- Σταμάτα να χρησιμοποιείς τον οίκτο, τη
συμπόνια των άλλων ανθρώπων, με λάθος τρόπο. Όλοι το έχουμε κάνει αυτό λιγάκι
στη Γη, ξέρεις. Η συμπόνοια προοριζόταν να είναι ένα κίνητρο που φέρνει τη
χαρά, καταπολεμώντας την δυστυχία. Μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί και με λάθος
τρόπο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για ένα είδος εκβιασμού. Αυτοί που επιλέγουν τη δυστυχία, μπορούν να
κρατούν αιχμάλωτη την χαρά με όπλο τον οίκτο. Βλέπεις, τώρα ξέρω.
Ακόμη και σαν παιδί το έκανες. Αντί να πεις συγγνώμη, πήγαινες και κλειδωνόσουν
στην αποθήκη... γιατί ήξερες, ότι αργά ή γρήγορα μια από τις αδερφές σου θα
έλεγε: «Δεν αντέχω να σκέφτομαι ότι είναι εκεί μέσα μόνος του και κλαίει».
Χρησιμοποιούσες τον οίκτο τους για να τις εκβιάσεις. Κι αυτές στο τέλος
υποχωρούσαν. Και αργότερα, όταν ήμασταν παντρεμένοι... Ω, μα δεν έχει σημασία,
αρκεί να το σταματήσεις.
- Αυτό λοιπόν, είπε ο Ηθοποιός, αυτό
κατάλαβες από μένα έπειτα από τόσα χρόνια;-
- Όχι, Φρανκ, όχι εδώ, είπε η
Κυρία. Άκουσε την λογική. Φαντάστηκες πως η χαρά δημιουργήθηκε για να
είναι πάντα κάτω από αυτή την απειλή; Πάντα ανυπεράσπιστη απέναντι σ’
εκείνους, που θα προτιμούσαν να είναι δυστυχισμένοι παρά να πνίξουν τον εγωισμό
τους; Γιατί ήταν πράγματι δυστυχία. Τώρα το ξέρω. Ήσουν
αξιοθρήνητος. Μπορείς να συνεχίσεις έτσι. Αλλά δεν μπορείς πια να μεταδίδεις
την μιζέρια σου. Όλα βρίσκουν το τέλος τους. Εδώ είναι η χαρά που τίποτα δεν
μπορεί να ταράξει. Το φως μας μπορεί να καταπιεί το σκοτάδι σας, αλλά το
σκοτάδι σας δεν μπορεί πια να μολύνει το φως μας. Όχι, όχι, όχι. Έλα σε μας.
Δεν θα έρθουμε εμείς σε σένα. Νόμιζες αλήθεια πως η αγάπη και η χαρά θα ήταν
για πάντα στο έλεος της κατσουφιάς και των στεναγμών; Δεν ήξερες πως ήταν
δυνατότερες από τα αντίθετά τους;
- Αγάπη; Πώς
τολμάς εσύ να χρησιμοποιείς αυτή την ιερή λέξη; Δεν με αγαπάς, είπε ο
Ηθοποιός με ψιλή φωνή και τώρα ήταν δύσκολο να τον διακρίνει κανείς.
- Δεν μπορώ ν’
αγαπάω ένα ψέμα, είπε η Κυρία. Δεν μπορώ να αγαπάω κάτι που δεν υπάρχει. Είμαι
μέσα στην Αγάπη και έξω από αυτή δεν πρόκειται να βγω.
Δεν υπήρξε
απάντηση. Ο Ηθοποιός είχε εξαφανιστεί. Η Κυρία ήταν μόνη στο δάσος, ενώ ένα
καφετί πουλί φτερούγισε μπροστά της, λυγίζοντας με τ’ ανάλαφρα ποδαράκια του το
γρασίδι που εγώ δεν μπορούσα να λυγίσω.
- Όμως... όμως...,
είπα στον Δάσκαλό μου όταν όλες οι μορφές και τα τραγούδια τους είχαν
απομακρυνθεί μακριά στο δάσος, ακόμα και τώρα δεν είμαι πολύ βέβαιος. Είναι
σωστό να μένει αυτή ανέγγιχτη από τη δυστυχία του, ακόμα κι από αυτή την
ηθελημένη δυστυχία;
- Θα προτιμούσες
να είχε ακόμη τη δύναμη να την βασανίζει;
- Εμ, όχι. Δεν
νομίζω πως θα ήταν σωστό.
- Τότε λοιπόν;
- Δεν ξέρω, κύριε.
Αυτό που λένε κάποιοι άνθρωποι στη Γη, είναι πως η τελική αποτυχία μιας ψυχής
διαψεύδει όλη την χαρά αυτών που έχουν σωθεί.
- Βλέπεις πως αυτό
δεν ισχύει.
- Αισθάνομαι πως
ίσως θα έπρεπε να ισχύει.
- Ακούγεται πολύ
φιλεύσπλαχνο, αλλά δες τί κρύβεται πίσω του.
- Τί;
- Η απαίτηση όσων δεν έχουν αγάπη και είναι
φυλακισμένοι στον εαυτό τους, να τους επιτραπεί να εκβιάζουν το σύμπαν. Η
απαίτησή τους, κανένας άλλος να μην μπορεί να γευτεί τη χαρά, μέχρις ότου αυτοί
αποφασίσουν να είναι χαρούμενοι (με τους δικούς τους όρους φυσικά). Η απαίτηση
να είναι δική τους η τελευταία λέξη και εντέλει η Κόλαση να μπορεί ν’ ασκήσει βέτο
στον Παράδεισο.
C.S.
Lewis, Το Μεγάλο Διαζύγιο (1946)
3 σχόλια:
Ετσι είναι. Η χαρά δεν εκβιάζεται αλλά ούτε και η μιζέρια. Καλά Χριστούγεννα!
Ωραίο,αν και κάπως δύσκολο στην πράξη:)
Καλά Χριστούγεννα,χρόνια πολλά!
@ Dianathenes, Coerdia,
πολλές ευχές κι από μένα!
Δημοσίευση σχολίου