«[Ε]νώ αρκετοί προβλέπουν τη μελλοντική κατάργηση του νομίσματος χάρη στις νέες τεχνολογίες, οι νομικοί διαπιστώνουν σταθερά ότι το χρήμα παραμένει ο άγνωστος Χ του Δικαίου: ‘‘Το χρήμα βρίσκεται παντού μέσα στις κοινωνικές σχέσεις, αλλά πουθενά μέσα στη νομική σκέψη’’ (Remy Libehaber, Recherche sur la monnaie en droit privé). Οι σπάνιοι νομικοί ορισμοί του νομίσματος το προσδιορίζουν κυρίως ως λογιστική μονάδα ή σαν μέσον πληρωμής, χωρίς να διακρίνουν τις διαφορετικές λειτουργίες του» (Η νομική φύση του ηλεκτρονικού χρήματος, Δελτίο της Τράπεζας της Γαλλίας , τχ 70, Οκτώβριος 1999).
Εδώ θα προσεγγίσουμε έμμεσα αυτή την επισήμανση, δίνοντας το λόγο στον επίσης Γάλλο ειδήμονα
του τραπεζικού δικαίου François Grua (1949-2005), και
συγκεκριμένα στη μελέτη του Le dépôt de monnaie en banque («Η χρηματική τραπεζική κατάθεση», 1998), στον οποίο παραπέμπουν οι παραπάνω νομομαθείς. Το ιδιαίτερο
ενδιαφέρον της μελέτης του βρίσκεται στο πώς προσδιορίζει το χρήμα και από εκεί
τη φύση της τραπεζικής κατάθεσης, με όρους μάλιστα πολύ οικείους τώρα πια μέσα
στο «ψηφιακό» περιβάλλον.
Νομίζω
πως οι επισημάνσεις του Γκρουά είναι πολύ πιο κατανοητές σήμερα, από ό,τι ήταν πριν από
είκοσι χρόνια. Διότι, με την πρόοδο του «ψηφιακού περιβάλλοντος», έχει πια
φύγει από το προσκήνιο η ιδέα της τραπεζικής κατάθεσης ως «αποταμίευση» και έχει
αντικατασταθεί από ένα πλήθος τραπεζικών
«προϊόντων» (ασφαλιστικά, επενδυτικά, κ.λπ.), που εθίζουν τον καταθέτη στην
ιδέα της «κίνησης» παρά της «φύλαξης».
Από κοντά, η παράλληλη διαδρομή ολοένα μεγαλύτερης «ψηφιοποίησης» του χρήματος με τελικό πυλώνα της την αυτόματη κατάθεση της μισθοδοσίας στις τράπεζες, ρίχνει ένα δραματικό φως στην τελευταία πρόταση της παραπάνω σύνοψης: «η τραπεζική κατάθεση δεν είναι παρά μια ορισμένη φάση στη συνολικότερη παραγωγή αποτελεσμάτων, που συνδέονται μεν με αυτήν αλλά δεν παράγονται από τον καταθέτη».
Θα πρέπει, νομίζω, να συγκρατήσουμε
ιδιαίτερα αυτές τις τρεις διαπιστώσεις του Γκρουά: (1) το χρήμα το θέλουμε
επειδή μας παρέχει μια γενική
δυνατότητα, μια γενική δύναμη· (2) το χρήμα είναι
το μοναδικό πράγμα που επινοήθηκε ώστε να το χρωστάμε· και (3) η πληρωμή με
χρήμα δεν γίνεται στη βάση μιας ισότητας,
δεν είναι μια ανταλλαγή μεταξύ δυο πραγμάτων, όπου το ένα υποτίθεται ότι
«εμπεριέχει μια αξία ίση προς την αξία» που εμπεριέχει το άλλο.
Διευκρινίζω
αμέσως ότι αυτό που ακολουθεί δεν είναι ακριβώς μετάφραση της μελέτης του
Γκρουά, αλλά μια προσωπική σύνοψη των
σημείων της που μας ενδιαφέρουν. Θυμίζω τέλος, ότι το σύνολο των μέχρι στιγμής σχετικών αναρτήσεών μας βρίσκεται εδώ — Σημ. HS.
*
Η αποταμίευση δεν ήταν ποτέ το ουσιώδες στην τραπεζική κατάθεση
Ο λόγος που επικράτησε
η συνήθεια της κατάθεσης χρημάτων σε τράπεζες, παρατηρεί ο Φρανσουά Γκρουά, δεν έχει τόσο πολύ να κάνει με
την προστασία τους π.χ. από τους κλέφτες ή τη φωτιά. Έχει να κάνει με ένα
συγκεκριμένο φυσικό όριο των νομισμάτων: δεν βολεύουν καθόλου όταν έχεις να
κάνεις πληρωμές μεγάλων ποσών και σε μακρινές αποστάσεις. Τα δίνεις λοιπόν σ’
ένα τραπεζίτη, ο οποίος αναλαμβάνει τη μεταφορά τους και τα στέλνει εκεί που
θέλεις να πάνε. Επομένως, βασικό κίνητρο του καταθέτη είναι το πώς θα
χρησιμοποιήσει βολικότερα το χρήμα του —πράγμα που γίνεται μέσω «εντολών», τις οποίες δίνει στην
τράπεζά του (τσεκ, μεταφορά σε λογαριασμούς, κ.λπ.).
Η πρωτοτυπία του
«συμβολαίου» που λέγεται τραπεζική κατάθεση, βρίσκεται λοιπόν καταρχήν στο ότι
είναι ένας τρόπος να παραδώσεις ένα πράγμα σε κάποιον άλλον προκειμένου να το
κάνεις πιο εύχρηστο, ώστε να μπορείς πιο εύκολα να το κινείς. Με άλλα λόγια, στερείται νοήματος η έννοια της κατάθεσης ως
«φύλαξη χρημάτων» (π.χ. αποταμίευση), η οποία δεν σημαίνει κίνηση αλλά αντίθεση
«ύπνωση» του χρήματος.
Η τραπεζική κατάθεση δεν μεταβιβάζει κανένα δικαίωμα
ιδιοκτησίας
Ωστόσο, η πρωτοτυπία
του συμβολαίου «τραπεζική κατάθεση» δεν εξαντλείται σε αυτό. Η τραπεζική
κατάθεση διαφέρει πλήρως από όλα τα άλλα συμβόλαια. Δεδομένου ότι πρόκειται για ανταλλαγή χρήματος με χρήμα, η διαφορά αυτή βρίσκεται σε
αυτό που είναι το ίδιο το χρήμα και
επομένως, για να την κατανοήσουμε πρέπει να καταλάβουμε τι είναι το χρήμα. Χωρίς αυτή την
κατανόηση, ακόμα κι αν ξεπεράσουμε την ιδέα της τραπεζικής κατάθεσης ως «φύλαξη
χρημάτων», θα παραμείνουμε δέσμιοι μιας βαθύτερης πλάνης για τη φύση της.
Υπάρχει πράγματι η εντύπωση —μια ιδέα οποία ασπάζεται
ακόμα και το Ακυρωτικό Δικαστήριο, όπως επισημαίνει ο Γκρουά—
ότι με την κατάθεση μεταβιβάζουμε την ιδιοκτησία των χρημάτων μας στον
τραπεζίτη. Αυτό δεν είναι ακριβές, διότι το
χρήμα δεν είναι από τα πράγματα, των οποίων μπορεί κανείς να είναι ιδιοκτήτης.
Το χρήμα δεν είναι αυτό που λέμε «αγαθό». Είναι το μέσο με το οποίο μπορεί
κανείς να αποκτήσει ένα αγαθό, είναι αυτό που σου δίνει τη δυνατότητα να γίνεις ιδιοκτήτης ενός αγαθού.
Κατά συνέπεια, η κατάθεση χρημάτων σε μια
τράπεζα δεν μπορεί να αναλυθεί ως μεταβίβαση της ιδιοκτησίας ενός αγαθού, αλλά μάλλον
ως μεταβίβαση «επιμελητείας».
Γιατί
φανταζόμαστε το χρήμα σαν «αγαθό»
Ο λόγος που νομίζουμε ότι μπορεί κανείς να είναι ιδιοκτήτης του χρήματος όπως είναι ιδιοκτήτης ενός οποιουδήποτε αγαθού, βρίσκεται στο ότι τείνουμε να θεωρούμε ότι το χρήμα έχει μια ορισμένη αξία. Και το νομίζουμε αυτό επειδή με το χρήμα μπορούμε να αποκτήσουμε πράγματα που έχουν αξία. Φανταζόμαστε λοιπόν ότι ένα χαρτονόμισμα είναι κάτι σαν μια μικρή ζωγραφιά, ας πούμε, ή σαν μια «ρεπροντιξιόν», στην οποία έχει δοθεί συμβατικά μια ορισμένη αξία [το αναγραφόμενο ποσόν, π.χ. 50 ευρώ] ώστε να μπορεί κανείς να την ανταλλάξει με ό,τι θέλει.
Πρόκειται ασφαλώς για πλάνη, όπως εξηγεί ο Γκρουά! Η δύναμη που
έχει το χρήμα, και τα πάθη που ξεσηκώνει, δεν έχουν τίποτα να κάνουν με αυτά
που πιστεύει αυτή η απατηλή ιδέα.