Προσπαθώντας να συμμαζέψω κάπως τα πράγματα, ξεκινώ από τις διαπιστώσεις.
α) Η κατά βάση νεολαιίστικη εξέγερση που ακολούθησε το φόνο του μικρού Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, έφερε καταρχήν στο προσκήνιο ένα βαρύ δεδομένο, με το οποίο υποχρεώνεται να πορευτεί η κοινωνία μας από εδώ και πέρα: το τέλος του μύθου που ήθελε, σκόπιμα ή από κακογερασμένη μαγκουφιά, τους σημερινούς νέους να είναι κομφορμιστές, πολιτικά αδιάφοροι, χαζοχαρούμενοι καταναλωτές και ψόφιοι γκατζετάκηδες.
β) Την ίδια στιγμή ― δεδομένου ότι η νεολαία είναι το θερμόμετρο μιας κοινωνίας ― έφερε στο προσκήνιο και το, ακόμα βαρύτερο, ενδεχόμενο να τελειώσει παταγωδώς και ο παρόμοιος μύθος περί γενικότερης κοινωνικής απάθειας.
Πάμε τώρα παρακάτω, στις εκτιμήσεις. Από πολλές πλευρές ακούγεται, πως αυτή η εξέγερση ήταν απλώς μια, λίγο-πολύ μηδενιστική, εκτόνωση κυρίως διότι, πέρα από τους βανδαλισμούς, δεν διατύπωσε κανένα συγκεκριμένα αίτημα. Φοβάμαι πως αυτή η άποψη, φανερώνει άγνοια της πραγματικότητας.
1. Είναι αλήθεια πως δεν διατυπώθηκε, έως τώρα, κανένα συγκεκριμένο αίτημα και ότι στο λόγο των διαδηλωτών κυριάρχησαν τα οργισμένα συνθήματα και η γενική προτροπή «όλοι στο δρόμο». Ωστόσο μπορούμε να σκεφτούμε, ότι αυτό συνέβη επειδή όλα αυτά δεν έγιναν π.χ. για «καλύτερα βιβλία», «λιγότερες ώρες μαθήματος» ή «πιο ευάερα σχολεία», δεν έγιναν ούτε με αφορμή ούτε με στόχο συντεχνιακά ζητήματα, αλλά από ένα πολύ βαθύτερο, γενικότερο και ριζικότερο αίτημα. Το αίτημα για ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. Που είναι βαθύτερο, γενικότερο και ριζικότερο, επειδή η δικαιοσύνη αποτελεί το θεμέλιο της κοινωνίας, καλώντας όλα τα υποκείμενα να αναμετρηθούν όχι μόνο με τον απέναντι αλλά και με τον εαυτό τους.
Αν ισχύει αυτό, τότε αυτός ο ξεσηκωμός δεν ήταν καθόλου μια μηδενιστική εκτόνωση αλλά αντίθετα μια πρώτη εξέγερση εναντίον του κυρίαρχου μηδενισμού.
2. Ένας δεύτερος λόγος που δεν διατυπώθηκαν «συγκεκριμένα αιτήματα», λόγος συμπληρωματικός με τον προηγούμενο, βρίσκεται, νομίζω, στην καθολική χρεοκοπία (όχι της πολιτικής προδιάθεσης της ελληνικής κοινωνίας, αλλά) του πολιτικού λόγου. Και η χρεοκοπία αυτή επέρχεται, αργά η γρήγορα, όταν ο πολιτικός λόγος αφαιρείται από την κοινωνία.
Ο πολιτικός λόγος μπορεί ν’ αφαιρεθεί από τη κοινωνία, από το κοινωνικό σώμα, είτε άμεσα, με την επιβολή τυραννίας, είτε έμμεσα, με την επικράτηση ιδεολογιών που, ακόμα και με δημοκρατικό προσωπείο, ουσιαστικά αρνούνται την πολιτική ελευθερία και είναι ριζικά αντιδημοκρατικές. Τέτοιες ιδεολογίες είδαμε, μεταπολιτευτικά, από τη μια μεριά όλες εκείνες που αποθεώνουν την Ιστορία, τις Παραγωγικές Δυνάμεις, τη Συσσωρευμένη Εργασία, κι από την άλλη εκείνες που αποθεώνουν την Οικονομία, την Ανάπτυξη και τους Νόμους της Αγοράς. Και οι δυο, η καθεμιά με τον τρόπο της, καθιστούν τον πολίτη ένα απλό εκτελεστικό όργανο απρόσωπων δυνάμεων, ακυρώνουν την πολιτική ελευθερία στη ρίζα της κι ανοίγουν τελικά το δρόμο στην ιδιωτεία και σε μηδενιστικές αντιλήψεις, που υποτάσσουν το υποκείμενο στα άλογα «ένστικτα».
Στο προηγούμενο σημείωμά μου («Οδός Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου») έλεγα για την ανάδυση ενός κοινού πένθους, που ακόμα δεν έχει βρει λόγο κοινό. Αυτό είναι, πιστεύω, το μεγάλο στοίχημα των καιρών.
Μπορεί άραγε να γίνει ένα βήμα προς τα εκεί, εάν το αίτημα της δικαιοσύνης αναδειχτεί σαν επίκεντρο του πρόσφατου σεισμού;