Στο δεύτερο μέρος της σχετικής σειράς μας, είδαμε την υφή της κοινωνικής σχέσης που δομείται από το θεσμό του χρήματος. Πρέπει όμως να εξετάσουμε διεξοδικότερα το λόγο για τον οποίο το χρήμα είναι θεσμός. Θα το κάνουμε σε δύο μέρη. Στο πρώτο, εδώ, παρουσιάζουμε σχετικά αποσπάσματα από μια εισήγηση του ίδιου συγγραφέα σε δική μας μετάφραση. Θα δούμε ότι ο Αριστοτέλης κατάλαβε το ζήτημα της εμπορευματικής ανταλλαγής καλύτερα από τον Μαρξ: δεν υπάρχει καμιά «ουσία» κρυμμένη πίσω από την ανταλλαγή εμπορευμάτων. Το μόνο «θεμέλιο» αυτής της ανταλλαγής είναι η σύμβαση του χρήματος. Έτσι, όταν λέμε ότι το τάδε εμπόρευμα έχει τη δείνα “αξία”, εννοούμε απλώς ότι το
εμπόρευμα αυτό επιτρέπει την απόκτηση
χρήματος κατά την ανταλλαγή του. Πιστεύουμε ότι είναι σαφέστατα τα όσα λέει και μάλιστα μάς εισάγουν στην ιδέα του χρήματος ως τάλισμαν, μαγικού φυλαχτού, που θα δούμε και αργότερα.
Το μικρό παράθεμα από τον Εντουάρ Βιλ, που βάζουμε για προμετωπίδα, συμπυκνώνει σε λίγες γραμμές την οπτική γωνία αυτή εδώ της σειράς. Για τη μετάφραση του όρου
institutionnaliste: χάρη στον παλιό φίλο και μεταφραστή Πάνο Τσαχαγέα, τον αποδώσαμε με τον πολύ δόκιμο όρο θεσμοκεντρική. - Σημ.
HS
*
«Υπογραμμίζοντας λοιπόν ότι, όπως δείχνουν όλα
τα δεδομένα, το χρήμα δεν γεννήθηκε σαν ένα εργαλείο αριθμητικής μέτρησης των
αξιών των εμπορευμάτων αλλά πρώτα-πρώτα σαν
ένα στοιχείο των κοινωνικών σχέσεων −όπου το ποσοτικό δεν ήταν κατ’ ουσίαν
παρά μια υλική αποτύπωση ανορθολογικών σχέσεων ισχύος−, και στη συνέχεια σαν
ένα (αλλά όχι το μοναδικό) εργαλείο κωδικοποίησης αυτών των σχέσεων, οφείλουμε να παρατηρήσουμε, ότι ποτέ σε
ολόκληρη την ιστορία του το χρήμα δεν έπαψε να αποτελεί μια αντανάκλαση του
ανορθολογισμού εκείνων των πρωτόγονων κοινωνικών δομών».
Edouard Will,
«Σκέψεις και υποθέσεις σχετικά με τις καταβολές του νομίσματος»,
Révue numismatique, τχ 17 (1955).
*
«Τι εννοούμε όταν λέμε, ότι το χρήμα είναι θεσμός; Εννοούμε ότι το χρήμα δεν είναι
ένα εμπόρευμα, ούτε ένα εργαλείο για τη διευκόλυνση των ανταλλαγών, όπως
υποστηρίζουν πάμπολλες ανταγωνιστικές θεωρίες, αλλά είναι ο δεσμός που συνδέει μεταξύ τους τους
παραγωγούς και που, έτσι, καθιστά δυνατή την πραγμάτωση των ανταλλαγών. Με άλλα
λόγια, κάτω από αυτή την οπτική, το χρήμα είναι η πρωταρχική σχέση, εκείνη πάνω
στην οποία θεμελιώνεται η εμπορευματική τάξη πραγμάτων. Χωρίς το χρήμα, χωρίς
το νόμισμα, δεν μπορεί να υπάρξει εμπορευματική οικονομία.
Εδώ βρίσκεται η πρωτοτυπία της θεσμοκεντρικής [institutionaliste] θέσης μας. Στις
οικονομικές θεωρίες το χρήμα θεωρείται συνήθως δευτερεύον σε σχέση με τον
ορισμό της έννοιας της Αξίας. Αυτή η έννοια αποτελεί κατά παράδοση το κατεξοχήν
αντικείμενο των οικονομικών αναλύσεων και από αυτήν αντλούν την απάντησή τους
σε όλα τα θεμελιώδη ζητήματα της οικονομίας: γιατί τα εμπορεύματα είναι
σύμμετρα και σύμφωνα με ποια σχέση αναλογίας ανταλλάσσονται. Αυτή την αντίληψη
την ονομάζω εργαλειακή [instrumentaliste] προσέγγιση του χρήματος, διότι θεωρεί το χρήμα σαν ένα εργαλείο,
το εργαλείο που διευκολύνει τις ανταλλαγές.
Μαρξ και Αριστοτέλης
Η προσέγγιση του Μαρξ αποτελεί ένα ενδιαφέρον
όσο και χαρακτηριστικό παράδειγμα της εργαλειακής θεώρησης του χρήματος. Ας το
δούμε. Στο πρώτο λ.χ. κεφάλαιο του Κεφαλαίου,
ο Μαρξ αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίον ο Αριστοτέλης, εξετάζοντας το ζήτημα
της ισότητας “5 κλίνες = 1 οικία”,
γράφει ότι “ούτε ανταλλαγή θα υπήρχε αν
δεν υπήρχε ισότητα∙ ούτε ισότητα θα υπήρχε αν δεν υπήρχε συμμετρία” [Ηθικά Νικομάχεια, βιβλίο Ε΄, 1133b -σημ. HS], δηλαδή αναγωγή σε ένα κοινό μέτρο.
Σχολιάζοντας εδώ ο Μαρξ, υπογραμμίζει
την “μεγαλοφυΐα” του Αριστοτέλη, στο βαθμό που κατάλαβε πως η χρηματική
ανταλλαγή στηρίζεται σε μια σχέση ισότητας. Ωστόσο κατά τον Μαρξ, σε αυτό
ακριβώς το σημείο ο Αριστοτέλης σκόνταψε αφού δεν κατόρθωσε να καταδείξει πού
θεμελιώνεται η εμπορευματική ισότητα-συμμετροποίηση, μιας και ήταν της γνώμης
ότι “είναι αδύνατον πράγματα τόσο ανόμοια
να γίνουν σύμμετρα”, με αποτέλεσμα να καταλήξει ο συμπέρασμα ότι “κάνουμε αυτή τη συμμετροποίηση απλώς και
μόνο για λόγους πρακτικής χρείας” [στο ίδιο, HS].
Για τον
Αριστοτέλη λοιπόν, η εμπορευματική ισότητα-συμμετροποίηση είναι καθαρά θέμα σύμβασης. Όμως για τον Μαρξ δεν είναι
έτσι τα πράγματα. Κατ’ αυτόν υπάρχει πραγματικά κάτι το κοινό μεταξύ των
εμπορευμάτων, μια ουσία στην οποία θεμελιώνεται η συμμετροποίησή τους και η
οποία προηγείται του χρήματος: η ανθρώπινη εργασία. Έτσι, συμπεραίνει ότι η
ανταλλαγή των εμπορευμάτων συντελείται με μέτρο τον “κοινωνικά αναγκαίο χρόνο
εργασίας” που απαιτείται για την παραγωγή τους.
Σύμφωνα με τον Μαρξ, ο λόγος που ο Αριστοτέλης δεν κατόρθωσε να
ξεδιαλύνει το μυστήριο της ιστότητας των εμπορευμάτων έχει να κάνει με το ότι
ζούσε σε μια εποχή όπου οι δουλοκτητικές σχέσεις έκρυβαν την ουσία που
εξισώνει τις ανθρώπινες εργασιακές δυνάμεις. Κοντολογής, στη μαρξιστική θεωρία
το χρήμα είναι δευτερεύον, μια σε δεύτερο χρόνο έκφραση των σχέσεων Αξίας.
Η εμπορευματική ανταλλαγή δεν βασίζεται σε καμιά "ουσία" του εμπορεύματος!
Η δική μας αντίληψη αντιτίθεται τόσο στη
μαρξιστική όσο και στη νεοκλασσική υπόθεση της Αξίας, και συμφωνεί με τον
Αριστοτέλη. Θεωρούμε δηλαδή ότι δεν
υπάρχει απολύτως καμία αντικειμενική ουσία πίσω από την ανταλλαγή των
εμπορευμάτων και ότι η ανταλλαγή αυτή θεμελιώνεται απλώς και μόνο στην σύμβαση του χρήματος. Με άλλα λόγια, η σχέση με
το χρήμα είναι εκείνη που ομοιογενοποιεί, εξισώνει, ή καθιστά “σύμμετρα”, τα
εμπορεύματα. Αυτή η εξίσωση ή
συμμετροποίηση δεν προϋπάρχει της
θέσμισης του χρήματος και δεν υπάρχει χωρίς τη σύμβαση του χρήματος.
Υποστηρίζουμε λοιπόν μια θεωρία πολύ
διαφορετική από εκείνη που προτείνουν οι ποικίλες θεωρίες της Αξίας, όπως κι αν
την ορίζουν. Δεν βλέπουμε στο χρήμα μια ουδέτερη μορφή, η οποία απλώς επιτρέπει
ή διευκολύνει την έμμεση έκφραση μιας Αξίας που υποτίθεται ότι προϋπάρχει της
χρηματικής σύμβασης. Απεναντίας,
θεωρούμε ότι το χρήμα και η αξία αποτελούν μια και την αυτήν πραγματικότητα:
είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αξία
υπάρχει μόνο και μόνο επειδή υπάρχει το χρήμα. Αξία χωρίς χρήμα δεν υπάρχει.
Επομένως, σύμφωνα με τη δική μας αντίληψη,
όταν λέμε ότι το τάδε εμπόρευμα έχει τη δείνα “αξία”, εννοούμε απλώς ότι το
εμπόρευμα αυτό επιτρέπει την απόκτηση
χρήματος κατά την ανταλλαγή του. Δεν πρέπει λοιπόν να βλέπουμε τη χρηματική
τιμή όπως τη βλέπουν οι διάφορες θεωρίας της Αξίας, δηλαδή σαν ένα συμβατικό
μανδύα που θα πρέπει να τον σηκώσουμε για να δούμε καθαρά ένα μέγεθος, το οποίο
υποτίθεται ότι κρύβεται από πίσω του και είναι η αντικειμενική αξία των εμπορευμάτων.
Απεναντίας, θεωρούμε πως η τιμή είναι μια θεμελιακή πραγματικότητα της
εμπορευματικής ανταλλαγής με την έννοια ότι το κάθε εμπόρευμα αξίζει ακριβώς όσο και η τιμή του, δηλαδή όση είναι η ποσότητα χρήματος την οποία
αποφέρει κατά την εμπορευματική ανταλλαγή.
Με άλλα λόγια, για τη θεσμοκεντρική προσέγγιση το
θεωρητικά ουσιώδες γεγονός, αυτό που πρέπει πρωτίστως να κατανοήσουμε, είναι η
εξάρτηση όλων των εμπορευματοκατόχων και εμπορευματοπαραγωγών από το χρήμα.
Πρέπει δηλαδή να καταλάβουμε τι είναι
αυτή η ομόφωνη και ακόρεστη επιθυμία για χρήμα, που διακατέχει όλα τα μέλη των
εμπορευματικών κοινωνιών.
Γι’ αυτό το λόγο η θεσμοκεντρική προσέγγιση, αντίθετα
από τις άλλες οικονομικές θεωρίες, δεν επιδιώκει να συλλάβει την πραγματικότητα του
χρήματος στις διάφορες επιμέρους λειτουργίες του (νομισματική μονάδα,
μέσον κυκλοφορίας, μέσον αποταμίευσης), αλλά στην ικανότητά του να συγκεντρώνει πάνω του την γενικευμένη συμφωνία της
κοινωνικής ομάδας και να την εκφράζει μ’ έναν αντικειμενοποιημένο τρόπο −απ’
όπου και ορισμοί μας όπως “το χρήμα, έκφραση της κοινωνίας ως ολότητα” (Aglietta et al.
1998, 10) ή “το χρήμα, συντελετής ολοποίησης” (Orléan, 2002).
Ανθρωπολογική συνηγορία υπέρ της θεσμοκεντρικής θεώρησης
Η θεσμοκεντρική θεωρία μας μπορεί να είναι εντελώς
μειοψηφική μεταξύ των οικονομολόγων, ωστόσο έχει σημαντικούς υποστηρικτές στο
πεδίο των κοινωνικών επιστημών. Για παράδειγμα τον Μως, τον Σιμιάν, ή τον
Ζίμμελ. Ας δούμε λ.χ. τι λέει σχετικά ο Μαρσέλ Μως στη σύντομη μελέτη του με τίτλο
“Οι καταβολές της έννοιας του χρήματος” (1914).
Βασική ιδέα του Μως είναι ότι
η ικανότητα προσπορισμού αγαθών προέρχεται από την σαγηνευτική δύναμη του τάλισμαν
[μαγικό φυλαχτό, HS]. Οι άνθρωποι ποθούν
μαζικά το τάλισμαν επειδή πιστεύουν στις μαγικές του ιδιότητες σε τέτοιο βαθμό,
που είναι πρόθυμοι να εγκαταλείψουν όσα έχουν για να το αποκτήσουν. Εδώ βρίσκεται η προέλευση
των μαγικών ιδιοτήτων του χρήματος! Η αγοραστική δύναμη του κατάγεται από τη
σαγήνη που ασκεί το τάλισμαν. Ο Μως γράφει:
Κατά τη γνώμη μου, η αγοραστική δύναμη του πρωτόγονου χρήματος έγκειται πάνω απ’ όλα στη δύναμη σαγήνης που μεταβιβάζει σε όποιον το κατέχει και την οποία χρησιμοποιεί για να επιβάλλεται στους άλλους.
Με δυο λόγια, ο Μως μάς λέει πως για να καταλάβουμε
την αγοραστική δύναμη του χρήματος, πρέπει να καταλάβουμε τη συλλογική λατρεία που περιβάλλει ορισμένα αντικείμενα. Εδώ ακριβώς
συναντάει την δική μας προβληματική. Να σημειώσω, πως ο μοντέλο του τάλισμαν
συμφωνεί με τα συμπεράσματα πολυάριθμων αθρωπολόγων, που έχουν υπογραμμίσει το
γεγονός ότι το πρωτόγονο χρήμα είναι κατ’ ουσίαν ένα μέσον πληρωμής με το
οποίον μπορούσε να “εξοφλήσει” κανείς μη-οικονομικές
υποχρεώσεις, όπως για παράδειγμα τη προίκα της νύφης, ή το weregild [η αξία κάθε προσώπου ή πράγματος σύμφωνα με τους Σάλιους Κώδικες,
HS].
Εδώ βλέπουμε ξεκάθαρα την καρδιά του προβλήματος
χρήμα: η ενσάρκωση αυτού που “αξίζει”, θεμελιώνεται στη λατρεία της κοινωνικής ομάδας για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή σημείο.
Τέτοιου είδους είναι το μυστήριο της αγοραστικής δύναμης. Εκείνο που αλλάζει με
το σύγχρονο χρήμα, είναι η φύση της λατρείας:
δεν πρόκεται πλέον για κλασσική μαγικοθρησκευτική λατρεία. Γι’ αυτό και μιλάμε
τώρα για “συλλογική εμπιστοσύνη” [και “εμπορική πίστη”, HS].»
André Orléan, Εισήγηση στο σεμινάριο
«De
l’ auto-organisation au temps du projet»,
11-18
Ιουλίου 2007
12 σχόλια:
Πολύ ενδιαφέρον,
πρώτο πράγμα που διαβάζω σήμερα, με τον καφέ μου.
Καλημέρα!
Καλημέρα Δάφνη, χαίρομαι που το βρήκες ενδιαφέρον, και που μας το είπες - είναι βλέπεις μια από τις ... "εμμονές" μας το θέμα του χρήματος, της παντοκρατορίας του.
Καλή δύναμη!
και περιμένουμε τη συνέχεια του μυστηρίου
Γιαν Πι, δεν θα αργήσει. Μυστήριο χωρίς αγωνία όμως δεν γίνεται, έτσι δεν είναι; Ούτε αγωνία χωρίς αναμονή... :-)
Neue Marx-Lektüre
Καμιά σχέση, φιλήσυχε.
καλημέρα,
διαβάζοντας πριν απο λίγο καιρό ένα βιβλίο του Michael Heinrich, είχα καταλάβει ότι η Αξία έτσι απο μόνη της δεν υπάρχει, αλλά εμφανίζεται κατά την ανταλλαγή, αφού τα ανταλασσόμενα εμπορεύματα πρέπει να συμμετροποιηθούν. Η συμμετροποίηση προυποθέτει το χρήμα, και έτσι αυτό "φαίνεται" σαν να αντιπροσωπεύει κάτι που "φαίνεται" ότι είναι κοινό μεταξύ των εμπορευμάτων.
Κάτι παρόμοιο δεν προτείνει και το παραπάνω άρθρο, τουλάχιστόν μέχρι τη μέση; Θα μπορούσε κάποιος να ξεκαθαρίσει τα πράγματα μεταξύ της κριτικής της αξίας του Heirich και της Neue Marx-Lektüre, ή των Kurz, Trenkle, Jappe κλπ., και του παραπάνω άρθρου;
merci
Παπαδόπουλε, όταν λες ότι "η Αξία δεν υπάρχει καθαυτή αλλά εμφανίζεται κατά την ανταλλαγή", εννοείς ότι η Αξία είναι μια "κρυμμένη" ουσία των εμπορευμάτων, που η ανταλλαγή την κάνει να "εμφανιστεί".
Επίσης όταν λες ότι "τα ανταλασσόμενα εμπορεύματα πρέπει να συμμετροποιηθούν και η συμμετροποίηση προυποθέτει το χρήμα", εννοείς ότι το χρήμα έπεται (σαν εργαλείο διευκόλυνσης) της συμμετροποίησης, η οποία γίνεται προκειμένου να γίνει η ανταλλαγή.
Ο Ορλεάν λέει κάτι εντελώς διαφορετικό! Λέει ότι, στον κόσμο της εμπορευματικής ανταλλαγής, το Χρήμα ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ: "Με άλλα λόγια, η σχέση με το χρήμα είναι εκείνη που ομοιογενοποιεί, εξισώνει, ή καθιστά “σύμμετρα”, τα εμπορεύματα. Αυτή η εξίσωση ή συμμετροποίηση δεν προϋπάρχει της θέσμισης του χρήματος και δεν υπάρχει χωρίς τη σύμβαση του χρήματος".
Έτσι, Αξία δεν είναι ούτε ουσία, ούτε κάτι που ενυπάρχει στα εμπορεύματα (π.χ. ως "πηγμένη εργασία" ή "ενσωματωμένος κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας", και τα παρόμοια), αλλά είναι απλώς μια λέξη για το ότι στον κόσμο της εμπορευματικής ανταλλαγής τα πάντα πρέπει να ¨"μεταφράζονται" σε Χρήμα: "Πόσο αξίζει αυτό το καρπούζι;" - "Τόσα ευρώ". Τελεία.
Κάτι που μας δυσκολεύει να το πιάσουμε αυτό, είναι ότι φανταζόμαστε την εμπορευματική ανταλλαγή σαν έναν "εξελιγμένο" αντιπραγματισμό (έναν αντιπραγματισμό που έγινε αρκετά πολύπλοκος και γι' αυτό επινοήθηκε το χρήμα, ώστε να τον διευκολύνει), ενώ στην πραγματικότητα η εμπορευματική ανταλλαγή δεν έχει σχέση με τον αντιπραγματισμό, ούτε προήλθε από αυτόν!
Σε μερικές μέρες θα ανεβάσω τη συνέχεια του άρθρου και κάποια ακόμα, που θα φωτίσουν καλύτερα το θέμα.
Ευχαριστώ για το σχόλιο.
HollowSky,
Ίσως δεν εκφράστηκα σωστά, ή ίσως δεν καταλαβαίνω πολύ καλά το θέμα..
Λες ότι "στον κόσμο της εμπορευματικής ανταλλαγής τα πάντα πρέπει να "μεταφράζονται" σε Χρήμα" (αφού πρέπει να υπάρξει συμμετροποίηση). Σωστά.
Αυτό κάνει το χρήμα να μετράει κάτι (την αξία) που ΦΑΙΝΕΤΑΙ να ενυπάρχει στα εμπορευματα καθεαυτά, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει.
Φυσικά η συμμετροποίηση δεν μπορεί να υπάρξει πρίν απο την εμφάνιση του γενικού ισοδυνάμου (χρήμα) που καμώνεται ότι μετράει κάτι που, βασικά, δεν είναι μετρήσιμο.
Από τον τρόπο που διαβάζει τον Μαρξ ο Heinrich αυτό έχω καταλάβει. Και δεν νομίζω ότι αυτό έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τη θέση του Ορλεάν.
Ακόμα, έτσι καταλαβαίνω τον μαρξικό διαχωρισμό ανάμεσα στην αξία χρήσης (που αντιπροσωπεύει κάτι μη μετρήσιμο, ποιοτικό) και την ανταλακτικη αξία (που αντιπροσωπεύει κάτι μετρήσιμο.. -"πηγμένη εργασία" ή "ενσωματωμένος κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας", και τα παρόμοια- που λες κι εσύ).
Σε ευχαριστώ πολύ για την απάντηση, και περιμένω τη συνέχεια του άρθρου!
Παπαδόπουλε, το θέμα είναι έτσι κι αλλιώς δύσκολο και οι γλωσσικές εκφράσεις μας επ' αυτού οριακές. Π.χ. η λέξη "εμφανίζεται" που, όπως επεσήμανα, παραπέμπει σε κάποια κρυμμένη ουσία, πράγμα λάθος (αναφορικά με την Αξία).
Άλλο γλωσσικό λάθος, ο όρος "αξία χρήσης". Τι θα πει αυτό; Σε τι διαφέρει από τη χρήση; Όταν λέγεται ότι κάτι έχει "αξία χρήσης", τι παραπάνω ή διαφορετικό εννοείται από το να λεχθεί απλώς ότι αυτό το κάτι "είναι χρήσιμο" ή "το χρησιμοποιούμε"; Ο όρος "αξία χρήσης" (δάνειο του Μαρξ από τον Άνταμ Σμιθ) είναι παραπειστικός.
Άλλο: "πρέπει να υπάρξει συμμετροποίηση". Αν με αυτό θέλουμε να πούμε "συμμετροποίηση των εμπορευμάτων", είναι λάθος. Γιατί δεν γίνεται ανταλλαγή μεταξύ εμπορευμάτων (ένας πιο πολύπλοκος αντιπραγματισμός) αλλά ανταλλαγή εμπορεύματος με χρήμα. Δεν λέμε ούτε σκεφτόμαστε ποτέ (στον εμπορευματικό κόσμο μας) "1 στρώμα = 50 παγωτά" (και δεν το σκεφτόμαστε αυτό γιατί ποτέ δεν κάνουμε κάτι τέτοιο) αλλά "1 στρώμα = 100 ευρώ", ή "1 στρώμα = 1/6 του μισθού μου".
κ.λπ., κ.λπ.
Δεν έχω βέβαια διαβάσει τον Heinrich για να σου πω αν συγκλίνει ή όχι με τον Ορλεάν.
Τα λέμε.
Σχετικά με αυτο το ζήτημα εχει ενδιαφέρον και το κεφάλαιο "Αξία, ισότητα, δικαιοσύνη, πολιτική: Από τον Marx στον Αριστοτέλη και από τον Αριστοτέλη σ' εμάς" στο βιβλίο του Καστοριάδη "Στα σταυροδρόμια του Λαβυρινθου".
Ναι, είναι από τα καλύτερα κείμενα του Καστοριάδη.
Δημοσίευση σχολίου