Ε. Κασίρερ (1874-1945) |
«19
καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ καὶ πάντα τὰ
πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἤγαγεν αὐτὰ πρὸς τὸν ᾿Αδάμ, ἰδεῖν τί καλέσει
αὐτά. καὶ πᾶν ὃ ἐὰν ἐκάλεσεν αὐτὸ ᾿Αδὰμ ψυχὴν ζῶσαν, τοῦτο ὄνομα αὐτῷ.
20 καὶ ἐκάλεσεν ᾿Αδὰμ ὀνόματα πᾶσι τοῖς κτήνεσι καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς
τοῦ οὐρανοῦ καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ»
Γένεσις, 2: 19,20
Είναι απολύτο αναγκαίο να αποκτήσουμε μια καλή εικόνα για τη ριζική
αντεπανάσταση, που συντελείται σχεδόν αθόρυβα στον καιρό μας. Να δούμε καθαρά, δηλαδή, τι είναι αυτό που προσπαθούν να πλήξουν οι
καλπάζουσες, εδώ και δεκαετίες, επιθέσεις οι οποίες:
- ξεκινούν από τη συστηματική αποπομπή του Λόγου, τη «φιλοσοφική» υποτίμηση των διακριτικών ιδιοτήτων του ανθρώπου και τη δοξολογία του «ανθρώπινου κτήνους», για να
- περάσουν στην αντικατάσταση των σημασιών από κώδικες και των συμβόλων από σήματα, στην εκτεχνίκευση της επικοινωνίας, την «ελαστικοποίηση» των ονομάτων και το θόλωμα των εννοιών,
- φτάνοντας έως την από καθέδρας εκφορά ενός λόγου περισσότερο ή λιγότερο επιτηδευμένα δυσνόητου και τον πυροβολισμό των υπηκόων με ένα γενικευμένα αφασικό πολιτικό λόγο (π.χ. όπως αυτόν που καταγγέλλει ο Ευγένιος Αρανίτσης στο Βαθμό Μηδέν της Ρητορικής.)
*
«Σε τι λοιπόν συνίσταται η διαφορά ανάμεσα στην ψυχοδιανοητική στάση που μπορούμε ν’ αποδώσουμε σ’ ένα αμίλητο πλάσμα − σ’ ‘ένα ανθρώπινο ον προτού μπορέσει να μιλήσει ή σ’ ένα ζώο − και στην άλλη εκείνη νοοτροπία που χαρακτηρίζει έναν ενήλικο που κατέχει πλήρως τη μητρική του γλώσσα;
Κατά τρόπο αρκετά περίεργο, είναι ευκολότερο ν’ απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα στηριζόμενοι στις μη-κανονικές περιπτώσεις της εξέλιξης της ομιλίας. Η από μέρους μας εξέταση των περιπτώσεων της Έλεν Κέλλερ και της Λώρα Μπριτζμαν ξεκαθάρισε το γεγονός, ότι μια πραγματική επανάσταση συμβαίνει στη ζωή του παιδιού μόλις πρωτοκαταλάβει το συμβολισμό της ομιλίας. Από τότε και στο εξής η προσωπική και πνευματική του ζωή παίρνει καινούργια όψη. Χοντρικά, τούτη η αλλαγή μπορεί να χαρακτηριστεί αν πούμε ότι το παιδί περνάει από μια πιο υποκειμενική κατάσταση σε μια κατάσταση αντικειμενική, από μια στάση καθαρά συγκινησιακή σε μια στάση θεωρητική. […]
Το ίδιο το παιδί αισθάνεται ξεκάθαρα τη σημασία του καινούργιου οργάνου για την ψυχοδιανοητική του ανάπτυξη. Δεν ικανοποιείται με το να διδάσκεται κατά τρόπο καθαρά υποδεικτικό, αλλά παίρνει ενεργό μέρος στο προτσέσο της ομιλίας, που συνάμα είναι και προτσέσο προοδευτικής εξαντικειμενίκευσης. Οι δασκάλες της Κέλλερ και της Μπρίτζμαν μάς ιστόρησαν με πόσο ζήλο και πόσην ανυπομονησία και τα δυο παιδιά, μόλις κατάλαβαν τη χρήση των ονομάτων, συνέχισαν να ρωτούν το ιδιαίτερο όνομα όλων των αντικειμένων του περιβάλλοντός τους. Κι αυτό επίσης είναι γενικό γνώρισμα της ομαλής ανάπτυξης της ομιλίας. […]
Μια τέτοια στάση θα ήταν ακατανόητη, αν δεν ήταν στη μέση το γεγονός ότι το όνομα, μέσα στην ψυχοδιανοητική ανάπτυξη του παιδιού, έχει να επιτελέσει λειτουργία πρωταρχικής σημασίας. […] Οι αόριστες, αβέβαιες, κυμαινόμενες αντιλήψεις του και τα θολά του αισθήματα αρχίζουν να παίρνουν καινούργιαν όψη. Μπορεί να ειπωθεί, ότι κρυσταλλώνονται γύρω από το όνομα όπως σ’ ένα σταθερό κέντρο, μιαν εστία σκέψης. Χωρίς τη βοήθεια του ονόματος, κάθε καινούργια πρόοδος που γίνεται στο προτσέσο της εξαντικειμενίκευσης, θα διέτρεχε πάντα τον κίνδυνο να χαθεί ξανά την άλλη στιγμή. […]
Η γλώσσα, παρμένη σαν σύνολο, γίνεται είσοδος σ’ ένα καινούργιο κόσμο. Εδώ, η κάθε πρόοδος ανοίγει καινούργια προοπτική, διευρύνει και πλουτίζει τη συγκεκριμένα μας εμπειρία. Ο ζήλος κι ο ενθουσιασμός για συνομιλία δεν πηγάζουν από την απλή επιθυμία μάθησης ή χρήσης ονομάτων∙ σημαδεύουν την επιθυμία ανακάλυψης και κατάκτησης ενός αντικειμενικού κόσμου».
Ερνστ Κασσίρερ, Δοκίμιο για τον άνθρωπο (1944),
μετάφραση Τάκης Κονδύλης, εκδόσεις ΚΑΛΒΟΣ (1985)