«(…) Μια μέρα ξεκίνησα νωρίς το πρωί μαζί με κάποιον άλλο για να στήσουμε ενέδρα και να πυροβολήσουμε φασίστες στα χαρακώματα έξω από
την Ούεσκα. Οι γραμμές μας απείχαν από των φασιστών γύρω στα 280 μέτρα. Απ’ αυτή την απόσταση
τα παλιοντούφεκά μας δεν μπορούσαν να βρουν στόχο, αν όμως μπορούσες να
πλησιάσεις τα φασιστικά χαρακώματα στα ενενήντα κάτι μέτρα τότε, με λίγη τύχη, θα
κατάφερνες να χτυπήσεις κανένα από δαύτους ανάμεσα από κάποιο κενό στα
προχώματα. Δυστυχώς, το μεταξύ μας έδαφος ήταν ένα επίπεδο χωράφι όπου δεν
έβρισκες πουθενά να καλυφθείς πέρα από κάτι λάκκους, και μάλιστα έπρεπε να
φτάσεις ώς εκεί έρποντας μέσα στη νύχτα και να γυρίσεις με το χάραμα, πριν
ξημερώσει καλά-καλά.
Τούτη τη φορά οι φασίστες δεν ξεμύτισαν και χρειάστηκε να
παραφυλάμε στο λάκκο ίσαμε που μας έπιασε το φως της μέρας. Ήμασταν κρυμμένοι μέσα
σ’ ένα χαντάκι, αλλά πίσω μας ήταν 280 μέτρα ίσωμα χωρίς κανένα σημείο να κρυφτεί
όχι άνθρωπος αλλά μήτε λαγός. Πασχίζαμε να μείνουμε ήρεμοι όταν ξαφνικά
ακούστηκε ένα μουγκρητό από τον ουρανό και συναγερμός από σφυρίχτρες στο
φασιστικό χαράκωμα. Έρχονταν δικά μας αεροπλάνα. Τότε, ένας απ’ αυτούς,
θέλοντας ίσως να μεταφέρει κάποιο μήνυμα στο αρχηγείο τους, πήδηξε έξω απ’ το
χαράκωμά τους και βάλθηκε να τρέχει κατά μήκος του προχώματος χωρίς να παίρνει
καμιά προφύλαξη. Ήταν μισοντυμένος και βαστούσε το παντελόνι του και με τα δυο του
χέρια καθώς έτρεχε.
Αρνήθηκα να πυροβολήσω αυτόν
τον άνθρωπο. Είν’ αλήθεια πως δεν είμαι δεινός σκοπευτές και το πιθανότερο
είναι πως δεν θα κατάφερνα να τον πετύχω έτσι που έτρεχε ενενήντα τόσα μέτρα
μακριά. Άλλωστε είχα το νου μου κυρίως στο να βρω την ευκαιρία να επιστρέψω στο
χαράκωμά μας τώρα που οι φασίστες είχαν στρέψει όλη τους την προσοχή στ’
αεροπλάνα. Όμως ο λόγος που δεν τον πυροβόλησα ήταν κατά βάση επειδή τον έβλεπα
να τρέχει έτσι αφύλαχτος βαστώντας τα παντελόνια του. Είχα έρθει εδώ για να
σκοτώσω ‘‘φασίστες’’, αλλά ένας άνθρωπος που τρέχει πασχίζοντας να βαστήξει τα
παντελόνια του δεν είναι ‘‘φασίστας’’, είναι απλά ένας συνάνθρωπος, όμοιος μ’
εσένα και δεν σου κάνει καρδιά να τον πυροβολήσεις.
Τι
δείχνει αυτό το περιστατικό; Όχι πολλά πράγματα, διότι είναι κάτι που συμβαίνει
και συνέβαινε πάντα σε όλους τους πολέμους.(…)»
Τζόρτζ Όργουελ, Ξανακοιτώντας τον Ισπανικό Εμφύλιο (1943)