Άσγκερ Γιόρν, Γράμμα στο γυιό μου |
1.
«Μην αφήνεις τη θλίψη να σε καταβάλει. Άσε την να περάσει
μέσα στην καρδιά σου και μη φοβάσαι την παραφροσύνη. Μπορεί να έρχεται σαν φίλος
κι όχι σαν εχθρός∙ και τότε ίσως το κακό να είναι η ίδια σου η αποστροφή προς τη
θλίψη. Άσε τη θλίψη να περάσει στην καρδιά σου∙ μην της κλείνεις την πόρτα. Το ότι
στέκει απ’ έξω είναι τρομακτικό μόνο για το μυαλό ∙ όχι για την καρδιά.» *
2.
«Το χιούμορ δεν είναι διάθεση, αλλά κοσμοθεωρία. Κι αν πράγματι,
όπως λέμε, το χιούμορ σβήστηκε από τη ναζιστική Γερμανία, αυτό δεν σημαίνει πως
δεν είχε κέφια ο κόσμος, ή κάτι τέτοιο, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο και ουσιωδέστερο.»
**
3.
«Η σύγχρονη κοινωνία μαστίζεται από μια κεντρική διάψευση προσδοκιών. Ενώ συστήθηκε
σαν μια κοινωνία δημοκρατική −δηλαδή μια κοινωνία στην οποία ο καθένας υποτίθεται
ότι καλείται και μπορεί πραγματικά να συμμετάσχει, όχι απλώς σε ένα διάλογο αλλά
στις συλλογικές αποφάσεις που διαμορφώνουν
τη ζωή του (=πολίτες)−, στην πράξη είναι μια κοινωνία ολιγαρχική, που αποκλείει θεσμικά τη μεγάλη πλειοψηφία από αυτήν ακριβώς τη μετοχή (=ιδιώτες).
Το θέαμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η οργάνωση, όχι αυτού του αποκλεισμού, αλλά των πυροτεχνημάτων που χρειάζονται οι μάζες στην κερκίδα της ζωής ώστε να μένουν “απασχολημένες”, ώστε να παραχώνεται η θλίψη της διάψευσης. Δεν παράγει το θέαμα τον αποκλεισμό∙ ο αποκλεισμός καθιστά αναγκαίο το θέαμα. Γι' αυτό το λόγο κάποτε ειπώθηκε, σωστά, ότι “το θέαμα είναι ναρκωτικό για σκλάβους”.» ***
Το θέαμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η οργάνωση, όχι αυτού του αποκλεισμού, αλλά των πυροτεχνημάτων που χρειάζονται οι μάζες στην κερκίδα της ζωής ώστε να μένουν “απασχολημένες”, ώστε να παραχώνεται η θλίψη της διάψευσης. Δεν παράγει το θέαμα τον αποκλεισμό∙ ο αποκλεισμός καθιστά αναγκαίο το θέαμα. Γι' αυτό το λόγο κάποτε ειπώθηκε, σωστά, ότι “το θέαμα είναι ναρκωτικό για σκλάβους”.» ***
* και ** Λούντβιχ Βίττγκενσταϊν, Αφορισμοί και εξομολογήσεις (Αθήνα, 1993),
βλ. και εδώ.
*** Γιάννης Hollowsky Ιωαννίδης,
6 σχόλια:
Ειδοποιατε πως εκπομπάρετε
Έχεις δίκιο! Τα πράγματα είναι κάπως ασαφή ωστόσο. Σίγουρα θα αποχωρήσω σχετικά σύντομα από την εκπομπή στο Beton7 αλλά και πιο σίγουρα ακόμα, σε λίγο καιρό θα ξαναρχίσουν οι dangerfew εκπομπές από το νέο RadioBubble!
Hollowsky,
Το παρακάτω ίσως θα μπορούσε να είναι μια σύνδεση αυτής της ανάρτησης με την προηγούμενη...
[…] σε ένα σημείο το παιχνίδι του Μπέκετ διαφέρει από όλα εκείνα τα μηδενιστικά γραπτά, τα οποία αντικατοπτρίζουν την εποχή μας: το ύφος του. Ο τόνος των γραπτών αυτών συνήθως είναι τέτοιας σοβαρότητας που (επειδή δεν γνωρίζουν ακόμη την ανθρώπινη ζεστασιά του χιούμορ) θα μπορούσαν να ονομαστούν θηριώδη, ή είναι (αφού δεν ενδιαφέρονται πλέον για τον άνθρωπο) κυνικά, επομένως απάνθρωπα, επίσης. Ο κλόουν, ωστόσο, και αυτό που δείξαμε είναι σαν ένα παιχνίδι κλόουν, δεν είναι ούτε θηριώδους σοβαρότητας ούτε κυνικός, αλλά γεμάτος με θλίψη η οποία, δεδομένου ότι αντανακλά τη θλίψη όλης της ανθρώπινης μοίρας, δημιουργεί την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων και, με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να κάνει αυτή τη μοίρα λίγο λιγότερο αφόρητη. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι ο χαρακτήρας που κέρδισε την μεγαλύτερη εκτίμηση στον αιώνα μας από ό, τι οποιοσδήποτε άλλος ήταν η θλιβερή εικόνα του πρώιμου Τσάπλιν. Η φάρσα φαίνεται να έχει γίνει το τελευταίο άσυλο για συμπόνια, η συμμετοχή στη θλίψη η τελευταία παρηγοριά μας. Και παρόλο που ο απλός τόνος της ανθρωπιάς που πηγάζει από αυτό το άγονο έδαφος του νοήματος μπορεί να είναι μόνο μια μικρή παρηγοριά, και παρόλο που η φωνή που μας παρηγορεί, δεν γνωρίζει γιατί είναι παρήγορη και ποιος είναι ο Γκοντό για τον οποίο μας κάνει να ελπίζουμε, δείχνει ότι η ζεστασιά σημαίνει περισσότερα από ό, τι το νόημα, και ότι δεν είναι ο μεταφυσικός ο οποίος έχει την τελευταία λέξη.
Gunther Anders On Beckett's Play Waiting for Godot
Παναγιώτη, πολύ ενδιαφέρων όπως πάντα ο Άντερς και σ' ευχαριστώ για αυτή την παραπομπή, που σχετίζεται κάμποσο με το θέμα «θλίψη+χιούμορ».
Με την ευκαιρία, σε σύνδεση με την προηγούμενη συζήτησή μας, ένα σχόλιο πάνω σε αυτό που είπες: «(...) Ο Βιτγκενστάιν παρέμεινε δέσμιος της μεταφοράς Η Σκέψη Είναι Γλώσσα που είναι απότοκο και της μεταφοράς του εικονοσχήματος του δοχείου που έχει εσωτερικό και εξωτερικό.»
Αυτή η φράση φανερώνει, όπως το βλέπω, το πρόβλημα που σου επισήμανα σχετικά με τη «δεύτερη γενιά» των γνωσιακών και τη λεγόμενη «ενσώματη νόηση» όπως την εννοούν βασιζόμενοι στον Lakoff και τη θεωρία του της «μεταφοράς».
Πράγματι, αποσυνδέοντας τη σκέψη από τη γλώσσα, η άποψη αυτή διαπράττει ακριβώς το ολίσθημα, για το οποίο καταγγέλλει την άποψη ότι «η σκέψη είναι γλώσσα». Ο λόγος είναι ότι, με την αποσύνδεση που επιχειρεί (στο όνομα της αποδέσμευσής μας από την εν λόγω «μεταφορά»), ξεχνάει ότι η γλώσσα, με την οποία επικοινωνούμε και σφυρηλατούμε Κόσμο, είναι ΕΠΙΣΗΣ η γλώσσα στην οποία σκεφτόμαστε!
Έτσι, η προτεινόμενη αποσύνδεση της σκέψης από τη γλώσσα, εννοεί πως κατά κάποιον τρόπο σκεφτόμαστε ΕΞΩ από τη γλώσσα, ότι υπάρχει ένα σκέπτεσθαι «προγενέστερο» του γλωσσικώς σκέπτεσθαι, ένα «ενσώματο» μεν αλλά εξωγλωσσικό σκέπτεσθαι, και ότι η γλώσσα δεν είναι τελικά παρά ένα εργαλείο κωδικοποίησης (προφανώς για τις ανάγκες της κοινωνικής ύπαρξης) αυτού του υποτιθέμενα πρωτογενούς εξω-γλωσσικού σκέπτεσθαι.
Έτσι όμως, αυτή η άποψη
1) όχι μόνο θεωρεί το κοινωνικό (που υφαίνεται με τη γλώσσα) ως "εξωτερικό" ενός υποτιθέμενα προγενέστερου "ενσώματου σκέπτεσθαι",
αλλά και
2) θεωρώντας ότι «πρωταρχικότερα» ή «σωματικότερα» σκεφτόμαστε έξω από τη γλώσσα, επιστρέφει αναγκαστικά στην καρτεσιανή υπόθεση περί ύπαρξης κάποιου εξωγλωσσικού μυθικού τόπου του σκέπτεσθαι, ενός πυρηνικού πρωτογενούς τόπου όπου παράγεται το εξωγλωσσικό σκέπτεσθαι και με τον οποίο σχετιζόμαστε «πιο άμεσα», ή είναι «πιο δικός μας» απ’ ό,τι η γλώσσα! -απλώς, εκεί που ο Ντεκάρτ θεωρούσε αυτό τον μυθικό τόπο ασώματο, σε τούτη την άποψη θεωρείται ενσώματος.
Οπότε, επαναλαμβάνω, μια τέτοια ιδέα της «ενσώματης σκέψης» στην πραγματικότητα δεν έχει απομακρυνθεί από τις γνωσιακές αντιλήψεις που κριτικάρει ο Ντεκόμπ και άλλοι.
Hollowsky,
Κατά την άποψή μου η δεύτερη γενιά δεν θέτει τέτοιο διαχωρισμό μεταξύ γλώσσας και σκέψης, αντίθετα εξυψώνει τον ποιητικό χαρακτήρα της γλώσσας. Όπως το έθεσε ο Joseph Conrad «η ποίηση δεν πρέπει να εννοεί, πρέπει να είναι». Η ποίηση πρέπει να μας κάνει να μυρίζουμε, να γευόμαστε, να νιώθουμε και να βλέπουμε. Το συνταίριασμα της γλώσσας με την πραγματικότητα είναι έργο της ποίησης όχι της φιλοσοφίας. Η ποίηση δεν επικοινωνεί απλά νοήματα δεν είναι απλά κοινός λόγος, αλλά σμιλεύει τον τρόπο που αλληλεπιδρούμε με την πραγματικότητα. Πρέπει να αντιληφθούμε την γλώσσα όχι σαν κάτι δεδομένο αλλά σαν μια δυναμική διαδικασία μέσα στην ιστορική και ανθρώπινη εξέλιξη. Η σύνδεση της παρηγοριάς με την ζεστασιά, την αγκαλιά της μάνας (Η μεταφορά Η Αγάπη Είναι Ζεστασιά ) γίνεται πριν το μωρό αποκτήσει δυνατότητα επικοινωνίας. Και «η ζεστασιά σημαίνει περισσότερα από ό, τι το νόημα».
Παναγιώτη, επαναλαμβάνω ότι είναι εντελώς προβληματικός ο διαχωρισμός, που κάνουν οι "ενσώματοι" γνωσιακοί όπως ο Lakoff, ανάμεσα σε μια πρωτογενή νοητική σφαίρα, που υποτίθεται ότι συνδέεται άμεσα με το σώμα και τις σωματικές δραστηριότητες, και σε μια δευτερογενή σφαίρα, που συγκροτείται από "μεταφορές" της πρώτης σε ένα αφηρημένο επίπεδο. Είναι ξεκάθαρο ότι με αυτό τον τρόπο το σώμα θεωρείται ως κάτι μη-μεταφορικό καθεαυτό, κείμενο ΕΚΤΟΣ γλώσσας, ΠΡΙΝ από αυτήν ΘΕΜΕΛΙΟ της.
Για μένα είναι αρκετά καθαρό ότι μια τέτοια προσέγγιση θεωρεί πως η γλώσσα συνιστά ένα δευτερογενές σύστημα, που ΑΝΑΠΑΡΙΣΤΑ ("μεταφορικά") κάποιο εξωγλωσσικό (ή "κυριολεκτικότερο") πρωτογενές πεδίο (σωματικότητα): “semantics arose from the nature of the body.” -μια άποψη που ασφαλώς δεν πρωτοτυπεί ως προς τη λεγόμενη πρώτη γενιά.
Αν όμως η γλώσσα ολόκληρη είναι "μεταφορική", τότε τι διακρίνει ιδιαίτερα τη μεταφορικότητα της ποιητικής γλώσσας;
Δημοσίευση σχολίου