Ernest Gellner (1925-1995) |
Αποσπάσματα από
ένα βιβλίο, που βρίσκουμε αρκετά σημαντικό για την κατανόηση τόσο των βασικών ρευμάτων σκέψης που
διαμόρφωσαν κυριαρχικά το σύγχρονο κόσμο μας, όσο και της μυθικής απόπειρας
μιας συνθετικής αναπλήρωσης των κενών τους, η οποία έγινε γνωστή ως ψυχανάλυση.
Βέβαια, σήμερα βρισκόμαστε ένα βήμα πιο πέρα, προς την κατεύθυνση όμως της διάλυσης μάλλον παρά του ξεπεράσματος αυτών
των ρευμάτων σκέψης. Παρ’ όλα αυτά, αυτά που επισημαίνει εδώ ο Γκέλνερ δεν έχουν
«παλιώσει». Ίσα-ίσα, διατηρούν την πολεμική αξία τους στο βαθμό που αυτός ο ετοιμόρροπος
και θλιμμένος κόσμος παραμένει κυρίαρχος.
Ο Γκέλνερ, φιλόσοφος και κοινωνικός ανθρωπολόγος, θεωρείται
από τους σημαντικότερους μελετητές του προβλήματος του εθνικισμού, τον οποίο
συνέδεσε με τη νεωτερικότητα, τη λεγόμενη «βιομηχανική επανάσταση» και την
εκτεχνίκευση της κοινωνίας. - Σημ. HS.
*
Από τον
άνθρωπο-δέσμη αντιλήψεων …
«Με τον ερχομό ενός ενοποιητικού οράματος του κόσμου [στη
Νεωτερικότητα και μέσα από τα δίδυμα ρεύματα του Υλισμού και του Εμπειρισμού],
ο άνθρωπος έπρεπε να επιστρέψει στη Φύση ─μια Φύση νοούμενη σαν ένα ενιαίο σύστημα,
υποκείμενο σε σταθερούς και ουδέτερους νόμους─ και να γίνει κατανοητός σαν ένα
μέρος της παρά ως συνέπεια παρέμβασης κάποιας ανώτερης, θεϊκής δύναμης στον
κόσμο. Πιθανότατα, ο βασικός συντελεστής αυτής της αναφυσικοποίησης του
ανθρώπου ήταν η θεωρία της γνώσης, η οποία λειτούργησε ως ο Μεγάλος Ισοπεδωτής,
επιμένοντας ότι ο άνθρωπος γίνεται γνωστός στους άλλους και στον εαυτό του με
τον ίδιο τρόπο με τον οποίο γνωρίζει οτιδήποτε άλλο: μέσω των αισθήσεών του. Οι
αισθήσεις ήταν οι οικουμενικές κατασκευαστικές μονάδες, το θεμελιώδες υλικό των
πάντων. (…)
Οι στοχαστές της εμπειριστικής παράδοσης είχαν πράγματι
υποθέσει ότι ο μόνος τρόπος για να αποκλείσουμε το υπερφυσικό από την αντίληψή
μας για τον άνθρωπο, ήταν να επιμένουμε ότι όλη η γνώση προέρχεται αποκλειστικά
από τις αισθήσεις. Το να ταυτίσουμε τα όρια του νου με τα όρια των αισθήσεων
φαινόταν καλή ιδέα, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο άνθρωπος ήταν πλασμένος
αποκλειστικά από φυσικά υλικά. Υπέθεταν ότι τα υπερφυσικά στοιχεία εισέρχονταν
από υπερφυσικά κανάλια, οπότε, εάν αυτά τα κανάλια φράσσονταν, τότε τα αλλότρια
στοιχεία και απαιτήσεις δεν θα μπορούσαν πια να εισέλθουν, και το αποτέλεσμα θα
ήταν ένας άνθρωπος φτιαγμένος αποκλειστικά από γήινα στοιχεία, που θα
ανταποκρινόταν μόνο σε ανθρώπινες και ανθρωπιστικές προσταγές. (…)
Ίσως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της θεώρησης αυτής ήταν ο
Ντέιβιντ Χιούμ. (…) Το έργο του Πραγματεία
για την Ανθρώπινη Φύση (1739) έδωσε
μια πέρα ως μη-δυϊστική εκτίμηση του ανθρώπου, και μάλιστα σε συνέχεια με τη
Φύση. Οι απόψεις του όσον αφορά τα
ανώτερα στοιχεία του ανθρώπου, τόσο για την αφηρημένη σκέψη όσο και για την
ηθική, ανήκαν βαθύτατα σε αυτόν εδώ τον κόσμο, μακράν από το να αποβλέπουν σε
κάτι πέραν της φυσικής τάξης. Γι’ αυτόν, οι ιδέες δεν είναι τίποτε άλλο παρά
μια επίγευση των αισθήσεων (sensations) και η ηθική δεν είναι τίποτε άλλο
από μια υπόθεση των αισθημάτων (feelings) –αισθήσεις, οι οποίες εν τέλει
εξυπηρετούν τη συλλογική μας άνεση.
Έτσι, η παλιά συμβίωση Αγγέλου και Θηρίου [των
προ-νεωτερικών αντιλήψεων για τον άνθρωπο] αντικαταστάθηκε από τη διάσημη ιδέα
του εαυτού ως Δέσμη Αντιλήψεων (Bundle of Perceptions), οι οποίες διαδέχονται η μια την
άλλη με ασύλληπτη ταχύτητα και βρίσκονται σε διαρκή ροή και κίνηση. Τα κατατετμημένα,
διαφανή και συνεπώς κατά βάση ακίνδυνα στοιχεία από τα οποία συναπαρτίζεται
αυτή η δέσμη, είναι ακριβώς ίδια με
εκείνα που απαρτίζουν οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο της Φύσης, με τη μόνη
διαφορά ότι συσσωρεύονται μέσω των αισθήσεων. (…)
Όμως οι αισθήσεις, οι οποίες ανέλαβαν έτσι όλη την ευθύνη
για τους στόχους και τις αξίες μας, απλώς και μόνο λόγω της έλλειψης άλλου
πιθανού ανταγωνιστή, ήταν κι αυτές οι ίδιες πολύ ήρεμες και συνετές. [Έτσι] ο
Άνθρωπος-Δέσμη ήταν ένας συνδυασμός καλοφαγά και λογιστή, με μια επιπλέον δόση
ελεήμονος ευαισθησίας. Διήγε τη ζωή του διερευνώντας τα γούστα του και
προσχεδιάζοντας τη μεγαλύτερη ικανοποίησή τους. Η υποτιθέμενη συμπόνια του για
τους άλλους τον προδιέθετε να διευκολύνει και τη δική τους ικανοποίηση, αν και
σε κάπως μικρότερο βαθμό από τη δική του.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια περισσότερο άψυχη
και μη-ρεαλιστική θεώρηση του ανθρώπου. (…)
Ένα παραπλανητικό
επιχείρημα αποτελούσε τη βασική εξήγηση όλων αυτών: επειδή μόνον η εμπειρία
μάς παρέχει αποδείξεις σχετικά με τον κόσμο (κάτι που πιθανότατα είναι
αλήθεια), κι επειδή η εμπειρία αποκτάται λίγο-λίγο (πολύ αμφίβολο), ως εκ
τούτου το μόνο σωστό μοντέλο ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι εκείνο που
αντιμετωπίζει την εμπειρία σαν αποτέλεσμα της συσσώρευσης και του συνδυασμού
συναισθημάτων και αισθήσεων, δυνάμενων να ενδοσκοπηθούν (κάτι που είναι εντελώς
ανακριβές). (…)
Όμως στην πραγματικότητα, ο Άνθρωπος-Δέσμη έγινε αποδεκτός
κι ευπρόσδεκτος, όχι μόνο επειδή ήταν το επακόλουθο ενός λανθασμένου
συμπεράσματος. Υπήρχαν επίσης περισσότερο συγκεκριμένοι λόγοι για την αποδοχή
ενός τόσο αισιόδοξου οράματος για τον άνθρωπο. Οπτιμιστικά κοινωνικά δόγματα,
όπως η ‘‘φυσική αρμονία των συμφερόντων’’, η δυνατότητα επίτευξης μιας
κοινωνικής ευρυθμίας στηριζόμενης στη συναίνεση και με ελάχιστο (ή ακόμα και
καθόλου) εξαναγκασμό ─αυτά τα δόγματα πλανιόνταν επίσης στον αέρα κατά τη
διάρκεια του 18 και του 19 αιώνα. Η εικόνα της αβλαβούς και άδολης ‘‘δέσμης
αντιλήψεων’’ εναρμονιζόταν μ’ αυτές τις ουτοπικές προσδοκίες, κι εκείνες με τη
σειρά τους φαίνονταν να παρέχουν ένα είδος επιβεβαίωσης για μια ψυχολογία
γεννημένη από την εμπειριστική εικόνα της γνώσης. (…)
… στον κόσμο-δέσμη
εικασιών
Στις ρίζες του Εμπειρισμού βρίσκεται η ιδέα ότι (1) όλα τα
πράγματα γίνονται γνωστά με τον ίδιο κατά βάση τρόπο, και ότι (2) τίποτα δεν
μπορεί να έχει μεγαλύτερη αξία από την απόδειξη ότι υπάρχει –απόδειξη που
διαμορφώνεται και αξιολογείται από τους ανθρώπους. (...)
Αλλά αυτό μας φέρνει σε μια διπλά δυσχερή θέση. Εφ’ όσον
δεν μπορούμε πλέον να ισχυριζόμαστε ότι γνωρίζουμε την αλήθεια και το ψέμμα a priori και να τα συνδέουμε με Καλούς και
Κακούς ανθρώπους, όλες πεποιθήσεις
απαιτείται, ιδανικά πλέον, να είναι αυθεντικές,
ορθολογικά αιτιολογημένες βάσει κοινώς διαθέσιμων αποδείξεων. Όμως την ίδια
ακριβώς στιγμή, επειδή δεν εξαιρούμε
πια τον άνθρωπο από τη Φύση αλλά επιμένουμε να τον θεωρούμε σαν κομμάτι της που
υπόκειται στους νόμους της, όλες οι πεποιθήσεις αντιμετωπίζονται ως συνέπειες
των αιτιωδών διαδικασιών εντός μας και κατά συνέπεια ως μη-αυθεντικές, ως «αναγώγιμες» στα προηγούμενα ή αιτιώδη πλαίσια
που τις προκαλούν ή τις δημιουργούν. (…)
Όμως το όριο μεταξύ αναγώγιμου και αυθεντικού δεν μπορεί μάλλον ποτέ να χαραχθεί με ακρίβεια. (…)
Ούτε εμείς, ούτε οι κοινότητες των
οποίων είμαστε μέλη διαθέτουν πραγματικά οποιεσδήποτε a priori, απόλυτες βεβαιότητες. Ό,τι
γνωρίζουμε, το γνωρίζουμε μόνον επειδή τα μέχρι τώρα στοιχεία έτυχε να δείχνουν
προς αυτή την κατεύθυνση. Μέχρις εδώ όλα καλά: μ’ αυτή την απλή διατύπωση ο Εμπειρισμός
δεν ακούγεται τόσο καταστροφικός. Αλλά είναι. Καταλήγει άμεσα στο ότι τα πάντα στον κόσμο είναι απλώς εικασίες.
Στοιχεία που μπορεί να προκύψουν στο μέλλον ─και τώρα πια είμαστε αναγκασμένοι
να σεβόμαστε τα στοιχεία και μόνο τα στοιχεία─, μπορεί να τον ακυρώσουν ή να
τον μεταμορφώσουν σε βαθμό που να μην αναγνωρίζεται καν.
Ο Καρτέσιος θεωρούσε πως η μέθοδος
της ριζικής αμφιβολίας [η οποία συνίσταται στη σταδιακή απόρριψη οτιδήποτε
εμπεριέχει έστω και την ελάχιστη αμφιβολία, ώστε να καταλήξει σε μια απόλυτα
βέβαιη και αναμφίβολη αλήθεια, εφόσον αυτή υπάρχει] τον οδηγούσε προς το παρόν
(pro tem) σε ένα προσωρινό (par provision) εαυτό. Αλλά τώρα είμαστε πια
καταδικασμένοι να ζούμε σ’ ένα προσωρινό
κόσμο. Ο Χιούμ θεωρούσε τον εαυτό ως μια δέσμη αντιλήψεων. Αλλά τώρα ζούμε
σ’ ένα κόσμο ο οποίος είναι μια δέσμη
εικασιών. Και μια δέσμη εικασιών δεν αποτελεί κατοικήσιμο κόσμο. (…)
Ένας άνθρωπος που κατοικεί σε
έναν, κατά την Καρτεσιανή ορολογία, κόσμο όπου όλα είναι υποθετικά, όπου
βασιλεύουν οι αποδείξεις και όπου όλες οι αξίες [δηλαδή τα πρίσματα με τα οποία
αξιολογούμε τις πράξεις και τη ζωή μας] πλέουν αποσπασμένες από τα γεγονότα και
τα μοτίβα τους, αιωρούμενες στη μεταβατική φάση μιας επ’ αόριστον διαρκούς προσωρινότητας, ένας τέτοιος άνθρωπος
κατοικεί σ’ έναν ετοιμόρροπο και θλιμμένο κόσμο.»
Έρνεστ Γκέλνερ, Το
ψυχαναλυτικό κίνημα. Η πανουργία του παραλόγου (1985)
στα ελληνικά, εκδ. Αρμός (2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου