Το Ταξίδι
«Μας πήγαν με τους άλλους κρατούμενους, που θα έφευγαν με
το ίδιο τρένο. Είναι κι αυτοί παραταγμένοι σε φάλαγγες κατά πέντε. Οι
περισσότεροι είναι Γάλλοι, μερικοί Βέλγοι, Ρώσοι και κάποιοι Γερμανοί. Οι
πέντε Γερμανοί συγκρατούμενοί μας αστειεύονται μεταξύ τους. Αυτοί θα είναι οι κάπο μας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Από την πρώτη στιγμή ήξεραν πως θα είναι οι αρχηγοί μας. Θα είναι αρχηγοί μας
και τώρα, κατά τη μεταφορά μας. Βαστούν από τώρα αποστάσεις από εμάς. Προς το
παρόν είναι κάπο υπό δοκιμή. (...)
Ο φρουρός του βαγονιού καπνίζει μια μεγάλη πίπα, που
ακουμπάει στο πηγούνι του. Είναι μόνος, είναι νύχτα, είναι γέρος, μόλις
πρόσφατα τον πήραν από το χωράφι του και
επιστράτευσαν. Δεν γίνεσαι SS από τη μια μέρα στην άλλη. Οι δόκιμοι κάπο μας
μιλάνε την ίδια γλώσσα με αυτόν. Ένας από αυτούς, ένας χοντρός ονόματι Ερνστ,
σηκώνεται και πηγαίνει προς την πόρτα του φρουρού. Είναι μισάνοιχτη. Ο φρουρός
τον αφήνει να πλησιάσει. (...)
Ο χοντρός θέλει να του πιάσει κουβέντα, αλλά ο
γέρο-φρουρός δεν είναι σίγουρος αν αυτό είναι σωστό. Τ’ ότι μιλάνε και οι δυο
γερμανικά τον καθησυχάζει, αλλά στην τελική ο άλλος είναι κρατούμενος. Οι
υπόλοιποι Γερμανοί κρατούμενοι σιγοντάρουν τις προσπάθειες του χοντρού, ο
οποίος πασχίζει να δείξει στον φρουρό την ιεραρχία του βαγονιού: πρώτος είναι
αυτός, ο φρουρός, έπειτα εκείνοι, οι Γερμανοί κάπο, και στον πάτο εμείς. (...)
Το
τρένο έχει ξεκινήσει από ώρα. Ησυχία. Η θέση των κάπο έχει παγιωθεί: είναι
όρθιοι γύρω από τον φρουρό. (...)
Το Στρατόπεδο
Οι υπό δοκιμή κάπο μας κοιτάζουν τους δυο SS. Επιζητούν το βλέμμα τους. Είναι
έτοιμοι να τους χαμογελάσουν μόλις οι SS τους ρίξουν καμιά ματιά. Μιλάνε τώρα με πιο δυνατή
φωνή. Παρατηρώ τη γλοιώδη γυμναστική των ματιών τους, αυτούς τους δουλικούς μορφασμούς τους προσώπου τους, τον επιδεικτικό τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν
τα γερμανικά για να δείξουν στους SS ότι μιλάνε την ίδια γλώσσα.
Παρολαυτά, είναι κι αυτοί κρατούμενοι όπως εμείς. Οι SS τους βαστούν σε κάποια απόσταση.
Λίγα μόνο μέτρα. (...)
Οι δόκιμοι κάπο λένε κάποια αστεία μεταξύ τους με δυνατή
φωνή. Κάνουν πλάκες και με την άκρη του ματιού τους κοιτάνε πώς το βλέπει ο
νεαρός SS. Τους ρίχνει μισό χαμόγελο. Καλοδεχούμενο γι’ αυτούς. (...)
Βγαίνοντας από την αποθήκη, ο φρουρός μάς μετράει ξανά.
Ένας από εμάς δεν είναι στη θέση του. Ο πιτσιρικάς SS γίνεται κατακόκκινος. Αμέσως
σπεύδει ένας από τους υπό δοκιμή κάπο, αρπάζει τον συγκρατούμενό μας και τον
βάζει με σπρωξιές στη θέση του. Ο σύντροφός μας σηκώνει το χέρι του να
προφυλαχτεί. Ο δόκιμος κάπο κοιτάζει τον πιτσιρίκο SS. Οι υπόλοιποι δόκιμοι κάπο
κοιτάζουν ακίνητοι, γεμάτοι ένταση. Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Ο SS αρχίζει να γρονθοκοπάει βίαια το
σύντροφό μας. Ο κύβος ερρίφθη. Ο υπό
δοκιμή κάπο πέρασε τη δοκιμασία: είναι πλέον κανονικός κάπο. (...)
Οι κάπο μπαίνουν βιαστικά στην
κουζίνα και στρογγυλοκάθονται. Από την πρώτη στιγμή πήραν την εξουσία εκεί που
υπάρχει το φαγητό.(...)
Ήταν εθιμικός κανόνας στο στρατόπεδο ν’ αποκαλούμε τους κάπο μόνο με
το μικρό τους όνομα. Άλλωστε
δεν ξέραμε τα επίθετά τους. Ποτέ δεν ξεπέρασα τη ντροπή που μου προκαλούσε η
υποχρέωση ν’ απευθύνομαι σε τέτοιους τύπους με το μικρό τους όνομα. Με έκανε να
αισθάνομαι γλοιώδης, σαν να επιζητούσα τη συμπάθειά τους, σαν να ήθελα και
μάλιστα να έπρεπε οπωσδήποτε να νιώσω αδερφικά μαζί τους. Το να φωνάζουμε με τα
μικρά τους ονόματα ανθρώπους, που ο ρόλος τους ήταν να μας εξευτελίζουν και
αργότερα να μας σκοτώνουν, συμβόλιζε την υπέρτατη υποκρισία των σχέσεων που
υπήρχαν ανάμεσα στους κάπο κι εμάς. “Είμαστε
όλοι παρέα”, έλεγαν οι κάπο. “Κρατούμενοι
εμείς, κρατούμενοι κι εσείς, έτσι δεν είναι;”. Με αυτόν που σε
εξευτελίζει και σε σκοτώνει, είσαστε, λέει, όλοι μια παρέα. (...)
Το Τέλος
Κάποιοι άνθρωποι εισέβαλαν στον κοιτώνα ουρλιάζοντας και
βαστώντας ντουφέκια και πολυβόλα. Ήταν οι κάπο μας. Ο Φριτς, ο Ερνστ, ο “werkkontroll” και άλλοι, ντυμένοι με στολή
εργασίας. Οι SS τους είχαν όλους οπλίσει και δώσει στολές. (...)
Όταν είχαν
έρθει στο Μπούχενβαλντ, φορούσαν τα ριγέ όπως όλοι μας. Αργότερα τους έδωσαν το
δικαίωμα να φορούν πολιτικά, στην αρχή μ’ ένα μικρό σταυρό στην πλάτη και με το
τρίγωνο στο περιβραχιόνιο, κι ύστερα χωρίς σταυρό ούτε τρίγωνο. Τώρα φορούσαν
κανονική στολή και βαστούσαν όπλο. Ξεκινώντας από κρατούμενοι, είχαν κατορθώσει
ν’ αλλάξουν στρατόπεδο και τώρα ένιωθαν παντοδύναμοι μέσα στις στολές τους. Τους πήρε χρόνο, δεν ήταν εύκολη δουλειά, μα
στο τέλος τα κατάφεραν. (...)
Μας πήγαιναν σε φάλαγγα. Σε μια στιγμή ο Γερμανός
ευαγγελιστής σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Έχει δυο βαθιές ρυτίδες σαν
σχισμές στα μάγουλά του. Μου έκανε νόημα. Κάθεται στην άκρη με τα χέρια
κρεμασμένα. Δεν σαλεύει. Κοιτάζει μόνο ένα γύρω τα βουνά και πέρα την κοιλάδα.
Είναι γεροντάκι. Το βλέμμα του είναι χαμένο κι αποφασισμένο ταυτόχρονα. Δεν
πρόκειται να κάνει ούτε ένα βήμα από εκεί. Το έχει πάρει απόφαση. Κανείς δεν
του μιλάει. Μόλις πήγαινε να του πει κάτι κανείς, τα μάτια του έλαμπαν και
απαντούσε με αργή φωνή: “Gott ist über alles” (Ο Θεός είναι πάνω απ' όλα). Τον κοίταξα στα μάτια και είδα
ξανά το βιολετί περιβραχιόνιό του. Ήταν “αντιρρησίας συνείδησης”. Ο κάπο Φριτς
πήγε κοντά του∙ όταν τον είχαν πρωτοφέρει, ήταν κι αυτός αντιρρησίας συνείδησης.
Μας διέταξαν και συνεχίσαμε να περπατάμε. (...)
Ένας Ιταλός είδε το γέρο
ευαγγελιστή να σταματάει ξανά. Είδε τον Φριτς να τον ξαναπλησιάζει και να τον
διατάζει να πάει λίγα βήματα παραπέρα. Έπειτα ο δρόμος έστριψε κι ο Ιταλός δεν
μπορούσε να δει. Ακούστηκαν δυο πυροβολισμοί. Ο Φριτς τον είχε καθαρίσει τον
ευαγγελιστή! Κανένας δεν γύρισε το κεφάλι του να δει.
Ο Φριτς ξαναγυρνάει στη φάλαγγα βαδίζοντας χαλαρά με
το πολυβόλο του επ’ ώμου∙ οσμίζεται τον αέρα. Ο
γέρο-Γερμανός ήταν ο πρώτος που σκότωσαν από τη στιγμή που φύγαμε από το
Γκαντερσχάιμ.»
(Το Ανθρώπινο Είδος), 1946-47
α' έκδοση 1957
Σημ HS. Ο Ρομπέρ Αντέλμ (1917-1990), σύζυγος της Μαργκερίτ Ντυράς όταν
ξέσπασε ο Πόλεμος, έγινε από το 1943 μέλος της γαλλικής Αντίστασης. Συνελήφθη
από τους Ναζί τον Ιούνιο του 1944 και μεταφέρθηκε στο Μπούχενβαλντ όπου
κρατήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γκαντερσχάιμ. Όταν γύρισε στη Γαλλία μετά την απελευθέρωση,
το 1945, ζύγισε 40 κιλά. Μεταξύ 1946 και 1947 έγραψε αυτό το βιβλίο, όπου κατέγραψε όλη αυτή την εμπειρία του. Οι κάπο ήταν κρατούμενοι, που
ορίζονταν από τα SS ως επιτηρητές-επιστάτες των συγκρατουμένων
τους. Χρωστώ αυτή την ανάρτηση στα Artichauts de Bruxelles
(τχ 68, 2002) του φίλου μου Υβ Λε Μανάκ.