Το θέμα ήταν, όπως πάντα, να βγει νοκ-άουτ εκείνη
η κρίσιμη μάζα πολιτών, που διέθεταν αγωνιστικό φρόνημα, οξεία αίσθηση
κοινωνικής αλληλεγγύης, ζωντανό ενδιαφέρον για υποθέσεις πέρα από τα άμεσα
ενδιαφέροντα και συμφέροντά τους, ματιά πέρα από τη δική τους γενιά και ηθικές
αντιστάσεις απέναντι στην αδικοπραξία. Ορίστε :
Α΄φάση (1950-1974): Ταπείνωση
Διαβάζουμε από τον Λάζαρο Αρσενίου στο Η
Γένεση του Εμφύλιου και οι Συνέπειες αυτού (εκδόσεις Ελλα, Λάρισα, 2001):
«Η ελληνική Άρχουσα Τάξη πανηγύρισε για τη νίκη της
στον Εμφύλιο Πόλεμο. Και την εκμεταλλεύτηκε, όχι για το έθνος υπέρ του οποίου
ισχυριζόταν ότι τον είχε αναλάβει, αλλά για τον εαυτό της. Μόλις εξασφαλίστηκε
η νίκη της αυτή, απομάκρυνε από την εξουσία τους Κεντρώους πολιτικούς που την
εξυπηρέτησαν στην κατάκτησή της, και βάλθηκε να ανυψώσει σε μονοκομματικό πλέον
κράτος το καθεστώς της Άκρας Δεξιάς (…)
Κριτήριο για κάθε πρόσληψη, μέχρι νεκροθάπτου, και
για κάθε προώθηση, μέχρι κλητήρος, τέθηκε η υποταγή σε κρατούντα. Τα κριτήρια
αυτά λειτουργούσαν σαν μαγνήτης, που ανέσυρε από την αφάνεια κι από το βυθό
μετριότητες και άτομα μειωμένων αναστολών. (…)
Από τη δεκαετία του ’50 συρρέει συνάλλαγμα από τη
ναυτιλία, από τους παλιούς μετανάστες στην Αμερική και από τον τουρισμό, αλλά
κυβερνήσεις και τράπεζες (όλες κρατικές τότε) το διοχέτευαν σε μεσάζοντες. (…)
Η λεηλασία του δημόσιου πλούτου και η συναλλαγή
έγιναν αποδεκτός τρόπος ζωής. (…)
Οι πλουτίσαντες στην Κατοχή από την εμπορία
τροφίμων, στράφηκαν και τώρα προς αυτήν. Αυτήν ήξεραν από τότε, με αυτήν
πλούτισαν επίσης τότε, αυτήν χρησιμοποίησαν και τώρα για συνέχιση του
πλουτισμού τους. Με μια διαφορά: στην Κατοχή ασκούσαν εμπορία με τη Μαύρη
Αγορά, σε συνεργασία με τους κατακτητές. Τώρα την ασκούσαν παρασιτικά,
ληστρικά, σε συνεργασία με τις κρατικές τράπεζες και την κυβέρνηση. Εισάγουν με
το συνάλλαγμα τρόφιμα, δηλαδή προϊόντα Γεωργίας, πέραν των αναγκών της χώρας.
Κυβέρνηση και τράπεζες που χορηγούν το συνάλλαγμα, διευκολύνουν την διάθεσή
τους στην εσωτερική αγορά με διατήρηση κάτω του κόστους των τιμών των εγχωρίων,
ώστε να αποθαρρύνεται η παραγωγή τους. Καταδιωκόμενα έτσι τα ελληνικά, δέχθηκαν
έναν ανελέητο ανταγωνισμό μέσα στο Εθνικό τους έδαφος από τα εισαγόμενα. Μόνο
για την εισαγωγή γαλακτοκομικών στη δεκαετία του εξήντα η Ελλάδα δαπάνησε ένα
δις δολαρίων ετησίως, ενώ η εγχώριος κτηνοτροφία καταδιωκόταν για να μειώνει
την παραγωγή της. (…)
Στο μεταξύ οι πρώην μαυραγορίτες και τράπεζες
θησαύριζαν. Η ελληνική οικονομική ολιγαρχία ζυμώθηκε μεταπολεμικά με μανδύα
τους μαυραγορίτες. (…)
Μεσάζοντες και κοντραμπατζήδες εξασκημένοι στο
«πάρε-δώσε» και στη φιλοσοφία της «αρπαχτής», άφησαν στο κράτος τις παραγωγικές
μονάδες και κράτησαν για τον εαυτό τους τις κρατικές προμήθειες και τα κρατικά
έργα, που δίνουν εύκολα, γρήγορα και χωρίς επιχειρηματικούς κινδύνους άφθονο
χρήμα. Και μένουν όλοι ικανοποιημένοι. Η Άρχουσα Τάξη έχει τρόπο να κερδίζει
και τα κόμματα να κατακτούν (με την άνοδό τους στην κυβέρνηση) τα λάφυρα της
εξουσίας: αμέτρητες «καρέκλες» για διορισμούς σε κρατικές επιχειρήσεις,
οργανισμούς και τράπεζες και δικαίωμα διαχείρισης του άφθονου πλούτου τους, με
ό,τι άλλο συνεπάγεται αυτή. Η άρχουσα τάξη άλλων χωρών πραγματοποίησε την
πρωταρχική συσσώρευσή της «αιμοσταγώς», αρπάζοντας πρώτες ύλες και αγροτικά
προϊόντα αποικιακών λαών. Επειδή η Ελλάδα δεν έχει Αποικίες, η μεταπολεμική
ελληνική άρχουσα τάξη μεταχειρίστηκε τον ελληνικό λαό ως αποικιακό. Πραγματοποιεί
και αυτή την πρωταρχική συσσώρευση της «αιμοσταγώς», αλλά μέσω του κρατικού
προϋπολογισμού και των κρατικοποιημένων επιχειρήσεων. (…)
Στα περιθώρια αυτού του κρατισμού,
δραστηριοποιούνταν παρασιτικά και ληστρικά, και αναπτυσσόταν, κερδοφόρα ιδιωτική
πρωτοβουλία. (…)
Το ελληνικό πολιτικό, νομικό, πολιτιστικό και ηθικό
εποικοδόμημα ανδρώθηκε επί υποστρώματος «φιλοτεχνηθέντος» υπό της Άρχουσας
Τάξης, στους κόλπους της οποίας βρήκαν θαλπωρή μαυραγορίτες, δοσίλογοι και
άτομα μειωμένων ηθικών αναστολών, φορείς της φιλοσοφίας της αρπαχτής και του
παρασιτικού-ληστρικού τρόπου πλουτισμού. (….)
Η μεταπολεμική ελληνική Άρχουσα Τάξη κατασκεύασε
έτσι μια ξεχωριστή ειδική κρατική μηχανή, που λειτουργεί χωριστά από την
κρατική αλλά σε στεγανά, μεθοδικά και με ταχυδακτυλουργική επιτηδειότητα.»
Λάζαρος Αρσενίου, Η Γένεση του Εμφύλιου και
οι Συνέπειες αυτού
Β' φάση (1975-σήμερα): Εκμαυλισμός
Ε, λοιπόν, όσα κι όσους δεν απόκαμε η Ταπείνωση, τα παρέλαβε και τα ανέλαβε η Ενσωμάτωση: το δικαίωμα στην αρπαχτή αναγνωρίστηκε σαν λαϊκό δικαίωμα και προτάθηκε σαν τρόπος ζωής από το «Τσοβόλα δώστα όλα» μέχρι τα μαζικά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, που αποθεώνουν τη μαλακία και τη διανοητική χλαπάτσα...