«Ανήκουμε στη Δύση;». Μέσα στις
συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης κυριαρχίας του δυτικού πολιτισμικού προτάγματος,
το ερώτημα αυτό προβάλλει επιτακτικό για οποιαδήποτε διαφορετική πολιτισμική
πρόταση ―, είτε προέρχεται από το εσωτερικό της «Δύσης». είτε από την
περιφέρειά της― θα ήθελε, ψηλαφώντας την ιδιοπροσωπία της, να αντιπαρατεθεί σε
αυτό, ή έστω και να συνδιαλεχθεί μαζί του αλλά ως διαφορετική πρόταση. Την ίδια
όμως στιγμή, και για τον ίδιο λόγο, εξίσου επιτακτικό προβάλλει το ερώτημα: Τι είναι αυτή η «Δύση»; Τι είναι αυτό το
«δυτικό πολιτισμικό πρόταγμα»;
Μια σύντομη ματιά στο λεγόμενο «δυτικό πολιτισμό» εύκολα μας δείχνει, ότι συναρμολογείται
από τη «συμπαιγνία» ―δηλαδή την ένταση και αλληλοτροφοδότηση― μεταξύ ενός
μεγάλου κολεκτιβιστικού ρεύματος και
ενός εξίσου μεγάλου ατομοκεντρικού
ρεύματος. [1]
Αυτή τη συμπαιγνία μπορούμε να την ανιχνεύσουμε, πράγματι, στην
ένταση-αλληλοτροφοδότηση μεταξύ ατομοκεντρισμού και κολεκτιβισμού στο
εσωτερικό της δυτικής πνευματικότητας και σκέψης τόσο στο πεδίο της φιλοσοφίας
ή της ηθικής, όσο και της θεολογίας ή της πολιτικής, όπου την βλέπουμε να
συμπυκνώνεται χαρακτηριστικά στις αλληλοσυγκρουόμενες απαντήσεις γύρω από το
ερώτημα, εάν το άτομο προηγείται της συλλογικότητας ή το αντίστροφο ―ερώτημα
καθεαυτό «σχολαστικό» και ανεπίλυτο όσο τίθεται υπ’ αυτούς τους όρους [2].
Ταυτόχρονα, πέραν του πεδίου της σκέψης, η ίδια ένταση-αλληλοτροφοδότηση
χαρακτηρίζει (με αλλεπάλληλες αποτυχίες πραγμάτωσης μιας τελικής «ήρεμης
σύνθεσης») την ενεργό πραγματικότητα της Δύσης ως συμφυρμός μεταξύ ενός
οικονομικού φιλελευθερισμού και ενός κολεκτιβιστικού κρατισμού (ή σχεδόν
«αυτοκρατορικού» κρατισμού), που σήμερα
εκδηλώνεται με τη μεγαλύτερη βαρύτητα στην εξέλιξη της λεγόμενης
«παγκοσμιοποίησης».
Να σημειώσουμε ακόμα:
·
Τον υπερτονισμό της
«ιδιωτικής πρωτοβουλίας» μαζί με την
κατάπνιξη της προσωπικής δημιουργικότητας.
·
Τη διεκδίκηση των
«δικαιωμάτων του Ατόμου» παράλληλα με
την ανάδυση του πανεπόπτη «Μεγάλου Αδελφού».
·
Τη θέσμιση δημοκρατικού
πολιτεύματος μαζί με την προπαγάνδα
υπέρ των «ισχυρών κυβερνήσεων» και του πρακτικού αποκλεισμού των
αντιπολιτεύσεων μέσω μιας πολιτικής αντίληψης, κατά την οποία οι αποφάσεις δεν
πρέπει να λαμβάνονται με τη συμβολή των διαφωνιών αλλά με τον αποκλεισμό των
αντίθετων απόψεων.
·
Την ένταση-αλληλοτροφοδότηση
μεταξύ φιλελεύθερων «δεξιών» και σοσιαλιστικών «αριστερών» κομματικών
σχηματισμών (σε τέτοιο μάλιστα σημείο ώστε σήμερα, παράλληλα με την ιδεολογική
πτώχευση και των δύο, να είναι εντελώς δυσδιάκριτη η όποια ποιοτική διαφορά
τους).
·
Την προβολή του οικονομικού
προτύπου «ελεύθερων και ίσων παραγωγών» μαζί
με την άνθιση απρόσωπων εργασιακών δομών (εργοστασιακού τύπου) και των
μονοπωλίων.
·
Τη συνύπαρξη μιας
δημοκρατικής (ή ομοσπονδιακής/φεντεραλιστικής) διεκδίκησης παράλληλα με τον πολλαπλασιασμό μεγάλων αφηρημένων και απρόσωπων
δομών, που αποκλείουν τη συμμετοχή θυμίζοντας περισσότερο «αυτοκρατορικά» παρά
δημοκρατικά ή ομοσπονδιακά πρότυπα.
·
Την ένταση-αλληλοτροφοδότηση
μεταξύ του προτύπου ενός ενεργού «πολίτη» με αυτό του πειθήνιου «υπηκόου».
·
Την τυπικά «δυτική» διαρκή
και άλυτη σύγκρουση μεταξύ ατομικότητας και συλλογικότητας, ή ελευθερίας και
νόμου.
·
Τη διεκδίκηση ενός «κράτους
Δικαίου» (ή κράτους-Δικαστή) μαζί με τη διεκδίκηση ενός πατερναλιστικού
Κράτους, χωρίς να μπορούν να διακριθούν οι διαφορές τους.
·
Την ένταση μεταξύ μιας
πλουραλιστικής αντίληψης περί έθνους και μιας μονολιθικής αντίληψης περί
κράτους, κ.λπ., κ.λπ.
Είναι
συνεπώς φανερό, ότι για να απαντήσουμε στο ερώτημα «τι είναι ο δυτικός
πολιτισμός;», οφείλουμε να κατανοήσουμε τα δύο αυτά μεγάλα ρεύματα, η
συμπαιγνία των οποίων τον έχει συνθέσει
και τον συναρμολογεί έως σήμερα. Πρόκειται απλώς για δύο όψεις του ίδιου
νομίσματος, ή μήπως για δύο διακριτές ιστορικές παραδόσεις;
Η «τριλεκτική» προσέγγιση
Αφετηρία των σκέψεων που ακολουθούν, και ευελπιστούν να σκιαγραφήσουν αχνά
μια απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, αποτέλεσαν οι μελέτες του μεγάλου Δανού
καλλιτέχνη και φιλόσοφου Asger Jorn (1914-1973) κατά τη δεκαετία του 1960 [3]. Πέραν του γεγονότος ότι οι μελέτες αυτές (με
τη διατύπωση π.χ. της «τριλεκτικής μεθόδου») καλούν σε ένα σημαντικό φιλοσοφικό
αναπροσανατολισμό της δυτικής σκέψης, μάς παρέχουν για πρώτη ίσως φορά το
κλειδί για να κατανοήσουμε την καίρια συνεισφορά της παράδοσης των Βόρειων λαών
(της νορδικής [4] κουλτούρας, όπως την ονόμασε ο Γιόρν)
στη διαμόρφωση της λεγόμενης «Δύσης».
Είναι
γεγονός, ότι διάχυτη παραμένει έως τώρα η αντίληψη πως εκείνοι οι Βόρειοι λαοί της
Μεγάλης Μετανάστευσης (Γότθοι, Βάνδαλοι, Τεύτονες, Σάξωνες, Κέλτες, Βίκινγκς,
κ.λπ.) απλώς «εκπολιτίστηκαν» από τον προϋπάρχοντα ελληνορωμαϊκό κόσμο, στον
οποίο, για μεγάλο διάστημα και μέχρι να «τιθασευτούν», δεν προκάλεσαν τίποτε
άλλο παρά καταστροφές [5]. Αν και η θέση αυτή δεν είναι ολότελα
λανθασμένη, εφόσον καλύπτει ένα μέρος της ιστορικής πραγματικότητας, ωστόσο
αποδεικνύεται εξαιρετικά ανεπαρκής, αν όχι προϊόν προκατάληψης, για όποιον θα
ήθελε να κατανοήσει σε βάθος την ιστορική προέλευση του «νεοτερικού ατόμου»
αλλά και μιας μεγάλης σειράς πολιτικών
και πολιτισμικών συνιστωσών της σύγχρονης Δύσης, όπως είναι για παράδειγμα η
πειραματική-στατιστική σύλληψη του αληθούς, η κοινοτιστική-ομοσπονδιακή δόμηση,
ή η ανάδειξη της δικαστικής εξουσίας σε πρωτεύουσα πολιτική ισχύ στις Η.Π.Α.
Στη βάση
της συνεισφοράς των μελετών του Γιόρν θα επιχειρήσουμε να καταδείξουμε πολύ
σύντομα εδώ, ότι η λεγόμενη Δύση αποτελεί προϊόν της ιστορικής «συμπαιγνίας»
μεταξύ μιας λατινικής κολεκτιβιστικής παράδοσης και μιας νορδικής ατομοκεντρικής παράδοσης.