Rush Rhees (1905-1989) |
*
(…)
Λες πως όταν βρίσκεσαι μπροστά σε μια ανθρώπινη οδύνη που σου φαίνεται παράλογη
και περιττή, τότε σε «κατακλύζουν ποταμοί συγκίνησης κι ένα αίσθημα ότι είναι
πάνω από τις δυνάμεις σου». Συμφωνώ. Κι ο μόνος λόγος για τον οποίο θα σου πρότεινα
να κρατήσεις σε χαμηλούς τόνους τα συναισθήματά σου, είναι ότι μπορεί να μην είναι
ώρα να εκδηλωθούν, ή μπορεί να σε καταπονήσουν. Πάρα πολύ χειρότερη κατάσταση
είναι όταν αναγνωρίζεις μεν ότι όλος αυτός ο πόνος είναι «παράλογος και περιττός»,
αλλά δεν μπορείς να νιώσεις καμιά συγκίνηση, ή όταν αναγνωρίζεις πως τα
συναισθήματά σου δεν είναι γνήσια.
Νομίζω όμως πως δεν είναι πάντοτε
υποχρεωτικό να προσπαθεί κανείς να «κάνει κάτι» σε τέτοιες καταστάσεις. Τις περισσότερες
φορές δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Κι
αυτό το γεγονός βάζει το ερώτημα: πότε μπορούμε να λέμε «περιττή» μια οδύνη;
Διότι όταν λέω ότι τις περισσότερες φορές δεν μπορεί κανείς να κάνει κάτι, δεν
εννοώ τους σεισμούς.
Σε γενικές γραμμές λίγα πράγματα
μπορώ να κάνω για να ανακουφίσω τη θλίψη κάποιου. Θα ’λεγα
μάλιστα ότι γενικά δεν μπορώ να κάνω πολλά για να ανακουφίσω τη δυστυχία που νιώθει
κανείς εξαιτίας μιας σοβαρής αρρώστιας, ή μεγάλης φτώχειας. Και σε γενικές
γραμμές δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να αποκαταστήσω την αδικία που υπέφερε, ή που
του έκαναν (εκτός κι αν τον αδίκησα εγώ). Ξέρω πως αυτά που λέω ακούγονται σκληρά
και βλακώδη· και ξέρω ότι μπορείς να μου
αντιπαραθέσεις πάμπολλες περιπτώσεις, όπου κάποιος μπόρεσε να βοηθήσει πραγματικά ώστε να ανακουφίσει
τη δυστυχία κάποιου άλλου, ή σταμάτησε μια αδικία σε βάρος του. Λοιπόν, αυτός εδώ
είναι ένας από τους λόγους, για τους οποίους είναι πολύ δύσκολο να μιλάμε γι’
αυτά τα πράγματα —πολύ δύσκολο να τα συζητάμε.
Μπορεί να ξεκινήσεις φέρνοντας ένα παράδειγμα: «Ξέρω μια γυναίκα, μια χήρα,
τελοσπάντων μια γυναίκα που ο άντρας της εξαφανίστηκε κι έμεινε μόνη με τρία ορφανά σ' ένα δωμάτιο δίχως θέρμανση ... και ναι, αυτά που έκανε ένας φίλος
μου για να τη βοηθήσει δεν ήταν πολλά, ήταν όμως κάτι … κι
η γυναίκα αυτή είναι τώρα καλύτερα απ’ ό,τι αν δεν προσπαθούσε κανένας να τη βοηθήσει». Ασφαλώς, με τίποτα δεν το αρνούμαι αυτό!
Όμως δεν νομίζω ότι όλοι όσοι το προσπάθησαν, κατάφεραν
πραγματικά να τη βοηθήσουν. Πολλοί από αυτούς είναι πολύ πιθανό να της προξένησαν
πίκρα και μνησικακία, έστω κι αν δεν τους το έδειξε. (Το γεγονός ότι μια
βοήθεια γίνεται δεκτή, δεν σημαίνει ότι δεν γεννάει τέτοια συναισθήματα στον
αποδέκτη.) Και το παράδειγμα που μου ανέφερες, δεν διευκρινίζει και πολλά ως προς
το τι συνέβη στη συνέχεια σε αυτή τη γυναίκα. Βέβαια, μπορείς να πεις ότι,
ακόμα κι έτσι, αξίζει να το ρισκάρει κανείς.
Λοιπόν, αναρωτιέμαι μήπως το να της
δείξεις συμπόνια —μια συμπόνια που δεν χρωματίζεται από κάτι σαν «κοίταξε,
είμαι πιο καλότυχος από σένα, άσε λοιπόν να σε βοηθήσω»—, μήπως αυτό είναι
ακόμα πιο σημαντικό γι’ αυτή τη γυναίκα από την υλική βοήθεια. Δεν λέω «κράτα
τα χρήματά σου και δώσε της τις θερμότερες ευχές σου»! Δεν αμφισβητώ ότι «ένα
γραμμάριο βοήθειας αξίζει περισσότερο από εκατό κιλά οίκτου»· συμφωνώ ότι συχνά έτσι είναι —κυρίως επειδή μπορούμε
εύκολα να δούμε πως ο οίκτος που δεν δίνει χέρι βοήθειας, είναι έκφραση
συναισθηματισμού και ανωτερότητας, και δεν έχει μέσα του ούτε γραμμάριο συμπόνιας. Διότι αυτό το τελευταίο είναι
τρομερά δύσκολο: είναι αφάνταστα δύσκολο να δείξεις ή να έχεις συμπόνια. Και
δεν πιστεύω ότι μπορεί κανείς να αποκτήσει συμπόνια αν το προσπαθήσει. Είμαι σίγουρος
πως δεν υπάρχει ούτε μέθοδος, ούτε άσκηση με την οποία μπορεί να καλλιεργηθεί η
συμπόνια. Νομίζω μάλιστα πως όσοι νιώθουν αληθινή συμπόνια, συνήθως δεν το
καταλαβαίνουν. Θα ’λέγαμε σχεδόν πως είναι θέμα τύχης το να διαθέτεις συμπόνια.
(Ένας χριστιανός θα έλεγε πως τη δίνει η Χάρις του Θεού.)
Το πρόβλημα που υπάρχει όταν
κανείς μιλάει όπως εγώ τώρα, είναι ότι
μοιάζει σαν να πετάει τη συμπόνια απ’ έξω, σαν να λέει πως δεν έχει νόημα ν’
ασχοληθεί κανείς μαζί της, και τέτοια: πως δεν είναι σημαντική. Αυτό είναι
σίγουρα λάθος! Διότι η συμπόνια αναγνωρίζεται
συχνά από το πρόσωπο προς το οποίο εκδηλώνεται. Και τότε —αν αυτή η σύγκριση
σημαίνει κάτι—μπορεί να το βοηθήσει όσο τίποτε άλλο.
Είναι δύσκολο, ή σχεδόν αδύνατο,
να δείξουμε αληθινή συμπόνια επειδή μας είναι δύσκολο να μπούμε στη θέση κάποιου που περνάει μεγάλο πόνο. Κι αν δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, τότε θα
προξενήσουμε πίκρα και τα πράγματα θα γίνουν πολύ χειρότερα έτσι και
προσπαθήσουμε να κάνουμε σαν να τον
νιώθουμε.—Εδώ, ένα από τα τρομερότερα εμπόδια είναι να ξεκινήσουμε λέγοντάς
του: «Τι μπορώ να κάνω για να σε βοηθήσω;»· διότι έτσι δημιουργούμε μια
διαίρεση ευθύς εξαρχής. Πρέπει απεναντίας να ξεκινήσουμε ρωτώντας τον άλλο
(δηλαδή προσπαθώντας να βρούμε ένα τρόπο ώστε να τον ρωτήσουμε): «Τι σου συμβαίνει;».
Αν ο άλλος περνάει κάτι πραγματικά βαρύ, αυτό φαίνεται από την τάση του ν’ απομονωθεί:
επιζητεί μια απομόνωση, την οποία θα κάνουν ακόμα χειρότερη τα πλήθη των
πρόθυμων να βοηθήσουν.
Έχει ειπωθεί πως κανείς δεν
μπορεί να δείξει αληθινή συμπόνια για τον άλλο, εκτός κι αν είναι πραγματικά
έτοιμος να περάσει το ίδιο βάσανο μ’ εκείνον. Κι είναι ευκολότερο «να είσαι έτοιμος
να περάσεις ένα βάσανο» γενικά, παρά όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με τη συγκεκριμένη οδύνη. (Είμαι στ’ αλήθεια
έτοιμος να περάσω τη φτώχεια ή την αρρώστια αυτού εδώ του ανθρώπου; «Μα έχω να
σκεφτώ την οικογένειά μου».) Αν σου λέει κάτι αυτή η παρατήρηση, δεν είναι παρά
μια φτωχή περίληψη των όσων μπορείς να διαβάσεις στο βιβλίο της Σιμόν Βέιλ, Προσμονή Θεού (αν διαβάζεις γαλλικά,
είναι το Attente
de Dieu, διάβασέ
το στο πρωτότυπο, είναι πολύ καλύτερο).
Όταν λες ότι προσπαθείς να βρεις
κάποια «ικανοποιητική εξήγηση για όλες αυτές τις συμφορές» — τότε αναρωτιέμαι
αν ρωτάς κάτι πραγματικά. Δεν θέλω να
πω ότι αμφισβητώ πως η αμηχανία σου
είναι πραγματική. Την ξέρω αρκετά καλά κι από εμένα τον ίδιο. Και ξέρω πώς
φτάνει κανείς σε αυτό το ερώτημα. Όμως δεν
ξέρω τι ακριβώς ρωτάμε όταν θέτουμε αυτό το ερώτημα. Δεν ξέρουμε τι είναι
αυτό που ψάχνουμε, κι ούτε καν ξέρουμε πώς θα
αναγνωρίζαμε μια ικανοποιητική απάντηση σε αυτό. Αυτό ακριβώς το γεγονός
κάνει τούτο το ερώτημα τόσο διαφορετικό από τα ερωτήματα που μπαίνουν στο τομέα
της τεχνολογίας
ή της Φυσικής —ή των επιχειρήσεων. Το μισό από το πρόβλημά μας είναι πως δεν ξέρουμε
καν πώς να αρχίσουμε· γι’ αυτό και το ερώτημα μάς βασανίζει.
«Συμβαίνουν φριχτά πράγματα
—τελεία και παύλα». Αναρωτιέμαι αν μπορούμε να προχωρήσουμε παραπέρα από αυτή
τη διαπίστωση. Θα συνεχίσουμε ν’ αναρωτιόμαστε «Γιατί;», κι αυτά θα εξακολουθούν
να συμβαίνουν. Όμως αυτό το «Γιατί;» είναι μια ερώτηση που δεν έχει απάντηση. (…)
Rush Rhees, μια
επιστολή, 27 Νοεμβρίου 1966
Από το
βιβλίο Moral
Questions (1999)
6 σχόλια:
Ευχαριστώ λοιπόν για αυτά τα δύο δείγματα ουσιαστικής σκέψης.
Πάντως σε σχέση με αυτά που γράφει ο Ρίις, πιο σημαντικό ερώτημα από το γιατί να συμβαίνουν φριχτά πράγματα είναι ίσως το γιατί κάποια πράγματα τα κρίνουμε ως φριχτά.
@ Ανώνυμε/η, ευχαριστώ κι εγώ για την ανταπόκριση. Νομίζω, σχετικά με το ερώτημα που βάζεις, πως τις περισσότερες φορές τα πράγματα που κρίνουμε ως φριχτά είναι πράγματι φριχτά.
Το λέω αυτό, γιατί η συζήτηση για την αιτία των φριχτών πραγμάτων μοιάζει να απασχολεί περισσότερο τους φιλοσόφους από την προέλευση του κοινού αξιακού που μας κάνουν να κρίνουμε την φρίκη ως φρίκη...
@ Ανώνυμε/η, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κοινωνία και πολιτισμός που να μη θεωρεί κάποια πράγματα ως φρικτά, εννοείς μάλλον, αν καταλαβαίνω καλά, το για το ποιο λόγο ένας α πολιτισμός κρίνει τα χ ως φρικτά, ενώ ένας β πολιτισμός μπορεί ίσως να κρίνει ως φρικτά τα ψ. Σωστά; Πάντως εδώ ο Ρίις ασχολείται με την αντιμετώπιση του φρικτού όταν συμβαίνει σε κάποιον άλλον, όποιο κι αν είναι αυτό το φρικτό.
Η απάντηση στο γιατί δεν μπορεί να είναι κοινωνιολογικής φύσης;
@ πονάω, ποιο;
Δημοσίευση σχολίου