Καθώς οι αλαζόνες ηγέτες
της ευρωπαϊκής Καρχηδόνας περνούν τις ώρες τους παίζοντας με τα μπακαλοτέφτερά
τους ενώ ο κόσμος καίγεται, νομίζουμε πως αξίζει να ρίξουμε ακόμα μια ματιά στη
σκέψη ενός από τους πιο εξέχοντες προπάτορές τους. Σε τελική ανάλυση, για μια
κληρονομιά πολύ συχνά μαθαίνεις περισσότερα ρωτώντας τον παππού παρά τα
βουτυρόπαιδα τρισέγγονά του. Άλλωστε, ποτέ δεν χάνεις μελετώντας τους Κλασσικούς.
Παρουσιάζουμε λοιπόν μια δική μας περίληψη από το άρθρο
«L’
homo oeconomicus
peut-il être mélancolique?»,
της Céline Spector, στο εξαιρετικό φιλοσοφικό περιοδικό Klesis (2012). Οι επιμέρους τίτλοι είναι δικοί μας. - Σημ. HS
* * *
Από το 19ο αιώνα, η ιστοριογραφία καταπιάστηκε με το λεγόμενο «πρόβλημα Άνταμ Σμιθ». Είναι το εξής: ενώ στον Πλούτο των Εθνών (στο εξής ΠτΕ), που κυκλοφόρησε το 1776, ο Σμιθ ορίζει το ιδιοτελές συμφέρον ως θεμελιακό κίνητρο της κοινωνικής τάξης πραγμάτων, η κατά 20 χρόνια νεώτερη Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων (ΘΗΣ) στηρίζεται στην έννοια της συμπόνιας και της ενσυναίσθησης, της ικανότητας «να μπαίνεις στη θέση του άλλου», η οποία απαγορεύει να σκεφτόμαστε τον άνθρωπο σαν ένα υπολογιστικό κι εγωϊστικό πλάσμα, οχυρωμένο μέσα στην υποκειμενικότητά του. Η φράση με την οποία ξεκινάει η ΘΗΣ είναι σαφέστατη:
«Όσο εγωϊστή κι αν θεωρήσουμε τον άνθρωπο, υπάρχουν χωρίς αμφιβολία μέσα στη φύση του ορισμένα στοιχεία, που τον οδηγούν να νοιάζεται για τη μοίρα των άλλων και κάνουν αναγκαία γι’ αυτόν την ευτυχία των άλλων, έστω κι αν δεν αποκομίζει από αυτό τίποτε άλλο πέρα από το να τους βλέπει ευτυχισμένους. Τέτοιου είδους στοιχεία είναι το έλεος και η συμπόνια» (μέρος Α’, κεφ. 1) .
Με δυο λόγια, ο Σμιθ φαίνεται να
πλάθει δυο διαφορετικούς τύπους ανθρώπου: ο ένας τύπος ανάγει όλα τα πάθη στην
επιθυμία βελτίωσης της ατομικής μοίρας, βεβαιώνοντας ότι η κοινωνία μπορεί να
επιβιώσει χωρίς να υπάρχει καθόλου καλοσύνη και αρετή∙ ο άλλος θεωρεί αποφασιστικής
σημασίας τα ηθικά συναισθήματα.
Είναι όμως έτσι;
Είναι γνωστό ότι ο ΠτΕ δεν είναι εγχειρίδιο ηθικής
φιλοσοφίας. Θέματά του είναι το ύψος των μισθών, η συσσώρευση του κεφαλαίου και
το ποσοστό κέρδους. Εδώ, ο Σμιθ υποστηρίζει πως οι άνθρωποι, στην τεράστια
πλειοψηφία τους, αγωνίζονται να βελτιώσουν τη μοίρα τους «μέσα από την αύξηση
της ατομικής περιουσίας τους»∙ και πως «από εδώ προκύπτει τόσο ο δημόσιος κι ο
εθνικός όσο και ο ιδιωτικός πλούτος» (ΠτΕ, μέρος Β’, κεφ. 3).
Ωστόσο, ούτε η ΘΗΣ αποκλείει τα ιδιοτελή κίνητρα.
Υποστηρίζει μάλιστα ότι, παρ’ όλο που μια κοινωνία ευημερεί περισσότερο και είναι πιο ευτυχισμένη όταν ανθίζουν εντός της
«οι αρετές», αυτές δεν είναι αναγκαίες
για να επιβιώσει ως κοινωνία.
Στην πραγματικότητα, ο Σμιθ τηρεί
στη ΘΗΣ αποστάσεις τόσο από τον
επικούρειο ή χομπσιανό αναγωγισμό (που ανάγουν όλες τις αρετές στην φιλαυτία
και την ιδιοτέλεια), όσο και από τον ηθικισμό του Φράνσις Χάτσεσον (που
υποστήριζε την πανανθρώπινη και παντελώς ανιδιοτελή καλοσύνη)∙ και μάλιστα
καταγγέλλει την άποψη ότι «η ιδιοτέλεια δεν μπορεί να είναι ενάρετη ποτέ, σε
κανένα βαθμό και σ’ οποιαδήποτε κατεύθυνση κι αν στραφεί» (μέρος Β', κεφ.
3). Ίσα-ίσα, λέει, δεν πρέπει να υπερτιμάται η καλοσύνη και να υποτιμάται η
ιδιοτέλεια: «Σε πολλές περιπτώσεις, το να νοιάζεται κανείς για το συμφέρον του
και την ατομική του ευτυχία μπορεί να είναι ένα αξιοσέβαστο κίνητρο δράσης»
(στο ίδιο).
Επομένως, αν κάτι αξίζει να μας προβληματίσει
στο πέρασμα από το συμπονετικό κόσμο της ΘΗΣ
στον ανελέητο κόσμο της ΠτΕ, δεν
είναι τόσο η εξαφάνιση της έννοιας της συμπόνιας, όσο η εμφάνιση ενός στοχασμού
πάνω στις ανορθολογικές συνέπειες της
απληστίας, ειδικά στην πιο στενή ή πρωτογενή μορφή της. Και είναι
χαρακτηριστικό ότι, εδώ, πολύ περισσότερο απ’ τους έμπορους –οι οποίοι
νοιάζονται μόνο για το πώς θα επικρατήσουν στον ανταγωνισμό, ακόμα και σε βάρος
του δημόσιου συμφέροντος–, ο Σμιθ δείχνει με το δάχτυλο τους Κονκισταδόρες, που
τυφλωμένοι από την απληστία, έτρεχαν ν’ ανακαλύψουν το μυθικό Ελντοράντο χωρίς
να σκέφτονται ότι, όσο περισσότερο χρυσάφι ανακάλυπταν, τόσο περισσότερο θα
υποτιμούνταν και θα έπεφτε η τιμή του χρυσού (ΘΗΣ, μέρος Α’, κεφ. 11)! Οι άνθρωποι λοιπόν, συμπεραίνει, αφήνονται
συχνά να παρασυρθούν από «παράξενες ψευδαισθήσεις».
Η μελαγχολία ως αποκάλυψη
Προκύπτει έτσι το ερώτημα: μήπως θα ήταν σωστότερο να πούμε ότι ο Άνταμ Σμιθ δεν έβλεπε καμιά αντίθεση μεταξύ συμφέροντος και συμπόνιας, ή μεταξύ οικονομίας και ηθικής, αλλά μάλλον μια αντίθεση μεταξύ δυο διαφορετικών τύπων συμφέροντος; Από τη μια, δηλαδή, ένα συμφέρον ενσυνείδητο και διαυγές, έστω κι αντίθετο καμιά φορά προς το δημόσιο συμφέρον, και από την άλλη ένα συμφέρον τυφλό και επιρρεπές σε ψευδαισθήσεις;
Τα ερωτήματα αυτά μας επιβάλλουν να ξαναγυρίσουμε τη ΘΗΣ για να δούμε μήπως μπορούμε να διακρίνουμε σε αυτήν μια συγκεκριμένη άποψη πάνω στην κοινωνία και τη λειτουργία της εμπορευματικής τάξης πραγμάτων στο εσωτερικό της. Αν η οικονομία είναι απλώς ένας τομέας της κοινωνίας στον οποίο δεν βασιλεύει η συμπόνια, τότε μήπως θα πρέπει να εξετάσουμε και να κρίνουμε τις οικονομικές συμπεριφορές μέσα από τη σκοπιά του κοινωνικού; Τι ρόλο παίζει εδώ το ιδιοτελές συμφέρον;
Προκύπτει έτσι το ερώτημα: μήπως θα ήταν σωστότερο να πούμε ότι ο Άνταμ Σμιθ δεν έβλεπε καμιά αντίθεση μεταξύ συμφέροντος και συμπόνιας, ή μεταξύ οικονομίας και ηθικής, αλλά μάλλον μια αντίθεση μεταξύ δυο διαφορετικών τύπων συμφέροντος; Από τη μια, δηλαδή, ένα συμφέρον ενσυνείδητο και διαυγές, έστω κι αντίθετο καμιά φορά προς το δημόσιο συμφέρον, και από την άλλη ένα συμφέρον τυφλό και επιρρεπές σε ψευδαισθήσεις;
Τα ερωτήματα αυτά μας επιβάλλουν να ξαναγυρίσουμε τη ΘΗΣ για να δούμε μήπως μπορούμε να διακρίνουμε σε αυτήν μια συγκεκριμένη άποψη πάνω στην κοινωνία και τη λειτουργία της εμπορευματικής τάξης πραγμάτων στο εσωτερικό της. Αν η οικονομία είναι απλώς ένας τομέας της κοινωνίας στον οποίο δεν βασιλεύει η συμπόνια, τότε μήπως θα πρέπει να εξετάσουμε και να κρίνουμε τις οικονομικές συμπεριφορές μέσα από τη σκοπιά του κοινωνικού; Τι ρόλο παίζει εδώ το ιδιοτελές συμφέρον;
Στο τέταρτο μέρος της ΘΗΣ, με τίτλο «Η επίδραση
της χρησιμότητας στο αίσθημα της επιδοκιμασίας», ο Σμιθ εξηγεί ότι η απόλαυση
που νιώθει ένας φτωχός όταν βλέπει αντικείμενα τέχνης και χλιδής, μπορεί να
εξηγηθεί αν τη δούμε σαν μια έκφραση της ικανότητας «να μπαίνεις στη θέση του
άλλου» –εν προκειμένω, του πλούσιου. Έτσι ο φτωχός νιώθει, προς
στιγμήν, πλούσιος. Όμως την ίδια στιγμή, ο Σμιθ τονίζει πόσο ανορθολογική είναι
η ματαιοδοξία που συνδέεται με την κατοχή αυτών των συμβόλων πλούτου: η
απόκτηση ενός σωρού επιπόλαιων μπιχλιμπιδιών δεν μπορεί ποτέ να φέρει την
ποθούμενη ευδαιμονία.
Γράφει πάνω σ’ αυτό:
«(…) με την κατάπτωση που φέρνουν η αρρώστια και τα γερατειά, χάνεται και η κενοδοξία του μεγαλείου. Δεν λέει πια τίποτα στον άρρωστο και το γέρο. Ο γιός του φτωχού που μεγαλοπιάστηκε, κακολογεί μες στην καρδιά του τη φιλοδοξία και μετανιώνει για τη ραθυμία της νιότης του, για τις οποίες μάταια θυσιάστηκε κυνηγώντας αυτά που τώρα πια, που τα ‘χει αποκτήσει, δεν του δίνουν καμιά αληθινή ικανοποίηση. Όποιος χτυπιέται απ’ τη μελαγχολία ή την αρρώστεια, παύει να μεγαλοπιάνεται και προσέχει τώρα να εξετάσει προσεκτικά την κατάσταση στην οποία έχει βρεθεί, ώστε να δει τι είναι αυτό που πραγματικά του λείπει για να είναι ευτυχισμένος. Τότε, ο πλούτος και η ισχύς φανερώνουν το αληθινό τους πρόσωπο: δεν είναι τίποτε άλλο παρά τεράστιες πολύπλοκες μηχανές, καμωμένες από τα πιο λεπτά κι ευαίσθητα κίνητρα, για να παράγουν μάταια υλικά μπιχλιμπίδια κυρίως για την ικανοποίηση του σώματος.»
Αυτή είναι η μεγάλη ψευδαίσθηση,
λέει ο Σμιθ, πάνω στην οποία θεμελιώνεται η εμπορική-εμπορευματική
κοινωνία. Ο γιός του φτωχού τσακίζεται στη δουλειά όλη του τη ζωή
ελπίζοντας να γλυτώσει απ’ τα δεινά που γεννάει η ίδια του η δουλειά. Κι όπως
ονειρεύεται ν’ αποκτήσει όλα εκείνα που πιστεύει πως υπόσχονται την υπέρτατη
ευδαιμονία, στο τέλος τού απομένουν
μόνο βάσανα, έγνοιες και ταλαιπωρίες. Κοιτάζοντας έτσι προς τα πίσω τη ζωή του,
ο γιός του φτωχού καταλαβαίνει πως ο φρενιτιώδης αγώνας του ήταν εντελώς μάταιος.
Η πολύπλοκη και σπάταλη «μηχανή» του πλούτου δεν παράγει παρά κάποια επιδερμικά
μπιχλιμπίδια, για το σώμα περισσότερο παρά για το πνεύμα. Τότε, συνεχίζει, εμφανίζεται η μελαγχολία, αποκαλύπτοντας την αλήθεια των πραγμάτων
κι εξανεμίζοντας τις ψευδαισθήσεις: χάρη στη μελαγχολία, το άτομο
συνειδητοποιεί στο τέλος της ζωής του πως το κυνήγι του πλούτου και του
μεγαλείου δεν μπόρεσε να του προσφέρει τα αγαθά, την ασφάλεια και τη χαρά που
τόσο ποθούσε.
Με άλλα λόγια, η μελαγχολία
φαίνεται πως αποκαλύπτει την αλήθεια του homo oeconomicus, ο οποίος δουλεύει ασταμάτητα και
ξεθεώνεται για να «πετύχει». Αυτό που μας δείχνει η μελαγχολία, είναι η
αδυσώπητη αποτυχία ενός τέτοιου σχεδίου και οράματος ζωής –άρα, με μια έννοια, τη βαθιά ανορθολογικότητα της οικονομικής
ορθολογικότητας.
Η χρησιμότητα των ψευδαισθήσεων
Όμως αυτό σήμαινε για τον Άνταμ
Σμιθ πως η ίδια η οικονομική τάξη πραγμάτων, και επομένως η εμπορευματική
κοινωνία, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας κόσμος πλάνης και ψευδαισθήσεων, ανίκανος να εξασφαλίσει στους ανθρώπους
την ευτυχία που τους υπόσχεται; Πρότεινε μήπως μια επιστροφή στην αριστοτελική
κριτική της «χρηματιστικής», δηλαδή της επιθυμίας που καθώς συγχέει τους
σκοπούς με τα μέσα γίνεται αχαλίνωτη;
Όχι!, απαντάει ο φιλόσοφος Σμιθ τονίζοντας, απεναντίας, την
καταπληκτική χρησιμότητα αυτής της πλάνης:
«Ευτυχώς που η φύση μάς ξεγελάει με αυτό τον τρόπο. Διότι αυτή η πλάνη, αυτή η ψευδαίσθηση βάζει μπροστά και συντηρεί την αδιάκοπη κίνηση της ανθρώπινης επινοητικότητας. Αυτή παρακίνησε τους ανθρώπους να καλλιεργήσουν τη γη, να χτίσουν σπίτια, να ιδρύσουν πόλεις και Κράτη, να κάνουν εφευρέσεις και να βελτιώσουν όλες τις επιστήμες κι όλες τις τέχνες που ομορφαίνουν κι εξευγενίζουν την ανθρώπινη ζωή. Αυτή άλλαξε ολοκληρωτικά την όψη του κόσμου, μεταμόρφωσε τα φυσικά κι άγρια δάση σε γόνιμες κι ευχάριστες πεδιάδες, αυτή πήρε τον αδιάβατο κι άγονο ωκεανό και τον έκανε πηγή τροφής και γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στα διαφορετικά έθνη της γης.» (ΘΗΣ, στο ίδιο κεφάλαιο)!!!
Με άλλα λόγια, αν και η
μελαγχολία αποκαλύπτει την οικονομική ανορθολογικότητα, η αλήθεια της
εμπορευματικής κοινωνίας δεν βρίσκεται στην απομάγευσή της, διότι σε τελική
ανάλυση, κατά τον Σμιθ, η μελαγχολία δεν αποτελεί τη γνήσια, ορθολογική και ηθική οπτική γωνία
από την οποία μπορούμε να κρίνουμε την εμπορευματική κοινωνία. Ίσα-ίσα, σε ένα
στάδιο της ανάπτυξής της τουλάχιστον, η κοινωνία αυτή λειτουργεί, λέει, χάρη στη
δύναμη της φαντασίας, η οποία
διεγείρει το θαυμασμό –τη μάγευση–
των συμβόλων επίδειξης του πλούτου και της επιτυχίας, και μ’ αυτό τον τρόπο
δικαιολογεί τους κόπους και τις θυσίες των ανθρώπων. Διότι,
«αμέσως μόλις μας αφήσει λίγο η μελαγχολία, μας συνεπαίρνει και πάλι ο θαυμασμός για τα πλούτη των ανακτόρων και των ισχυρών, θαυμάζουμε ξανά το πώς είναι έτσι καμωμένα ώστε να τους εξασφαλίζουν την ευδαιμονία, να προλαβαίνουν τις ανάγκες τους, να ικανοποιούν τις επιθυμίες τους, να διασκεδάζουν ακόμα και τις πιο επιπόλαιες ορέξεις τους. Βέβαια, αν εξετάζαμε αυτή καθαυτή την αληθινή ικανοποίηση που μπορούν όλ’ αυτά να τους προσφέρουν, θα βρίσκαμε πως είναι μηδαμινή και τιποτένια. Όμως πολύ σπάνια την εξετάζουμε μ’ αυτή την αφηρημένη και φιλοσοφική ματιά. Τον περισσότερο καιρό την συγχέουμε στη φαντασία μας με την τάξη, την αρμονική και ομαλή κίνηση του συστήματος, της μηχανής ή της οικονομίας, χάρη στην οποία παράγεται. Γι’ αυτό το λόγο, οι απολαύσεις του πλούτου και της ισχύος διεγείρουν τη φαντασία μας σαν να είναι αυτές οι ίδιες κάτι το σπουδαίο, το όμορφο και το ευγενές, που η απόκτησή του δικαιολογεί απόλυτα τους κόπους και το άγχος που του αφιερώνουμε» (στο ίδιο).
Ένα φατούρο από αόρατα χέρια...
Με αυτό τον τρόπο, η ΘΗΣ σκιαγραφεί ένα μοντέλο εναρμόνισης των ιδιωτικών συμφερόντων μέσω της χλιδής, κίνητρο της οποίας δεν είναι άλλο από τη ματαιοδοξία. Διότι, λέει, μόλις οι πλούσιοι κι οι ισχυροί ικανοποιήσουν τις «ανάγκες του στομαχιού», θ’ αρχίσουν να διανέμουν το περίσσευμα σε όλους εκείνους που μετέχουν στην οικονομία του πλούτου τους (όσους φτιάχνουν τα μπιχλιμπίδια που τους αρέσουν, συγυρίζουν τα παλάτια τους, τους υπηρετούν, κ.ο.κ.). Ας είναι δηλαδή καλά οι πλούσιοι κι οι ισχυροί, που μαγεύονται από τη χλιδή, κι έτσι μένει περίσσευμα ώστε να τρώνε κάτι κι οι φτωχοί! Συμπέρασμα;
«Οδηγημένοι λοιπόν από ένα αόρατο χέρι, οι άνθρωποι πραγματοποιούν τελικά την ίδια πάνω-κάτω διανομή των απαραίτητων προς το ζην με αυτήν που θα πραγματοποιούνταν εάν η γη μοιράζονταν σε ίσα κομμάτια σε όλους τους κατοίκους της –κι έτσι, άθελά τους, οι πλούσιοι κι οι ισχυροί, υπηρετούν τα συμφέροντα της κοινωνίας και παρέχουν τα μέσα για τον πολλαπλασιασμό του ανθρώπινου είδους» (στο ίδιο)
Βρισκόμαστε με άλλα λόγια ήδη μέσα
στον κόσμο του ΠτΕ; Ναι, αλλά και όχι ακριβώς. Διότι
ενώ στη ΘΗΣ, όπως το είδαμε, το
απατηλό κυνηγητό του πλούτου και της χλιδής οδηγεί τελικά στην οικονομική ευμάρεια
της κοινωνίας, στην ΠτΕ, αντίθετα, αυτό
το ίδιο κυνηγητό οδήγησε στην κατάρρευση τη φεουδαρχία καθώς οι φεουδάρχες έπαψαν
σιγά-σιγά να συντηρούν τους υπηρέτες και τους υποτελείς τους προτιμώντας τα βιοτεχνικά
προϊόντα –με αποτέλεσμα τον πραγματικό θρίαμβο της εμπορευματικής κοινωνίας και του δικού της, «κυριολεκτικά ορθολογικού»
κατά τον Σμιθ, τρόπου διακυβέρνησης.
Παρ’ όλα αυτά, αυτή η διαφορά ανάμεσα
στη ΘΗΣ και την ΠτΕ είναι περισσότερο μια διαφορά πάνω στα μέσα επίτευξης του ίδιου
σκοπού. Επί της ουσίας, ο μελαγχολικός άνθρωπος, με τη διαυγή επίγνωση
της ματαιότητας των ακατάπαυστων κόπων του, εξαφανίζεται τελικά από τη σκέψη του Άνταμ Σμιθ για χάρη της ωδής «στην πρόοδο και την ευμάρεια της κοινωνίας»...
1 σχόλιο:
Εξαιρετικό! Ευχαριστούμε!
Δημοσίευση σχολίου