«... Θα γινόταν κάτι πολύ μεγάλο, το
είχε υποσχεθεί στον εαυτό της εκείνο το απόγευμα του 1965, ήταν σίγουρη ότι θα
τα κατάφερνε γιατί αυτό που θα γινόταν, χωρίς να ξέρει ακριβώς πότε, υπήρχε ήδη
μέσα της. Καμμιά φορά της μιλούσε. Την ειδοποιούσε να είναι προσεκτική, να μην
παρασύρεται, να κάνει υπομονή όταν έβλεπε τη μαμά νευρική, να μην εκδηλώνεται
πριν είναι σίγουρη για κάτι, να παρατηρεί γύρω της, να κρατάει κάπως τον εαυτό
της σε απόσταση.
Όλοι γύρω της ζούσαν δραματικά, έβαζαν τις φωνές. Έκλαιγαν,
φώναζαν, τα έπαιρναν όλα στα σοβαρά, ακόμα κι όταν γέλαγαν ήταν πολύ σοβαροί,
κάτι τους βάραινε, κάτι που δεν το ομολογούσαν. Δεν ήταν κάτι ψυχολογικό, τους
βάραινε κάτι κοινό, προσπαθούσαν να ξεχάσουν κάτι, προσπαθούσαν να ζήσουν στο
παρόν και δεν τα κατάφερναν. Θυμόντουσαν κάτι απροσδιόριστο, άλλοι το
τοποθετούσαν τριάντα κι άλλοι πενήντα ή τετρακόσια χρόνια πριν, αλλά ήταν
τελικά κάτι το απροσδιόριστο, κοντινό και μακρινό, οικείο και άγνωστο, σκοτεινό
και ξεκάθαρο. Καμμιά φορά τους μιλούσε, τους έλεγε να κάνουν υπομονή, ν’
αφήσουν τα πράγματα να κυλήσουν και βλέπουμε, ν’ αφήσουν τον κόσμο να
ταλαιπωρηθεί λίγο ακόμα, τον πλανήτη να καταστραφεί και να οικοδομηθεί άλλη μια
φορά κι ύστερα βλέπουμε. Ήταν κάτι το κοινό που μύριζε καταστροφή, μια ελάχιστη
ανάσα και πάλι καταστροφή, η καταστροφή ήταν η πιο φυσική κατάσταση και το πιο
δύσκολο ήταν να περιμένεις με αξιοπρέπεια την καταστροφή, να επιβιώνεις μέσα
στα ερείπια όπως είχε συμβεί είκοσι, τριάντα, τετρακόσια, χίλια χρόνια πριν.
Τους βάραινε μια πετυχημένη προσπάθεια κι αν ήθελες να κάνεις κάτι πολύ μεγάλο,
έπρεπε να κρατηθείς σε απόσταση, να μη δώσεις μεγάλη σημασία, να μην κλαίς, να
μη φωνάζεις, να μη ζεις δραματικά κάθε στιγμή, να παρατηρείς και να προσέχεις.
Ήταν σίγουρη ότι θα τα κατάφερνε
τον Ιούλιο του 1965, θα έμενε απ’ έξω, θα ξεπερνούσε εύκολα αυτό το κοινό
βάρος, θα έκοβε οριστικά τους δεσμούς της με το απροσδιόριστο φορτίο, θα
ανοιγόταν ελεύθερη στο σύμπαν, θα κυκλοφορούσε με ταχύτητα ηλεκτρικού
τραγουδιού με αγγλικούς στίχους, θα ήταν πολύ προσεκτική και σε λίγο κανείς δεν
θα μπορούσε να την φτάσει, δεν θα αισθανόταν καθόλου το βάρος της, θα πήγαινε
παντού, ελαφριά σαν πούπουλο, μακρινή, απρόσιτη, αδιάφορα για τα πάντα,
ευγενική, κυνική, συμπαθητική, ευχάριστη. Ήξερε τον τρόπο, ήταν βέβαιη ότι θα
γίνει κάτι πολύ μεγάλο γιατί ήξερε τη μέθοδο, έπρεπε να συγκρατείται όταν
εκνευριζόταν η μαμά, να μην της απαντάει, να δημιουργεί γύρω της έναν αόρατο
προστατευτικό κλοιό, να κλείνεται σ’ ένα παρατηρητήριο, να παρακολουθεί με
συγκατάβαση τις ελαφρά ασυνάρτητες ιστορίες της γιαγιάς, να μην τις παίρνει
ποτέ στα σοβαρά, να τις αντιπαρέρχεται με χαρακτηριστική ευκολία, να μην τις
πιστεύει, να βλέπει τη γιαγιά σαν πλάσμα ενός άλλου κόσμου, οριστικά χαμένου.
Έπρεπε να υποδύεται ότι είναι εκεί και ζει μαζί τους και την κατάλληλη στιγμή
να την κοπανήσει, να ζήσει ελεύθερα, να σπάσει τα δεσμά, να κάνει κάτι δικό
της, να της το αναγνωρίσουν. Ήξερε τον τρόπο, τον έλεγαν άλλωστε τα τραγούδια,
τον έγραφαν οι εφημερίδες, τον ψιθύριζε το ραδιόφωνο, τον αποθέωναν οι ταινίες,
όλα γύρω της τής ψιθύριζαν ότι έπρεπε να ξεκόψει, να ξεχάσει, να συγκρατηθεί,
να περιμένει την κατάλληλη στιγμή κι όταν έρθει η ευκαιρία να την αρπάξει χωρίς
να κοιτάξει πίσω,να προχωρήσει χωρίς να φοβηθεί, να μη σκεφτεί τίποτα, να ζήσει
από εδώ και πέρα αδιαφορώντας τελείως για το τι έγινε πριν τριάντα ή χιλιάδες
χρόνια, να ξεχάσει επιτέλους αυτό που οι άλλοι δεν μπόρεσαν, αυτό το
απροσδιόριστο φορτίο που τους βασάνιζε και τους έκανε να ζουν δραματικά την
κάθε στιγμή. (...)
Για είκοσι ολόκληρα χρόνια που
έγιναν καπνός ήξερε τον τρόπο, όλη η παρέα της τον ήξερε, τον επεξεργαζόταν
ασταμάτητα, τον τελειοποιούσε, είχε γίνει κοινό μυστικό αυτός ο τρόπος του να
πετάς το κοινό φορτίο στα τάρταρα της λησμονιάς και να τρέχεις ελεύθερη, να
κόβεις με χαρακτηριστική λύσσα το νήμα, επιτέλους να ξεκόβεις. Ήταν κοινό μυστικό ότι δεν χρειαζόταν καμμιά
πίστη, μόνο μερικές αυταπάτες ήταν επιτρεπτές ώστε να βρίσκεις συμμάχους,
καμμιά πίστη, μόνο μια δόση ύφους ανακατεμένη με λίγο λεξιλόγιο ήταν αρκετή,
ήταν κοινό μυστικό ότι σαράντα λέξεις ήταν αρκετές, αρκεί να έβρισκες σαράντα
λέξεις δικές σου. (...)
Για είκοσι ολόκληρα χρόνια
επεξεργαζόσουνα τον τρόπο να είσαι μοναδική, επιτέλους ξέκοβες, έβρισκες
μία-μία τις σαράντα λέξεις σου, γινόσουνα κάτι πολύ μεγάλο που ούτε το αναγνώρισαν
ούτε δεν το αναγνώρισαν, γινόσουνα κάτι πολύ αδιάφορο και τώρα θυμάσαι μία-μία
τις ασυνάρτητες ιστορίες ασήμαντων γυναικών τριάντα ή χιλιάδες χρόνια πριν,
προσπαθώντας να εντοπίσεις σ’ ένα αόρατο νησί το χαμένο νήμα που τις συνέδεε.»
Χρήστος Βακαλόπουλος, Η γραμμή του ορίζοντος,
εκδ. ΕΣΤΙΑ
(1991)
4 σχόλια:
Εξαιρετική περιγραφή μιας γενιάς πού θέλοντας να ζήσει "το άλλο",έζησε τελικά τους σκληρούς περιορισμούς της πραγματικότητας.
Παρ' όλα αυτά όμως,το "άλλο" εξακολουθεί να υπάρχει εκεί δίπλα μας και υπάρχει συνεχώς το αίτημα της προσέγγισης του,ούτε ως διαφυγή από το ήδη υπάρχον,αλλά ούτε και ως ουτοπία. Πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά τα λάθη και τις αυταπάτες μας για να μπορέσουμε να δώσουμε ψυχή και μορφή στο αιτημά μας.
Θεμελιώδες παλιόφιλοι, θεμελιώδες!
Ίσως να μη λέει τίποτα στους κάτω των 40, ίσως και να λέει όμως.
Πολύ καλό!
(τα 40 πού σου ρθαν ανώνυμε με τέτοια ακρίβεια, έχουν ενδιαφέρον τα γεγονότα που χαρακτηρίζουν γενιές οπότε για πες γιατι οι γεννηθείς μετα το 73 ίσως δεν το καταλάβουν;)
Δεν είπα Pika οτι δεν θα το καταλάβουν, είπα ίσως να μην τους λέει τίποτα. Να μη μιλήσει στα σώψυχά τους. Ίσως. Γιατί το περιβάλλον με το πολύ το δράμα, που περιγράφει, έπαψε σιγά-σιγά να υπάρχει μετά τη δεκαετία του 70. Γίναμε πιο ευρωπαίοι. Και μπήκαμε και σ' ένα κλίμα ανοδικής πορείας, έπεσε χρήμα δλδ στις τσέπες, φύγανε απ' τη μέση τα ξερονήσια, βολεύτηκε πολύς κόσμος. Μα πολύς. Η καταστροφή, που λέει ο ΧΒ, σα να φυγε απο τη μέση. Εδώ κοτζαμάν ολυμπιακούς αγώνες στήσαμε τρομάρα μας. Και πανευρωπαϊκό πήραμε ξανατρομάρα μας. Γίναμε καθωσπρέπει. Εννοώ η μεγάλη μάζα, εννοώ και τάξεις που προηγούμενα δεν είχανε στον ήλιο μοίρα.
Δημοσίευση σχολίου