15 Φεβρουαρίου 2009
15 Φεβρουαρίου 2009
Ανοιχτή επιστολή προς την "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία"
15 Φεβρουαρίου 2009
07 Φεβρουαρίου 2009
Χαμένα Κορμιά
Από την έκθεση στην Τεχνόπολη |
04 Φεβρουαρίου 2009
Aνακοίνωση στη Γενική Συνέλευση της Κατάληψης της Λυρικής Σκηνής (06/02/09)
Προσπάθησα επίμονα στην χτεσινή συνέλευση να λάβω τον λόγο αλλά δεν τα κατάφερα εξαιτίας της έντασης που είχαν εκείνη τη στιγμή οι τοποθετήσεις και οι διενέξεις που ακολούθησαν. Εξαντλημένος από το να παρακολουθώ τη συζήτηση έκανα ένα μεγάλο διάλειμμα εκτός του χώρου της διεξαγωγής της και όταν επανήλθα έκρινα ότι ήταν πλέον αργά να το προσπαθήσω πάλι. Θέλησα έτσι να καταθέσω γραπτά τις σκέψεις μου όσον αφορά τα ζητήματα που τέθηκαν μέσα από την εξέλιξη της διαδικασίας. Λόγω του διαλείμματος ενδέχεται να έχασα κάποια σημαντικά που ειπώθηκαν και γι' αυτό θα ήθελα αυτή η ανακοίνωση να εκληφθεί ως γενικότερο σχόλιο πάνω στη διαδικασία και το πολιτικό της νόημα.
Παρακολουθώ ανελλιπώς τις συζητήσεις και δεν έχω λάβει συνειδητά ούτε μία φορά το λόγο. Αυτό οφείλεται στο ότι πιστεύω πως η εκφορά λόγου στα πλαίσια μιας διαδικασίας που θέλει να λέγεται πολιτική οφείλει να είναι υπεύθυνη και να έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. Πρέπει κανείς να έχει αίσθηση της θέσης απ' την οποία μιλά. Προσωπικές μου υποχρεώσεις δεν μου επιτρέπουν την παραμονή στον χώρο της κατάληψης κατά τις κρίσιμες στιγμές, γι' αυτό νιώθω ακατάλληλος να υποστηρίξω τον τερματισμό ή τη συνέχιση της. Ωστόσο, θεωρώ κρίσιμο να έχει ο καθένας μας που υποστηρίζει αυτή την κίνηση σαφή αίσθηση του πολιτικού της διακυβεύματος.
Μια πολιτική διαδικασία είναι μια διαδικασία λήψης αποφάσεων, και είναι ανταγωνιστική όταν δεν αποκλείει κανένα στην πράξη. Όμως, η συλλογικότητα βασίζεται, εν τέλει, στην πλειοψηφούσα αρχή. Είναι βαθιά νυχτωμένος και αιθεροβάμων όποιος πιστεύει ότι η ομοφωνία και η συναίνεση είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση ή ότι μπορεί να ισχύσει καθολικά. Δίχως να θέλω να μπω σε ζητήματα κοινωνικής ψυχολογίας αναφορικά με το πώς διαμορφώνεται το εκάστοτε κλίμα συναίνεσης ή το πώς επιτυγχάνεται τελικά η ομοφωνία, εφιστώ απλώς την προσοχή στο ότι η συναίνεση μπορεί να διαμορφωθεί μ' ένα τρόπο που να αποτελεί τροχοπέδη στην ανάδειξη μιας πολιτικής κουλτούρας που θέλει τον καθένα να έχει πλήρη συνείδηση του δεσμευτικού χαρακτήρα της εκφοράς λόγου στα πλαίσια μιας πολιτικής διαδικασίας. Όπου η συναίνεση δεν μπορεί να επιτευχθεί αβίαστα (και κάτι τέτοιο ελέγχεται απ' τη διαπραγμάτευση του νοήματος των λεχθέντων), όπου υπάρχουν διαφωνίες και αποκλίνουσες τάσεις, όπως έγινε στην χτεσινή συνέλευση, θα πρέπει να καταφεύγει κανείς σε ψηφοφορία. Δεν είμαστε εδώ για να λύσουμε τα αιώνια προβλήματα που προκύπτουν απ' την ύπαρξη μεγάλων και μικρών πλειοψηφιών ή μειοψηφιών, αντιστοίχως· είμαστε εδώ για να αποφασίσουμε αν θα συνεχιστεί ή όχι η κατάληψη της Λυρικής σκηνής. Πολιτική ήττα δεν αποτελεί πρωτίστως το ό,τι μας είναι δύσκολο να συνδέσουμε επαρκώς την κίνησή μας με διάφορες άλλες αντίστοιχες σητν πόλη, αλλά μια γενική συνέλευση η οποία αδυνατεί μετά από έξι ώρες να λάβει μια απόφαση, προτού δηλαδή επικρατήσει η σωματική και ψυχική εξάντληση όχι μόνο σ' αυτούς που μένουν επί μονίμου βάσεως στην κατάληψη αλλά και σε όλους τους άλλους. Και δεν είναι, βέβαιως, καθόλου παρήγορο το ότι έπρεπε να φτάσει στα όριά της η κατάσταση ώστε να κινητοποιηθούν οι εμπειρότεροι με τις πολιτικές διαδικασίες προς την κατεύθυνση που περιγράφω.
Έχω την εξής πρόταση, λοιπόν. Δεδομένου ότι η ομοφωνία είναι δύσκολο να επιτευχθεί, για να μην επαναληφθεί το χτεσινό, καλά θα ήταν να προχωρήσουμε από ένα σημείο και μετά σε ψηφοφορία, ακόμη και αν μείνει ανεπίλυτο το ζήτημα του αν έχουν δικαίωμα να ανήκουν στο σύνολο αυτών που λαμβάνουν αποφάσεις όσοι δεν μπορούν να δεσμευτούν. Προτείνω επίσης, αν η γενική συνέλευση αποφασίσει τη συνέχιση της κατάληψης, να αντικατασταθούν, κατόπιν διευθέτησης των πρακτικών ζητημάτων, όσοι έχουν στηρίξει με τη συνεχή παρουσία τους. Τα παιδιά αυτά δεν έχουν τίποτε να αποδείξουν σε πολιτικό και ανθρώπινο επίπεδο.
Επαναλαμβάνω, δεν είμαστε εδώ για να λύσουμε τα αιώνια προβλήματα της αυτοργάνωσης και της άμεσης δημοκρατίας, όπως πχ. τι γίνεται όταν δεν αποκλείεταικανένας από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, αλλά μπορεί να αποκλεισθεί κατά τη διαδικασία της υλοποίησής τους, ή να υποστεί τις συνέπειες των αποφάσεων στις οποίες δεν συναινεί. Τι γίνεται, λοιπόν, με τη δέσμευση αυτή που δεν μπορεί να εξασφαλιστεί μέσα απ' την διαδικασία, αλλά που η ίδια απαιτεί για την ομαλή διεξαγωγή της; Εν προκειμένω, πώς αντιμετωπίζουμε το γεγονός ότι μπορεί κάποιος να ψηφίσει υπέρ της συνέχειας της κατάληξης ενώ δεν μπορεί να βρίσκεται εκεί την κρίσιμη στιγμή, ή το ότι μπορεί κάποιος να ψηφίσει υπέρ του τερματισμού της όταν υπάρχει κάποιος άλλος που στηρίζει συστηματικά την κατάληψη, ο οποίος, παρά την κούραση του, προτίθεται να συνεχίσει. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν θα έπρεπε να επηρεάσει θετικά ή αρνητικά την απόφαση η ψήφος κάποιου που δεν μπορεί να δεσμευτεί άνευ όρων. Δεν γνωρίζω, απλά σας κοινοποιώ τον προβληματισμό μου, και οφείλω να σας πω ότι κλείνω υπέρ της άποψης του να τερματιστεί η κατάληψη.
Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να πω ότι, πέραν της διασφάλισης της πολιτικής διαδικασίας, θεωρώ ότι ένα επιπλέον πολιτικό διακύβευμα αυτής της κίνησης είναι να καταστήσει σαφές το πολιτικό και οικονομικό καθεστώς σε σχέση με την πολιτιστική παραγωγή και κατανάλωση που αμφισβητείται. Επιφυλάσσομαι, επίσης, να βρω χρόνο στις επόμενες μέρες ώστε να τοποθετηθώ πάνω στο ζήτημα που προέκυψε αναφορικά με τη στάση που θα πρέπει να κρατά κανείς απέναντι σ' αυτό που κάποιοι ονόμασαν «πληρωμένη τέχνη« (υπονοώντας «ξεπουλημένη»).
Θα ήθελα επίσης, ακόμη και αν ακουστεί περίεργο, να κάνω ένα σχόλιο που αφορά το ζήτημα εξουσίας που υποτίθεται ότι θέτουμε, σχόλιο το οποίο κατατίθεται μ' αυτό τον τρόπο μόνο και μόνο γιατί θεωρώ πρέπον να γίνει υπό τέτοιες συνθήκες. Σας καλώ λοιπόν να σκεφτείτε αν η ιεραρχία εξουσιών είναι μια ιεραρχία καθηκόντων και ανάληψης ευθύνης και βασίζεται στην διαβάθμιση και στην πολλαπλότητα του τρόπου με τον οποίο δεσμεύεται κανείς από τον λόγο που εκφέρει στα πλαίσια μιας πολιτικής διαδικασίας ακριβώς επειδή δεν μπορούν όλοι να δεσμευτούν εκ των προτέρων και άνευ όρων για το οτιδήποτε.
Γ. Π.
--------------------------------------------------------
Περί του εργάτη τέχνης και πολιτισμού
(Για να μη γίνει ακατάσχετη η ροή του λόγου μου, επειδή έχω να μιλήσω σε συνέλευση αρκετό καιρό και επειδή τα γραπτά είναι που μένουν, φρόντισα να συντάξω μερικές επιπλέον σκέψεις, κατατοπιστικού χαρακτήρα, όσον αφορά τα θέματα που έθιξα με την Ανοικτή Επιστολή προς τους Καταληψίες της Λυρικής Σκηνής, κείμενο που έγραψα αμέσως μετά την πρώτη γενική συνέλευση, και μοίρασα, σε λίγα αντίτυπα, στο χώρο της καάληψης. Οι σκέψεις αυτές βρίσκονται σε συνάφεια και λαμβάνουν υπόψη την εξέλιξη των συζητήσεων, για τις οποίες μόνο να ενθουσιαστεί μπορεί κανείς, με την έννοια ότι σ’ αυτές θίγονται αυθόρμητα, από άτομα που δεν ανήκουν σε πολιτικές ομάδες κανενός είδους, ζητήματα άκρως πολιτικά, ανάλογα μ’ αυτά που προσπάθησα να αναδείξω στην επιστολή. Το συμπληρωματικό αυτό κείμενο γράφτηκε με αφορμή τη συζήτηση που θα πραγματοποιηθεί σήμερα, 4 Φεβρουαρίου, με θέμα «Καλλιτέχνης, εργάτης της τέχνης, ή τι;». Επιφυλάσσομαι για περαιτέρω τοποθετήσεις.)
-
Ειπώθηκε πολύ σωστά, με αφορμή την ενημέρωση γύρω απ’ την κατάσταση της τραυματισμένης συνδικαλίστριας Κωνσταντίνας Κούνεβας που πραγματοποιήθηκε από τα μέλη της «Παναττικής Ένωσης Καθαριστριών και Οικιακού Προσωπικού», ότι αυτό που ενώνει τις καθαρίστριες και τους καλλιτέχνες είναι οι ελαστικές σχέσεις εργασίας και ένα συγκεκριμένο εργασιακό καθεστώς. Υπερθεματίζω λέγοντας ότι αυτό που ενώνει τους καλλιτέχνες και τις καθαρίστριες δεν είναι ότι μπορούν και οι καθαρίστριες να κάνουν τέχνη· μπορεί ναι, μπορεί και όχι, και το ότι κάποιος που δουλεύει σαν σκουπιδιάρης μπορεί να γίνει ο πιο συγκλονιστικός καλλιτέχνης δεν σημαίνει ότι η παραγωγική και δημιουργική ικανότητα όλων των ατόμων είναι ίσης αξίας (κάτι τέτοιο μόνο ποσοτικά και ως αφαίρεση μπορεί να επιβληθεί). Αυτό που τους ενώνει είναι ότι οι δραστηριότητες αμφότερων αποφέρουν κέρδη σε κάποιους. Υπάρχει και κάτι όμως που τους διακρίνει, ότι οι καλλιτέχνες (οι καλές τέχνες, η κουλτούρα) αποφέρουν μέσω του πολιτισμού και της διασκέδασης απείρως μεγαλύτερα ποσά. Οι καλλιτέχνες που υποτίθεται ότι αποτελούν το πλέον ευαισθητοποιημένο, ευφυές και προοδευτικό κομμάτι της κοινωνίας πρέπει να σταθούν νηφάλια εδώ, και να μην προσκολλούνται στο δίπολο είτε του να αναζητήσουν τρόπο να θεμελιώσουν ιδεολογικά τον εξοβελισμό της καλλιτεχνικής και δημιουργικής δραστηριότητας, είτε να προσπαθήσουν, με συντεχνιακό τρόπο, να συμπλεύσουν με το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς. Η ελευθερία της τέχνης, δηλαδή η ελεύθερη ανάπτυξη της δημιουργικής δραστηριότητας, εξαρτάται απ' αυτό.
-
Οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι δεν συνιστούν μέρος μιας ή/και αυτοτελή εκμεταλλευόμενη τάξη επειδή είναι αλληλέγγυοι με την τάξη των εργατών ή των αγροτών, αλλά επειδή αποφέρουν κέρδος για τους κάτοχους της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, επειδή το κράτος και η αγορά εκμεταλλεύεται την τέχνη και την κουλτούρα. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι ίδιοι εμπλέκονται μ' ένα θεμελιωδώς διαφορετικό τρόπο σ' αυτό το παιχνίδι. Το είδος της εκμετάλλευσης την οποία υφίστανται είναι διαφορετικού τύπου απ' αυτή ενός βιομηχανικού εργάτη ή ενός αγρότη, όχι από μεταφυσική σκοπιά, αλλά σε καθαρά πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, και αυτό που υποτίθεται ότι θα συνιστούσε την φόρμουλα για πολιτική δικαιοσύνη και οικονομική ισότητα αναφορικά με τη βιομηχανική και σε μεγάλο βαθμό με τη χειρωνακτική εργασία, δηλαδή το οικονομικό ισόποσο της μίας ώρας, δεν μπορεί να ισχύσει επίσης για τους εργάτες πολιτισμού και κουλτούρας, ακριβώς επειδή η τέχνη συνιστά μια σπάνια παραγωγή, που δεν μπορεί να αναλυθεί σε ποσοτικό χρόνο, όπως γίνεται με τη μαζική βιομηχανική παραγωγή εμπορευμάτων, και επειδή οι αξίες κατά τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της μεταβλητότητας τους δεν μπορούν να αντιστοιχηθούν σε χρήμα, καθώς με το χρήμα μετράμε μόνο ό,τι μπορεί να ονομαστεί κοινή αξία. Οι καλλιτέχνες ως εκμεταλλευόμενοι μόνο ένα πράγμα μπορούν να υπερασπισθούν από κοινού με άλλους εκμεταλλευόμενους: το δικαίωμα του καθενός να αποφασίζει τι θέλει να παράγει και τι να καταναλώσει, το δικαίωμα του καθενός τόσο να συσσωρεύει όσο και να καταναλώνει αυτό που ο ίδιος συσσώρευσε. Είναι αδύνατο να επεξεργαστούμε το πώς λαμβάνει χώρα η εκμετάλλευση αυτού του είδους που υφίστανται οι καλλιτέχνες ως παραγωγοί κέρδους, έχοντας στο μυαλό του θεωρητικά σχήματα που έχουν προκύψει από την ανάλυση του πως εκμεταλλεύονται οι κάτοχοι της εξουσίας την τάξη των βιομηχανικών εργατών ή των αγροτών. Θέλω να το τονίσω αυτό: μιλάμε για άλλου είδους εκμετάλλευση επειδή μιλάμε για άλλου είδους εργασία.
-
Έχει πλάκα για ένα άνθρωπο σαν και εμένα, που μεγάλωσε σε μια δύσκολη και δίχως προοπτική εποχή με τα κείμενα που παρήγαγε η σύμπλευση των πλέον ριζοσπαστικών τάσεων του επαναστατικού κινήματος και της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας του εικοστού, να βλέπει κάποιον σαν τον κ. Σάββα Μιχαήλ να ανασύρει, στην ομιλία που έδωσε χτες, στις 4 του μηνός, στον χώρο της κατάληψης, όλα τα συνθήματα των Σουρεαλιστών, των Λετριστών και των Καταστασιακών και όλους τους πομπώδεις νεορομαντικούς λεκτικούς λεονταρισμούς του πιο πρόσφατου επαναστατικού μεσσιανισμού, δίχως να αναπτύξει θέση ή να παραπέμψει σε κανένα μείζον ζήτημα αναφορικά με τη φύση της εργασίας των καλλιτεχνών και των διανοούμενων στη σύγχρονη κοινωνία. Και δεν είναι καθόλου ευχάριστο, γιατί αυτή ακριβώς η στάση δίνει λαβή στην πλέον κοινότοπη και αποστειρωμένη αντικαλλιτεχνική ρητορεία. Αν δεν την εξοπλίζει μάλιστα, όταν πιστεύει ότι το «ουτοπικό πλεόνασμα» της τέχνης μπορεί να χρησιμεύσει ως υποστύλωμα κάθε είδους επαναστατικών πολιτικών συνθημάτων, ασχέτως του αν τα υπεραπιζόμαστε είτε ως καλλιτέχνες είτε ως οτιδήποτε άλλο.
-----
Για να τελειώνουμε με το ζήτημα «καλλιτέχνες» (15/02/09)
Σε καμία κοινωνική δραστηριότητα δεν υπάρχει κάτι το εγγενώς προοδευτικό ή αντιδραστικό με πολιτικούς όρους. Το ποια λειτουργία αυτή επιτελεί, είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα. Αυτό που κριτικάρω ως «διαχωρισμένη» δραστηριότητα, επομένως, δραστηριότητα δηλαδή που έχει ως αποτέλεσμα έχει τον αποκλεισμό ή τον ετεροκαθορισμό στην πολιτική και την τέχνη, είναι το φαινόμενο των επαγγελματιών πολιτικών και καλλιτεχνών. Όμως συχνά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο δείχνουν και οι λέξεις έχουν, ιδίως σε σχέση με τον πολιτικό λόγο, την ιδιότητα να είναι εξίσου ένοχες και αθώες ταυτοχρόνως. Όταν, για παράδειγμα, κάποιος λέει σήμερα ότι είναι «πολιτικός», δεν εννοεί απλά ότι είναι πολιτικό ον ή ότι εκφέρει πολιτικό λόγο, ούτε ότι υπερασπίζεται μια πολιτική ταυτότητα. Με τους καλλιτέχνες, απ' την άλλη, τα πράγματα είναι ακόμη πιο μπερδεμένα.
Η τέχνη και η ψυχαγωγία δεν μπορούν εύκολα να υπαχθούν στη διάκριση επαγγέλματος και ερασιτεχνίας, και δεν μπορούν να διευθετηθούν οικονομικά με τους όρους που διευθετείται η αυτοματοποιημένη, μη δημιουργική και εν τέλει αντικαλλιτεχνική εργασία, μια εργασία δηλαδή απ' την οποία αποκλείεται συλλήβδην και εξ ορισμού το παιγνιώδες και η διασκέδαση. Για να υπαχθεί το οτιδήποτε στη διάκριση μεταξύ επαγγέλματος και ερασιτεχνίας, θα πρέπει να μπορεί να υπαχθεί την ίδια στιγμή και στη διάκριση μεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, η οποία εισήχθη με τη Βιομηχανική Επανάσταση. Η τέχνη όμως δεν είναι ούτε διανοητική ούτε χειρωνακτική εργασία, δίχως να μπορεί να διακριθεί εντελώς απ' αυτές. Μ' αυτούς τους όρους, λοιπόν, δεν συνιστά ακριβώς επάγγελμα, όχι μόνο για πρακτικούς λογους, αλλά και επειδή η διάκριση επαγγελματία και ερασιτέχνη δεν έχει βάση και ενδιαφέρον όσον αφορά την αξία της καλλιτεχνικής και πολιτιστικής παραγωγής. Με άλλα λόγια, ο καλλιτέχνης είναι ένα είδος επαγγελματία ερασιτέχνη! Παράλληλα όμως, και αυτό είναι το πλέον κρίσιμο, η καλλιτεχνική και πολιτιστική παραγωγή έχει μια υψηλή αξία στην κοινωνία – ακόμα και από οικονομική σκοπιά, υπό την έννοια ότι ένα έργο τέχνης ή μια παράσταση μπορεί να κοστολογηθούν. Έτσι, δεδομένων αυτών, το τι θεωρείται επαγγελματίας καλλιτέχνης και κατά πόσον τα κριτήρια αυτού επιβάλλονται με απώτερο σκοπό τον αποκλεισμό και τον ετεροκαθορισμό κάποιων, ή την υποτέλεια της ίδιας της τέχνης, είναι διαφορετικό θέμα από το τι διακρίνει τον καλλιτέχνη από τον μη καλλιτέχνη.
Γιατί, τώρα, προκαλεί τόση σύγχυση και καχυποψία η αναφορά στον καλλιτέχνη στις μέρες μας; Πολύ απλά γιατί έχουμε την τάση να συγχέουμε μια διάκριση μ' ένα διαχωρισμό. Ο διαχωρισμός ανάμεσα σε επαγγελματία καλλιτέχνη (ακόμη και αν αναφερόμαστε σε κάποιον που τα καταφέρνει να ζει κάνοντας τέχνη) και ερασιτέχνη δεν μπορεί επιβληθεί απόλυτα, παρότι κάποιοι τον προωθούν για ευνόητους λόγους, κι αυτό οφείλεται στην ίδια τη φύση της καλλιτεχνικής και δημιουργικής δραστηριότητας. Η διάκριση, όμως, ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στον μη καλλιτέχνη, πέραν του ότι αποτελεί μιαν ρευστή ρυθμιστική ιδέα, που σχετίζεται με αμφίβολες έννοιες όπως είναι αυτή της καλαισθητικής κρίσης και της αισθητικής απόλαυσης, επιβιώνει –και δεν γίνεται αλλιώς– επί τη βάση του ότι η δημιουργική και παραγωγική ικανότητά μας δεν είναι ίσης αξίας ή ομοιόμορφη, όπως και της απλής διαπίστωσης ότι δεν κατέχουν όλοι οι άνθρωποι τον ίδιο βαθμό δημιουργικής ευφυΐας ή φαντασίας (ασχέτως του πως το ορίζουμε αυτό). Υπ' αυτή την έννοια, «καλλιτέχνης» μπορεί να θεωρηθεί εκείνος που, στο πεδίο που ο ίδιος επέλεξε να δώσει ότι καλύτερο έχει, καταφέρνει να παράγει κάτι σπάνιο, μοναδικό και άξιο θαυμασμού.
Προκύπτει τώρα ένα μεγάλο ζήτημα, αυτό της εκμετάλλευσης των καλλιτεχνών, των ψυχαγωγών, των διανοούμενων, το οποίο είναι θέμα-ταμπού, ακριβώς επειδή, στο πλαίσιο των «μαζικοδημοκρατικών» κοινωνιών που εμφανίστηκαν μετά το τέλος της «κόκκινης αφήγησης», έχει επιβιώσει και αναπαράγεται με διαφορετικούς όρους (εκσυγχρονισμός ή συντηρητισμός), η μαρξιστική, τρόπον τινά, ιδέα του ότι οι παραγωγοί των ιδεών και αισθητικών αξιών είτε θα εκφράζουν την κυρίαρχη τάξη είτε μια επαναστατική τάξη (στο μέτρο που αυτή κάνει αισθητή την παρουσία της στο ιστορικό προσκήνιο). Έτσι, αποφεύγεται συστηματικά να συζητηθεί το γεγονός ότι οι κάτοχοι της εξουσίας ενδέχεται να εκμεταλλεύονται τους καλλιτέχνες, τους ψυχαγωγούς και τους διανοούμενους, στην προσπάθειά τους να τους επιστρατεύσουν για να ανανεώνουν το ενδιαφέρον του ευρύτερου πληθυσμού για τη δημόσια και την ιδιωτική ζωή τους, και επομένως για το πολιτικό και οικονομικό καθεστώς που αντιπροσωπεύουν, μαζί με όλες τις συμβολικές και φαντασιακές συνδηλώσεις του. Και αυτό το κατορθώνουν υποστηρίζοντας ότι η τέχνη δεν μπορεί να αποτελεί απλό επάγγελμα αλλά στην ουσία είναι ερασιτεχνία και χόμπι, τα οποία γι’ αυτό και δεν θα πρέπει να πληρώνεται, επιβεβαιώνοντας το γνωστό κυρίαρχο δόγμα σύμφωνα με το οποίο δεν είναι κοινωνικά ωφέλιμο να συναντιούνται διασκέδαση και εργασία.
Με πρόσχημα και άλλοθι, λοιπόν, το ότι η καλλιτεχνική και η πολιτιστική παραγωγή, η οποία αποφέρει και στο όνομα της οποίας διακινούνται μεγάλα ποσά, είναι μια ερασιτεχνία και επομένως δεν θα πρέπει να πληρώνεται (μια εντελώς παράλογη ιδέα, που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μόνο ότι είναι επαγγελματικό αξίζει), οι καλλιτέχνες και οι ψυχαγωγοί αναγκάζονται να δουλεύουν μέχρις ότου εξαντληθούν ολοκληρωτικά, κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα. Την ίδια στιγμή που έχουν, παραδοσιακά πλέον, να αντιμετωπίσουν τις αποβλακωμένες και κουρασμένες μάζες των κάθε είδους μικροαστών εργατών (όσων πεθαίνουν από ανία όταν εργάζονται), στις λίγες ώρες που απομένουν στους τελευταίους για να ψυχαγωγηθούν, οι οποίοι απαιτούν τη διασκέδαση πάση θυσία (μια έντονη εμπειρία που να αντισταθμίζει τη μονοτονία της εργασίας τους;), όταν δεν πεθαίνουν από ανία «διασκεδάζοντας».
Έτσι, δεδομένου αυτού, επαγγελματίας καλλιτέχνης δεν μπορεί παρά να είναι ένας προπαγανδιστής της κυρίαρχης τάξης, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει δίχως την απώλεια κάθε ενδιαφέροντος για την ιδια την καλλιτεχνική παραγωγή. Αλλά ας το προσπεράσουμε αυτό προσωρινά και ας εστιάσουμε σε κάτι άλλο που θεωρώ εξίσου σημαντικό για το θέμα, δηλαδή την έννοια της κοινωνικής αξίας, προκειμένου να καταλάβουμε περισσότερο σε τι ακριβώς συνίσταται η εκμετάλλευση των καλλιτεχνών, των ψυχαγωγών και των διανοούμενων. Ο πλούτος δεν μπορεί να είναι, όπως υποστηρίζουν μαρξιστές και νεοφιλελεύθεροι, η αφθονία ή η ελεύθερη πρόσβαση στα αγαθά που προσφέρει η εκμετάλλευση και ο μετασχηματισμός της φύσης. Πλούτος είναι το σπάνιο, το μοναδικό, αυτό που είναι άξιο θαυμασμού. Πλούσιος είναι αυτός που διακατέχεται από ένα αίσθημα πληρότητας και ανεξαρτησίας, το οποίο στηρίζεται στην άκαμπτη πεποίθηση ότι δεν είναι οι συνθήκες της ζωής του (είτε ζει μέσα στη φτώχια, είτε ζει μέσα στην αφθονία) αυτές που καθορίζουν ό,τι είναι ή ό,τι δύναται να γίνει. Και αυτοί οι άνθρωποι, οι πραγματικά πλούσιοι, είναι που βάλλονται από παντού, με τον πλέον λυσσαλέο τρόπο. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, παραλείπεται συχνά να αναφερθεί από τους θιασώτες της συντεχνιακής ιδεολογίας ή τους επαναστάτες «φίλους του λαού», πως και αυτοί που ζούνε μέσα στην αφθονία, αυτοί που έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση στα αγαθά μπορούν και είναι εξίσου δυστυχείς μ' αυτούς που δεν έχουν. Αυτό που δεν μοιράζονται με τον λαό αυτοί που ζουν μέσα στην αφθονία, δεν είναι σε καμία περίπτωση η ευτυχία, αλλά αυτό που μπορεί να μοιράζονται σε κάθε περίπτωση η δυστυχία. Όμως ας επιστρέψω στο θέμα της εκμετάλλευσης του μοναδικού και του σπάνιου.
Θα προσπαθήσω να το πω αλλιώς, με μια εικόνα: είναι σαν να έχει πάρει κάποιος τον μάγο της φυλής, του έχει πει ότι η φυλή δεν υπάρχουν πλέον, αλλά μόνο διευθύνοντες και διευθυνόμενοι, αφεντικά και εργάτες, και ότι δουλειά του πλέον είναι να ψυχαγωγεί κάποιες ώρες τους διευθυνόμενους εργάτες ως ανταμοιβή των ωρών που εκείνοι αφιέρωσαν στην αναπαραγωγή αυτής της συνθήκης, όμως την ίδια στιγμή δεν μπορεί να διεκδικήσει τίποτε για τον εαυτό του, επειδή στη σύγχρονη εποχή των διευθυντών και των διευθυνόμενων, των αφεντικών και των εργατών, κανείς δεν πιστεύει στους μάγους. Ενώ παράλληλα έχει τους καταταλαιπωρημένους διευθυνόμενους εργάτες, που έχουν καταληφθεί από ένα ανυπέρβλητο αίσθημα ματαιότητας, να του τονίζουν ότι όσο και να προσπαθεί, όσο και να δίνει τον καλύτερο του εαυτό, δεν θα είναι ποτέ ξανά αυτό που ήταν.
Επίσης, έχω κάτι τελευταίο να καταθέσω επί του πραγματολογικού. Αυτοί που στήριξαν ως αξιοπρεπή και όπλισαν με επιχειρήματα τον αγώνα των βιομηχανικών εργατών και των αγροτών, πολύ συχνά ανήκαν σε μια κοινωνική ομάδα η οποία δεν εργαζόταν ούτε στη βιομηχανία ούτε στη γη. Ήταν διανοούμενοι και καλλιτέχνες και οι συνθήκες διαβίωσης τους δεν ήταν πάντα τόσο καλές όσο φαντάζονται αυτοί που τους ανεβάζουν και τους κατεβάζουν «εξασφαλισμένους». Όταν ο Μαρξ έγραφε το Κεφάλαιο, και ξημεροβραδιαζόταν στις αγγλικές βιβλιοθήκες, πεινούσαν τα παιδιά του. Οι ντανταϊστές, οι σουρεαλιστές, οι λετριστές και οι καταστασιακοί διέπρατταν τη μία αυτοκτονία μετά την άλλη, ζούσαν μια ζωή στο περιθώριο της οικονομίας, στην παραοικονομία, και, στην καλύτερη περίπτωση, επιβιώναν μέσα σ' ένα καθεστώς ελαστικής εργασίας. Η μόνη εγγύηση που είχαν (αν την είχαν) ήταν κάποιοι «αποστάτες της τάξης τους» (όπως ο Ένγκελς και ο Λεμποβισί), ή όπως αυτοί που έδιναν «δανεικά και αγύριστα» ποσά στον Μπακούνιν για να ταξιδεύει σ' όλη την Ευρώπη με σκοπό να ξεσηκώσει τα πλήθη ή να συναντήσει τα ήδη ξεσηκωμένα. Αυτοί που αμφισβήτησαν επίσης την αστική τέχνη, καταδεικνύοντας με τη διαθεσιμότητα και τη χαριστικότητα του καθημερινού τους βίου, τη χυδαιότητα και την έκπτωση της αυτοαναφορικής μίζερης ζωής ενός μικροαστού, που αποτελούσε και αποτελεί ένα συγκεκριμένο πνευματικό τύπο ανθρώπου που έχει επιβληθεί σε όλη την έκταση της εποχής, δεν ήταν φυσικά οι εργάτες (οι οποίοι όσο αποκτούσαν δικαιώματα έτειναν να γίνουν μικροαστοί στο πνεύμα τουλάχιστον), αλλά καλλιτέχνες και διανοούμενοι.
Επομένως, ως άνθρωπος αφιερωμένος στην τέχνη, ως άνθρωπος που θέλει να λέγεται καλλιτέχνης, και να εκφέρει απ' αυτή τη θέση πολιτικό λόγο, δεν επιτρέπω σε κανένα ημιμαθή που αρέσκεται να τοποθετείται περί παντός τινού, δίχως να λέει τίποτε επί της ουσίας, και, ακόμη περισσότερο, σε κανένα νεοβάπτιστο ή παλαίμαχο πολιτικάντη της άκρας αριστεράς, που δεν έχει ενδιαφερθεί στο ελάχιστο για την εργώδη, κοπιαστική, μα άκρως απολαυστική προσπάθεια του να παράγει κανείς κάτι σπάνιο, να γελάει, να ειρωνεύεται, να ψέγει τους «καλλιτέχνες» και τους «διανοούμενους». Απ' την ίδια θέση μπορώ να εκφράσω την αντιπάθεια μου απέναντι σε κάθε καλλιτεχνίσκο, «επιμελητή», θεωρητικό της τέχνης ή καλλιτεχνικό διευθυντή –απ’ αυτούς που τσιτάρουν με την πρώτη ευκαιρία Μπένγιαμιν, Αγκάμπεν, Ντεμπόρ– να ισχυριστεί ότι τέτοιου είδους απόψεις, όπως οι δικές μου, καθιστούν τα όρια της τέχνης και της προπαγάνδας ασαφή, δικαιολογώντας έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, στο όνομα μιας οντολογικής και ουσιοκρατικής οπτικής (το έσχατο καταφύγιο μιας τέχνης που διαφημίζει, θέλοντας και μη, την καθεστηκυία τάξη), την υποτέλεια της τέχνης στο κυρίαρχο πολιτικό και οικονομικό καθεστώς.
Γ. Π.