Ούτε το ν’ απαλλαχτείς από ένα χρέος,
σε κάνει αυτομάτως πλούσιο∙
ούτε το ν’ αποτινάξεις μια καταπίεση, σε κάνει αυτομάτως ελεύθερο.
ούτε το ν’ αποτινάξεις μια καταπίεση, σε κάνει αυτομάτως ελεύθερο.
Σε προηγούμενη ανάρτηση είχα
μιλήσει για το κοινωνικό αδιέξοδο, που
φέρνει η αδυναμία να διατυπωθεί απέναντι στα πράγματα ένας λογικά πειστικός και
συγκινησιακά παρακινητικός πολιτικός λόγος, ο οποίος θα συλλαμβάνει αυτό που
συμβαίνει σήμερα και τις σημερινές δυνατότητες απελευθέρωσης, εάν αυτές
υπάρχουν. Θα επιχειρήσω τώρα να εξερευνήσω λίγο περισσότερο το σκοτεινό βυθό
αυτής της αδυναμίας, εστιάζοντας στο ουσιαστικότερο γεγονός της σημερινής
κρίσης∙ δηλαδή στο ότι η κατάρρευση του πολιτικού λόγου εγγράφεται μέσα σε μια
γενικότερη κατάρρευση του Λόγου.
Αυτή η κατάρρευση έγινε πολύ έντονα αισθητή, τουλάχιστον εδώ και δυο δεκαετίες, σε διάφορα επίπεδα και πεδία
•
ως κατά πρώτο λόγο «φιλοσοφική» υποτίμηση του Λόγου∙
•
ως απαξίωση του λόγου∙
•
ως απώλεια της αξιοπιστίας του λόγου∙
•
ως καταρράκωση του σεβασμού προς το λόγο∙
και τελικά
•
ως καταποντισμός της αντίληψης ότι είναι θέμα «τιμής» − προσώπου μέσα
στην κοινωνία − η τήρηση των λόγων μας (να είναι «το ναι, ναι και το όχι, όχι»)
και, επομένως, το να μιλάμε με περίσκεψη και συναίσθηση.
Ωστόσο, η κατάρρευση του λόγου ειδικά σε ένα πολιτισμό, ο οποίος θέλησε να θεμελιώσει την ταυτότητά του στο λόγο, ακριβώς επειδή αξίωσε να παρουσιαστεί ως δημοκρατικός —δηλαδή στηριγμένος στην ικανότητα και το δικαίωμα καθενός να διατυπώνει λόγο πάνω στα πράγματα και να τον τηρεί—, αυτή η κατάρρευση δεν μπορεί να σημαίνει παρά ένα πράγμα: ότι ο πολιτισμός αυτός έχει εισέλθει οριστικά στη φάση του τέλους του.
Πόσο μπορεί να βαστήξει τούτη η αποσύνθεση, είναι δύσκολο ακόμα και να το υποθέσει κανείς. Και βέβαια τίποτα απολύτως (καμιά «αδυσώπητη πτώση του ποσοστού κέρδους» λ.χ.) δεν εγγυάται ότι θα τη διαδεχτεί μια καλύτερη κοινωνία, ένας πιο ανθρώπινος πολιτισμός. Γεγονός πάντως είναι, πως τούτη η κατάρρευση δεν προήλθε από κάποια «έξωθεν», «βαρβαρική» (ή «μεσαιωνική», προ-νεωτερική) ας πούμε, επίθεση ενάντια στο κύρος του λόγου. Προήλθε
· από την «έσωθεν» περιστολή του λόγου στην τεχνική του διάσταση −περιστολή
που προχώρησε είτε με το μανδύα του «ρασιοναλισμού», ή της «φυσιοκρατίας», είτε
με τη μορφή της «φιλοσοφίας της πράξης», ή με το έμβλημα της «αδογμάτιστης
τεχνοεπιστήμης» −
και
· από την καρκινική υπερανάπτυξη αυτής ακριβώς της διάστασης σε βάρος της
ολότητας του Λόγου.
Δεν μπορώ να αναφερθώ εδώ στην ιστορική και στην πολιτισμική καταγωγή αυτής της επικράτησης, κατά την οποία το ανθρωπιστικό-δημοκρατικό και το ρασιοναλιστικό-ελιτίστικο ρεύμα της νεωτερικότητας έδωσαν τα χέρια τους στο όνομα του τεχνολογικού μεσσιανισμού. Εκείνο που χρειάζεται να υπογραμμίσω − γιατί νομίζω πως έχει νόημα στις παρούσες συνθήκες − είναι,
1.
πως αυτό που την έκανε κι εξακολουθεί να την κάνει ασυναγώνιστη, είναι
πως στον πυρήνα της φέρνει την υπόσχεση μιας ριζικής απελευθέρωσης: της
απελευθέρωσης από τα δεσμά της «μεταφυσικής» χάρη σε μια στροφή προς την
«υλική» πραγματικότητα και την «αποτελεσματική» τιθάσευσή της∙
2.
ότι αυτή η απελευθέρωση ήταν συνάμα αποτίναξη κάθε υπέρτερου, ποιοτικού
κριτήριου (όπου ποιότητα = αντίσταση στην ποσότητα) και αποκαθήλωση της έννοιας
του έσχατου σκοπού στα ανθρώπινα έργα υπέρ μιας ιδέας περί προόδου, στην οποία
το περισσότερο θεωρείται πάντα καλύτερο από το λιγότερο, και το γρηγορότερο από
το βραδύτερο∙ και
3. ότι σήμερα, αυτή η επικράτηση, με τη συνδρομή της ηλεκτρονικής
τεχνολογίας, έχει επιβάλλει στην κοινωνία την αντίληψη, ότι ο μόνος Λόγος που
αξίζει, είναι αυτός που ελαχιστοποιεί και μάλλον μηδενίζει την απόσταση μεταξύ
προβλήματος και λύσης. Αλλά ένας τέτοιος «λόγος» στην πραγματικότητα δεν είναι
ακριβώς λόγος: είναι μάλλον «ρεφλέξ», αυτόματη ανακλαστική απόκριση σε ένα
ερέθισμα − όσο ευτελές, ή γελοίο, κι αν ακούγεται έτσι ξεκάθαρα ειπωμένο…
Πρόκειται σαφώς για μια τρομερά επικίνδυνη εξέλιξη. Όχι μόνο για το παρόν αλλά και για το μέλλον. Είναι επικίνδυνη, επειδή όταν ιδανική θεωρείται η αυτόματη-ανακλαστική απόκριση στα ζητήματα, τότε η σύλληψη των προβλημάτων στο βάθος και στην ολότητά τους − δηλαδή στη διάστασή τους εκείνη, που είναι η διάσταση όλων των σοβαρών ανθρώπινων ζητημάτων − δεν είναι πια ούτε δυνατή, ούτε κι επιθυμητή… με αποτέλεσμα την κατακόρυφη κοινωνικοπολιτική άνοδο της διαχειριστικής αντίληψης (και των διαχειριστών), η οποία πριμοδοτεί την ενασχόληση με μυριάδες λεπτομέρειες, πνίγοντας τη ζωντάνια, τη δημιουργικότητα κι έτσι και την αποφασιστικότητα σε κάθε τομέα.
Είναι επικίνδυνη επίσης,
επειδή ο μηδενισμός της απόστασης μεταξύ προβλήματος και λύσης, στο επίπεδο της
κοινωνικής και της πολιτικής σχέσης μεταφράζεται ως μηδενισμός της απόστασης
μεταξύ ερώτησης και απάντησης∙ δηλαδή σαν εκμηδενισμός του ίδιου του διαλόγου…
με αποτέλεσμα την απολυταρχία των έτοιμων απαντήσεων, που προσφέρουν οι
στατιστικές και οι αλγόριθμοι, και την επί της ουσίας κατάργηση του
δημοκρατικού πολιτικού momentum της κοινωνίας (την οποία, μεταξύ άλλων,
ονειρεύτηκαν και πλήθος επαναστατικές ουτοπιστικές λατρείες διαφόρων ειδών
«αμεσότητας»).
Είναι επικίνδυνη ακόμα, επειδή υπονομεύει το μέλλον στο βαθμό που, με σημαία τον απελευθερωτικό πυρήνα της, έχει κατασκευάσει ένα περιβάλλον, ένα τεχνικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο τώρα πια ζει − και επομένως σκέφτεται − η μέγιστη πλειοψηφία των σύγχρονων ανθρώπων και το οποίο επαναφέρει διαρκώς τη σκέψη μας στις ράγες του τεχνικού πνεύματος, όποτε αποτολμάει να εκτροχιαστεί.
Κυρίως όμως, είναι επικίνδυνη επειδή αφήνει χωρίς ποιοτικό κριτήριο και επομένως έκθετο το κεντρικό θεμέλιο της κοινωνίας, που είναι η έννοια του δικαίου και η δικαιοσύνη.