|
Cora Diamond |
Της Κόρα Ντάιαμοντ
Με
απασχολεί εδώ ένα φάσμα φαινομένων, τα οποία θα παρουσιάσω στα πρώτα τέσσερα
μέρη του κειμένου με τη βοήθεια μερικών παραδειγμάτων. Στα τρία τελευταία μέρη
του θα προσπαθήσω να συνδέσω το θέμα τους με τη σκέψη του Στάνλεϊ Κάβελ.
1. ΜΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗ
ΕΚΘΕΣΗ *
Πρώτο παράδειγμα. Το ποίημα «Έξι νέοι» του Τεντ Χιούζ
από τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Ο αφηγητής στο ποίημα κοιτάζει μια
φωτογραφία έξι χαμογελαστών νεαρών, που ποζάρουν σ’ ένα οικείο τους περιβάλλον.
Γνωρίζει κι ο ίδιος εκείνο το λιβάδι με τις πυκνές βατομουριές, το μεγάλο
δέντρο και το μαυρισμένο τοίχο της φωτογραφίας. Οι έξι νέοι θ’ άκουγαν σίγουρα
το βροντερό ήχο απ’ τον καταρράκτη που αφρίζει κάτω στην κοιλάδα, όπως το
ακούει κι αυτός τώρα. Τέσσερεις δεκαετίες έχουν σφραγίσει με την πατίνα του
χρόνου αυτή τη φωτογραφία: τραβήχτηκε το 1914. Οι νέοι ήταν η προσωποποίηση της
ζωντάνιας, έτσι όπως πόζαραν· ο ένας με τα μάτια κατεβασμένα ντροπαλά, ο άλλος
μασουλώντας ένα χορτάρι, ο τρίτος «κάπως γελοίος μ’ αυτό το επαρμένο ύφος σαν
κοκόρι». Έξι μήνες μετά, και οι έξι ήταν νεκροί. Βλέποντας τη φωτογραφία
λοιπόν, μπορεί κανείς να σκεφτεί και το θάνατο εκείνων των νέων: το τρομερότερο
«αστραπόβροντο» του πολέμου που ’πεσε πάνω σ’ εκείνα τα χαμόγελα και τα ’σβησε
πριν από σαράντα ολόκληρα χρόνια.
Να
η στροφή:
Αυτός
ο άντρας που στέκεται μπροστά σου
Και
του σφίγγεις το χέρι, και τον βλέπεις
υγιή και τον ακούς να μιλάει με βροντερή φωνή
Δεν
είναι πιο ζωντανός από κανένα από εκείνα τα έξι χαμόγελα στη φωτογραφία,
Ούτε
κανένα προϊστορικό ή μυθικό τέρας είναι περισσότερο νεκρό·
Καμιά
σκέψη δεν είναι πιο δυνατή από το αίμα τους που βράζει:
Κοιτάζοντας
αυτή τη φωτογραφία μπορεί και να σου στρίψει,
Τόσες
αντιφατικές κι αιώνιες φρίκες που αποτυπώνονται σ’ αυτήν
Χαμογελούν
μέσ’ από εκείνη τη μία και μοναδική
έκθεση
Εξοστρακίζοντας
το ίδιο σου το σώμα απ’ την υπόστασή του κι από τη θέρμη του.
Αυτό
που με ενδιαφέρει εδώ, είναι η εμπειρία του νου όταν δεν κατορθώνει να χωρέσει
κάτι με το οποίο έρχεται σ’ επαφή. Μπορεί πραγματικά κανείς να τρελαθεί
προσπαθώντας να χωρέσει στη σκέψη του αυτό που την ξεπερνάει: ότι είναι αδύνατο
να είναι κανείς πιο ζωντανός από εκείνους τους χαμογελαστούς νέους, ενώ συνάμα
τίποτα δεν είναι πιο νεκρό από αυτούς. (Κανείς δεν είναι πιο ζωντανός από
εκείνον που κοιτάζει τη φωτογραφία· κανείς δεν είναι πιο ζωντανός από εσάς, που
διαβάζετε αυτό το ποίημα. Στο έκτο μέρος θα επιστρέψω στις «αντιφατικές κι
αιώνιες φρίκες», που σπέρνει η φαντασία του θανάτου.)
Βέβαια,
μπορεί κανείς να περιγράψει εκείνη τη φωτογραφία με τρόπο που να μην προξενεί
καμιά ταραχή. Είναι η φωτογραφία έξι ανδρών που πέθαναν νέοι λίγο καιρό μετά.
Ε, και λοιπόν, πού βρίσκεται η αντίφαση; — Αν δει κανείς τη φωτογραφία με αυτή
τη ματιά, τότε δεν υπάρχει το πρόβλημα του κατά πόσο οι έννοιές μας είναι
κατάλληλες για να την περιγράψουν. Από εδώ μπορούμε να σκεφτούμε, πώς διδάσκουμε
ένα παιδάκι όταν του δείχνουμε μια παρόμοια φωτογραφία, λέγοντάς του πως είναι
η φωτογραφία του παππού του, που ξέρει ότι έχει πεθάνει. Αν το παιδί ρωτήσει,
«Μα πώς χαμογελάει αφού είναι πεθαμένος;», μπορεί να του πούμε πως ο παππούς
χαμογελούσε όταν τραβήχτηκε η φωτογραφία, επειδή τότε δεν είχε ακόμα πεθάνει,
αλλά πέθανε πιο μετά. Έτσι το παιδί διδάσκεται το γλωσσικό παιχνίδι**· του δείχνουμε
πώς το πρόβλημά του εξαφανίζεται άπαξ και αντιληφθεί με ποιο τρόπο λέγονται τα
πράγματα μέσα στο παιχνίδι. Η οπτική από την οποία βλέπει σαν παιδάκι το
πρόβλημα, είναι ακόμα εκτός αυτού του παιχνιδιού —ενώ απεναντίας, η οπτική από
την οποία η τρομερή αντίφαση προβάλει κι επιβάλλεται στον ποιητικό αφηγητή,
είναι η οπτική κάποιου ο οποίος δεν μπορεί να μιλήσει άλλο πια εντός του παιχνιδιού. Η γλώσσα εξοστρακίζεται από το
παιχνίδι, όπως το σώμα εξοστρακίζεται από την υπόστασή του κι από τη θέρμη του.
Αυτό
που μας προσφέρει ο Χιούζ, είναι μια περίπτωση αυτού που θα ονομάζω η δυσκολία της πραγματικότητας.
Δανείζομαι τον όρο από μια φράση του Τζον Απντάικ[i]
προκειμένου να υποδείξω τα φαινόμενα που με απασχολούν εδώ, δηλαδή εμπειρίες
στις οποίες συλλαμβάνουμε κάτι από την πραγματικότητα, το οποίο αντιστέκεται
στη σκέψη μας, ή μας προξενεί οδύνη καθώς δεν μπορούμε να το εξηγήσουμε: κάτι
δύσκολο με αυτό τον τρόπο, ή ίσως κάτι που μας καθηλώνει και μας τρομάζει
επειδή είναι ανεξήγητο. Έτσι
συλλαμβάνουμε κάποια πράγματα. Και τα πράγματα που συλλαμβάνουμε μ’ αυτό
τον τρόπο, μπορεί γι’ άλλους ανθρώπους να μην παρουσιάζουν αυτή τη δυσκολία, τη
δυσκολία ότι είναι τρομακτικά σκληρό, ή αδύνατο, ή φοβερά επώδυνο να τα χωρέσει
ο νους μας.
2. ΕΝΑ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟ
ΖΩΟ
«Λίγοι από μας δεν
είναι κατά κάποιο τρόπο ανάπηροι, ή κι άρρωστοι ακόμα. Κι όμως, οι αναπηρίες
μας, εντελώς απροσδόκητα μάς βοηθούν.» — Γουίλιαμ Τζέιμς,
Οι παραλλαγές της θρησκευτικής εμπειρίας.
Δεύτερο παράδειγμα.
Αυτό το
παράδειγμα είναι σύνθετο: ένα μέρος του έχει να κάνει με σειρά ομιλιών του
Νοτιοαφρικάνου μυθιστοριογράφου Τζ. Μ. Κούτσι στο πλαίσιο των Tanner
Lectures.[ii]
Οι διαλέξεις αυτές δημοσιεύτηκαν με τίτλο Οι
ζωές των ζώων, με εισαγωγή της Amy Gutmann και σχόλια από πολλούς άλλους.
[μετάφραση Γιάννης Δ. Ιωαννίδης]
*Exposure, που σημαίνει «έκθεση στο
φως» στη φωτογραφία, αλλά και «έκθεση» με μια γενικότερη έννοια [σ.τ.μ.]
**«Γλωσσικό παιχνίδι»
είναι μια κεντρική φιλοσοφική έννοια του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν: «[Τ]α παιχνίδια
με τα οποία τα παιδιά μαθαίνουν τη μητρική τους γλώσσα (…) θα τα ονομάσω ‘‘γλωσσικά παιχνίδια’’ και κάπου κάπου θα
μιλώ για μια πρωτόγονη γλώσσα σα να ήταν ένα γλωσσικό παιχνίδι. Θα μπορούσε
επίσης κανείς να ονομάσει γλωσσικά παιχνίδια και τις διαδικασίες του να δίνουμε
ονόματα στα οικοδομικά υλικά και τις διαδικασίες επανάληψης της λέξης από
κάποιον άλλον. Αναλογίσου μερικές χρήσεις των λέξεων που απαντούν σε παιχνίδια
σαν το γύρω-γύρω-όλοι. Θα ονομάσω επίσης ‘‘γλωσσικό παιχνίδι’’ το σύνολο που
αποτελείται από τη γλώσσα και τις δραστηριότητες με τις οποίες είναι
συνυφασμένη», Φιλοσοφικές Έρευνες, § 7, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1977. [σ.τ.μ.]
Σημ.HS Δείτε και το βιβλίο της φίλης μας Μαρίας Μπαλάσκα, Cora Diamond on Ethics