J.-P. Voyer (1938-2019) |
Σε ένα τέτοιο καιρό, μια απαραίτηρη υπενθύμιση βασικών αληθειών από την λαμπρή στη διαύγειά της και συγκινητική με την ανθρωπιά της πένα του μακαρίτη Ζαν-Πιέρ Βουαγιέ και το βιβλίο του Μια έρευνα πάνω στη φύση και τα αίτια της μιζέριας των ανθρώπων (1976, Champ Libre – 1985, Ελεύθερος Τύπος). Τα επιμέρους «κεφάλαια» και οι τίτλοι δικοί μου για να διευκολυνθεί η ανάγνωση. —Σημ. HS
* * *
Η αληθινή δυστυχία του κόσμου και το όριό της
«Η πραγματικότητα στον κόσμο που ζούμε σήμερα, δεν είναι η αβανταδόρικη φλυαρία των εμπορευμάτων αλλά η σιωπή των ανθρώπων. Γι’ αυτό, μέσα σε αυτό τον κόσμο, το αληθινό είναι μια στιγμή του ψεύτικου. (…)
Η αλλοτρίωση είναι η αληθινή κρίση του κόσμου. Η αλλοτρίωση είναι η αληθινή δυστυχία του κόσμου. Η αλλοτρίωση είναι επίσης η αληθινή δυστυχία της αστικής τάξης και το αληθινό όριο του εμπορεύματος. Η αστική τάξη μπορεί πάντοτε να αντιμετωπίσει την κρίση της δράσης της με μια νέα δράση (εκτός κι αν καταστρέψει στο μεταξύ ολόκληρο τον πλανήτη). Όμως δεν μπορεί ποτέ και με κανένα τρόπο να αντιμετωπίσει την αλλοτρίωση που παράγει πραγματικά η δράση της. Η αλλοτρίωση είναι η αληθινή συνέπεια της δράσης της και αυτή η συνέπεια δεν αποτελεί μέρος της δράσης της. (…)
Το μόνο που μπορεί να κάνει η αστική τάξη, είναι να αποσπάσει για λίγο ακόμα την προσοχή από την αληθινή δυστυχία της, η οποία είναι επίσης η αληθινή δυστυχία του κόσμου μας. Η αληθινή δυστυχία της αστικής σχέσης βρίσκεται στο ότι οι εμπορευματικές σχέσεις, το εμπόρευμα, είναι απόλυτη απουσία ανθρώπινων σχέσεων. Μέσα στην αλλοτρίωση οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι ανύπαρκτες, είναι απούσες. Πραγματώνονται, και μάλιστα καθολικά, αλλά ως δραστηριότητα των πραγμάτων, ως θέαμα. (…)
Η αληθινή αδυναμία της σκέψης και της δράσης της αστικής τάξης βρίσκεται στο ότι της είναι αδύνατο να εξανθρωπίσει τον κόσμο, της είναι αδύνατον η σκέψη και η δράση της να μην παράγουν ολοένα και περισσότερη απανθρωπιά —αυτό είναι που παράγουν πραγματικά—, ολοένα και περισσότερα εμπορεύματα, δηλαδή ολοένα και περισσότερη όχι ανυπαρξία αλλά απουσία ανθρώπινων σχέσων, ολοένα και περισσότερο θέαμα ανθρώπινων σχέσεων ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων. (…)
Το αληθινό όριο του εμπορεύματος είναι η έλλειψη ικανοποίησης του προλετάριου. Όχι η πλανερή έλλειψη ικανοποίησης του φαντασμένου φτωχομαλάκα, που αγανακτεί, λέει, με τα σκουπίδια αλλά εμφανώς δεν τον αγανακτεί που είναι φτωχομαλάκας. Το αληθινό όριο του εμπορεύματος είναι η θεμελιώδης έλλειψη ικανοποίησης του προλετάριου, του ανθρώπου που έχει επίγνωση ότι είναι προλετάριος, του προλετάριου που αγανακτεί με το γεγονός ότι του αρνούνται εσκεμμένα την ανθρωπιά του, του προλετάριου που δεν τον ικανοποιεί το ίδιο το εμπόρευμα, του προλετάριου που δεν τον ικανοποιεί το προλεταριάτο. (…)
Η αφηρημένη εργασία προκύπτει από μια δραστηριότητα. Προκύπτει από την δραστηριότητα του κεφαλαιοκράτη, ο οποίος αφαιρεί (με την έννοια του Άουσβιτς) την εργασία των άλλων. Η αφηρημένη εργασία είναι η εργασία που αφαιρεί ο κεφαλαιοκράτης. Και αυτή η νέα δραστηριότητα του κεφαλαιοκράτη γίνεται δυνατή μόνο από την στιγμή που η αξία έγινε γενική, όταν η σκέψη των πραγμάτων διαπότισε τα πάντα. (…)
Ο μισθός είναι το φτωχό χρήμα
Η νεωτερική εποχή, η εποχή του Μαρξ, η δική μας εποχή, δεν χαρακτηρίζεται από το κεφάλαιο αλλά από την μισθωτή εργασία, δηλαδή από το γεγονός ότι το κεφάλαιο, το εμπόριο, κατέκτησε την σφαίρα της εκμετάλλευσης. (…)
Όταν το εμπόριο κατέκτησε την σφαίρα της εκμετάλλευσης, όταν το εμπόριο κατάργησε την δουλεία, είπε στον δούλο: “Γίνε άνθρωπος, να, πάρε αυτό το χρήμα!”. Έτσι ο νέος αφέντης μόλυνε τον απελεύθερο δούλο με τον δικό του πυρετό του χρυσού, με την δική του ιδέα για τον άνθρωπο και την ανθρωπιά. (…)
Κατακτώντας την σφαίρα της εκμετάλλευσης, το εμπόριο δημιούργησε μια καινούργια μορφή χρήματος, το χρήμα που δεν μπορεί να αυξηθεί, τον μισθό. Αυτή η μορφή χρήματος θα αποκαλύψει την ουσιώδη φτώχεια του χρήματος και την μυστική φτώχεια των αφεντικών. (…)
Όταν το χρήμα, αυτή η ιδέα που υπάρχει μέσα σε όλα τα εμπορεύματα, διεισδύει μέσα σε ένα κεφάλι, αλλάζει όνομα αφού αλλάζει φύση. Διότι η ύπαρξη του χρήματος ως ιδέα μέσα σ’ ένα κεφάλι διαφέρει ριζικά από την ύπαρξή του ως ιδέα μέσα στα πράγματα, δηλαδή από την ύπαρξή του ως καθαρό και σκέτο πράγμα. Αυτή εδώ η ύπαρξή του βρίσκεται σε βίαιη αντίφαση με την ύπαρξή του ως ιδέα μέσα σ’ ένα κεφάλι.
Η ύπαρξη του χρήματος ως ιδέα μέσα σ’ ένα κεφάλι είναι η ιδέα ότι το χρήμα μπορεί να αγοράσει τα πάντα. Όμως στην πραγματικότητα το χρήμα δεν μπορεί να αγοράσει τα πάντα, διότι μέσα στον πραγματικό κόσμο το χρήμα δεν είναι μόνο μια ιδέα μέσα σ’ ένα κεφάλι αλλά κι ένα πράγμα καθώς και μια ιδέα μέσα σε όλα τα πράγματα. Ως πράγμα μέσα σε μια τσέπη το χρήμα δεν υπάρχει παρά σαν μια καθορισμένη ποσότητα, ένα ποσό, και δεν μπορεί να αγοράσει παρά μια περιορισμένη ποσότητα από όλα όσα υπάρχουν —οπότε, ακόμα και η πιο τεράστια περιουσία είναι εξευτελιστικά μικρή σε σχέση με όλα όσα υπάρχουν.
Το χρήμα, η ιδέα όλων όσα υπάρχουν, είναι ως πράγμα άμεσα περιορισμένο. Είναι άμεσα μια βίαιη αντίφαση ανάμεσα σε αυτό που είναι ως ιδέα και αυτό που είναι ως πράγμα. Έτσι, αρκεί το χρήμα να διεισδύσει μέσα σ’ ένα κεφάλι για να γίνει αυτό το οποίο λείπει, αυτό που πρέπει να αυξηθεί, δηλαδή για να γίνει το χρήμα δίψα για χρήμα. Το χρήμα έχει άμεσα σκοπό το χρήμα. Δεν είναι μόνον ένα αντικείμενο της επιθυμίας για πλουτισμό, είναι αυτή η ίδια η επιθυμία. (…)
Δούλος και μισθωτός δούλος
Η πρωτοτυπία της μισθωτής εργασίας δεν βρίσκεται στην εκμετάλλευση, αλλά εντελώς αντίθετα στο γεγονός ότι εδώ ο εκμεταλλευόμενος γεύεται, και αυτός, τη μαγεία του χρήματος. Ο μισθωτός είναι ένας δούλος που έχει πρόσβαση στην αγορά, η οποία είναι ο τόπος όπου το χρήμα εκδιπλώνει την ισχύ του, το θέαμα του μεγαλείου του. Δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στους δυστυχισμένους που έχτισαν το Σινικό Τείχος ή τις αιγυπτιακές Πυραμίδες και τους δυστυχισμένους που κατασκευάζουν πυραμίδες από κονσέρβες σκυλοτροφής. Ή μάλλον υπάρχει μια διαφορά. Αυτοί οι τελευταίοι τρέφονται με εμπορεύματα. (…)
Να επιτέλους η αλήθεια πάνω σε αυτό το θεμελιώδες ζήτημα: αυτό που μετασχηματίζεται σε εμπόρευμα για τον ίδιο τον εργαζόμενο, είναι ακριβώς τα προϊόντα με τα οποία συνήθιζε να τρέφεται. Έτσι, από αυτή την στιγμή, ο μισθωτός είναι αναγκασμένος να αναζητεί το χρήμα. Και, από αυτή τη στιγμή, ο κεφαλαιοκράτης μπορεί να υπολογίζει εύκολα το κόστος παραγωγής. Ορίστε λοιπόν ο αληθινός ορισμός του μισθωτού: μισθωτός είναι ένας δούλος που τρέφεται με εμπορεύματα. (…)
Με τη μισθωτή εργασία για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας οι δούλοι γεύονται την αλλοτρίωση. Μέχρι τότε η σφαίρα της εκμετάλλευσης και η σφαίρα της αλλοτρίωσης ήταν εξωτερικές η μία προς την άλλη. Η αλλοτρίωση ήταν το θλιβερό προνόμιο του Αφέντη, του πλούσιου ηγεμόνα που δίνει ό,τι έχει και δεν έχει στα μεταξωτά, στα χρυσοποίκιλτα υφάσματα και στα βελούδα, ή του πλούσιου εμπόρου που είναι τρελαμένος για χρήμα. Ο δούλος και ο δουλοπάροικος δεν επιτρεπόταν να αγγίξουν αυτή την κολασμένη σφαίρα. Η εκμετάλλευση παρήγε την αλλοτρίωση του Αφέντη και όχι του Δούλου. (…)
Όταν το κεφάλαιο κατακτά την σφαίρα της εκμετάλλευσης, αναγκάζει μια άλλη πάστα ανθρώπων, ανθρώπους που δεν είναι ούτε κεφαλαιοκράτες ούτε πλούσιοι, να αναζητούν το χρήμα. Τους μεταδίδει τη δίψα για χρήμα ενώ ταυτόχρονα τους στερεί τα μέσα για να την ικανοποιήσουν. Για πρώτη φορά στην ιστορία του κόσμου οι δούλοι γεύονται την “ανθρωπινότητα” του αφέντη. Όμως, επειδή είναι δούλοι, στερούνται άμεσα τις πολύ πραγματικές και πολύ πρακτικές ψευδαισθήσεις που τρέφουν οι πλούσιοι για τον πλούτο —ψευδαισθήσεις που συνίστανται στην πραγματική και πρακτική δυνατότητα να πλουτίσουν.
Η αποκάλυψη μιας πανανθρώπινης οδύνης
Αντίθετα από τον αφέντη, που βρίσκει στην αλλοτρίωση την ίδια του τη δύναμη, ο μισθωτός, από την ίδια του την θέση, οδηγείται άμεσα (μέσα σε λίγους αιώνες) στο να μην βρίσκει τίποτα το αρεστό στην αλλοτρίωση. Ο μισθός είναι η σύγχρονη, εξελιγμένη, ολοκληρωμένη μορφή του χρήματος: το φτωχό χρήμα. (…)
Η μισθωτή εργασία αποκαλύπτει ότι το χρήμα, ως σπάνη και ωφελιμότητα, χαμέρπεια και πεζότητα, είναι το αντίθετο από αυτό που ισχυρίζεται ότι είναι. Ταυτόχρονα αποκαλύπτει την ουσία του χρήματος, που είναι η ουσιώδης έλλειψη χωρίς καμιά δυνατότητα γιατρειάς.
Αυτό που ανακαλύπτει ο προλετάριος ως βαστάζος εμπορευμάτων, και δεν μπορεί να το ανακαλύψει ο κεφαλαιοκράτης ως βαστάζος χρήματος, είναι ότι το χρήμα είναι μια κοινωνική σχέση και ότι αυτή η κοινωνική σχέση είναι απουσία κοινωνικής σχέσης. Ο προλετάριος ανακαλύπτει ότι το θεμελιώδες στην οδύνη του βρίσκεται στο ότι δεν μπορεί να ονομάσει την οδύνη του: δεν έχει τίποτε να πει πάνω σε αυτή την οδύνη, του έχουν κλέψει ακόμα κι αυτό. Η οδύνη του βρίσκεται ακριβώς στο ότι δεν μπορεί να πει τίποτα για την οδύνη του. Ο προλετάριος υποφέρει για τον κόσμο ολόκληρο, ο προλετάριος υποφέρει για τα πάντα. Είναι λοιπόν καταδικασμένος να καταλάβει τα πάντα ή τίποτα.»