Μάζεψα τις κατά τη γνώμη μου βασικές
αναφορές του Νίτσε στο «μηδενισμό», πιστεύοντας ότι αυτό θα βοηθήσει όποιον/α θέλει
να πάρει μια καλή ιδέα του θέματος. Είμαι σίγουρος ότι θα δείτε αμέσως πόσο
αγγίζουν τη σημερινή, τη δική μας εποχή! Τα αποσπάσματα είναι από τις μεταφράσεις
των βιβλίων του Νίτσε από τον Ζήση Σαρίκα (εκδόσεις Πανοπτικόν), εκτός από το Η θέληση για δύναμη, που είναι δική μου
μετάφραση από τα γαλλικά. — ΗS
Α.
Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ (1882)
§ 346
Το ερωτηματικό μας. (…) Προφυλαγόμαστε βέβαια να πούμε ότι ο κόσμος έχει λιγότερη αξία απ’ όση νομίζαμε: πράγματι,
σήμερα θα βάζαμε τα γέλια αν βλέπαμε τον άνθρωπο να έχει την αξίωση να
επινοήσει αξίες που θα ξεπερνούσαν
τον πραγματικό κόσμο. Σ’ αυτό το πράγμα γυρίσαμε την πλάτη μας θεωρώντας
το υπερβολική παρεκτροπή της ανθρώπινης κενοδοξίας και του ανθρώπινου α-λόγου,
η οποία για πολύ καιρό δεν αναγνωριζόταν ως τέτοια. (…)
Ολόκληρη η στάση «άνθρωπος εναντίον του κόσμου», ο άνθρωπος ως αρχή
που «αρνείται τον κόσμο», ο άνθρωπος ως μέτρο της αξίας των πραγμάτων, ως
κριτής του κόσμου, που στο τέλος βάζει την ίδια του την ενθαδική ύπαρξη στη
ζυγαριά του και τη βρίσκει πολύ ελαφριά —η απίστευτη ανοστιά αυτής της στάσης
έγινε τελικά αντιληπτή απ’ τη συνείδησή μας και μας αηδίασε. Γελάμε όταν
βλέπουμε τοποθετημένους δίπλα-δίπλα τον «άνθρωπο και τον κόσμο», που χωρίζονται από την υπέροχη προπέτεια της λεξούλας
«και»! Πώς όμως; Όταν γελάμε έτσι, δεν προχωράμε άλλο ένα βήμα στην περιφρόνηση του ανθρώπου; Και κατά
συνέπεια στον πεσιμισμό, στην άρνηση της ύπαρξης που μπορούμε εμείς να γνωρίσουμε;
Δεν βουλιάξαμε στην υποψία ότι υπάρχει μια αντίθεση ανάμεσα στον
κόσμο στον οποίο μέχρι τώρα αισθανόμαστε άνετα με τους σεβασμούς μας (και μας
επέτρεπαν ίσως ν’ αντέχουμε τη ζωή)
κι έναν άλλο κόσμο που είμαστε εμείς οι
ίδιοι;
Πρόκειται για μια αμείλικτη,
θεμελιώδη και βαθύτατη υποψία για τον εαυτό μας, για εμάς τους ίδιους, μια
υποψία που κατατρώει ολοένα και περισσότερο, ολοένα και χειρότερα εμάς τους Ευρωπαίους,
και που εύκολα μπορεί να θέσει τις επόμενες γενιές μπροστά στο φρικτό δίλημμα:
«Είτε γκρεμίστε όσα όσα σέβεστε, είτε γκρεμίστε τον εαυτό σας». Το δεύτερο
είναι οπωσδήποτε μηδενισμός. Μα μήπως
και το πρώτο μηδενισμός δεν είναι;
Αυτό είναι το ερωτηματικό μας.
§ 347
Οι πιστοί και η ανάγκη τους για πίστη. (…) Όπου λείπει περισσότερο η θέληση, είναι πιο ποθητή η
πίστη. Γιατί η θέληση, ως αίσθημα του να διοικείς,
είναι το διακριτικό σημάδι της αυτοκυριαρχίας και της δύναμης. Με άλλα λόγια, όσο
λιγότερο ξέρει κανείς να διοικεί, τόσο περισσότερο επιθυμεί κάποιον που να
διοικεί, και μάλιστα αυστηρά —ένα θεό, ένα ηγεμόνα, μια κοινωνική τάξη, ένα γιατρό,
ένα εξομολόγο, ένα δόγμα, μια κομματική συνείδηση. (…)
Η ορμητικότητα με την οποία οι πιο
έξυπνοι συγκαιρινοί μας χάνονται σε αξιοθρήνητα αδιέξοδα, όπως για παράδειγμα η
πατριδολατρία (εννοώ αυτό που οι Γάλλοι αποκαλούν σωβινισμό, και οι Γερμανοί deutsch), ή σε δόγματα απόμερων εστετίστικων κύκλων, όπως η
Παριζιάνικη φυσιοκρατία (…), ή 0 μηδενισμός
α λά Αγία Πετρούπολη, αυτή η πίστη στην
απιστία (…), όλη αυτή η ορμητικότητα
φανερώνει πάντα και πριν απ’ όλα την ανάγκη για πίστη, για στήριγμα, για ραχοκοκαλιά,
για αποκούμπι. (…)
Β.
ΠΕΡΑ
ΑΠ’ ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ (1886)
Ι,
§ 10. Ο ζήλος και η επιδεξιότητα, για να
μην πω η πανουργία, με τον οποίο σήμερα τίθεται παντού στη Ευρώπη το πρόβλημα «του πραγματικού και του φαινομενικού κόσμου», πρέπει να μας κάνει ν’ ακούσουμε
και να σκεφτούμε. Κι όποιος ακούει εδώ στο πίσω μέρος μόνο μια «θέληση για
αλήθεια» και τίποτα περισσότερο, ασφαλώς δεν διαθέτει και τα καλύτερα αυτιά. Σε
μεμονωμένες κι εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, μια τέτοια θέληση για αλήθεια,
κάποιο ακραίο και ριψοκίνδυνο θάρρος, η φιλοδοξία ενός μεταφυσικού να
βαστήξει μια χαμένη θέση, μπορεί πράγματι να παίζουν ρόλο και τελικά να
προτιμούν μια χούφτα «βεβαιότητες» από ένα ολόκληρο αμάξι φορτωμένο με ωραίες
δυνατότητες. Μπορεί επίσης να υπάρχουν φανατικοί πουριτανοί της συνείδησης, που
προτιμούν να ξαπλώσουν και να πεθάνουν πάνω σε ένα σίγουρο Μηδέν παρά σ’ ένα
αβέβαιο Κάτι. Όμως αυτό είναι μηδενισμός και σημάδι μιας κουρασμένης και
θανάσιμα απελπισμένης ψυχής.