|
P.M.S. Hacker |
Το 2003 ο ‘‘βιττγκενσταϊνικός’’
φιλόσοφος P.M.S. Hacker (1939) και ο ειδικευμένος στις συνάψεις νευροεπιστήμονας
Μάξγουελ Μπένετ (1939) κυκλοφόρησαν το βιβλίο Philosophical Foundations of
Neuroscience, ασκώντας ριζική
κριτική στις κυρίαρχες στις νευροεπιστήμες αντιλήψεις για τη νόηση, τη συνείδηση,
τη γλώσσα και τον εγκέφαλο. Το Neuroscience and Philosopy, από όπου επίσης παραθέτουμε εδώ, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ανταλλαγή επιχειρημάτων
μεταξύ των Χάκερ και Μπένετ από τη μια μεριά, και των φιλοσόφων Ντάνιελ Ντένετ
και Τζον Σερλ από την άλλη.
Και στα δυο βιβλία ο Χάκερ αναπτύσσει, πέραν των όσων
μεταφέραμε εδώ, και μια διεισδυτική κριτική στην πολύ μοδάτη σήμερα ιδέα των «qualia», η οποία αναφέρεται στη ατομικότητα
των υποκειμενικών, συνειδητών εμπειριών και στην οποία στηρίζονται πολλοί σύγχρονοι
νευροεπιστήμονες θέλοντας να «χαρτογραφήσουν» τον εγκέφαλο. Θα επανέλθουμε κάποια
στιγμή σε αυτό. Η μετάφραση των αποσπασμάτων και οι επιμέρους τίτλοι είναι δικοί μας. - Σημ. HS.
*
Ο επιστημονισμός ως κυρίαρχη ιδεολογία
(...) Σήμερα, το μεγαλύτερο εμπόδιο
στο δρόμο για μια καθαρότερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο σκεφτόμαστε
τον εαυτό μας και τον κόσμο στον οποίο ζούμε είναι ο επιστημονισμός, ο οποίος διαποτίζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε και
την κουλτούρα μας. Έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε πως εάν ένα πρόβλημα είναι
σοβαρό, τότε η επιστήμη θα βρει τη λύση του∙ και πως, αν η επιστήμη δεν βρίσκει
τη λύση του, τότε μάλλον το πρόβλημα δεν είναι σοβαρό. Αυτό βέβαια είναι
τελείως λάθος.
Η κυριαρχία του
επιστημονισμού είναι ολοφάνερη στη λατρεία των μμε για τις νευροεπιστήμες. Όλη την ώρα ακούς εκεί ανθρώπους να λένε για τον
εγκέφαλό τους, τι κάνει ή τι δεν κάνει ο εγκέφαλός τους, τι τους βάζει ή τι
τους λέει να κάνουν ο εγκέφαλός τους, κ.ο.κ. Έτσι, ένα σωρό παρανοήσεις έχουν
πλέον αρχίσει να διαποτίζουν την καθημερινή ομιλία των τηλεθεατών. Αυτό είναι
ολέθριο και πάρα πολύ σοβαρό. Διότι οι παρανοήσεις αυτές δεν εκπέμπονται
διαθλαστικά απλώς και μόνο από τους δημοσιογράφους, αλλά κατευθείαν από τους
ίδιους τους νευροεπιστήμονες. Πράγματι, σε όποιο τομέα κι αν δουλεύουν, θα
δούμε ότι θεωρούν πως αυτό που εξηγεί την ανθρώπινη συμπεριφορά, τη σκέψη μας,
τις πεποιθήσεις μας, τις ελπίδες μας ή τους φόβους μας, είναι οι εγκεφαλικές
διεργασίες. Πιστεύουν δηλαδή στ’ αλήθεια πως αυτός που σκέφτεται, συλλογίζεται, κρίνει, ζυγιάζει, πιστεύει, φοβάται κι ελπίζει είναι ο εγκέφαλος.
Αυτή η ιδέα δεν είναι προϊόν της επιστημονικής
έρευνας, αλλά απότοκος εννοιολογικής σύγχυσης, από την οποία οφείλουμε ν’
απαλλαγούμε. Στην αντίρρηση ότι, θέλοντας να παρέμβουμε διορθωτικά στις
εννοιολογικές συγχύσεις της επιστήμης, ενδεχομένως ενδιαφερόμαστε να
προκαταβάλουμε το σχεδιασμό των νέων πειραμάτων, ξεκαθαρίζουμε δεν μας
ενδιαφέρει το όποιο επόμενο πείραμα,
αλλά η κατανόηση του προηγούμενου
πειράματος. Τα εννοιολογικά ξεκαθαρίσματα συνεισφέρουν κατά πρώτο και κύριο
λόγο στην κατανόηση αυτού που ήδη
γνωρίζουμε και στη σαφήνεια κατά τη διατύπωση ερωτήσεων που αφορούν αυτά που ήδη ξέρουμε.
Επιστήμες και εννοιολογικό κομφούζιο
Η επιστήμη δεν είναι περισσότερο άτρωτη στα
εννοιολογικά σφάλματα απ’ οποιοδήποτε άλλο πεδίο της ανθρώπινης διάνοιας. Η
ίδια η ιστορία της επιστήμης είναι διάσπαρτη με τα λείψανα θεωριών, που δεν
ήταν απλώς λανθασμένες αλλά εννοιολογικά συγκεχυμένες. Για παράδειγμα, η
θεωρία του Γκέοργκ Σταλ (1659-1734) για την ανάφλεξη ήταν εννοιολογικά διάτρητη καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις απέδιδε
αρνητικό βάρος στο ‘‘φλογιστόν’’ ─μια ιδέα που, μέσα στο πλαίσιο της νευτώνειας
Φυσικής όπου ανήκε, δεν έβγαζε νόημα. Ή πάλι, η κριτική που άσκησε ο Αϊνστάιν στην θεωρία του ηλεκτρομαγνητικού αιθέρα (το
υποτιθέμενο μέσον δια του οποίου έλεγαν ότι διαδίδεται το φως) δεν στόχευε μόνο
τα αποτελέσματα του πειράματος Μάικελσον-Μόρλεϊ (1887), που είχε αποτύχει ν’
αποδείξει το ζητούμενό του, αλλά και την εννοιολογική σύγχυση γύρω από τη
σχετική κίνηση της ύλης, από την οποία περίμεναν να αποδείξουν το ρόλο του
αιθέρα στην ηλεκτρομαγνητική επαγωγή. (…)
Ερώτημα
πρώτο. Μήπως όμως οι εννοιολογικές συγχύσεις είναι αναπόφευκτες; Όχι, δεν
είναι. Μπορούμε να τις αποφύγουμε,
αλλά κάνοντάς το τα πράγματα αλλάζουν. Για παράδειγμα, ερωτήσεις ενός ορισμένου
τύπου παύουν να τίθενται άπαξ και αναγνωρίσουμε ότι βασίζονταν σε
παρανοήσεις. Όπως το είχε θέσει ο Χερτζ στη θαυμάσια εισαγωγή του στις Αρχές της Μηχανικής (1899): ‘‘Όταν
αρθούν αυτές οι οδυνηρές αντιφάσεις […] τότε το μυαλό μας, έχοντας πάψει να
ταλανίζεται με αυτές, σταματά να θέτει άκυρες ερωτήσεις’’. Επίσης, αίρονται κάποια
συμπεράσματα, τα οποία αντλούσαμε προηγουμένως από ένα δεδομένο σώμα εμπειρικής
έρευνας, μιας και συνειδητοποιούμε ότι είναι άσχετα με το ζήτημα που θέλαμε να
φωτίσουμε. (…)