«(…)
H αναζήτηση τρόπων για ν’
απαλλαγούμε από κάθε τύψη απέναντι στη φτώχεια και για να γράφουμε τους φτωχούς
στα παλιά μας τα παπούτσια χωρίς ενοχές, έχει γίνει τα τελευταία χρόνια πρωταρχικό
αντικείμενο φιλοσοφικών, λογοτεχνικών και ρητορικών ενασχολήσεων∙ κι είναι μια
προσπάθεια που αφορά και την οικονομία.
Από
τις τέσσερις με πέντε μεθόδους που
χρησιμοποιούνται σήμερα γι’ αυτό το σκοπό, η πρώτη πατάει σε ένα
αναμφισβήτητο γεγονός: ότι οι περισσότερες από τις πρωτοβουλίες υπέρ των φτωχών
έχουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ληφθεί από το κράτος. Ισχυρίζονται λοιπόν
ότι το κράτος είναι από τη φύση του αναποτελεσματικό σε οτιδήποτε αναλαμβάνει ... εκτός
από το να διαχειρίζεται το Πεντάγωνο. Κι επειδή είναι τόσο ανίκανο και
αναποτελεσματικό, λένε, δεν μπορούμε να του ζητάμε να μεριμνά για τους φτωχούς
εφόσον το μόνο που θα καταφέρνει, θα είναι να τα κάνει μαντάρα και να χειροτερεύει
ακόμα περισσότερο την κατάστασή τους!
(…)
Η δεύτερη μέθοδος αναισθητοποίησης είναι όλη αυτή η επιχειρηματολογία, που υποστηρίζει και θέλει να μας πείσει πως οποιαδήποτε μορφή δημόσιας αρωγής
προς τους φτωχούς, τούς κάνει κακό αντί για καλό. Καταστρέφει, λένε, το ηθικό
τους και τους κάνει να προτιμούν να κάθονται, παρά να ψάχνουν για δουλειά. Διαλύει
το γάμο, εφόσον οι γυναίκες μπορούν να ζητούν κοινωνικά επιδόματα για τον εαυτό
τους και τα παιδιά τους μόλις χωρίσουν ή χάσουν τον άντρα τους!
(…)
Τρίτη μέθοδος, η οποία σχετίζεται με την προηγούμενη, είναι ο ισχυρισμός ότι η
κοινωνική πρόνοια έχει αρνητική επίδραση στο κίνητρο για εργασία, διότι −λένε−
με την κοινωνική πρόνοια μεταφέρονται τα εισοδήματα από τους εργαζόμενους προς
τους άνεργους και τους άεργους, αποθαρρύνοντας αυτούς που έχουν όρεξη για
δουλειά και ενθαρρύνοντας τους τεμπέληδες.
Η λεγόμενη “οικονομία της προσφοράς” αποτελεί τη σύγχρονη έκφραση αυτής της θέσης. Σύμφωνα με αυτήν, οι πλούσιοι στις ΗΠΑ υποτίθεται ότι παθητικοποιούνται επειδή, λέει, οι φόροι τούς στερούν ένα πολύ μεγάλο μέρος από τα εισοδήματά τους. Γι’ αυτό προτείνουν ότι πρέπει να πάρουμε τα χρήματα από τους φτωχούς και να τα δώσουμε στους πλούσιους, ώστε να τονώσουμε τις προσπάθειές τους, να τους ενεργοποιήσουμε κι έτσι, λέει, να ζωντανέψει η οικονομία!
Η λεγόμενη “οικονομία της προσφοράς” αποτελεί τη σύγχρονη έκφραση αυτής της θέσης. Σύμφωνα με αυτήν, οι πλούσιοι στις ΗΠΑ υποτίθεται ότι παθητικοποιούνται επειδή, λέει, οι φόροι τούς στερούν ένα πολύ μεγάλο μέρος από τα εισοδήματά τους. Γι’ αυτό προτείνουν ότι πρέπει να πάρουμε τα χρήματα από τους φτωχούς και να τα δώσουμε στους πλούσιους, ώστε να τονώσουμε τις προσπάθειές τους, να τους ενεργοποιήσουμε κι έτσι, λέει, να ζωντανέψει η οικονομία!
(…)
Η τέταρτη τεχνική για την απαλλαγή από τις τύψεις εστιάζει στο πόσο βλαβερό
για την ελευθερία των φτωχών είναι, λέει, το να τους απαλλάσσουμε από τις
ευθύνες τους. Βέβαια, όταν λένε “ελευθερία” εννοούν το να ξοδεύει μεν ο καθένας όπως του αρέσει, αλλά
το κράτος να ξοδεύει τα ελαχιστότερα (εκτός από τα κονδύλια για την εθνική
άμυνα), διότι, όπως λέει ο καθηγητής Μίλτον Φρίντμαν, “οι άνθρωποι πρέπει να
είναι ελεύθεροι να επιλέγουν”.
Αυτή εδώ είναι ίσως η πιο αποκαλυπτική από όλες τις σοφιστείες τους, διότι (…) ενώ φλυαρούν ακατάσχετα και οδύρονται για το πόσο περιορίζεται η ελευθερία των πλούσιων όταν τα εισοδήματά τους μειώνονται από τη φορολογία, δεν λένε ποτέ κουβέντα για την ... εκπληκτική αύξηση της ελευθερίας εκείνων που δεν έχουν να ξοδέψουν παρά πενταροδεκάρες!
Αυτή εδώ είναι ίσως η πιο αποκαλυπτική από όλες τις σοφιστείες τους, διότι (…) ενώ φλυαρούν ακατάσχετα και οδύρονται για το πόσο περιορίζεται η ελευθερία των πλούσιων όταν τα εισοδήματά τους μειώνονται από τη φορολογία, δεν λένε ποτέ κουβέντα για την ... εκπληκτική αύξηση της ελευθερίας εκείνων που δεν έχουν να ξοδέψουν παρά πενταροδεκάρες!
(…)
Τέλος, όταν οι προηγούμενες σοφιστείες δεν πιάνουν τόπο, καταφεύγουν στην
ψυχολογική άρνηση. Ένας μηχανισμός άμυνας οδηγεί πολλούς ανθρώπους να μη
σκέφτονται τη φρενήρη αύξηση των εξοπλισμών και επομένως το ενδεχόμενο εξόντωσης
της ανθρωπότητας. Ο ίδιος μηχανισμός μάς κάνει να μη σκεφτόμαστε τους φτωχούς,
είτε αυτοί βρίσκονται στην Αιθιοπία, στα νότια του Μπρονξ ή στο Λος Άντζελες. “Χαλαρώστε,
σκεφτείτε κάτι ευχάριστο”, μας συμβουλεύουν. (…)»
Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ, How to get the poor off our conscience,
άρθρο στο Harper’s Magazine, Νοέμβριος 1985