 |
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
(1821-1881) |
Κι είναι ακόμη αλήθεια, πως όλοι αυτοί οι κύριοι,
ταλέντα δεύτερης κατηγορίας, στερεύουν εδώ στη χώρα μας με τον πιο αξιοθρήνητο
τρόπο μόλις φτάσουν σε μια σεβαστή ηλικία, και στερεύουν χωρίς καν να το πάρουν
είδηση κι οι ίδιοι.
Αποδείχνεται συχνά ένας συγγραφέας, που τού είχαν
αποδώσει αμέτρητο βάθος ιδεών και περίμεναν πως θα επιδράσει εξαιρετικά και
σοβαρά στην κοινωνική εξέλιξη, να μην έχει στο τέλος άλλο από μια βασική ιδέα
τόσο πλαδαρή και τιποτένια, που κανένας να μη σκέφτεται πια να λυπηθεί που τα
κατάφερε και στέρεψε τόσο γρήγορα. Όμως, τ' ασπρομάλλικα γεροντάκια, δεν το
παίρνουν χαμπάρι και θυμώνουν. Η αυταρέσκειά τους, στο τέλος ακριβώς τής
σταδιοδρομίας τους, παίρνει διαστάσεις που είναι ν' απορείς. (…)
Εδώ κι ένα χρόνο περίπου διάβασα ένα άρθρο του σε
κάποιο περιοδικό, που είχε την αξίωση να φαντάξει σαν ποιητής μιας ποίησης
γεμάτης αφέλεια και ψυχολογικό βάθος. Μιλούσε για το ναυάγιο ενός πλοίου που
έγινε κάπου έξω απ' τις ακτές τής Αγγλίας. Βρέθηκε να ' ναι αυτόπτης μάρτυς κι
είδε να σώζουν τούς ναυαγούς και να βγάζουν απ' τη θάλασσα τούς πνιγμένους. Όλο
αυτό το άρθρο, αρκετά μεγάλο και πομπώδες, το είχε γράψει με μοναδικό σκοπό
να περιαυτολογήσει. Διάβαζες συνεχώς ανάμεσα στις γραμμές:
Ενδιαφερθείτε για το άτομό μου, κοιτάχτε τι άνθρωπος
ήμουνα κείνες τις στιγμές. Τι σάς νοιάζει αυτή η θάλασσα, η τρικυμία, οι
απότομοι βράχοι, τα συντρίμμια τού καραβιού; Αρκετά σάς τα περιέγραψα όλ' αυτά
με τη παντοδύναμη πένα μου. Τι την κοιτάτε αυτή την πνιγμένη μάνα με το νεκρό
παιδί της στα νεκρά της μπράτσα; Κοιτάξτε καλύτερα εμένα που δεν είχα τη δύναμη
να υποφέρω αυτό το θέαμα. Να που τούς γύρισα την πλάτη μου. Να που μ' έπιασε
φρίκη και δεν είχα τη δύναμη να γυρίσω το κεφάλι μου. Να που κλείνω σφιχτά τα
μάτια μου - πολύ ενδιαφέρον δεν είναι;
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Δαιμονισμένοι,
τόμος πρώτος
(μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου, εκδόσεις Γκοβόστη)