Η εμπορευματική
σχέση ως ριζική αποξένωση
«(…) Πρέπει να υπογραμμίσουμε τη σημασία που παίζουν οι
ατομιστικές αξίες στην ίδια τη συγκρότηση της εμπορευματικής κοινωνιας. Η
εμπορευματική σχέση είναι μια παράδοξη κοινωνική σχέση∙ παράδοξη με την έννοια
ότι τελικός σκοπός της είναι ο
χωρισμός των ατόμων. Αυτό προκύπτει αναγκαστικά εξαιτίας της προτεραιότητας που έχουν, σε αυτήν, οι
σχέσεις με τα πράγματα έναντι των σχέσεων μεταξύ των ατόμων. (...)
Η αλλεργία προς
τους άλλους αποτελεί το διακριτικό χαρακτηριστικό της εμπορευματικής σχέσης.
Η
αυτονομία, η ανεξαρτησία και η ελευθερία κερδίζονται εδώ εναντίον των άλλων και
προτιμάται η επαφή με τα εμπορεύματα από την επαφή με τους άλλους. Αυτή η θεσμική
μορφή αντιλαμβάνεται την κοινωνική ζωή και την αλληλεγγύη σαν εμπόδια ή
αρχαϊσμούς. (…)
Ο εμπορευματικός χωρισμός υποτάσσει βίαια τα
μέλη της κοινωνίας στο νόμο της σπάνης χωρίς να παρέχει κανένα δίχτυ προστασίας
όταν τα πράγματα δεν τους πηγαίνουν κατ’ ευχήν. Γι’ αυτό, κάνει εξαιρετικά
εύθραυστες και επισφαλείς τις ατομικές καταστάσεις. Η ανασφάλεια είναι
η μόνιμη ψυχική κατάσταση του “ελεύθερου” και “ανεξάρτητου” ατόμου της
εμπορευματικής κοινωνίας. (…)»
Η κοινωνική σπάνη και η ανάγκη για πλούτο
Οι επιπτώσεις αυτής
της ανασφάλειας είναι ακόμα πιο ολέθριες επειδή η εμπορευματική κοινωνία δεν
διαθέτει μηχανισμούς προστασίας από τους κινδύνους − μηχανισμούς όπως λ.χ. οι
σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ οικογενειών, γειτόνων ή κοντινών προσώπων, χάρη
στους οποίους, μέσα στις παραδοσιακές κοινωνίες, ο καθένας κινητοποιούσε τη
συμπαράσταση των άλλων σε περίπτωση που τα πράγματα τού πήγαιναν στραβά.
Απεναντίας, η εμπορευματική σχέση είναι μια σχέση εξαιρετικής σκληρότητας. Η
ανασφάλεια κυριαρχεί, διότι κανείς δεν μπορεί να περιμένει τίποτα από τους
άλλους στις δύσκολες ώρες του. Σε αυτή την κοινωνία τα αντικείμενα επιβάλλουν
το νόμο τους στα άτομα και αυτός ο νόμος είναι η σπάνη. (...)
Πρέπει να καταλάβουμε καλά αυτό που έχει
περιγράψει εξαιρετικά ο Μάρσαλ Σάλινς στις μελέτες του των αρχαιότερων
κοινωνιών, όπου κατέδειξε πως εκείνες οι κοινωνίες δεν γνώριζαν τη σπάνη αλλά
την αφθονία καθώς, όντας οργανωμένες κοινοτικά, φρόντιζαν διαρκώς να
περιορίζουν την ιδιωτική ιδιοκτησία αγαθών όταν αυτή κινδύνευε να
αποβεί σε βάρος του συνόλου.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι η σπάνη δεν αποτελεί
κατά κανένα τρόπο κάποιο φυσικό δεδομένο, το οποίο υποτίθεται ότι θα μπορούσαμε
να μετρήσουμε με τη βοήθεια αντικειμενικών παραμέτρων όπως π.χ. το “μέσο
επίπεδο διαβίωσης” του πληθυσμού.
Να καταλάβουμε επίσης ότι είναι εντελώς λάθος
να πιστεύουμε πως όσο μια κοινωνία αναπτύσσεται και ακμάζει, τόσο περισσότερο
αποβάλλει από μέσα της την σπάνη∙ διότι στην πραγματικότητα συμβαίνει το
εντελώς αντίθετο! Να καταλάβουμε δηλαδή ότι η σπάνη προσδιορίζει τον ιδιαίτερο εκείνο
τρόπο κοινωνικής οργάνωσης, τον οποίο θεσμίζει η αγορά και στον οποίον,
σε διαστάσεις άγνωστες σε άλλου τύπου κοινωνίες, η ύπαρξη καθενός εξαρτάται
αποκλειστικά και μόνον από την ικανότητά του να αποκτά αντικείμενα χωρίς να
περιμένει βοήθεια από κανέναν.
Ο όλεθρος και ο αφανισμός κρέμονται
διαρκώς πάνω από τα κεφάλια των ατόμων της εμπορευματικής σχέσης εξαιτίας του
θεμελιώδους χωρισμού τους∙ και δεν καταπραΰνονται οριστικά με τίποτε και με
κανένα τρόπο. Εξαιτίας του διαχωρισμού, ο τρόπος με τον οποίον ο καθένας
εξαρτάται από τους άλλους κι από το κοινωνικό σύνολο είναι εκ των πραγμάτων
εντελώς αδιαφανής, με αποτέλεσμα το κοινωνικό να έρχεται πάντοτε εκ των
υστέρων και με τρόπο βίαιο κι απρόσμενο. Μέσα στην εμπορευματική κοινωνική σχέση κανείς δεν ξέρει τι θα του
ξημερώσει, ούτε έστω κατά προσέγγιση και πιθανολογικά.
Αυτό το εντελώς
χαρακτηριστικό της νεωτερικής κοινωνίας αίσθημα μιας βαθιάς ανασφάλειας, το
οποίο επιβάλλεται από τη δικτατορία της σπάνης, γεννά μια εντελώς ιδιαίτερη ανάγκη
για προστασία ή ασφάλεια: την
“ανάγκη για πλούτο”. Διότι, εδώ, “πλούτος” είναι αυτό που επιτρέπει στο άτομο
να προστατεύεται από την αβεβαιότητα και ανασφάλεια της ζωής στην εμπορευματική
κοινωνία. […]»
Πλούτος και Ισχύς
Με άλλα λόγια, ο πλούτος δεν σχετίζεται απλώς με την
απληστία, αλλά με μια πολύ ισχυρότερη ζωτική ανάγκη. Γι’ αυτό το λόγο η
ελευθερία και η ανεξαρτησία σε σχέση με τους άλλους, τις οποίες τόσο ισχυρά
θεσμίζει ο εμπορευματικός χωρισμός των ανθρώπων, μπορούν να πάρουν τη μορφή της
ακραίας μοναξιάς και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Το γεγονός ότι σε
αυτές τις κοινωνίες κάποιοι ζουν μέσα στη φτώχεια, την ανέχεια και την πείνα
ενώ άλλοι διαθέτουν πολλά περισσότερα απ’ όσα χρειάζονται, δεν είναι μυστήριο
αλλά συνέπεια κοινωνικών ρυθμίσεων, οι οποίες καλύπτονται πλήρως από το
νόμο. (...)
Αυτό συμβαίνει επειδή
ο πλούτος δεν αποτελεί απλώς και μόνο έκφραση μιας ανάγκης για προστασία και
ασφάλεια, που είναι κοινή σε όλα τα μέλη της εμπορευματικής κοινωνίας. Διότι, παρ’
όλο που μέσα από αυτή την ανάγκη εισάγεται ο πλούτος, άπαξ και αυτός πραγματωθεί,
επιτρέπει μια σημαντική αναδίπλωση του ατόμου στον εαυτό του και ένα ισχυρότατο
βαθμό αυτονομίας του έναντι των κινδύνων της εμπορευματικής οικονομίας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, του δίνει τη
δυνατότητα να “παγώσει το παιχνίδι” μονόπλευρα, απειλώντας σοβαρά ολόκληρη την
εμπορευματική ομάδα με διάρρηξη των οικονομικών της δοσοληψιών.
Αυτή η απειλή γίνεται
ακόμα περισσότερο πειστική στο βαθμό που ο κάτοχος του πλούτου είναι σε θέση να
τον χρησιμοποιήσει για να συγκροτήσει νέες συμμαχίες και να επιβάλλει
διαφορετικούς τρόπους ανταλλαγής και παραγωγής. Αυτό συμβαίνει π.χ. όταν
επενδύει τον πλούτο του σε καινούργιες τεχνικές, που ξεπερνούν τις προηγούμενες
μορφές παραγωγής με τέτοιον τρόπο ώστε να μεταλλάσσονται οι εμπορευματικοί
δεσμοί βάζοντας σε θανάσιμο κίνδυνο τα έως τότε κεκτημένα. (…)
Κατ’ αυτό τον τρόπο ο
πλούτος δεν ενσαρκώνει απλώς την ικανοποίηση μιας ζωτικής ανάγκης για ασφάλεια
και προστασία μέσα στην εμπορευματική αποξένωση, αλλά παρουσιάζεται επιπλέον ως
το κατεξοχήν εργαλείο, με τη βοήθεια του οποίου μπορεί κανείς να επιβληθεί
πάνω στην κοινωνία και στους άλλους. (…)
Η δημιουργία του χρήματος
Για να αντιληφθούμε το όλο ζήτημα,
πρέπει να δούμε πως εκείνο που διακυβεύεται με τον πλούτο μέσα στην
εμπορευματική σχέση, είναι το να
υπάρξει − να τεθεί − ένα “πράγμα”, το οποίο θα επιτρέπει την απόκτηση όλων
των αγαθών και των υπηρεσιών που θεωρεί χρήσιμες εκείνος που το κατέχει και το
προτείνει. Δηλαδή ένα “πράγμα”, το οποίο οι κάτοχοι αυτών των αγαθών
και υπηρεσιών, όποιοι κι αν είναι, θα αποδέχονται ως αντάλλαγμα για
αυτά. Υπ’ αυτή την έννοια, ο πλούτος μέσα στην εμπορευματική τάξη πραγμάτων δεν
είναι παρά το όνομα που δίνεται στο απολύτως επιθυμητό, σε εκείνο δηλαδή
το “πράγμα” που, για την απόκτησή του, κάθε μέρος της ομάδας είναι
διατεθειμένο να παραδώσει αυτά που κατέχει. Πρόκειται λοιπόν για ένα εμπόρευμα
εντελώς ιδιαίτερου τύπου, δεδομένου ότι αντλεί τη δύναμή του από την ικανότητά
του να γίνεται αποδεκτό και επιθυμητό από όλα τα μέλη της ομάδας.
Για να ορίσουμε αυτή τη συστατική
ιδιότητα του εμπορευματικού πλούτου, χρησιμοποιούμε τον όρο “ρευστότητα”. Η ρευστότητα του πλούτου
τον κάνει ένας είδος φυλαχτού, που προστατεύτει τον κάτοχό του από τις
αναποδιές και τα βάσανα που επιφυλάσσει η εμπορευματική ανασφάλεια. Με αυτή
την έννοια λοιπόν, ο πλούτος βγαίνει έξω από το καθαρά ωφελιμιστικό πλαίσιο. Διότι
η χρησιμότητά του δεν προέρχεται από την καταπρόσωπο σχέση μεταξύ του
αντικειμένου και του ατόμου, αλλά από την ικανότητα του πλούτου να επικεντρώνει
πάνω του την ομόθυμη επιθυμία όλης της ομάδας. Πρόκειται για μια νέα και
εντελώς ιδιαίτερη πραγματικότητα. Αυτός ο πλούτος, που είναι απολύτως ρευστός
επειδή είναι απολύτως επιθυμητός από όλα τα μέλη της εμπορευματικής σχέσης,
βρίσκεται στα θεμέλια του νομίσματος. Το νόμισμα είναι ένας κοινωνικά
αναγνωρισμένος και νομιμοποιημένος πλούτος. (…)
Πρέπει λοιπόν ν'
απομακρυνθούμε από τις περί πλούτου αντιλήψεις, που προέρχονται από τις θεωρίες
της αξίας και οι οποίες υιοθετούν την ιδέα ότι ο πλούτος είναι μια ωφελιμιστική
“ουσία”, μια “αξία χρήσης” πέραν των κοινωνικών συμβάσεων. Ο πλούτος είναι
ουσιαστικά ζήτημα κοινωνικής σύμβασης. Πλούτος δεν είναι παρά αυτό που
επιθυμούν όλα τα μέλη μιας ομάδας. (…)
Στο σημείο αυτό, η θεωρία
του Ρενέ Ζιράρ για τη μιμητικότητα μάς βοηθάει να βρούμε ένα κατάλληλο πλαίσιο
ανάλυσης για να εξειδικεύσουμε τους ορισμούς μας. Εφόσον όταν κανείς επιθυμεί
τον πλούτο, ουσιαστικά επιθυμεί αυτό που επιθυμούν οι άλλοι, ο κοινωνικός μιμητισμός
επιβάλλεται σαν η μόνη ορθολογική συμπεριφορά που αρμόζει σε αυτή την κατάσταση
σχέσεων, δηλαδή στις εμπορευματικές σχέσεις.
Λαμβάνοντας υπόψη τον
κατά Ρενέ Ζιράρ μιμητικό ανταγωνισμό, αντιλαμβανόμαστε ότι η μιμητική επιδίωξη
του πλούτου από όλα τα μέλη του εμπορευματικού κοινωνικού σχηματισμού απολήγει
αναγκαστικά στην εστίαση όλων των επιθυμιών πλούτου σε ένα αγαθό. Όλοι καταλήγουν να επιθυμούν το ίδιο αγαθό ως υπέρτατη ενσάρκωση του πλούτου. Αυτή η ομόθυμη
πόλωση έχει ως αποτέλεσμα το ριζικό μετασχηματισμό της φύσης αυτού του εκλεκτού
αγαθού. Συγκεκριμένα, για να μην οδηγήσει ο γενικευμένος μιμητικός ανταγωνισμός
περί αυτού σε διάλυση της κοινωνίας, το αγαθό αυτό τοποθετείται πέραν και
υπεράνω των ατόμων. Ενώ προηγουμένως αποτελούσε μια ιδιωτική και δοκιμαστική
μορφή του πλούτου − μια απλή “πρόταση” πλούτου εκ μέρους κάποιου ατόμου ή
ομάδας, όπως κάθε άλλο εμπορευματικό αγαθό −, στο εξής αποκτά κοινωνικής
εμβέλειας νομιμοποίηση και οι ιδιότητές του παγιώνονται σε “νόμο”. Γίνεται,
δηλαδή, νόμισμα.
Κατ’ αυτό τον τρόπο,
στο τέλος όλης αυτής της πορείας μιμητικών ανταγωνισμών, αναδύεται το νόμισμα,
το οποίο δίνει μορφή στον εμπορευματικό διαχωρισμό. Πολύ μακρυά από την ιδέα
ότι αποτελεί κάποιο είδους “γενικό ισοδύναμο” ανταλλαγής “αξιών χρήσης”, το νόμισμα
είναι νόμισμα χάρη στη γενικευμένη μιμητική πολωση. (…)
Έτσι είναι σαφές, ότι κάθε εμπορευματική σχέση, ακόμα
και στην πιο στοιχειώδη μορφή της, συνυφαίνεται με την ύπαρξη νομίσματος. Για
να το πούμε ευθέως, με δυο λόγια: η
εμπορευματική σχέση είναι πάντοτε μια χρηματική-νομισματική σχέση. (…)
Μεταξύ εμπιστοσύνης και βίας: ο δανεισμός
Το χρήμα, ως ένας
κοινωνικά αναγνωρισμένος και νομιμοποιημένος πλούτος, είναι ένα πολιτισμικό
γεγονός, το οποίο μας έρχεται από τα βάθη του χρόνου. Πολύ πριν από την επινόηση
λεπτομερειακά σκαλισμένων νομισμάτων στις ελληνικές πόλεις του Αιγαίου πελάγους
κατά τον 5ο π.Χ αιώνα, συναντάμε σχετικά τεκμήρια από την εποχή των Σουμερίων
της 3ης χιλιετίας π.Χ. Πρόκειται για νομίσματα όπου είναι σκαλισμένο το κεφάλι
της Αστάρτης, μιας μητρικής θεότητας που συμβόλιζε τόσο τη γέννηση όσο και το
θάνατο. Τούτο υποδεικνύει τον αμφίπλευρο χαρακτήρα του νομίσματος ήδη από τις
καταβολές του: μέσον κοινωνικής συνοχής, μέσον ειρήνευσης μέσα στην κοινότητα,
αλλά και διακύβευμα αγώνα για την ισχύ και πηγή θανάσιμης βίας. (…)
Πράγματι, το χρήμα δεν καταργεί
τις ενδογενείς αντιφάσεις της επιθυμίας για πλούτο. Τους δίνει όμως μορφές,
μέσα στις οποίες μπορούν να κινούνται μετασχηματίζοντας τη βία σε κοινωνική
δυναμική. Οι μορφές αυτές είναι αυτές των νομισμάτων που σχετίζονται με το δανεισμό. Αυτά τα νομίσματα μετασχηματίζουν την εμπορευματική αντιπαλότητα
σε μια αντιφατική σχέση μεταξύ δανειστών και δανειζομένων.
Από
αυτή τη σχέση γεννήθηκε ο καπιταλισμός. Πρόκειται για μια ειδική σχέση,
η οποία ρυθμίζεται από το νόμισμα και με τη σειρά της ρυθμίζει τους κανόνες της
κυριαρχίας του. (…)
Εδώ το νόμισμα συνδέεται άρρηκτα με
την πίστωση και η πίστωση στηρίζεται σε μια εμπιστοσύνη, η οποία εκφράζεται
στην πίστη σε ένα αξιακό απόθεμα. Συνεπώς στον καπιταλισμό οι κανόνες
κυριαρχίας ρυθμίζονται από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μέσω του οποίου
επιβάλλονται στο σύνολο της οικονομίας. (…)».
Michel
Aglietta και André Orléan, La Monnaie entre
Violence et Confiance
[Το χρήμα-νόμισμα
μεταξύ βίας και εμπιστοσύνης], εκδ. Odile Jacob, 2002.