Στη συνηθισμένη πλέον ερώτηση:
«Γιατί, παρά τις τρομερές πιέσεις και την αυξανόμενη εξαθλίωση, οι άνθρωποι
σήμερα δεν εξεγείρονται;», η απάντησή μας είναι: Λάθος! Οι άνθρωποι σήμερα εξακολουθούν να εξεγείρονται! Μπορεί
ακόμα και να σπάνε μαζικά και να καίνε δρόμους και συνοικίες για μέρες
ολόκληρες. Εκείνο που δεν κάνουν,
είναι το άλμα από την εξέγερση στην επανάσταση.
Οι άνθρωποι σήμερα −το λέμε χρόνια τώρα− μπορεί να εξεγείρονται, αλλά δεν επαναστατούν.
Υπάρχει βέβαια η άποψη που λέει,
μικρό το κακό, διότι η εξέγερση προηγείται της επανάστασης και τελικά οδηγεί
στην επανάσταση. Πάνω σε τούτη την άποψη μάλιστα, έχει στηριχτεί κι ένας
ορισμένος «φετιχισμός της εξέγερσης», πολύ χαρακτηριστικός θα λέγαμε του
πνεύματος της ύστερης νεωτερικότητας. Όμως η άποψη αυτή δεν αποτελεί απλώς μια
«μηχανιστική μεταφορά» παλιότερων εμπειριών στο σήμερα, αλλά μια λάθος ανάγνωσή
τους. Στην ουσία, δεν αντιλαμβάνεται την κρίσιμη
διαφορά μεταξύ εξέγερσης και επανάστασης. Για να την πούμε με δυο λόγια: Η
εξέγερση σηματοδοτεί μια απλή αντίδραση στις κυρίαρχες συνθήκες χωρίς να
προσκομίζει νέες, διαφορετικές συνθήκες ζωής, ενώ η επανάσταση αποτελεί
εκδήλωση νέων τρόπων ζωής που, καθώς εκδιπλώνονται, σαρώνουν τους
κυριαρχούντες. Το πρώτο, λοιπόν, δεν οδηγεί οπωσδήποτε στο δεύτερο. Γι' αυτό το λόγο, η εξέγερση εξαντλείται σε διάσπαρτες και ξεκομμένες μεταξύ τους πράξεις, όσο θορυβώδεις ή εντυπωσιακές κι αν είναι, ενώ η επανάσταση έχει μια δύναμη που προσανατολίζει και έτσι ενοποιεί, έστω κι αν αυτό γίνεται σχεδόν αθόρυβα κάποιες φορές.
Η διαφορά της εξέγερσης από την επανάσταση
Η εξέγερση και η επανάσταση σηματοδοτούν λοιπόν δυο διαφορετικά δέντρα με
διαφορετικές ρίζες και όχι για το
ίδιο δέντρο σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξής του.
Λίγο αναλυτικότερα: Η εξέγερση
απορρέει από μια θυμική αντίδραση, που ο κραδασμός της κυμαίνεται από την
έντονη αγανάκτηση έως την λυσσαλέα οργή, και στην οποία ώς ένα βαθμό
εμπλέκονται, συνοδευτικά, κάποιες πρόχειρες ιδέες σχετικά με την καταπίεση, την
εκμετάλλευση, την εξουσία, κ.ο.κ., αλλά από την οποία λείπει το βασικό
μετασχηματιστικό υλικό που είναι απαραίτητο για να υπάρξει επανάσταση. Αυτό το
μετασχηματιστικό υλικό γεννιέται από την (διαφορετική από την εξέγερσης) ειδική
ρίζα της επανάστασης. Κι η ρίζα αυτή είναι κατά πρώτιστο λόγο ανθρωπολογική.
Η επανάσταση ριζώνει στη σύλληψη ενός ανθρωπολογικού τύπου
(δηλαδή μιας απάντησης στο κοινωνικά θεμελιακό ερώτημα, «τι είναι ανθρώπινο και
τι απάνθρωπο;») ριζικά διαφορετικού από τον κυρίαρχο και θρέφεται από όλες τις
εκδηλώσεις του −τα ζωντανά παραδείγματά
του, θα λέγαμε− σε όλα τα πεδία της ζωής κάτω από τις κυρίαρχες συνθήκες ήδη.
Έτσι η επανάσταση δεν έχει σαν μόνο καύσιμο το συνδυασμό καταπίεση+θυμική
αντίδραση, όπως η εξέγερση, αλλά
- αντλεί από ένα πολύ πλουσιότερο ψυχοδιανοητικά
έδαφος,
- θρέφεται από πολύ μεγαλύτερη ποικιλία πηγών, από
γραμμές παραδόσεων έως ακολουθίες οραματισμών,
και κυρίως
- έχει ως καύσιμο την ολοένα και ευκρινέστερη έλλογη διαύγαση (με τραγούδια και
με Χάρτες, με ποίηση και με Συντάγματα, με εικόνες και με Παραμύθια, με το
θέατρο και με αφηγήσεις…) της ανθρωπολογικής της βάσης.
Η μεταμορφωτική δύναμη του Λόγου
Σε τούτη, πράγματι, τη σχέση με
το Λόγο (που δεν πρέπει να συνταυτίζουμε με τη στεγνή λογική) μπορούμε να
εντοπίσουμε και να διαβάσουμε καθαρότερα τη ριζική διαφορά μεταξύ εξέγερσης και
επανάστασης. Γιατί χαρακτηριστικό της εξέγερσης είναι η αφετηριακή δυσπιστία
της και η ολοένα και πιο φτωχή σχέση της με το Λόγο καθώς προχωρεί, με
αποτέλεσμα να εγκλωβίζεται μεταξύ αλαλίας και λεκτικών σημάτων −ενώ της
επανάστασης η αφετηριακή εμπιστοσύνη και η ολοένα και πλουσιότερη σχέση της
μαζί του.
Από αυτή τη διαφορά μπορούμε να
συμπεράνουμε και κάτι ακόμα. Απ’ ό,τι φαίνεται να δείχνει η Ιστορία, οι
μεγάλες, οι ριζικές κοινωνικές αλλαγές δεν πραγματοποιούνται παρά αφού
προηγουμένως οι κοινωνίες πέσουν στο ανθρωπολογικό Μηδέν. Τούτη η πορεία προς
το ανθρωπολογικό Μηδέν, δηλαδή προς τον εκμηδενισμό του κυρίαρχου
ανθρωπολογικού τύπου, σημαδεύεται οπωσδήποτε από μια γενικευμένη ψυχική διάλυση, κατά την οποία τα
υποκείμενα
- αφήνονται ολοένα και περισσότερο έρμαια των ιδιωτικών-μιμητικών
επιθυμιών τους∙
- χάνουν ολοένα και ευκολότερα το θάρρος τους, τη
μεγαλοψυχία και τη γενναιοψυχία τους, και ξεπέφτουν είτε στην καθαρή
δειλία (εξού και η αυξανόμενη εμπιστοσύνη σε «μάγκες» που «θα καθαρίσουν
την κατάσταση»), είτε σε μια αυτοκτονική ή τυφλή βιαιότητα∙
και τέλος
- είτε δυσπιστούν ολοένα και πιο πολύ προς το Λόγο
(συγχέοντας π.χ. τον παρορμητισμό με τη γνησιότητα και αγανακτώντας με
κάθε «δεύτερη σκέψη»), είτε εμπιστεύονται μόνο τις πτωχευμένες εκείνες
εκφράσεις του που τους παρουσιάζονται, παρηγορητικά και ως αναπλήρωση της
παραφροσύνης τους, με τη μορφή λεκτικών σημάτων και τεχνικών οδηγιών (εξού
η άνθιση διαφόρων θρησκο|αθρησκο|πνευματικών τεχνικών, «γνωστικιστικής» συνήθως
προέλευσης, όπως και η ανάθεση στην επιστήμη του ρόλου που κατείχε κάποτε
η μαγεία, κ.λπ.).
Έτσι, δεδομένης της σχέσης τους
με το Λόγο, μπορούμε να πούμε ότι η εξέγερση διαφέρει από την επανάσταση και
κατά το ότι η μεν πρώτη συνδέεται κυρίως με αυτή την πτωτική πορεία των
κοινωνιών προς το ανθρωπολογικό Μηδέν, ενώ η δεύτερη με την έξοδό τους από
αυτό. Ίσως εδώ μάλιστα, στο γεγονός ότι η πτώση στο Μηδέν προηγείται χρονικά
της εξόδου από αυτό, να ριζώνει και η παρερμηνεία που προαναφέραμε, κατά την
οποία «η εξέγερση και η επανάσταση είναι το ίδιο δέντρο σε διαφορετικά στάδια
ανάπτυξης» και «η εξέγερση οδηγεί τελικά στην επανάσταση» −παρερμηνεία που
ελπίζουμε να ξεκαθάρισε κάπως η παραπάνω ανάλυση της διαφορετικής φύσης και
ρίζας τους.
Το ερώτημα λοιπόν, με το οποίο
ξεκινήσαμε, έχει κιόλας μετασχηματιστεί. Το ζητούμενο δεν είναι το «γιατί οι
άνθρωποι σήμερα δεν εξεγείρονται», αλλά γιατί δεν επαναστατούν. Έχοντας δώσει
εδώ μερικά στοιχειώδη δεδομένα για μια απάντηση, με αυτό θ’ ασχοληθούμε κάπως
διεξοδικότερα σε επόμενη ανάρτησή μας.