Είναι μάλλον δεδομένο ότι
το «ζήτημα του υποκειμένου», δηλαδή οι περιπλοκές του και η αποσαφήνισή του, δεν απασχολεί ιδιαίτερα
τον καιρό μας, παρ’ όλο που (ή μήπως επειδή;) συνδέεται στενά τόσο με την
ατομική όσο και με τη συλλογική υπόστασή μας. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι οι
παλιότερες διαμάχες γύρω από αυτό φαίνεται να κατέληξαν σε αδιέξοδο ─οπότε, «γιατί να ασχολείται κανείς με
τελειωμένα πράγματα»;
H υπόθεση που προτείνουμε, είναι ότι αυτό το
αδιέξοδο δεν έχει να κάνει με το ίδιο το διαφιλονικούμενο θέμα, αλλά με το ότι η
όλη διαμάχη παγιδεύτηκε σε ένα πολύ γοητευτικό αρχικό σφάλμα. Το σφάλμα αυτό ήταν η (κατά βάση καρτεσιανή) θέση, σύμφωνα με την οποία αυτό που
χαρακτηρίζει και μπορεί να ορίσει το υποκείμενο, είναι μια ριζική αυτοαναφορικότητα, όπως
την συνοψίζει το περίφημο απόφθεγμα «Σκέπτομαι, άρα υπάρχω».
Συγκεκριμένα, αυτό το σαγηνευτικό απόφθεγμα ουσιαστικά μεταθέτει τη
βεβαιότητα για την ύπαρξη στην αυτοβεβαίωση,
μέσω της «ενδοσκόπησης», μιας απόλυτης υποκειμενικής «εσωτερικότητας». Ας το δούμε με τα λόγια του ίδιου του Descartes:
Πριν του δώσουμε το λόγο, να σημειώσουμε μόνο ότι το σφάλμα αυτό προήλθε από μια αγωνία απάντησης του Καρτέσιου σε ένα καλπάζοντα (και για τον ίδιο τον Καρτέσιο, εξωφρενικό) σκεπτικισμό, ο οποίος φαίνεται να είχε ευνοηθεί από ένα «αναποδογύρισμα της στοχαστικής πορείας». Αυτό το αναποδογύρισμα θα μπορούσαμε να το τοποθετήσουμε ως εξής:
─ Εξετάζοντας με προσοχή τι ήμουν, είδα ότι μπορούσα μεν να υποθέσω πως δεν είχα σώμα και πως ούτε κόσμος υπήρχε, ούτε τόπος όπου να βρίσκομαι, αλλά πως δεν μπορούσα γι' αυτό το λόγο να υποθέσω πως δεν υπήρχα ούτε κι εγώ. (…) [Διότι] πρόσεξα πως, ενώ εγώ ήθελα να σκεφτώ ότι όλα ήταν ψεύτικα, έπρεπε αναγκαστικά, εγώ που το σκεπτόμουν, να είμαι κάτι. Και παρατηρώντας πως τούτη η αλήθεια: σκέπτομαι άρα υπάρχω, ήταν τόσο στέρεη και τόσο σίγουρη που όλες μαζί οι εξωφρενικές υποθέσεις των σκεπτικών φιλοσόφων δεν ήταν ικανές να την κλονίσουν, έκρινα πως μπορούσα χωρίς ενδοιασμούς να την παραδεχθώ σαν την πρώτη αρχή της φιλοσοφίας που αναζητούσα. («Περί Μεθόδου λόγος», Μέρος Τέταρτο).Για ποιο λόγο αυτή η μετάθεση ήταν σφάλμα το δείχνει με μεγάλη σαφήνεια ο σημερινός φιλοξενούμενός μας, ο φιλόσοφος Peter Geach (βλέπε επίσης την κριτική που άσκησε ο Gilbert Ryle, εδώ).
─ Γνωρίζω ότι υπάρχω, και ρωτώ ποιος είμαι εγώ που γνωρίζω. (…) Μετά από ένα υπερεπαρκές ζύγιασμα των πάντων, πρέπει τελικά να καταλήξω ότι η απόφανση "Εγώ είμαι, εγώ υπάρχω" αληθεύει αναγκαία όποτε την προφέρω ή τη συλλαμβάνω στο πνεύμα μου. Όμως ακόμα δεν κατανοώ επαρκώς τι είναι αυτό το Εγώ, το οποίο οπωσδήποτε είναι υπαρκτό. («Στοχασμοί», Δεύτερος Στοχασμός).
Πριν του δώσουμε το λόγο, να σημειώσουμε μόνο ότι το σφάλμα αυτό προήλθε από μια αγωνία απάντησης του Καρτέσιου σε ένα καλπάζοντα (και για τον ίδιο τον Καρτέσιο, εξωφρενικό) σκεπτικισμό, ο οποίος φαίνεται να είχε ευνοηθεί από ένα «αναποδογύρισμα της στοχαστικής πορείας». Αυτό το αναποδογύρισμα θα μπορούσαμε να το τοποθετήσουμε ως εξής:
Ενώ μέχρις ενός σημείου ο στοχασμός εδραζόταν αφετηριακά στη βεβαιότητα
για την ύπαρξη του αντικειμενικού κόσμου και στη βεβαιότητα ότι μπορούμε να τον
γνωρίσουμε, αφήνοντας πεδίο αμφιβολιών μόνο για το πώς (βάσει ποιων κριτηρίων)
μπορούμε να τον γνωρίσουμε αληθινά, από ένα σημείο κι έπειτα ο στοχασμός έθεσε
ως αφετηρία του την αμφιβολία για το
κατά πόσο η γνώση μας του αντικειμενικού κόσμου είναι αληθινή, προχώρησε
αμφιβάλλοντας για το κατά πόσο μπορούμε να γνωρίσουμε τον αντικειμενικό κόσμο
και κατέληξε ν’ αμφιβάλλει ακόμα και για την ύπαρξη του κόσμου αυτού.
Σε κάθε περίπτωση, από την αυτοαναφορικότητα του υποκειμένου-cogito
προήλθαν δυο «σχολές»: η ιδεαλιστική φιλοσοφία του «Εγώ» από τη μιά, και ο εμπειρισμός
του υποκειμένου-«δέσμη αντιλήψεων» από την άλλη. Τι κατόρθωσαν; Να οδηγήσουν στην εξαΰλωση του αυτοαναφορικού υποκειμένου εφόσον, όπως επισημαίνει
ο Πωλ Ρικέρ στο Ο ίδιος ο εαυτός ως άλλος (1990),
ενώ κατά τα φαινόμενα το καρτεσιανό υποκείμενο αυτοβεβαιώνεται θριαμβευτικά με το
«εγώ σκέπτομαι άρα υπάρχω», στην πραγματικότητα στήνεται πάνω στην άβυσσο της υπέρμετρης αμφιβολίας, έπειτα εξυμνείται με αμετροέπεια και τέλος υποβιβάζεται σε μείζονα ψευδαίσθηση.
Σήμερα, είναι μάλλον φανερό πως η προσπάθεια εύρεσης λύσης στο παραπάνω αδιέξοδο με την εξάλειψη του ίδιου του υποκειμένου χάριν των «δομών» από το ρεύμα του στρουκτουραλισμού, τελικά συνέτριψε το υποκείμενο χτυπώντας το τυφλά πάνω στον τοίχο του (αλτουσεριανομαρξιστικού και μη) «αντί-ανθρωπιστικού» παραλογισμού, με διάφορα απόνερα όπως ο «τρανσχιουμανισμός» και τα λοιπά.
Σημειώνω ότι έχω προσθέσει σε
αγκύλες το «Εγώ», διότι στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα είναι πάντα παρόν (I see a spider,
Je pense,…)
και η παρουσία του είναι σημαντική για να καταλάβουμε το πρόβλημα του
καρτεσιανού αποφθέγματος και την κριτική του Γκητς. Επίσης, γράφω Καρτέσιος
(αντί για Ντεκάρτ), μιας κι έχει επικρατήσει ο όρος «καρτεσιανός»
(λογισμός, κ.λπ.). Ο λόγος τώρα στον Πήτερ Γκητς. - Σημ. HS
*
«(...) Αξίζει τον κόπο να δείξουμε ποιο είναι πραγματικά το
σφάλμα του καρτεσιανού cogito ergo sum (σκέπτομαι, άρα υπάρχω). Πολλοί
πρωτοετείς φοιτητές της φιλοσοφίας βρίσκουν ελκυστικό αυτό το κομμάτι του
καρτεσιανισμού. Και πολλοί άνθρωποι που δεν έχουν εντρυφήσει στη φιλοσοφία,
πιστεύουν ότι, από τη χρήση του ‘‘εγώ’’ σε καθημερινές εκφράσεις (όπως πχ. ‘‘[Εγώ] αισθάνομαι
να πεινάω’’, ή ‘‘Θυμούμενος τι [εγώ] σκεφτόμουν
χτες…’’), μπορούμε να κατανοήσουμε άμεσα ένα ζήτημα όπως αυτό που θέτει π.χ. το ερώτημα: ‘‘Θα εξακολουθήσω άραγε να έχω συνείδηση μετά που θα καταστραφεί το σώμα μου;’’.
Η ιδέα που υπάρχει πίσω από αυτό, είναι ότι η ενδοσκόπηση
μπορεί να δώσει στην λέξη ‘‘εγώ’’ μια ιδιαίτερη έννοια, μια ξεχωριστή έννοια, την οποία μπορεί ο
καθένας μας να μάθει προσωπικά. Ποια έννοια; Ότι η λέξη
‘‘εγώ’’ δεν σημαίνει τον άνθρωπο P.T.G. [Peter Thomas Geach] όταν αυτός τη χρησιμοποιεί, αλλά κάτι διαφορετικό από αυτόν,
κάτι το οποίο μπορεί να δει άμεσα κοιτάζοντας μέσα του.
Ας ξεκινήσουμε θυμίζοντας πώς χρησιμοποιούμε το ‘‘εγώ’’ στα
ρήματα που εκφράζουν ψυχικά πάθη [τα οποία ο Βίτγκενσταϊν ονόμασε ‘‘ψυχολογικά ρήματα’’: βλέπω,
σκέφτομαι, θέλω, φοβάμαι, ανησυχώ, κ.λπ.]
στην καθημερινή γλώσσα.
Αν ο P.T.G. πει ‘‘[εγώ] βλέπω μια αράχνη’’ ή ‘‘[εγώ] αισθάνομαι
άρρωστος’’, αυτό που κανονικά θα σκεφτεί κανείς είναι ότι ο P.T.G. βλέπει μια αράχνη ή αισθάνεται
άρρωστος. Αυτό σημαίνει με άλλα λόγια ότι η λέξη ‘‘εγώ’’, όταν
τη λέει ο P.T.G., χρησιμεύει ώστε οι άλλοι άνθρωποι να στρέψουν την προσοχή τους προς
τον P.T.G. [σαν το χέρι, που σηκώνει ο μαθητής ή κάποιος σε μια συνέλευση για να πάρει το λόγο] ─και
αν τυχόν δεν είναι αμέσως ξεκάθαρο ποιος μίλησε [αν π.χ. μίλησε από το διπλανό
δωμάτιο], τότε θα ακολουθήσει αυθόρμητα η ερώτηση ‘‘ποιος το είπε αυτό;’’.
Ας φανταστούμε τώρα τον Καρτέσιο να στοχάζεται σκυφτός
πάνω από τη σόμπα του και κάποια στιγμή να λέει μονολογώντας: ‘‘[Εγώ]
έχω μπερδευτεί εντελώς! Αλλά ποιος είναι
αυτός ο ‘εγώ’ που είναι τρομερά μπερδεμένος;’’.
Όταν ο Καρτέσιος λέει μονολογώντας τη φράση ‘‘[Εγώ] έχω
μπερδευτεί εντελώς’’, τότε σίγουρα το ‘‘εγώ’’ δεν χρησιμεύει για να στρέψει
την προσοχή του Καρτέσιου προς τον Καρτέσιο! Ούτε χρησμεύει για να δείξει ότι αυτός που έχει
μπερδευτεί είναι ο Καρτέσιος και όχι κάποιος άλλος! Άλλωστε, όταν μονολογεί
κανείς, μπορεί θαυμάσια να εκφραστεί χωρίς καν να χρησιμοποιήσει τη λέξη ‘‘εγώ’’. Μπορεί
π.χ., αναφερόμενος στους στοχασμούς του, να πει σε μια στιγμή ‘‘Πωπώ τι τρομερό μπέρδεμα!’’. (…)
Αναμφίβολα, ερωτήσεις όπως ‘‘Τι είναι αυτό το εγώ;’’, ή ‘‘Ποιος
είμαι εγώ λοιπόν;’’, μπορεί να έχουν σαφές νόημα σε ορισμένες περιστάσεις.
Για παράδειγμα, αν ο Καρτέσιος έχει πάθει αμνησία και ρωτάει για να μάθει ποιος
είναι (Ποιος είμαι εγώ; - Είσαι ο
Καρτέσιος). Πρόκειται όμως για αλλόκοτες και ασυνήθιστες περιστάσεις, που
ασφαλώς τυχαίνει να συμβούν και συμβαίνουν. Ωστόσο, ο στοχασμός και το ερώτημα του Καρτέσιου πάνω από
τη σόμπα του δεν έχουν να κάνουν με καμιά τέτοιου είδους ασυνήθιστη περίσταση.
Δεν είναι λόγω αμνησίας που αναρωτιέται ‘‘αλλά ποιος είναι
αυτός ο ‘εγώ’ που είναι τρομερά μπερδεμένος;’’ όταν λέει ‘‘[εγώ] έχω μπερδευτεί εντελώς!’’. Απλώς, εδώ, οι ερωτήσεις ‘‘Ποιος είναι αυτός ο ‘εγώ’;’’ και ‘‘Ποιος είμαι εγώ;’’ δεν έχουν καμιά από
τις συνηθισμένες χρήσεις τους, ενώ ταυτόχρονα δεν έχει
προσδιοριστεί και καμιά καινούργια χρήση τους.
Όταν ο Γουίλιαμ Τζέημς προσπάθησε να θέσει στον εαυτό του
το ερώτημα του Καρτέσιου και να το απαντήσει, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό
που εννοούσε λέγοντας ‘‘εγώ’’, ο ‘‘εαυτός’’ ή ‘‘οι εαυτοί μου’’, ήταν ένα σύνολο
αισθήσεων, τις οποίες υποτίθεται ότι ένιωσε στο κεφάλι και στο λαιμό του. Φυσικά, αν ο Τζέημς άκουγε
κάποιον να μονολογεί λέγοντας ‘‘έχω μπερδευτεί
απίστευτα’’, δεν θα θεωρούσε ότι αυτός που έχει μπερδευτεί απίστευτα είναι ... ‘‘οι
αισθήσεις που ένιωσε στο κεφάλι και το λαιμό του’’! Ξέρουμε ότι, αντίθετα απ’
τον Καρτέσιο, ο Τζέημς ήταν ένας έμπειρος και ικανός ψυχολόγος. Πώς λοιπόν κατάφερε κατά την καρτεσιανή ενδοσκόπησή του να παραβλέψει αυτό που γνώριζε ως ‘‘εαυτό ή
εαυτούς’’ και δεν βρήκε παρά ‘‘αισθήματα που ένιωσε στο κεφάλι και το λαιμό’’
του; Πώς έκανε ένα τόσο χοντρό λάθος; (...)
Υποστηρίζω πως αν ο Γ. Τζ. πει στον εαυτό του μονολογώντας
‘‘Έχω μπερδευτεί τρομερά με αυτό το πρόβλημα’’, δεν θα εννοεί ούτε ότι
μπερδεύτηκε ο άνθρωπος Γ. Τζ., ούτε ότι μπερδεύτηκαν κάποια ‘‘αισθήματα που
ένιωσε στο κεφάλι και το λαιμό’’ του. Γιατί; Διότι, εδώ, η λέξη ‘‘εγώ’’ δεν
χρησιμεύει για να δείξει ποιος
μπερδεύτηκε. Σε τέτοιου είδους μονολόγους, η χρήση του ‘‘εγώ’’ είναι καταχρηστική, παρασιτεί πάνω στη χρήση που του κάνουμε
όταν απευθυνόμαστε σε άλλους. Όταν δηλαδή δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, όταν δεν απευθυνόμαστε σε άλλους, αλλά απλώς
μονολογούμε, τότε το ‘‘εγώ’’ πλεονάζει και δεν αναφέρεται σε τίποτα το
ιδιαίτερο. Η μονολογική φράση ‘‘Έχω μπερδευτεί
τρομερά με αυτό το πρόβλημα’’ δεν σημαίνει πραγματικά τίποτα περισσότερο
από ‘‘Αυτό το πρόβλημα είναι σωστή
σπαζοκεφαλιά!’’. Παρόμοια: ‘‘Έχω (ή
είχα) ένα τρομερό πόνο’’ δεν θέλει να πει τίποτα περισσότερο απ’ το ‘‘Αυτός ο πόνος είναι (ήταν) τρομερός’’. Δηλαδή,
όταν κάτι λέγεται ως μονόλογος, τότε το ερώτημα τίνος είναι (ήταν) αυτός ο
πόνος δεν προκύπτει καθόλου.
Με δυο λόγια, το μονολογικό ‘‘Εγώ’’ είναι πλεονάζον, όπως
το εξήγησα, διότι η κανονική χρήση της λέξης ‘‘Εγώ’’ περιορίζεται απλά στο να στρέφει την προσοχή των άλλων σε αυτόν που μιλάει. Αν κανείς διαφωνεί με αυτό, παρακαλώ να
εξηγήσει πώς ο ίδιος αντιλαμβάνεται τη χρήση του ‘‘Εγώ’’. Διότι έχω πολύ
βάσιμους λόγους να υποψιάζομαι ότι έχει πέσει θύμα μιας πολύ διαδεδομένης
φιλοσοφικής πλάνης. Κυκλοφορούν άλλωστε οι πιο παράξενες ιδέες σχετικά με τις
λέξεις και το τι επισημαίνουν. Για
παράδειγμα, πολύ συχνά θεωρείται ότι η λέξη τίποτα
κατονομάζει μια οντότητα, ή μάλλον μια μη-οντότητα (βλ. τον τέταρτο Στοχασμό του Καρτέσιου). (…)
Υποστηρίζω επομένως ότι είναι θύμα φιλοσοφικής πλάνης
όποιος νομίζει πως το καρτεσιανό cogito ergo sum, μάς παρέχει ένα τρόπο για να
συλλάβουμε κάποια άυλη πλευρά μας, η οποία υποτίθεται ότι σημαίνεται με το
‘‘Εγώ’’. Ωστόσο δεν είπα, ούτε και σκέφτομαι παρ’ όλα αυτά, πως το cogito είναι ο μοναδικός δρόμος για να
σχηματίσουμε μια έννοια της ψυχής ή
του πνεύματος. Έδειξα απλώς, ότι ο
δρόμος του cogito είναι αδιέξοδο.»
Peter
Geach, Mental
Acts. Their content and their objects (1957)
10 σχόλια:
Δεν υπάρχεις, αλλά μη το σκέφτεσαι!
δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ μηδέ σας γνωρίζω, με μια διαγώνια ανάγνωση του κειμένου θα αποκομίζατε πολλά περισσότερα εαν εστιάζατε στην διαμάχη μεταξυ Henrich και Habermas περί του ζητήματος της υποκειμενικότητας στην νεώτερη φιλοσοφία.
@ Ανώνυμε 2, ευχαριστούμε για την επισήμανση. Προς το παρόν μάς ενδιαφέρει να παρουσιάσουμε μια ριζικότερη προσέγγιση στο ζήτημα από αυτήν του Χάμπερμας. Τον Χένριχ δεν τον γνωρίζουμε.
@ Ανώνυμε 1, και υπάρχουμε, και σκεφτόμαστε. Απλώς δεν τα συνδέουμε α λα (ντε)καρτ. :-)
Ολοι οι τροποι/ενεργηματα των πλανων αναστοχαστικα (reflective ) μπαινουν κατω απο τη νοηση(mens ). Το res cogitans δεν ειναι τιποτε αλλο - διχαστικο και εργαλειακο- απο θεμελιο(grund) για βεβαια γνωση.
Reflectively
@ S, εννοείται ότι πλάνα, στοχασμούς, αναστοχασμούς, σκέψεις, κι όλα αυτά τα κάνει κάποιο σκεπτόμενο ον, κάποιο ον που διαθέτει νόηση. Άλλο όμως το σκεπτόμενο ον και άλλο το σκεπτόμενο πράγμα (res cogitans), το οποίο
(1) τίθεται ανεξάρτητα από την εκτατικότητα του κόσμου (res extensa),
(2) πιάνει ν' αμφιβάλλει άμετρα για τα πάντα, έχοντας θέσει εαυτόν εκτός κόσμου, εκτός ιστορίας, ριζικά απαγκιστρωμένο ως προς κάθε χωροχρονικό σημείο αναφοράς,
και έτσι
(3) καταλήγει, το δόλιο, να θεμελιώνει τη βεβαιότητά του σε αυτόν το μετέωρο εαυτό του λέγοντας "σκέφτομαι, άρα υπάρχω".
Ε λοιπόν, από αυτή τη βαθιά αυτοααφορική αντίληψη για το υποκείμενο πρέπει να ξεφύγουμε, όχι βέβαια προς την παράλογη κατεύθυνση του αντιανθρωπισμού και της εξάλειψης του υποκειμένου (τα διάφορα "ça pense"), αλλά προς μια διαφορετική σύλληψή του.
Γι αυτο ακριβως που αναφερεις στο 1 ειναι διχαστικο. Βεβαια η αυλη πλευρα μας εινσι ολοι οι τροποι/ενεργατα αναστοχαστικα τεθειμενα μεσα κ κατω απο το mens. Η ριζικη αμφιβολια αιρεται απο ενσν θεο ωρολογοποιο που βρισκεται εξω απο το κοσμο. Τουλαχιστον ο ντεκ δινει θεμελιωση στο φυσικο κοσμο δεν απορριπτει το ερωτημα ως στερουμενο νοηματος καταληγοντας να τον αναγαγει σε υποκ συνειδηση. Υιοθετωντας μια σχολαστικιστικη συντακτικη αναλυση μιας οχι μονο δεν λυνει το προβλημα αλλα υποβαθμιζει τη γλωσσα και την ιστορια(μαs)
"Τουλαχιστον ο ντεκ δινει θεμελιωση στο φυσικο κοσμο "
Δε δινει ακριβως θεμελιωση, το ριχνει κατω απο το χαλι κυριως.Σημερ αυτη η "θεμελιωση" εκτος απο οτι δεν λογαριαζεται για βεβαιη εχει προκαλεσει και τα πιο ηλιθια debate στην ιστορια της Ανθρωποτητας. Κυριαρχησε το Ρατιο. Δεν υπηρχε θεμελισωση σε αυτο. Δε φταιει ο καρτεσιος(μονο). Υπηρξαν φωνες πολλες, παραπελυρα που δειξαν τους κινδυνους. Φιλοσοφοι, ποιητες,λογοτεχνες επιστημονες και θεολογοι.
O Αντιμαχομενος και Θεοσεβουμενος Πασκαλ, οταν κατηγορει τον Καρτεσιο την εποχη που δημοσιευει ο Κερτεσιος την θεωρια του, λεει στις Σκεψεις(Pensees) τα εξης:
I cannot forgive Descartes. In all his philosophy he would have been quite willing
to dispense with God. But he had to make Him give a fillip to set the world in
motion; beyond this, he has no further need of God.
----
Descartes useless and uncertain.
-----
On the Philosophy of Descartes.
We may say generally, the world is made by figure and
motion, for that is true ; to say, what figure and motion, and
to specify the composition of the machine, is perfectly
ridiculous ; for it is useless, questionable, and laborious.
But, if it be all true, the whole of the philosophy is not
worth an hour's thought.
----
Η βεβαιοτητα αυτη Κυριαρχισε παντου. Και το μονο Βεβαιο ηταν η μη απολυτοτητα της.
Και σαν υπηρξε αυτη η αβεβαιοτητα, το να πρατεις σαν μεγιστη βεβαιοτητα με τετοια ταχτυτηα και δυναμη, διχως να ακους την πρωτη ετυμηγορια ειναι Υβρις.
Το πρωτο κινουν του Καρτεσιου αποκρυφθηκε σημερα.Ο διαλογος σημερα ακροβατει σε ακραιες Ηθικολογιες σε "Σοβαρες-Θεσμικες-Φιλοσφικες-Ακαδημαικες" συζητητησεις., οταν ανρθωποι σαν τον Πασκαλ, και τον Βιτγκενσταιν(μη πω και τον Σωκρατη), σκιαγραφουν με βαση την λογικη τα ορια που οριζει η λογικη και δεν ακουμε δε σημαινει οτι ειμαστε κουφοι,αλλα οτι δε μας νοιαζει πραγματικα το αντικειμενο της Ερευνας, ο Κοσμος.
Το αναποδεκτο στον καρτεσιανο κοσμο σημερα εγινε ανυπαρκτο.
Οταν ο Βιτγκενστειν ξεκαθαριζει σε Φιλοσοφικο επιπεδο, τα ορια του σκεπτικισμου και την δυσκολια βεβαιοτητας, τη μη επαγωγη στο τιποτα και το νοημα του Σκεπτικισμου(προτεινει ποιητικα) απλα θετει μια σφαιρα πιο ζεστη στη ζωη και διευρνει τα επιπεδα της Γλωσσας και του Κοσμου, που η Καρτεσιανη λογικη ορισε.Οταν κανουμε οτι δεν ακουμε, μιλαμε ξεκαθαρα για πραγματα που δινουν πολυ ζουμι στην Ανθρωπινη τραγωδια.
Οταν φτανει ενας Φιλοσφος να πει αυτα, που το εργαλειο του ειναι η Λογικη και η Γλωσσα, το αντικειμενο του ειναι η λογικη και η Γλωσσα, και τα λεει ξεκαθαρα και δημιουργει πολλες ρωγμες σε διαφορες βαβαιωσεις που θα θελαμε τοσ να ισχυουν και υστερα απλα δε παμε να ακουμπησουμε το οτιδηποτε ψιλαφηστα αλλα με Κομπρεσερ, τοτε προκαλουμε χειροτερο κακο απο τον πρωτο ενθουσιασμο διοτι μπαινει οτιδηποτε κατω απο το χαλι.
Οταν οι δομες αποδομησεις,ριζωνουν στην πλανη της Αβεβαιοτητας και του το " αφου μπορω γιατι να μη το κανω " κυριαρχει(και ας φτιαξουμε καμια σταρταπ), δε ειναι λογος να πναυγηριζουμε κιολαςς..
Ο Βιτγκενσταιν δε εδωσε συστημα. Σκιαγραφησε τα ορια της Λογικης της (καθε)"Λογικης". Μιλησε την Γλωσσα του τεχνοκρατη και ειπε την Αληθεια(που μπορει να ειπωθει).
Το γνωθις εαυτον και η Αγαπη δε χωρεσανε στους θεσμους τους Καρτεσιανους, και εκτος απο αυτο γινανε γλυκαναλατα τσιτατα. Τροφη ετοιμη για μασημα στον καθενα με βαση τα ISO "βιοτικου επιπεδου". Ο καρτεσιος οσο και να λεμε (οποτε μας συμφερει), ειναι μια (απο τις πολλες ) εικονα του κοσμου, δεν αλλαζει το δεδομενο οτι οριζετε σαν ΤΗΝ Μονη εικονα του κοσμου, θεσμικα μιλωντας. (Και οταν ο ΟΗΕ κανει αναλυσεις για το ως πρεπει να ειναι το καθε χωριο και μετα σκεφτομαι το χωριο μου, που ειναι κομματι τις ΕΕ, εγω τρομαζω...Ειμαι παραλογος;).
ΥΓ:Υιοθετωντας μια σχολαστικιστικη συντακτικη αναλυση μιας οχι μονο δεν λυνει το προβλημα αλλα υποβαθμιζει τη γλωσσα και την ιστορια(μαs) ΑΚΡΙΒΩΣ
πολυ φιλικα και με ανυσηχια.
@ Βαγγέλη, όχι βέβαια, δεν είσαι παράλογος που τρομάζεις όταν ο ΟΗΕ κάνει αναλύσεις για το πώς πρέπει να είναι κάθε χωριό. Αντίθετα.
Δημοσίευση σχολίου