Η ανθολογία
του Σπουν Ριβερ του Αμερικάνου ποιητή
Εντγκαρ Λη Μαστερς (1868-1950) εκδόθηκε το
1916 «και σκανδάλισε σύσσωμο το έθνος».
Είναι μια συγκλονιστική ποιητική συλλογή και μια περιπετειώδης κατασκευή, ένας εντυπωσιακός λαβύρινθος.
Αποτελείται από 243 επιτάφιους μονολόγους
των νεκρών κατοίκων του φανταστικού χωριού "Σπουν Ρίβερ". Μαζί ακολουθεί η
«Σπουνιάδα» ένα εκτεταμένο ποίημα, μια
ατελείωτη ραψωδία, “του αείμνηστου
Τζόναθαν Σουίφτ Σομερς” ποιητή του
Σπούν Ρίβερ, που δεν πρόλαβε κι αυτός,
όπως όλοι οι ποιητές, να τελειώσει το
έργο του.
Το έργο έλαβε πολλές και αντιφατικές κριτικές στον καιρό του αλλά και για καιρό δεν έπαψε να προκαλέι έντονες συζητήσεις. Μαζί με την έκθεση της παλιανθρωπιάς, της μικροψυχίας, της ανθρώπινης βλακείας, η απόγνωση και η τραγικότητα
χαρακτηρίζει πολλούς από τους
μονολόγους.
Διαλέξαμε όμως να μοιραστούμε
τρεις που μιλούν για την Ζωή. Οι δύο
από το ζεύγος Μάτλοκ, κι ο τρίτος από
την Σόνια τη Ρωσίδα.
*
Λουσίντα Μάτλοκ
[206]
ΠΗΓΑ στους χορούς στο Τσαντλερβιλ
Κι
έπαιξα σνάπ-αουτ στο Γουιντσεστερ.
Μια
φορά αλλάξαμε ταίρια,
Γυρνώντας σπίτια
μας με φεγγαράδα Ιούνη μήνα,
Και τότε
βρήκα τον Ντέϊβις.
Παντρευτήκαμε και
ζήσαμε μαζί εβδομήντα χρόνια,
Ξεφαντώνοντας, δουλεύοντας, ανατρέφοντας
δώδεκα παιδιά,
Που χάσαμε τα οχτώ
Πριν
φτάσω τα εξήντα.
Έκλωθα, ύφαινα, κρατούσα
το νοικοκυριό, φρόντιζα τους αρρώστους,
Έφτιαχνα τον κήπο, και για σχόλη
Γυρνούσα
στα χωράφια που τραγουδούσαν οι
κορυδαλλοί,
Και στις ακροποταμιές του
Σπουν Ρίβερ μαζεύοντας πολλές αχιβάδες,
Και πολλά λουλούδια και βοτάνια--
Αλαλάζοντας
στους δασωμένους λόφους, τραγουδώντας
στις πράσινες
κοιλάδες
Στα ενενήντα
έξι είχα πια ζήσει αρκετά, έφτανε,
Και
πέρασα σε μιαν γλυκιά ανάπαψη.
Τι είν'
αυτά που ακούω για λύπη και κούραση,
Για
θυμό, πίκρα κι ελπίδες που μαράθηκαν;
Ανάξιοι
γιοί και θυγατέρες,
Η ζωή είναι πολύ
δυνατή για να την βαστάξετε
Πρέπει να
τηνε ζήσεις για να την αγαπήσεις τη Ζωή
Ντεϊβις Ματλοκ [207]
ΒΑΛΕ με το νου σου πως
δεν υπάρχει τίποτα πέρα από μια κυψέλη:
Ότι
εκεί βρίσκονται κηφήνες κι εργάτριες
Και
βασίλισσες, και τίποτα έξω από του μελιού
το μάζεμα
(Πράγματα υλικά, κουλτούρα
και σοφία)
Για την επόμενη γενιά, τη
γενιά αυτή που δε μπορεί να ζήσει
Παρά
σα σμάρι στην αυγή της νιότης
Δυναμώνοντας
τα φτερά της μ’ ο,τι έχει μαζευτεί,
Και
δοκιμάζοντας , καθώς γυρίζει στην
κυψέλη
Από το τριφυλλοχώραφο, τη
νόστιμη λεία.
Υπόθεσε όλα τούτα και
την αλήθεια υποθέτεις
Ότι του ανθρώπου
η φύση είναι πλατύτερη
Από την ανάγκη
της φύσης στην κυψέλη~
Κι ότι πρέπει
να σηκώνεις το βάρος της ζωής,
Καθώς
και την παρόρμηση από το περισσό σου
πνεύμα
Σου λέω λοιπόν να την ζήσεις
σαν θεός
Σίγουρος για την αθανασία μ
‘όλο που αμφιβάλεις,
Είναι ο μόνος
τρόπος να την ζήσεις.
Κι αν αυτό δεν
κάνει το θεό περήφανο για σένα,
Τότε
ο Θεός δεν είναι τίποτε άλλο από το νόμο
της βαρύτητας
Κι ο θάνατος είναι ο
υπέρτατος σκοπός.
Σόνια η Ρωσίδα [83]
ΕΓΩ, γεννημένη στη
Βαιμάρη
Από μάνα Γαλλίδα
Και πατέρα
Γερμανό, σοφό καθηγητή
Ορφανεμένη στα
δεκατέσσερα,
Έγινα χορεύτρια, γνωστή
σαν Σόνια η Ρωσίδα,
Σ’ όλα του Παρισιού
τα βουλευάρτα
Μετρέσα στην αρχή δουκών
και κομήτων
Κι έπειτα φτωχών καλλιτεχνών
και ποιητών.
Στα σαράντα passée,
αναζήτησα τη Νέα Υόρκη
Και συνάντησα
στο πλοίο τον γέρο-Πάτρικ Χόμερ,
Κοκκινομάγουλο
και δυνατό, μ’ όλο που χε περάσει τα
εξήντα,
Καθώς γύριζε αφού πούλησε ένα
φορτίο
Βουβάλια στην γερμανική πόλη, το Αμβούργο
Μ’ έφερε στο Σπουν Ρίβερ
και ζήσαμε εδώ
Είκοσι χρόνια-μας
νόμιζαν παντρεμένους!
Αυτός ο δρυς
εδώ κοντά μου είναι τ’ αγαπημένο
στέκι
Της γαλάζιας κίσσας που τιτιβίζει,
τιτιβίζει ολημερίς.
Και γιατί όχι;
αφού ακόμη κι η σκόνη μου γελάει
Καθώς
συλλογιέται τ΄ αστείο εκείνο πράγμα
που λέγεται ζωή.
Υγ Izi διαβάστε την on-line στο πρωτότυπο αλλά και τυπωμένη στην ολοκληρωμένη δίγλωση έκδοση από τον Gutemberg σε μετάφραση του Σπύρου Αποστόλου