Άρθρο του Vincent Descombes στον Le Monde Diplomatique (Φεβρουάριος 2014) σε μετάφραση Hollowsky
Λέγεται ότι δεν πρέπει να συζητάμε για τις λέξεις αλλά για τα πράγματα. Αναμφίβολα. Όμως συμβαίνει να μη γνωρίζουμε καλά ποια πράγματα εννοούν οι λέξεις που χρησιμοποιούμε. Αυτό συμβαίνει και με τη λέξη «ταυτότητα». Ξεπηδάει σε κάθε λογής διαμάχες και αντιπαραθέσεις, είτε αφορούν την εθνική ταυτότητα, την εβραϊκή ταυτότητα, την κομμουνιστική ταυτότητα, ή τις σεξουαλικές ταυτότητες, κ.λπ. Ασφαλώς, το διακύβευμα αυτών των συζητήσεων κρύβεται κάθε φορά στα επίθετα που συνοδεύουν την εκάστοτε ταυτότητα και την χαρακτηρίζουν.
Αλλά σε τι χρησιμεύουν αυτοί οι χαρακτηρισμοί; Χρησιμεύουν προκειμένου να προσδιοριστεί με όρους συλλογικής ταυτότητας η ομάδα, την οποία μπορεί να επικαλεστεί κανείς —προκειμένου, δηλαδή, να δοθεί απάντηση στο ερώτημα: «Ποιοι είμαστε εμείς, ένα έθνος, ένας λαός, ένα κόμμα, κ.ο.κ.;». Ή πάλι, χρησιμεύουν ώστε να πολλαπλασιάσει κανείς τις οπτικές γωνίες γύρω από το ποιος είναι, δίνοντάς στον εαυτό του μια πληθυντική ταυτότητα ως απάντηση στο ερώτημα: «Ποιος είμαι εγώ;».
Ανέκαθεν χρησιμοποιούσαμε τη λέξη ταυτότητα αποκλειστικά και μόνο για να υποδείξουμε ένα συγκεκριμένο «αντικείμενο», δηλαδή για να πούμε ότι π.χ. το τάδε πρόσωπο είναι αυτό που λέει ότι είναι, ή ότι είναι αυτό που αναζητούμε με το δείνα όνομα, ή ακόμα για να πούμε ότι δυο ονόματα αναφέρονται στο ίδιο πράγμα (π.χ. «λίμνη Λεμάν» = «λίμνη της Γενεύης»). Σήμερα όμως, αυτή η λέξη έχει συχνά άλλη έννοια. Ερχόμενη από τις αμερικάνικες κοινωνικές επιστήμες, εισήλθε στην καθημερινή γλώσσα μας με όχημα την έννοια της identity politics (στα γαλλικά θα το λέγαμε μάλλον «communautarisme», «κοινοτισμό»). Η identity politics αξιώνει να αναγνωρίζεται το δικαίωμα καθενός ανθρώπου ότι ανήκει σε αυτή ή την άλλη κοινότητα στο εσωτερικό της σύνολης κοινωνίας, καθώς και το δικαίωμά του να μπορεί αυτό να το εκφράζει. Εδώ λοιπόν, η έννοια της ταυτότητας παραπέμπει στην ιδέα μιας πολιτικής των ταυτοτήτων, σύμφωνα με την οποία οι επιλογές κάθε ψηφοφόρου πρέπει να απορρέουν από την κοινότητα των καταβολών του μάλλον, παρά από τις προσωπικές απόψεις του ως πολίτη. Αυτό βάζει ασφαλώς ορισμένα θέματα.
Ο λόγος είναι ότι, ενώ θεωρείται σημαντική η υπεράσπιση της διαφορετικότητας και η ελευθερία καθενός να είναι ο εαυτός του, είναι δύσκολο να δούμε ποιος είναι ο πραγματικός υπερασπιστής αυτών των δικαιωμάτων. Είναι άραγε εκείνος που διακηρύσσει το δικαίωμα μιας μειοψηφίας να τηρεί τα έθιμά της (π.χ. τις παραδοσιακές φορεσιές της, τις παραδοσιακές διατροφικές συνήθειές της, το ημερολόγιό της, κ.λπ.); Ή μήπως είναι εκείνος που υποστηρίζει ότι, εάν δοθεί μια συλλογική ταυτότητα σε ένα πληθυσμό, τότε λησμονείται το γεγονός ότι αυτός αποτελείται από άτομα, τα οποία δεν δέχονται πάντοτε να τα θεωρούμε σαν ομοειδείς εκπροσώπους μιας κοινής «ταυτότητας» − ωσάν το γεγονός και μόνο ότι είμαι Γάλλος πολίτης, να μου επιβάλλει το καθήκον να συμμορφώνομαι με διάφορα στερεότυπα, τα οποία καθορίζουν, όπως λένε κάποιοι, τι σημαίνει το να είσαι «αληθινός Γάλλος», τη σπάνια ουσία της «γαλλικότητας»;
Ένα πρόβλημα «πολλαπλών εντολών»
Πολύ συχνά πιστεύουμε ότι μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτό το εννοιολογικό βάσανο χάρη σε μια μεσοβέζικη λύση: να δεχτούμε ότι οι συλλογικές ταυτότητες υπάρχουν και επομένως ότι πρέπει να τις αναγνωρίσουμε, υπό τον όρο όμως ότι δεν θα μειώνουν την ατομικότητα καθενός, δηλαδή την απάντησή του στο «ποιος είμαι εγώ;». Διότι υποτίθεται ότι η προσωπική ταυτότητα είναι πάντοτε πληθυντική, και μάλιστα όχι μόνο κατά μια έννοια αλλά δυο. Κατά μια πρώτη έννοια, επειδή σε κάθε στιγμή της ζωής μου αναγνωρίζω ότι εμπλέκομαι σε κάθε λογής δεσμούς με άλλα άτομα και αντλώ από αυτούς τους δεσμούς ένα νόημα του εαυτού μου τόσο πολλαπλό όσο και οι κοινότητες στις οποίες ανήκω. Και κατά μια δεύτερη έννοια, επειδή σε όλη μου τη ζωή δεν σταματώ να εξελίσσομαι, να μετασχηματίζομαι, οπότε να είναι αδύνατο να παγιωθεί η προσωπική ταυτότητά μου σε ένα αναλλοίωτο ορισμό. Επομένως, υποτίθεται ότι δεν υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στη δήλωση της συλλογικής ταυτότητας και τη δήλωση της προσωπικής ταυτότητας.
Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα με αυτή την έννοια της «πληθυντικής ταυτότητας» είναι ότι πολύ γρήγορα καταλήγουμε να μην ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε… Φανταζόμαστε ότι είναι εύκολο να έχουμε πολλές ταυτότητες, επειδή νομίζουμε πως είναι κάτι σαν να έχεις πολλά μπιλιέτα με το όνομα, το επάγγελμα, τη διεύθυνση και το τηλέφωνό μας. Ωστόσο, αυτά τα επισκεπτήριά μου, όσα κι αν είναι, με παρουσιάζουν πάντοτε σαν ένα και το αυτό πρόσωπο. Οι λεγόμενες «κονστρουκτιβιστικές» θεωρίες τονίζουν ότι δεν πρέπει να παγιώνουμε την ταυτότητα κανενός επειδή, λένε, ο κάθε άνθρωπος είναι ένα ζωντανό και ιστορικό πρόσωπο, και επομένως είναι ένα ον που εμπλέκεται ασταμάτητα σε ένα ζωτικό και υπαρκτικό μεταβολισμό με το περιβάλλον του. Αυτές οι θεωρίες μάς καλούν λοιπόν να θεωρούμε ότι η ταυτότητα είναι κάτι που μπορεί να μεταβάλλεται, να αλλάζει. Όμως το ζήτημα παραμένει: πώς είναι δυνατό να αλλάξει η ταυτότητά μου χωρίς εγώ ο ίδιος να έχω γίνει κάποιος άλλος; Και αν τελοσπάντων έγινα κάποιος άλλος, τότε πού υπάρχει η δική μου ταυτότητα, η ταυτότητα που μου επιτρέπει να λέω ότι είμαι πάντοτε εγώ, αλλά απλώς αλλάζω διαρκώς από την αρχή έως το τέλος της ζωής μου;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουμε πολλών ειδών ασχολίες και ευθύνες, ότι είμαστε δεσμευμένοι σε πολλές και διαφορετικές υποθέσεις, και σε πολλές και διαφορετικές κοινότητες τις οποίες μπορούμε να αναγνωρίσουμε ως δικές μας. Όμως αυτή η πολλαπλότητα μπορεί να επιφέρει συγκρούσεις μεταξύ όλων αυτών, τα οποία μας ζητούνται από τόσες διαφορετικές πλευρές. Πού να δώσουμε προτεραιότητα; Με τι από όλα να καταπιαστούμε κατά κύριο λόγο, ή ακόμα και κατ’ αποκλειστικότητα;
Όλοι αυτοί οι συλλογικοί δεσμοί και όλες αυτές οι συμμετοχές ζητούν δέσμευση, πράγμα που βάζει ένα πρόβλημα του τύπου «πολλαπλότητα εντολών»: είναι υλικά αδύνατον ένα και μόνο πρόσωπο να αναλάβει τις ευθύνες πολλών προσώπων. Έτσι, το άτομο σύρεται προς πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις με αποτέλεσμα να παθαίνει «κρίση ταυτότητας», για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του ψυχαναλυτή Έρικ Έρικσον, ο οποίος τον επινόησε. Το άτομο καθηλώνεται τότε σε μια κατάσταση αναποφασιστικότητας και δεν βλέπει μέλλον. Και δεν μπορεί να βγει από αυτή την κρίση παρά μόνο εάν κατορθώσει να επανακαθορίσει τους δεσμούς και τις ευθύνες του, με τρόπο που να μην απαιτούν πλέον από αυτό μια αδύνατη «πληθυντικοποίηση» του ίδιου του εαυτού.
Πού βρίσκεται λοιπόν η ταυτότητα μέσα σε αυτούς τους πολυποίκιλους δεσμούς; Γνωρίζουμε καλά τι σημαίνει η λέξη ταυτότητα όταν, για παράδειγμα, τη χρησιμοποιούμε προκειμένου να βεβαιώσουμε εάν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο: «Λέτε ότι ο Πουανκαρέ γεννήθηκε στο Νανσύ, αλλά εννοείτε τον Ανρί (που πράγματι γεννήθηκε στο Νανσύ) ή τον Ραιημόν (που δεν γεννήθηκε εκεί);». Μπορούμε όμως, στηριγμένοι σε αυτή την έννοια της λέξης ταυτότητα, να εξηγήσουμε τι σημαίνει όταν τη συναντάμε σε δηλώσεις του τύπου «θέλουν να μιλούν τη γλώσσα τους, διότι αποτελεί κομμάτι της ταυτότητάς τους», ή «το κουαρτέτο εγχόρδων μας περνάει αυτές τις μέρες μια κρίση ταυτότητας»;
Όταν σε ένα δελτίο ταυτότητας οφείλουμε να σημειώσουμε «Α» ή «Θ», η απάντησή μας εδώ ταυτοποιεί το φύλο και όχι το ίδιο το πρόσωπο: η μισή περίπου ανθρωπότητα σημειώνει την ίδια απάντηση. Παρόμοια, η θρησκευτική μας ταυτότητα, εάν έχουμε, είναι η ταυτότητα της ομολογίας στην οποία πιστεύουμε και δεν είναι ταυτοποιεί εμάς τους ίδιους. Είναι σαν την τραπεζική ταυτότητα: προσδιορίζει το λογαριασμό που έχουμε στην τράπεζα και όχι το πρόσωπό μας.
Επομένως η πολλαπλότητα των «ταυτοτήτων» που παραθέτουμε όταν μιλάμε για τον εαυτό μας, δεν επηρεάζει σε τίποτα την ατομικότητά μας. Δεν μας κάνει πολλά διαφορετικά πρόσωπα σε ένα σώμα, διότι δεν ταυτοποιεί το πρόσωπό μας, δεν ταυτοποιεί εμάς τους ίδιους. Δεν συγκροτούν μια «πληθυντική ταυτότητα», αλλά παραπέμπουν σε συλλογικές ταυτότητες, τις οποίες οφείλουμε να διακρίνουμε. Αυτό είναι κάτι το οποίο συχνά αρνείται να κάνει η σύγχρονη κοινωνική φιλοσοφία όταν αναπαράγει την κυρίαρχη ατομικιστική πολιτική ιδεολογία, η οποία ευνοεί το καθησυχαστικό και μπερδεμένο δόγμα περί «πληθυντικής ταυτότητας» και μας καλεί να εσωτερικεύσουμε την ποικιλότητα του κόσμου («η ιδέα της μιας και μοναδικής ταυτότητας είναι φανατισμός ή φονταμενταλισμός»), και να θεωρούμε όλες τις αλλαγές (και τις οικονομικές ακόμα) σαν ένα σημάδι που μας στέλνει η ζωή και στο οποίο πρέπει να ανταποκρινόμαστε διαφοροποιώντας ακόμα περισσότερο τα ενδιαφέροντά μας…
Αυτό που διακυβεύεται εδώ είναι υψίστης σημασίας. Διότι η διάλυση της σχέσης προς τις συλλογικές ταυτότητες σε μια «πληθυντική ταυτότητα» έχει πολύ σημαντικές επιπτώσεις, τόσο στο επίπεδο του ατόμου όσο και στο πολιτικό επίπεδο.
Ορισμένοι, όπως η Μάργκαρετ Θάτσερ, υποστηρίζουν ολοπρόθυμα ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν υπάρχουν. Γνωρίζουμε τη περίφημη δήλωσή της: «‘‘Κοινωνία’’ δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο άτομα, άντρες και γυναίκες, και οικογένειες» [στο Women's Own Magazine (1987) —σημ HS]. Παρ’ όλα αυτά, η ίδια αυτή Θάτσερ δεν αμέλησε να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της χώρας της ούτε κατά τις ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις του 1979 («Θέλω πίσω τα λεφτά μου…!»), ούτε στη διεθνή σκηνή. Είναι εύκολο να διακηρύσσουμε θεωρητικά τον πιο ακραίο κοινωνιολογικό ατομικισμό, αλλά έρχεται κάποτε η στιγμή όπου υποχρεωνόμαστε να ξαναβάλουμε στην εξίσωση το συλλογικό, το οποίο είχαμε προηγουμένως διακηρύξει ανύπαρκτο και σκοταδιστικό…
Όταν λέμε ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν μια ταυτότητα, δεν σημαίνει ότι λέμε πως είναι καμωμένες από διάφορα ολόιδια ή ομοειδή στοιχεία, αλλά ότι το καθένα από τα στοιχεία που την συγκροτούν υπάρχει από μόνο του και μπορούμε να αναφερθούμε σε αυτό χωριστά από τα υπόλοιπα. Μπορούμε μάλιστα να τα κατονομάσουμε ένα προς ένα: το κουαρτέτο Modigliani, το εμβατήριο του Sambre-en-Meuse, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, κ.ο.κ. Από τη στιγμή που μια ανθρώπινη ομάδα φέρει ένα όνομα, μπορούμε να την κοιτάξουμε στην ιστορική πορεία της. Ονομάζοντάς την, σημαίνει ότι τη θεωρούμε ως μια ιστορική οντότητα, την ίδια ανθρώπινη ομάδα, χτες και σήμερα.
Πώς όμως μπορούμε να συλλάβουμε το γεγονός ότι μια κοινωνία παραμένει αναλλοίωτη, ίδια, πάντοτε όμοια προς τον εαυτό της δια μέσου των αιώνων; Εδώ αναγνωρίζουμε ένα κλασικό πρόβλημα της αρχαίας φιλοσοφίας, που το ξανασυναντάμε στη σύγχρονη αναλυτική φιλοσοφία με την ιδέα των κριτηρίων ταυτότητας. Οι πραγματικότητες αυτού του κόσμου δεν έχουν όλες τα ίδια κριτήρια ταυτότητας. Υπάρχουν κριτήρια ταυτότητας αναφορικά με το διαμάντι ή το γρανίτη. Είναι αναλλοίωτα μέσα στο χρόνο. Μια κοινωνία όμως, θα κατάφερνε άραγε να επιβιώνει δια μέσου των αιώνων εάν δεν άλλαζε καθόλου; Ασφαλώς όχι! Η Πόλις, εξηγούσε ήδη ο Αριστοτέλης, μοιάζει με ένα ποτάμι. Όπως το ποτάμι υπάρχει ακριβώς επειδή ανανεώνει ασταμάτητα τα νερά του, έτσι και η Πόλις. Κινδυνεύει να χαθεί εάν δεν ανανεώνεται —στη σύνθεσή της (με τη διαδοχή των γενεών), στην εσωτερική λειτουργία της και στην προσαρμογή της στο περιβάλλον και τον περίγυρό της. Έχουμε κριτήρια (γεωγραφικής) ταυτότητας για αυτό που ονομάζουμε «ο ίδιος ποταμός». Το ίδιο ισχύει και για τους διάφορους τύπους κοινωνίας. Το κριτήριο ταυτότητας για «την ίδια Πόλι», δηλαδή για μια πολιτική κοινότητα, βρίσκεται πάντοτε, κατά τον Αριστοτέλη, στη μεταβίβαση των νόμων και των εθίμων της δια μέσου των γενεών.
Όταν όμως έχουμε να κάνουμε με τις σημερινές κοινωνίες μας, ποιος είναι εκείνος που μπορεί να εφαρμόσει και να αποφασίσει αυτό το κριτήριο ταυτότητας; Το κλειδί της σημερινής συζήτησης για τις συλλογικές ταυτότητες βρίσκεται στο πέρασμα από το πρώτο πρόσωπο του ενικού στο πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού, στο «εμείς». Όπως μπορώ εγώ να συστήσω τον εαυτό μου δίνοντας στοιχεία της βιογραφίας μου, τα οποία θεωρώ ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το πρόσωπό μου, έτσι και οι ανθρώπινες ομάδες συστήνονται η μια στην άλλη. Είναι στο χέρι καθενός ανθρώπου να πει ποιο από όλα τα στοιχεία της αυτοπροσωπογραφίας του θεωρεί συστατικό στοιχείο του προσώπου του. Ποιο είναι το στοιχείο εκείνο, το οποίο, εάν του ζητούσαμε να το απαρνηθεί −μια φορεσιά, μια γλώσσα, ένα τελετουργικό−, θα ήταν σαν να του ζητάμε να απαρνηθεί τον εαυτό του, να κάνει σαν να ήταν κάποιος άλλος άνθρωπος, και έτσι να διχαστεί κατά κάποιο τρόπο σε ένα εξωτερικό προσωπείο για την κοινή θέα και σε μια μύχια προσωπικότητα, κρυμμένη από τους άλλους.
Παρόμοια, μια ομάδα διαθέτει συλλογική ταυτότητα εάν τα μέλη της διαθέτουν μορφές γλώσσας, οι οποίες τους επιτρέπουν να πουν στον κόσμο: εμείς είμαστε ομάδα, υπάρχουμε ως ομάδα (είτε πρόκειται για ένα χωριό, μια επιχείρηση, ένα θεατρικό θίασο, ή ένα έθνος). Η συλλογική ταυτότητά τους πρέπει λοιπόν να αναζητηθεί στις στιγμές όπου τα μέλη μιας κοινωνίας λένε «ποιοι είναι». Δεν το λένε οπωσδήποτε με μια καλογραμμένη διακήρυξη, αλλά με τα μνημεία τους (τα οποία δείχνουν σε τι αποτίνουν τιμές), στις λειτουργίες και τις τελετές τους (όπου «ανεβάζουν στη σκηνή» την ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους), στους παιδαγωγικούς θεσμούς τους (με τους οποίους αποφασίζουν τι θέλουν να μεταδώσουν στις νέες γενιές).
Η ομάδα εκφράζεται. Ναι, αλλά για να πει τι; Για να τοποθετηθεί πάνω σε αυτό που η ίδια κρίνει ότι αποτελεί το δικό της αγαθό. Μόνον οι ακραίοι οπαδοί του κοινωνιολογικού ατομικισμού αμφισβητούν ότι μια ανθρώπινη ομάδα μπορεί να έχει ένα δικό της αγαθό (αυτό που ονομάζουμε σήμερα «κοινό καλό» ή «γενικό συμφέρον»). Υπάρχουν αποφάσεις που θα είναι ευεργετικές για μια συγκεκριμένη ομάδα και άλλες που θα φέρουν δεινά. Οπότε ερχόμαστε στο κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα: μπορεί μια ομάδα να καταπιάνεται αυτή η ίδια με το δικό της αγαθό; Είναι ικανή να κυβερνάει τον εαυτό της;
Είναι δυνατόν ένας πολίτης αυτής της ομάδας να ρωτήσει: «Εμείς, τι θα κάνουμε;». Χωρίς συλλογική ταυτότητα δεν υπάρχει «εμείς» — και αυτό σημαίνει, με πολιτικούς όρους, ότι χωρίς συλλογική ταυτότητα δεν υπάρχει δημοκρατική άσκηση της κυριαρχίας και αυτοδιάθεσης αυτής της ομάδας, διότι μια δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης προϋποθέτει ότι κάθε πολίτης μπορεί να διευρύνει το «εγώ» του σε ένα «εμείς», δηλαδή σε ένα υποκείμενο της γενικής βούλησης.
Συχνά στις μέρες μας αυτός ο ορισμός της δημοκρατίας ξεσηκώνει έντονες αντιρρήσεις. Θεωρείται ότι η αναφορά σε ένα «εμείς» της πολιτικής κοινότητας επιβάλλει να υπάρχει πλήρης ομοφωνία μεταξύ των πολιτών, κάτι που φαίνεται αδύνατον αλλά και ανεπιθύμητο για λόγους αρχής. Διότι, λένε, εφόσον δημοκρατία σημαίνει αποδοχή των διαφωνιών, ελευθερία έκφρασης του καθενός και σεβασμός των απόψεων με τις οποίες δεν συμφωνούμε, η επίκληση ενός «εμείς» δεν μπορεί να προέρχεται παρά από μια γιακωβίνικη εμμονή στην ενότητα του πολιτικού σώματος, το οποίο υποτίθεται πως θα πρέπει να μιλάει πάντοτε με μια και μόνη φωνή. Θα έπρεπε λοιπόν να αναζητήσουμε μια σύλληψη της δημοκρατίας χωρίς το «εμείς», χωρίς τη συλλογική έκφραση ενός δήμου [demos].
Το ζήτημα του αγαθού της Πόλεως.
Πράγματι, για να υπάρχει δημοκρατία πρέπει ο κάθε άνθρωπος να είναι ελεύθερος να διαμορφώνει και να εκφράζει τη δική του γνώμη, ακόμη κι αν αυτή διαφωνεί με όλων των άλλων. Γενικότερα η δημοκρατία, όπως την εννοούμε, συνοδεύεται από μια διεύρυνση των ατομικών ελευθεριών και οφείλει να σέβεται τη διαφωνία και τη σύγκρουση.
Ναι, αλλά διαφωνία και σύγκρουση επάνω σε τι; Πάνω στη διακυβέρνηση της Πόλεως. Εφόσον δεν προφέρονται αυτές εδώ οι λέξεις, ο ορισμός της δημοκρατίας παραμένει απολίτικος. Για να είναι πολιτικός, πρέπει να έχει στο επίκεντρό του το ζήτημα του αγαθού της Πόλεως. Πάνω σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο η δημοκρατία επιδιώκει την ανοιχτή συζήτηση, τη διαβούλευση και επιτρέπει τη σύγκρουση των απόψεων. Η κατεξοχήν θεμέλια αρχή μια πολιτικής κοινότητας είναι αυτή : το να υπάρχει ένα αγαθό, το οποίο χαρακτηρίζει την κοινωνία μας, και ο μόνος λόγος ύπαρξης μιας κυβέρνησης να είναι το ότι επιφορτίζεται την προάσπισή του.
Ο σημερινός άνθρωπος ερμηνεύει το δικαίωμά του στη χειραφέτηση σαν ένα δικαίωμα να καθορίζει ο ίδιος την ταυτότητά του όπως αυτός την καταλαβαίνει — κάτι που τον οδηγεί να συμπεριλαμβάνει σε αυτήν κοινωνικούς δεσμούς, οι οποίοι δεν οφείλουν τίποτα σε κανένα κοινωνικό συμβόλαιο. Χρησιμοποιεί το ταυτοτικό ιδίωμα προκειμένου να κάνει ένα βήμα προς μια συμφιλίωση με την ίδια την ανθρώπινη υπόστασή του. Όσο για το «εμείς» της γενικής βούλησης, αυτό εκφράζει απλώς την ταυτότητα του πολιτικού σώματος μας, την επιθυμία του να υπάρχει και να διαιωνίζεται. Όμως, το να έχουμε συλλογική ταυτότητα σημαίνει έχουμε ιστορία και μέλημα για ένα μέλλον. Δεν σημαίνει ότι βρισκόμαστε σε αυτή ή την άλλη ιδιαίτερη κατάσταση, όπως για παράδειγμα σε μια κατάσταση αδιαίρετης ενότητας και συνοχής.
Συνεπώς, η εννοιολογική φρόνηση στο ζήτημα της ταυτότητας ξεκινάει από τη στιγμή που θα πάψουμε να συγχέουμε την ταυτότητα (η οποία μάς επιτρέπει να θέσουμε την ερώτηση: «Εμείς, τι θα κάνουμε;») με την ενότητα (που υποθέτει ότι όλες οι απαντήσεις πρέπει να συμφωνούν μεταξύ τους).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου