοινότητα). Θα επανέλθουμε ... αν υποτεθεί ότι ξεφύγαμε ποτέ από
αυτό το θέμα.
[ενημέρωση] Άκουσε με την ευκαιρία την πρώτη, και σχετική με το θέμα, εκπομπή μας!