[...]
Ποτέ δε με εγκατέλειψε
ο φόβος μη με καθίσουν μια μέρα στο
θρόνο.
Μόνο αυτοί που φοβούνται τον εαυτό τους επιδιώκουν τ' αξιώματα, ή,
μάλλον,
αυτοί που μισούν τη ζωή και τους ανθρώπους. Δε θα μ' άρεσε διόλου
να' μαι περίβλεπτη, να μην έχω έναν ίσκιο, μια θέση
σε μια δική μου μυστική περιοχή, να βγάλω τα σανδάλια μου,
να παίξω τα κλειδιά των συρταριών μου με ξέγνοιαστο χέρι, αφημένο
έξω από το κρεβάτι μου.
Ο καημένος ο πατέρας -πάντα τον θυμάμαι-
είχε ένα πρόσωπο σα συσπασμένο χέρι γατζωμένο
σ' ένα μεγάλο μαύρο παραπέτασμα, για να ρίξει· τοσο που κάποτε
λέω
ίσως και να ταν καλό που τυφλώθηκε - ίσως έτσι τουλάχιστον να μπόρεσε
να δει προς τα μέσα του, να θυμηθεί λίγο λίγο
εκείνα που δεν είχε δει· κ΄ ίσως έτσι, στ'αλήθεια, να τα είδε· γιατί ως
τότε
έβλεπε την αυταρχική μορφή του (φυσικά κολακευμένη) μες στα βλέμματα
των φοβισμένων υπηκόων του· - κ' εκείνους κ' εκείνον
από παιδί πολύ τους λυπόμουν.
Μόνο αυτοί που φοβούνται τον εαυτό τους επιδιώκουν τ' αξιώματα, ή,
μάλλον,
αυτοί που μισούν τη ζωή και τους ανθρώπους. Δε θα μ' άρεσε διόλου
να' μαι περίβλεπτη, να μην έχω έναν ίσκιο, μια θέση
σε μια δική μου μυστική περιοχή, να βγάλω τα σανδάλια μου,
να παίξω τα κλειδιά των συρταριών μου με ξέγνοιαστο χέρι, αφημένο
έξω από το κρεβάτι μου.
Ο καημένος ο πατέρας -πάντα τον θυμάμαι-
είχε ένα πρόσωπο σα συσπασμένο χέρι γατζωμένο
σ' ένα μεγάλο μαύρο παραπέτασμα, για να ρίξει· τοσο που κάποτε
λέω
ίσως και να ταν καλό που τυφλώθηκε - ίσως έτσι τουλάχιστον να μπόρεσε
να δει προς τα μέσα του, να θυμηθεί λίγο λίγο
εκείνα που δεν είχε δει· κ΄ ίσως έτσι, στ'αλήθεια, να τα είδε· γιατί ως
τότε
έβλεπε την αυταρχική μορφή του (φυσικά κολακευμένη) μες στα βλέμματα
των φοβισμένων υπηκόων του· - κ' εκείνους κ' εκείνον
από παιδί πολύ τους λυπόμουν.
Ασήκωτο βάρος, νομίζω
να κυβερνάς και
να προστάζεις. Και πάντα , στο τέλος,
καθένας
κυβερνιέται απ' αυτό που
κυβερνα· - χώρια
η απέραντη κείνη υποψία
προς όλους
και προς όλα, - ένας ίσκιος πουλιού να
περάσει στην αίθουσα
τυχαία την ώρα
του λιογλερματος, είναι ένα τιναγμένο
μαχαίρι
καμωμένο από αθόρυβο μέταλλο.
Για τούτο οι τύραννοι
γίνονται μέρα
με τη μέρα όλο πιο τύραννοι. Όταν ο κόσμος
έχει το φόβο σου είτε την ανάγκη σου,
ποτέ δεν ξέρεις τι σου ετοιμάζει.
Καλύτερα
λοιπόν μήτε να κυβερνάς μήτε να κυβερνιέσαι
(πως να γίνει;)
φτάνει η κυβέρνια αυτή
που μας σφραγίζει πρίν απ'την γέννησή
μας
φτάνει ο θάνατος που μας παραμονεύει·
- μ'αυτόν εξοικειώνεσαι κάπως·
τα ενδιάμεσα πια χάνουν την αιχμηρότητά
τους. Χαλαρώνει το σώμα,
ξεθωριάζει
το χρώμα στα μαλλιά, στα παράθυρα, στα
μάτια,
ξεσφίγγει η παλάμη, όπου μέσα
της είχαν αποθέσει
ένα μεγάλο σκληρό,
χρυσό νόμισμα, κι όλη η ζωή μας
είταν
μια σύσπαση για να κρατήσουμε τούτο το
νόμισμα, ένας φόβος
μη και μας πέσει,
μην το χάσουμε·
αχρηστεύονταν το ένα μας χέρι,
αχρηστευότανε η μισή ζωή μας, ολόκληρη η ζωή μας.
αχρηστευότανε η μισή ζωή μας, ολόκληρη η ζωή μας.
[...]
από την συλλογή ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο "Τέταρτη Διάσταση"
1 σχόλιο:
Ένα στιχάκι για όλους
έχει η πονετική η εξουσία
παρήγορο μαύρο κι άσπρο
στις αποχρώσεις του γκρι
και μετά κόκκινο, κίτρινο, πράσινο,
θαλασσί το πιο περήφανο χαρτί της
τόσο κατανοεί κι αποθεώνει
όσο να την αποθεώσουν
μα δεν χορταίνει
τους θέλει όλους...
Φίλους κι αδελφούς
το ψέμα δεν έχει,
μόνο ξέρει ν’ αρπάζει
για να χρίσει υπηκόους
θεούς στιγμής
Κόψτε τους οισοφάγους της αδέλφια
τα χίλια πρόσωπα τσακίστε
φτερά, ουρές και νύχια
κι αφήστε τη μετά
στον καθρέφτη
να ορέγεται
χιλιόμετρα κάτω απ' τη γη
τυφλούς σκλάβους
για βεντάλια
Δημοσίευση σχολίου