Robert Hass
Ο Πασχαλινός Αμνός
Λοιπόν,
είπε ο Ντέιβιντ, – έξω χιόνιζε κι η φωνή
του έφερε ποικίλες αποχρώσεις θυμού,
αηδίας
και πληγωμένου αισθήματος περί δικαίου,
πρόκειται για τρέλα. Δεν θα γίνω πρό-
βατο
επί σφαγή.
Μερικές
φορές στην Ελλάδα, μού έλεγε μια φίλη,
όταν περπατούσε ψηλά στο δρόμο πάνω
από
τη θάλασσα, επιστρέφοντας από το χωριό
στο σπίτι της μες στο σκοτάδι και ο
ουρανός
έμοιαζε
απέραντος, το φεγγάρι τρομερά φωτεινό,
αναρωτιόταν αν θα άξιζε τον κόπο να
αφιερώσει
κάπου τη ζωή της.
Και
είναι κι αυτή η φτωχή δαμάλα στο ποίημα
του Κητς, καταστόλιστη με κορδέλες και
λουλούδια,
χωρίς τρόμο στα μάτια, ούτε βλέννες να
τρέχουν απ’ τη μουσούδα ανεξέλε-
γκτα,
αφού δεν καταλάβαινε τι είδους γιορτή
ήταν αυτή.
Και
μετά από χρόνια, αφού ο Ντέιβιντ
εγκατέλειψε την ακαδημαϊκή ζωή, αγόρασε
ένα ράντσο στο
Κεντάκι, κοντά σε μια πόλη με το όνομα
Πλέζουρβιλ, και άρχισε να εκτρέφει
πρόβατα.
Όταν
τον επισκεφθήκαμε εκείνο το καλοκαίρι
με τις νύχτες στριγκές από τους ήχους
των
γρύλων
και την επίμονη ζέστη, ανταλλάσσαμε
ιστορίες μετά το δείπνο και μας διηγήθηκε
ξανά
την ιστορία για εκείνη την πρώτη του
θέση διδασκαλίας και τον αντιπρόεδρο.
Όταν
αγόρασε το ράντσο, συνέχισε τις συνδρομές
στην Guardian και τo Worker’s
Vanguard, τα
οποία στοιβάζονταν σε μια γωνιά αδιάβαστα.
Τώρα έπρεπε να ξεπληρώσει την υποθήκη.
Δεν
είχε ιδέα από εκτροφή ζώων προς σφαγή,
κι έτσι διάβαζε το American Sheepman με
προσήλωση
πολύ πιο μεγάλη από αυτήν που είχε ποτέ
αφιερώσει στη μελέτη της πολιτικής
θεωρίας
για τα προφορικά του διδακτορικού του.
Ο
αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, αφού συμπλήρωσε
τη θητεία του για ένα εξάμηνο στο πολιτικό
γραφείο,
δέχτηκε μια θέση λέκτορα πολιτικής
επιστήμης σ’ ένα μικρό κολέγιο στη
γενέθλια
πόλη
του, όπου ο Ντέιβιντ είχε μόλις αναλάβει
την πρώτη του δουλειά. Ο κοσμήτορας ξε-
νάγησε
τον Χιούμπερτ Χάμφρεϊ και του σύστησε
το προσωπικό. Όταν έφτασαν στο γραφείο
του
Ντέιβιντ, ο αντιπρόεδρος, ακριβά ντυμένος,
απέραντα εγκάρδιος, άπλωσε το χέρι, και
ο
Ντέιβιντ δεν μπόρεσε να το σφίξει στο
δικό του γιατί πίστευε πως ο τύπος ήταν
εγκλη-
ματίας
πολέμου, κι επειδή δεν ήξερε πώς να
ξεπεράσει την αμηχανία που προκάλεσε,
του
το
είπε, και αυτό ήταν η αφορμή για να χάσει
τη δουλειά του στο κολέγιο.
Αλλά
γι’ αυτό ήταν υπεύθυνος ο κοσμήτορας.
Ο αντιπρόεδρος έβαλε τα κλάματα. Είχε
το
πληγωμένο
βλέμμα, είπε ο Ντέιβιντ, ενός σκύλου με
μακρά και αψεγάδιαστη προϊστορία
πίστης
και αγάπης, που τον έχει μόλις κλωτσήσει
αυτός που είχε δημόσια υποστηρίξει,
είχε
επικροτήσει , τους τρομοκρατικού
χαρακτήρα βομβαρδισμούς σε χωριά με
άμαχους
χωρικούς.
Του Ντέιβιντ τού φάνηκε αδιανόητα
κούφιος από εσωτερική ζωή αφού μπορούσε
να
αισθάνεται πληγωμένος παρά προσβεβλημένος
από εκείνο τον άγουρο νέο που προέβη
σε
αυτή την αλαζονικά ηθικοπλαστική
χειρονομία μπροστά σε δυο άντρες που
είχαν την
ηλικία
του πατέρα του. Ο Ντέιβιντ είπε πως ποτέ
του δεν του είχε τύχει να κοιτάξει ένα
άλλο
ανθρώπινο πλάσμα με τέτοια παγωμένη
και αποστασιοποιημένη απορία και ότι
δεν
του
άρεσε η αίσθηση.
Κι
έτσι μέσα στην ψηλοτάβανη κουζίνα, μέσα
στους διαπεραστικούς ήχους των γρύλων
και
την
ποτισμένη από τη μυρωδιά του τριφυλλιού
ατμόσφαιρα, θυμηθήκαμε τον Βικ Ντιόνο
στο
Μπάφαλο μέσα στο χιόνι, εκείνες τις
μέρες που ο πόλεμος συνεχιζόταν
ακατάπαυστα
σαν
εφιάλτης που δεν τέλειωνε ούτε όταν
ξύπναγες.
Ο
Βικ είχε έρθει στη δουλειά αναψοκοκκινισμένος
από τον ενθουσιασμό εξαιτίας μιας ιδέας
που
του κατέβηκε μέσα στη νύχτα. Είχε
ανακαλύψει πώς θα σταματούσε τον πόλεμο.
Ήταν
ένα
απλό σχέδιο. Όλοι όσοι ήταν αντίθετοι
στον πόλεμο στη χώρα-στον κόσμο, σίγουρα
πολλοί
Σουηδοί και Άγγλοι φοιτητές θα
συμφωνούσαν-θα έπρεπε απλά να κόψουν
το μικρό
δάχτυλο
του αριστερού τους χεριού και να το
στείλουν στον πρόεδρο. Φανταστείτε το!
Θα
έφταναν
αραιά στην αρχή, ενέργειες λιγοστών
παρανοϊκών, αλλά τα νέα θα ξέσπαγαν στις
εφημερίδες
και την άλλη μέρα θα έφταναν λίγα ακόμα.
Και την επομένη κι άλλα. Και την
τέταρτη
μέρα θα ήταν χιλιάδες. Και την πέμπτη
μέρα θα στήνονταν κλινικές-οργανωμένες
από
φοιτητές ιατρικής στο Μάντισον, το Σαν
Φρανσίσκο, τη Στοκχόλμη, το Παρίσι-για
να
εκτελέσουν
τη χειρουργική επέμβαση με ασφάλεια
και σε μαζική κλίμακα. Και την έκτη
μέρα
ο πόλεμος θα τελείωνε. Θα τελείωνε. Τα
ελικόπτερα στη Bienhoa θα καθηλώνονταν
στα
αεροδρόμια, σιωπηλά σαν σμήνη πειθαρχημένων
κουνουπιών. Οι χωρικοί, ανήσυχοι και
περίεργοι,
γιατί οι χωρικοί είναι πάντα ανήσυχοι
και περίεργοι, θα κοίταζαν ψηλά με απορία
στον
απρόσμενα γαλήνιο γαλάζιο ουρανό που
τον παράσερναν μικρά άσπρα σύννεφα. Και
χρόνια
αργότερα θα αναγνωρίζαμε ο ένας τον
άλλον από αυτά τα απολεσθέντα δάχτυλα.
Ένας
ηλικιωμένος Ιάπωνας επιχειρηματίας
μείον ένα μικρό δάχτυλο στο αριστερό
του χέρι
θα
παρατηρήσει το παρομοίως ακρωτηριασμένο
χέρι του ταξιτζή του στο Σικάγο και θα
ανταλλάξουν
ένα φευγαλέο βλέμμα άρρητης συντροφικότητας.
Και
θα συνέβαινε. Το μόνο που έπρεπε να
κάνουμε για να συμβεί – είπε ο Βικ, ενώ
το νερό
στην
τσαγιέρα σφύριξε πάνω στο ηλεκτρικό
μάτι στο παγωμένο γραφείο του Ντέιβιντ
και
το
χιόνι έπεφτε παχύ σα βαμβάκι, ήταν να
κόψουμε τα μικρά μας δάχτυλα τώρα αμέσως,
να
τα πάμε κάτω στη γραμματέα του τμήματος
και να της πούμε να τα ταχυδρομήσει.
από την συλλογή Human
Wishes, 1989
στα ελληνικά σε μετάφραση της Κατερίνας Ηλιοπούλου στο τρίτο τεύχος του [ΦΡΜΚ]
ΥΓ Izi. Eδώ ο Αμερικάνος ποιητής και δάσκαλος προσπαθεί, συνεπής στην ποιητική και διδασκαλική άποψη πως ο λόγος κάνει θαύματα, να συνεννοηθεί με το αμερικάνικο μπασκιναριό που αποδεικνύοντας ακριβώς το αντίθετο τον έχει περιποιηθεί αναλόγως κατ΄ επανάληψη !
*Με ποίημα του Robert Hass οκτώ χρόνια πρiν είχαμε κάνει την πρώτη μας ανάρτηση!