Jacques Ellul (1912-1994) |
«Δεν υπάρχει καμιά
αμφιβολία ότι ο Αστός είναι ευθέως και άμεσα εχθρός του Θεού. Αλλά είναι ικανός
να κάνει κάποιες επιλογές από την κληρονομιά του χριστιανισμού. Υπάρχουν ακόμη σε
αυτό τον κυκεώνα, λέει, πολλά καλά να κρατήσουμε. Η αρετή και η ηθική
αυστηρότητα λόγου χάρη. Ο Αστός μπορεί να ωθήσει στα άκρα την εκμετάλλευση του
κόσμου εφαρμόζοντας μια ορισμένη απαίτηση για αρετή, αφού αυτά τα δυο μπορούν να
συμβαδίζουν όπως η αυστηρή δίαιτα και ο πρωταθλητισμός.
Για το σκοπό αυτό μπορεί
επίσης να διαχωρίζει την κατακόρυφη διάσταση του χριστιανισμού (τη διάσταση του
Θεού στον οποίον αποκρίνεται η πίστη) από την οριζόντια (τη διάσταση της Ανθρωπότητας,
στην οποία στεγάζεται η αγάπη) και να πετάξει την πρώτη βαστώντας μόνη τη δεύτερη
ως αναγκαία προκειμένου να εξηγεί και να δικαιολογεί το προμηθεϊκό εγχείρημα της αστικής
τάξης για την Ανθρωπότητα — μια ανθρωπότητα χωρίς Θεό ασφαλώς, αλλά όχι και δίχως
θρησκεία, όχι χωρίς χριστιανισμό. Έναν άθεο χριστιανισμό; Ναι! Ορισμένοι αργοπορημένοι
επίσκοποι και αμαθείς νέοι ανακαλύπτουν σήμερα με έξαψη αυτή την επανάσταση, όμως
ο Αστός την έχει κάνει ήδη εδώ κι εκατόν πενήντα χρόνια.
Βέβαια, ο Αστός παρέμεινε
χριστιανός, αλλά παρέμεινε μόνο και μόνο επειδή τού ήταν χρήσιμο. Θαύματα και
Ανάσταση; Ε, καλά, ας ρίξουμε ένα σεμνό πέπλο πάνω σε τούτες τις ανοησίες. Ο
Αστός χρειαζόταν να υποκρίνεται ότι πιστεύει σε αυτά, επειδή μια από τις πολλές
χρησιμότητες του χριστιανισμού ήταν να καλλιεργεί το πνεύμα υπακοής στους φτωχούς και στους κοινωνικά κατώτερους: “Ο φτωχός δοξάζεται με την
ταπεινότητά του”...
πόσο βολικό για εκείνον που τον εκμεταλλεύεται.
Ο χριστιανισμός ήταν
ένα επιπλέον εργαλείο διακυβέρνησης, όμως για να γίνει αυτό χρειαζόταν να τον
κάνουν εύχρηστο και κατάλληλο για αυτή την υπηρεσία. Οι φτωχοί, οι μαύροι και τα παιδιά, ναι, αυτοί είναι καλό να πιστεύουν στο Θεό. “Ο Θεός είναι το σημείο στήριξης,
στο οποίο εφαρμόζω το μοχλό μου για να τους κινώ όλους αυτούς”: αυτή είναι η σκέψη του Αστού.
Όμως αυτό υπονοεί ακριβώς ότι ο Θεός δεν υπάρχει! Διότι εάν ο Θεός υπάρχει, τότε δεν μπορώ να τον χρησιμοποιήσω όπως θέλω εγώ. Για να γίνει λοιπόν ο χριστιανισμός κάτι το “κοινωνικά χρήσιμο”, όπως ακριβώς τον θέλησε ο Αστός, θα πρέπει αυτός στον οποίον απευθύνεται αυτή η θρησκεία, δηλαδή ο Θεός, να είναι ένα αδρανές αντικείμενο, χωρίς καμιά αυτονομία, κάτι που να μπορεί κανείς να το κάνει ό,τι τον βολεύει. Το Θεό τον φτιάχνω όπως θέλω εγώ, έτσι ώστε να παίξει το ρόλο που εγώ θέλω στη σκακιέρα δράσης μου. Α ναι, πολύ χρήσιμος αυτός ο Τρελός! Όμως αυτό που τον μετακινεί, είναι το δικό μου χέρι.
Όμως αυτό υπονοεί ακριβώς ότι ο Θεός δεν υπάρχει! Διότι εάν ο Θεός υπάρχει, τότε δεν μπορώ να τον χρησιμοποιήσω όπως θέλω εγώ. Για να γίνει λοιπόν ο χριστιανισμός κάτι το “κοινωνικά χρήσιμο”, όπως ακριβώς τον θέλησε ο Αστός, θα πρέπει αυτός στον οποίον απευθύνεται αυτή η θρησκεία, δηλαδή ο Θεός, να είναι ένα αδρανές αντικείμενο, χωρίς καμιά αυτονομία, κάτι που να μπορεί κανείς να το κάνει ό,τι τον βολεύει. Το Θεό τον φτιάχνω όπως θέλω εγώ, έτσι ώστε να παίξει το ρόλο που εγώ θέλω στη σκακιέρα δράσης μου. Α ναι, πολύ χρήσιμος αυτός ο Τρελός! Όμως αυτό που τον μετακινεί, είναι το δικό μου χέρι.
Έτσι η θρησκεία γίνεται καθαρός
φορμαλισμός, τυπολατρία. Η λειτουργία, η θεολογία, η ηθική, η ζωή, όλα αυτά
πρέπει να τυποποιηθούν, να γίνουν τελετουργικό, ρασιοναλισμός, μετρησιμότητα,
υπολογισμός.
Ο θεμελιώδης αθεϊσμός
του Αστού δεν είναι αυτός ο απλοϊκός μακιαβελισμός, στον οποίο τον περιστέλλουν
οι μοντέρνοι χειραφετημένοι. Συνδέεται με τη δημιουργικότητα του Αστού, η οποία
αδυνατεί να αναδιαμορφώσει τον κόσμο όπως θέλει ο ίδιος εάν δεν απαλλαγεί από
το βάρος του Θεού. Και αυτή η δημιουργικότητα εκφράζεται στη μοναδική επαναφομοιωτική
δύναμη του Αστού, που αποτελεί τρόπο ύπαρξης και οντολογικό χαρακτηριστικό.
Πράγματι, αν μπούμε στον κόπο να
αναλύσουμε επισταμένα την αστική κοινωνία, αντιλαμβανόμαστε ότι είναι καμωμένη
από κομματάκια και ψηφίδες αποσπασμένα από άλλους λαούς, άλλες εποχές και άλλους
πολιτισμούς. Σκαρώνει το ψεύδο-γοτθικό στυλ με την ίδια φυσικότητα με την οποία
φτιάχνει τον ψευδή χριστιανισμό, ή το πλαστό χρήμα. Δεν λέω ότι όλα είναι ψεύτικα
και πλαστά. Λέω ότι η αστική κοινωνία δεν δημιουργεί τίποτα και επαναφομοιώνει τα
πάντα.
Έτσι επαναφομοίωσε και τον
χριστιανισμό μετατρέποντάς τον, κατά το 19ο αιώνα, σε θρησκεία,
σε πνευματισμό και στεγνή ηθική, αποσυνδέοντας ό,τι ήταν εσωτερικά συνδεδεμένο και
κατεβάζοντας ό,τι ήταν υπερβατικό στο επίπεδο του ανθρώπου αφού, για τον Αστό,
ο άνθρωπος έχει “θρησκευτικές
ανάγκες”
και είναι χρήσιμο να κατασκευάσουμε κάτι, ένα “θρησκευτικό φαινόμενο”, ώστε να τις ικανοποιήσουμε.
Με ποιον τρόπο; Αρκεί
να δείξουμε ότι η κίνηση δεν είναι πια αυτό που κατέρχεται από τον Θεό προς τον
άνθρωπο, μια απρόβλεπτη ενέργεια χάριτος του Θεού, αλλά μια κίνηση που
ανέρχεται από τον άνθρωπο, από τα δικά του έργα, τη δική του λειτουργία, τη δική
του ευσέβεια, τη δική του θεολογία, προς ένα Θεό ακίνητο, βουβό, κλεισμένο στον
ουρανό του (ή, πράγμα που είναι το ίδιο, στο “βάθος” του) σαν κάτι πακεταρισμένο σε ένα
καλό περιτύλιγμα και ετοιμοπαράδοτο.
Σβήνει η πίστη; Ας σβήσει, σε
τι ωφελεί άλλωστε; Ας κρατήσουμε από τον χριστιανισμό ό,τι είναι θετικό και
χρήσιμο. Αφενός την τόσο χρήσιμη ηθική, τις αρχές, τους κανόνες, τους όρους,
τις εντολές, τις προσταγές. Και αφετέρου το Θεό, αλλά απλώς σαν εγγυητή και κίνητρο
αυτής της ηθικής. Ένα Θεό χωροφύλακα και μαστιγωτή πατέρα.
Αρκεί βέβαια να
καθαρίσουμε επιμελώς τον χριστιανισμό από όλα τα σκανδαλώδη. Την Ανάσταση ας πούμε.
Ή την ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός. Ή το να μην μεριμνούμε για το αύριο.
Ή την αγάπη, άκουσον-άκουσον, για τον εχθρό! Ε, όχι, τέτοιες σκανδαλώδεις ιδέες δεν τις θέλουμε! Ποια
Ανάσταση; Γίνονται τέτοια; Ποια αμαρτία; Εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος είναι
καλός και ότι μόνο κατά τύχη και από δυσμενείς συγκυρίες φτάνει να διαπράττει
φρικτά πράγματα. Να μη μεριμνούμε για το αύριο; Δηλαδή τι; Να παρατήσουμε τη
χρήσιμη εργασία και να ατενίζουμε τα λουλουδάκια του αγρού; Πού θα πάμε με αυτή
την απρονοησία; Και ποια αγάπη για τον εχθρό; Ναι, ο άνθρωπος τη χρειάζεται την
αγάπη, αλλά μια αγάπη τακτοποιημένη όμορφα και χρήσιμη κοινωνικά. Όχι λοιπόν
τέτοια πράγματα! Ο χριστιανισμός πρέπει να είναι ένα επιστημονικό, ορθολογικό
και εύτακτο σύστημα. Τότε εξυπηρετεί θαυμάσια.
Ας κάνουμε λοιπόν τις ιστορίες
του χριστιανισμού κατιτί το “πνευματικό”, ή "αλληγορικές εικόνες": αυτό είναι
υπέροχο, εξευγενίζει τον άνθρωπο, τον στρέφει προς τα “υψηλά”. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για τον άνθρωπο που περνάει τη ζωή του μέσα σε ένα
εμετικό βούρκο οικονομικών υποθέσεων και δοσοληψιών. Του φτιάχνουμε μια γωνίτσα
γαλάζιου ουρανού, μια γωνίτσα ιδανικού, απαραίτητη για την ηθική, τη
νευρική και την ψυχική ισορροπία του. Χάρη στην εξασφάλιση αυτής της γωνίτσας
γαλάζιου ουρανού, ο άνθρωπος θα μπορεί να κοιμάται εν ειρήνη.
Προσοχή όμως: μόνο μια
γωνίτσα, όχι κάτι παραπάνω! Όχι υπερβολές και ανορθολογικά πράγματα! Όχι να λέμε, λόγου χάρη, ότι θα έπρεπε να εφαρμόζουμε στην πράξη την Επί του Όρους Ομιλία του Χριστού
και να δώσουμε όλα μας τα αγαθά! Αυτό θα ήταν γελοίο. Να λέμε ότι πρόκειται για
μια “μεταφορά”, εντάξει. Όχι και να την παίρνουμε
τοις μετρητοίς. Άλλωστε, αν εφαρμόζαμε όλα αυτά που είπε ο Χριστός, θα καθιστούσαμε
την κοινωνική ζωή εντελώς άναρχη κι ακόμα παραπέρα.
Όχι τέτοια πράγματα! Ο Θεός είναι ένας
θεός της Τάξης, ένας Μεγάλος Ωρολογοποιός. Είναι πολύ χρήσιμος για να λέμε ότι
εξηγούμε το ανεξήγητο, αλλά εξυπακούεται πως αυτό το πράγμα —ο
Θεός που μπορούμε να φουσκώνουμε και να ξεφουσκώνουμε ανάλογα με τις ανάγκες της
στιγμής— πρέπει να κάνει
στην άκρη και να παραχωρεί τη θέση του άπαξ και μια ορθολογική εξήγηση μάς επιτρέψει
να καταλάβουμε κάτι που προηγουμένως δεν καταλαβαίναμε.»
Ζακ Ελλύλ, Η μεταμόρφωση του Αστού (1967)