«Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για να κάνουμε ή να μην κάνουμε αυτά που περνάνε από το χέρι μας να κάνουμε στη ζωή. Και από την αναμέτρηση αυτών των λόγων στο στίβο της (ατομικής ή συλλογικής) διαβούλευσης γεννιούνται διαμάχες και πολεμικές, που μπορεί να πάρουν μια φιλοσοφική τροπή. Η πρακτική φιλοσοφία είναι αυτή που συγκεντρώνει τέτοιας λογής διαμάχες σε επιμέρους θεωρητικούς κλάδους, όπως είναι η πολιτική φιλοσοφία, η φιλοσοφία του Δικαίου, η ηθική φιλοσοφία, η οικονομική φιλοσοφία, κ.ο.κ. (…)
Εδώ όμως προκύπτει το ζήτημα: αν η πρακτική φιλοσοφία είναι πρακτική με την έννοια της κλασικής αντίθεσης μεταξύ θεωρίας και πρακτικής, σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η αντίθεση; Τι ακριβώς σημαίνει;
Μπορούμε να επισημάνουμε σήμερα δυο εκδοχές για αυτή την αντίθεση, τις οποίες είναι σημαντικό να μην συγχέουμε, διότι οδηγούν σε διαφορετικές αντιλήψεις για τον πρακτικό, άρα και τον φιλοσοφικό, συλλογισμό.
Η καντιανή προσέγγιση
Κατά την μια εκδοχή, την αντίθεση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε με την έννοια του ‘‘κοινού τόπου’’ που συζήτησε ο Καντ στο δοκίμιό του Σχετικά με το κοινότοπο απόφθεγμα: ‘‘Μπορεί αυτό να είναι θεωρητικά σωστό, αλλά πρακτικά δεν ισχύει’’ (1793). Η φράση αυτή θέλει να πει ότι οι θεωρητικές περιγραφές και φόρμουλες πολύ συχνά αποδεικνύονται εντελώς ανεφάρμοστες. Οι μαθητές που μόλις έβγαλαν το σχολείο, δεν έχουν λάβει παρά μόνο θεωρητικές γνώσεις. Απομένει να μάθουν ότι στη ζωή τα πράγματα δεν είναι όπως στα βιβλία. Με άλλα λόγια, η αντίθεση θεωρίας και πρακτικής υποτίθεται πως είναι η αντίθεση ανάμεσα στις λύσεις που προτείνει ο φιλόσοφος ή ο θεωρητικός και τις λύσεις που προτείνει ο άνθρωπος της εμπειρίας, της πιάτσας. Γνωρίζουμε βέβαια ότι ο Καντ απέρριψε, και δικαιολογημένα, αυτή την ιδέα ως σκοταδιστική. (…)
Σύμφωνα με την καντιανή εκδοχή λοιπόν, η θεωρία ─σε αντίθεση με την πρακτική─ είναι ένα σύνολο από υποθέσεις, τις οποίες έχουμε να εφαρμόσουμε πρακτικά. Εδώ, το ζήτημα είναι να γνωρίζουμε αν μια θεωρία είναι εφαρμόσιμη έτσι όπως έχει, ή αν χρειάζεται μια περαιτέρω επανεκτίμηση από την πλευρά εκείνου που θα την εφαρμόσει, μια επανεκτίμηση ‘‘στην πράξη’’ την οποία η ίδια η θεωρία δεν μπορεί να προσφέρει από μόνη της, έναν ‘‘εμπλουτισμό’’ της από την εμπειρία, όπως λέμε. (…)
Εδώ, φαίνεται ότι ο Καντ εξάντλησε όλα όσα είχε να πει. Συγκεκριμένα αντιμετώπισε το ζήτημα ως εξής:
- από τη μια μεριά, ο θεωρητικός μπορεί, είπε, να συνειδητοποιήσει τα όρια της θεωρίας του, δηλαδή να αναγνωρίσει ότι η θεωρία του δεν είναι πλήρης μιας και δεν του επιτρέπει να εισαγάγει στον (θεωρητικό) συλλογισμό του όλους τους παράγοντες του προβλήματος που του έχει τεθεί. Ωστόσο, αυτό που μια συγκεκριμένη θεωρία δεν κατορθώνει να κάνει, μια άλλη, ισχυρότερη θεωρία θα μπορέσει να το φέρει σε πέρας. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει αξιωματικά κανένα όριο στην εφαρμοσιμότητα των θεωριών. «Δεν είναι λάθος της θεωρίας όταν αποδεικνύεται φτωχή στην πράξη. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπήρχε αρκετή θεωρία» (στο πιο πάνω δοκίμιο).
- από την άλλη, καμιά θεωρία δεν εμπεριέχει με κάποια μορφή τον τρόπο χρήσης της, που θα της επέτρεπε να εφαρμοστεί από μόνη της στην πράξη. Η θεωρία δίνει τις γενικές γραμμές, τους κανόνες που είναι να εφαρμοστούν, αλλά είναι παράλογο να της ζητάμε κανόνες που θα λένε πώς εφαρμόζονται οι κανόνες (βλ. Κριτική του καθαρού λόγου, Εισαγωγή).
Το πρόβλημα αυτής της προσέγγισης είναι, βέβαια, ότι δεν διακρίνει τη διαφορά μεταξύ θεωρητικού και πρακτικού συλλογισμού, και δεν αφήνει χώρο στον πρακτικό συλλογισμό και επομένως στην πρακτική απόφαση. (…)
Η αριστοτελική-αναλυτική προσέγγιση
Εντελώς διαφορετικά από την καντιανή προσέγγιση, η δεύτερη εκδοχή θεωρεί ότι η αντίθεση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής είναι μια κανονιστικού τύπου αντίθεση μεταξύ δύο διαφορετικών τύπων σφάλματος, και επομένως μεταξύ δυο διαφορετικών τύπων διόρθωσης: άλλοτε κάνουμε σφάλματα περιγραφής ─οπότε πρέπει να διορθώσουμε τη θεωρία μας συναρτώντας την με την πραγματικότητα ─, και άλλοτε κάνουμε σφάλματα εκτέλεσης, οπότε πρέπει να διορθώσουμε τις πράξεις μας ώστε να τις συμμορφώσουμε προς τα σχέδια και τις βλέψεις που έχουμε θέσει.
Όταν η αντίθεση θεωρίας-πρακτικής γίνεται αντιληπτή με αυτόν τον τρόπο, τότε δεν υπάρχει ζήτημα επανεκτίμησης της θεωρίας με την (καντιανή) έννοια ότι ‘‘δεν υπήρχε αρκετή θεωρία’’ και πρέπει να την κάνουμε ‘‘περισσότερο εφαρμόσιμη’’. Το ζήτημα τώρα είναι να διακρίνουμε μεταξύ δυο διαφορετικών τρόπων αποτίμησης ενός λόγου ανάλογα με το εάν αυτός ο λόγος αποβλέπει στη γνώση της πραγματικότητας [δηλαδή αν είναι θεωρητικός λόγος] ή στο να δείξει τι πρέπει να γίνει [αν είναι πρακτικός λόγος]. (…)
Εδώ, η αντίθεση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής προσεγγίζεται με τους όρους της αριστοτελικής φρόνησης, του αριστοτελικού πρακτικού συλλογισμού, όπως τον προσέγγισαν αναλυτικοί φιλόσοφοι στηριγμένοι στον Βίττγκενσταϊν και τον Ώστιν. Οι φιλόσοφοι αυτοί (βλ. π.χ. Elizabeth Anscombe, Anthony Kenny, David Wiggins) συνομιλούσαν με ─ή μάλλον: αντιμάχονταν φιλοσοφικά─ τους εμπειριστές και τους θετικιστές, δηλαδή φιλόσοφους για τους οποίους υπάρχει μια και μόνο έννοια της γνώσης, η ‘‘θεωρητική’’ ή ‘‘θεωρησιακή’’ γνώση. Κατ’ αυτή την εμπειριστική-θετικιστική έννοια, “γνωρίζω” σημαίνει “έχω στη διάθεσή μου αληθινές περιγραφές”, δηλαδή περιγραφές σύμφωνες με τα γεγονότα, τα οποία προηγούνται των περιγραφών (είναι ανεξάρτητα από εμάς) και μας υπαγορεύουν τη γνώση μέσω της παρατήρησής τους. (…)
Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη έννοια του γνωρίζω, της γνώσης. Είναι αυτή της πρακτικής γνώσης —όχι μόνο της γνώσης του τι έχουμε ή πρόκειται να κάνουμε, αλλά και του τι κάνουμε ενόσω κάνουμε κάτι: π.χ. η γνώση ότι κόβοντας τα κρεμμύδια ετοιμάζω ένα γεύμα. Η γνώση αυτή δεν αφορά σε μια ανεξάρτητη πραγματικότητα, την οποία το δρων υποκείμενο θα έπρεπε να εξετάσει εντός του, παρατηρώντας την πρόθεσή του. Αφορά σε έναν υπαρκτό τρόπο γνώση, ο οποίος δεν στηρίζεται στην παρατήρηση: ξέρω πώς φτιάχτηκε κάτι, όχι επειδή το παρατήρησα, αλλά επειδή το έφτιαξα! (…)
Δυο διαφορετικά είδη γνώσης: η λίστα με τα ψώνια της Άνσκομπ
Δεδομένου ότι υπάρχουν λοιπόν δυο είδη γνώσης, υπάρχουν και δυο διαφορετικοί οδοί συναρμογής της θεωρίας με την πρακτική, ή του λόγου με το πραγματικό. Στη μια περίπτωση, πρέπει τα λόγια να έρθουν σε συμφωνία με τις πράξεις, ενώ στην άλλη πρέπει οι πράξεις να έρθουν σε συμφωνία με τη θεωρία.
Αυτό κατέδειξε η Άνσκομπ (βλ. Πρόθεση, § 32) με το παράδειγμα της λίστας με τα ψώνια. Ένας άντρας ψωνίζει σε ένα κατάστημα σύμφωνα με μια λίστα με ψώνια, που του έδωσε η γυναίκα του. Λίγο παραπέρα, ένας ντετέκτιβ παρακολουθεί τις κινήσεις του και καταγράφει σε μια δική του λίστα τα προϊόντα που αυτός ο άντρας βάζει μέσα στο καλάθι του. Ας υποθέσουμε τώρα ότι συγκρίνουμε τις δυο λίστες με το περιεχόμενο του καλαθιού. Τίποτα δεν αποκλείει να είναι ολόιδιες: βούτυρο, αλεύρι, αυγά, γάλα, κ.λπ.
Τι συμβαίνει όμως αν μια από τις δυο αυτές λίστες δεν αντιστοιχεί με το περιεχόμενο του καλαθιού; Αυτό εξαρτάται από το σε ποια λίστα αναφερόμαστε.
— Αν μιλάμε για τη λίστα του ντετέκτιβ που απλώς παρατηρεί και καταγράφει τι ψωνίζει ο άντρας, δηλαδή για τη λίστα που η χρήση της είναι θεωρητική, τότε το λάθος είναι θεωρητικό, είναι σφάλμα κρίσης (του ντετέκτιβ), και πρέπει να διορθωθεί η λίστα του έτσι ώστε να συμφωνήσει με το περιεχόμενο του καλαθιού. Π.χ. αν μέσα στο καλάθι υπάρχει βούτυρο και ο ντετέκτιβ έχει καταγράψει μαργαρίνη, για να διορθωθεί το λάθος πρέπει να σβηστεί από τη λίστα του η λέξη μαργαρίνη και να μπει στη θέση της η σωστή λέξη, βούτυρο. Έχουμε δηλαδή εδώ την περίπτωση όπου τα γεγονότα προηγούνται της θεωρητικής ή περιγραφικής γνώσης.
— Αν όμως μιλάμε για σφάλμα στη λίστα του άντρα, αυτό σημαίνει ότι έβαλε κατά λάθος μαργαρίνη στο καλάθι του αντί για βούτυρο που του είχε παραγγείλει η γυναίκα του. Σε αυτή την περίπτωση, το λάθος δεν διορθώνεται αν σβήσει από τη λίστα του τη λέξη βούτυρο και γράψει μαργαρίνη. Εδώ, το προς διόρθωση σφάλμα πρέπει να αναζητηθεί σε πρακτική αβλεψία, είναι σφάλμα πρακτικό, σφάλμα εκτέλεσης.
Υπάρχει επομένως ένα είδος γνώσης κάτι που
μπορούμε να το ονομάσουμε πρακτική γνώση —επειδή είναι δυνατόν να σφάλλουμε όχι μόνο στις
περιγραφές μας αλλά και στα έργα μας— και ένα είδος συλλογισμού που μπορούμε να τον
πούμε πρακτικό συλλογισμό. (…)
Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η λέξη ‘‘θεωρία’’ δεν αναφέρεται σε γνώσεις που πρέπει να μπουν σε πράξη, να εφαρμοστούν, αλλά σε μια στάση (παρατήρησης ή εξέτασης των πραγμάτων). Οπότε, στόχος δεν είναι η διαιτησία σε μια διαμάχη για το αν αξίζει πιο πολύ η θεωρία ή η πρακτική εμπειρία. Υπάρχει μια πρακτική λογική επειδή υπάρχει ένας τρόπος με τον οποίο αυτοελέγχεται η ίδια η πρακτική, καθώς και μια πρακτική στάση επαγρύπνησης για να μην κάνουμε πρακτικά σφάλματα. Με άλλα λόγια, ο πρακτικός συλλογισμός δεν θεωρείται σαν “λιγότερος” από το θεωρητικό, αλλά ως μια διαφορετική μορφή συλλογισμού, που έχει τους δικούς της κανόνες επαλήθευσης.
Σε αυτή την οπτική, το θέμα δεν είναι πώς θα ‘‘μειωθούν’’ οι φιλοδοξίες του λόγου όταν περνάμε στην πράξη, αλλά μάλλον ότι, αν θέλουμε να έχουμε πρακτική λογική, οφείλουμε να σεβόμαστε τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του πρακτικού συλλογισμού, ο οποίος αποβλέπει να καταλήξει σε μια δράση μάλλον παρά σε μια άποψη (όπως συμβαίνει με το θεωρητικό συλλογισμό).
Τα γνωρίσματα του πρακτικού συλλογισμού
Ποια είναι αυτά τα γνωρίσματα; Ας επιστρέψουμε στο παράδειγμα της Άνσκομπ και ας προσπαθήσουμε να του δώσουμε μια συνέχεια. Ας υποθέσουμε πως υπάρχει και ένας δεύτερος ντετέκτιβ, που η δική του λίστα διαφέρει από τη λίστα του πρώτου ντετέκτιβ [θυμίζουμε: οι ντετέκτιβ απλώς παρατηρούν και καταγράφουν, δηλαδή εκπροσωπούν εδώ τον θεωρητικό συλλογισμό]. Το ερώτημα είναι: ποιος από τους δυο ντετέκτιβ έκανε λάθος; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας από τους δύο έσφαλε. Η λογική του αληθούς αποκλείει να εξισώσουμε την καταγραφή ‘‘ο άντρας αγόρασε βούτυρο’’ με την καταγραφή ‘‘ο άντρας δεν αγόρασε βούτυρο’’.
Ας υποθέσουμε όμως τώρα πως η ίδια ακριβώς λίστα για ψώνια δόθηκε σε δυο διαφορετικούς άντρες [θυμίζουμε: οι άντρες που έχουν να ψωνίσουν βάσει μια λίστας, εκπροσωπούν εδώ τον πρακτικό συλλογισμό]. Και ας πούμε ότι, στο τέλος, το καλάθι του ενός και του άλλου δεν περιείχαν τα ίδια ακριβώς προϊόντα. Σε αυτήν εδώ την περίπτωση είναι οπωσδήποτε απαραίτητο να έσφαλε ο ένας από τους δυο; [Θυμίζουμε ότι στην περίπτωση με τις λίστες των δυο ντετέκτιβ, που εκπροσωπούν τη θεωρία ως παρατήρηση και καταγραφή του πραγματικού, αν δεν συμπίπτουν τότε οπωσδήποτε ο ένας από τους δυο σφάλλει.]
Όχι, αν τα καλάθια των δυο αντρών που ψωνίζουν βάσει μιας ίδιας λίστας δεν περιέχουν τα ίδια πράγματα, δεν είναι απαραίτητο να έκανε σφάλμα ο ένας από τους δυο! Δεν είναι απαραίτητο να έγινε πρακτικό σφάλμα. Αυτό θα ήταν απαραίτητο μόνο στην περίπτωση που δεν υπήρχε παρά ένας και μόνο τρόπος να πραγματοποιήσουν τα ψώνια τους, δηλαδή στην περίπτωση π.χ. που τους είχε απαγορευτεί να αποφασίσουν κάτι από μόνοι τους καθώς θα ψώνιζαν ─όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση των καθαρά τεχνικών οδηγιών, τις οφείλει να ακολουθήσει κανείς κατά γράμμα.
Ο Αριστοτέλης (Ηθικά Νικομάχεια, Γ’, 3, 112b1-7) δίνει σχετικά με αυτό το παράδειγμα του γραφέα, ο οποίος οφείλει να αντιγράφει ό,τι βλέπει χωρίς να έχει δικαίωμα ν’ αποφασίσει ο ίδιος για την ορθογραφία μιας λέξης ─ενώ απεναντίας, ένας συγγραφέας μπορεί ο ίδιος να αποφασίσει αν θα χρησιμοποιήσει, για λόγους ύφους, αυτή ή την άλλη λέξη. Κάτι τέτοιο μπορούμε να σκεφτούμε και στο ταπεινό παράδειγμα της λίστας με τα ψώνια: δεν αποκλείεται, ο άνθρωπος που ψωνίζει να χρειαστεί να πάρει μια δική του απόφαση για το αν θα αγοράσει ας πούμε μαργαρίνη αντί για βούτυρο [αν λ.χ. δεν υπάρχει βούτυρο στο κατάστημα και πρέπει οπωσδήποτε να έχει ένα τέτοιο υλικό το μεσημέρι].
Να λοιπόν ένα βασικό χαρακτηριστικό του πρακτικού συλλογισμού, κατά το οποίο διαφέρει από τον θεωρητικό συλλογισμό: ο πρακτικός συλλογισμός δεν επιβάλλει πρακτική ομοιομορφία. Χωρίς να είναι ‘‘λιγότερο’’ συλλογισμός, μπορεί να μας αφήνει την ελευθερία να πάρουμε εμείς οι ίδιοι την απόφαση (ή να μας υποδεικνύει ένα ορισμένο τρόπο δράσης χωρίς να αποκλείει άλλους).»
Vincent Descombes, Le Raisonnement de l’ Ours (2007)
2 σχόλια:
Ίσως το πιο ξεκάθαρο-ξεκαθαριστικό κείμενο που έχω διαβάσει σχετικά με το θέμα θεωρία-πραχτική. Καλύπτει και τις δυο διαστάσεις (θεωρία - πραχτική) χωρίς να τις μπερδεύει όπως συμβαίνει συνήθως. Ευχαριστώ!
Επιτέλους, ένα γερό ξεσκόνισμα σ' ένα ζήτημα που έχει αραχνιάσει και το κυριότερο έχει γίνει έρμαιο στρεβλώσεων. Περιμένω και το επόμενο αφιέρωμά σας σε αυτό.
Δημοσίευση σχολίου