«Το πρόβλημα της αιτιότητας είναι ένα
ψευτοπρόβλημα, που μάς το επιβάλλει η κάλπικη επιστήμη, η επιστήμη που θέλει να
προβλέπει. (…) Η αιτιακή περιγραφή αποκαλύπτει μία μόνον όψη της εξέλιξης: τα
αναγκαία ή οικονομικά στοιχεία της. Τα σφάλμα γίνεται όταν θεωρούμε αυτούς τούς
δεσμούς συγχρόνως επαρκείς για την εξέλιξη, και όλα τα υπόλοιπα άχρηστα που
πρέπει να τ’ αγνοούμε. Από την άλλη μεριά, είναι εξ ίσου ανόητο να αρνηθούμε
όλες τις αιτιακές σχέσεις με πρόσχημα ότι υπάρχει κάτι άλλο πέρα απ’ αυτές. Θα
ήταν καλύτερο να τοποθετήσουμε την αιτιότητα ως μια επιμέρους κλίμακα του
τρόπου με τον οποίον ο άνθρωπος βλέπει την ύλη».
Άσγκερ Γιόρν, Περί Μορφής.
Σκιαγραφία μιας μεθοδολογίας των τεχνών (1952-1957).
«Μόνο μέσα
στην κοινωνική κατάσταση, ο υποκειμενισμός και ο αντικειμενισμός, ο ιδεαλισμός
και ο υλισμός, η ενεργητικότητα και η παθητικότητα χάνουν τον αντιθετικό τους
χαρακτήρα και συνεπώς παύουν να υπάρχουν σαν αντιθέσεις` η λύση των θεωρητικών αντιθέσεων δεν είναι δυνατή παρά
μόνο μ’ ένα πρακτικό τρόπο, μόνο με την πρακτική ενέργεια του ανθρώπου».
Κάρλ Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα (1844).
«[Η θεωρία των
Μαρξ-Ένγκελς] δεν μπόρεσε μετά το
1850 να συνεχίσει ν’ αναπτύσσεται ζωντανά μέσα στην πρακτική του εργατικού
κινήματος [διότι από τότε]
κατευθύνθηκε όλο και περισσότερο προς μια ενορατική
ιστορία, που υποβίβασε αφηρημένα την κοινωνική ανάπτυξη σε μια αντικειμενική πορεία καθοριζόμενη από
εξωτερικούς νόμους».
Καρλ Κορς, Η κρίση του μαρξισμού (1931).
Νοέμβριος 2002
[μικρές προσθήκες
Ιούνιος 2003]
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κόκκινη
κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη…
Το
βιβλίο του Ζιλ Ντωβέ Έκλειψη κι
Επανεμφάνιση του Κομμουνιστικού Κινήματος κυκλοφόρησε το Μάιο του 2002 από
την εκδοτική ομάδα «Κόκκινο νήμα» σε εξαιρετική μετάφραση. Στον πρόλογο
επισημαίνεται πως «πέρα από τις βασικές
θεωρητικές παραδοχές των κομμουνιστών
τούς δυο τελευταίους αιώνες, σχεδόν όλα τα επιμέρους ζητήματα που θίγει ο
συγγραφέας αποτελούν θέμα συζήτησης και εκ νέου πραγμάτευσης μέσα στο
κομμουνιστικό κίνημα, αφού μιλάμε για ένα ζωντανό κίνημα που αναδημιουργείται
από την ίδια την αντιφατική πορεία της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης».
Το σχόλιό μου λοιπόν είναι η συνεισφορά μου σ’ αυτή τη συζήτηση – μια
συνεισφορά όμως που θα τολμήσει να βάλει σε συζήτηση, πέρα από τα επιμέρους
ζητήματα, και κάποιες από τις βασικές θεωρητικές παραδοχές των κομμουνιστών.
Στα
αναμφισβήτητα «υπέρ» αυτού του βιβλίου είναι, πρώτον, ότι επιχειρεί
(εστιάζοντας έστω και μόνο στην αιτιοκρατική-ντετερμινιστική πλευρά της) να
επανενεργοποιήσει τη σκέψη του Μαρξ κι έτσι μάς καλεί να τη θυμηθούμε και ν’
αναμετρηθούμε γι’ άλλη μια φορά μαζί της. Δεύτερον, η έμφαση που θέλει να δώσει
στον κομμουνισμό σαν ένα υπαρκτό ήδη από σήμερα κίνημα, σύμφωνα με τη ρήση του
Μαρξ: «Εμείς ονομάζουμε κομμουνισμό την
πραγματική κίνηση που καταργεί την τωρινή κατάσταση. Οι όροι αυτής της κίνησης
προκύπτουν από τις προϋποθέσεις που υπάρχουν σήμερα» (Η Γερμανική ιδεολογία).
Έχοντας
ζήσει την παρακμή που ακολούθησε το «Μάη του ’68», την ατέρμονη όσο και ανούσια
πολιτικολογία και τη διάσπαση εκείνου του κινήματος σ’ ένα σωρό ετικέτες και
πόζες χωρίς σοβαρό περιεχόμενο, ο Ντωβέ επιχειρεί –απολύτως δικιολογημένα ώς
εδώ– να εστιάσει στο περιεχόμενο του
κομμουνισμού:
«Η οργανωτική μορφή
της κομμουνιστικής επανάστασης, όπως κάθε άλλου κοινωνικού κινήματος,
εξαρτάται από το περιεχόμενό της»
(σελ. 48, η έμφαση του Ντωβέ).
«Ο Μαρξ εστιάζει στο περιεχόμενο
του κινήματος. Ο Λένιν και η υπεραριστερά εστίασαν στις μορφές του» (σελ. 81, η υπογράμμιση του
Ντ.).
Ταυτόχρονα
όμως απορρίπτει σαν «υποκειμενιστικό» το στοχασμό πάνω στις όποιες οργανωτικές,
θεσμικές, πολιτικές, κ.ά. μορφές του κομμουνισμού, καθώς πιστεύει πως αυτές θα
προκύψουν αναγκαστικά κι αναπόφευκτα, «αυθόρμητα», από το περιεχόμενό του, το
οποίο με τη σειρά του προκύπτει από τις αντιφάσεις της ίδιας της καπιταλιστικής
ανάπτυξης:
«Η καπιταλιστική κοινωνία από μόνη της γεννάει ένα
κομμουνιστικό κόμμα, που δεν είναι τίποτε άλλο από την οργάνωση του αντικειμενικού κινήματος» (σελ. 65, η
έμφαση του Ντ.).
«Το κομμουνιστικό κίνημα δεν είναι απολίτικο, είναι ενάντια στην πολιτική» (σελ. 49, η
έμφαση του Ντ.).
Ο Ντωβέ
δεν θεωρεί πως η απόπειρά του να εστιάσει αποκλειστικά στο περιεχόμενο του
κομμουνισμού, προέκυψε μέσα από κάποιες παροδικές ιστορικές συνθήκες, δηλαδή
από την παρακμή του κινήματος του ’68 και την «υποκειμενιστική» παρεκτροπή που
την ακολούθησε. Δεν βλέπει πως η έμφαση στον «αντικειμενισμό» και η κάθετη ρήξη
με τον «υποκειμενισμό» εξυπηρετούσε μια πρόσκαιρη αντίθεση με ημερομηνία λήξης και ότι, εάν αναχθεί σε απόλυτη
αλήθεια και σε απόλυτη αντίθεση, επανεισάγει και συντηρεί αλώβητη την αδιέξοδη
αντίθεση αντικειμενισμού-υποκειμενισμού. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι αποκλειστικά και μόνο μ’ αυτό τον «αντικειμενιστικό» τρόπο μπορεί να συλληφθεί
έγκυρα ο κομμουνισμός γενικά, τόσο ως υπαρκτό κίνημα όσο και ως μέλλον.
Βέβαια
και ο Μαρξ έδωσε έμφαση στο «περιεχόμενο». Για παράδειγμα, σ’ ένα από τα πιο
πολιτικά κείμενά του, μιλώντας για την
κοινωνική επανάσταση του 19ου αιώνα έλεγε πολύ χαρακτηριστικά πως «παλιότερα η
φράση ξεπερνούσε το περιεχόμενο∙ σήμερα το περιεχόμενο ξεπερνά την φράση» (Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη).
Προς το τέλος της ζωής του, με αφορμή το συνέδριο του γερμανικού Εργατικού
κόμματος στην Γκότα, έγραφε στον Μπράκε: «Κάθε βήμα του πραγματικού κινήματος
είναι πιο σπουδαίο από μια δωδεκάδα προγράμματα» (Κριτική του προγράμματος της Γκότα, 1875). Αλλά και πέρα από αυτό,
σε γενικές γραμμές θεωρούσε πως, σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία,
«οι νομικές σχέσεις και οι μορφές του Κράτους δεν μπορούν
να εξηγηθούν από αυτές τις ίδιες, ούτε από την υποτιθέμενη γενική εξέλιξη του
ανθρώπινου πνεύματος, αλλά ριζώνουν μάλλον μέσα στις υλικές συνθήκες της ζωής
(…)∙ και γι’ αυτό πρέπει ν’ αναζητήσουμε στην πολιτική οικονομία την ανατομία
της κοινωνίας των πολιτών (Πρόλογος στην
Κριτική της πολιτικής οικονομίας).
Θεωρούσε
επίσης, πως ακόμα και οι παραγωγικές σχέσεις, παρ’ όλο που στο «σύνολό τους
σχηματίζουν την οικονομική δομή της κοινωνίας, το πραγματικό θεμέλιο πάνω στο
οποίο υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα, στο οποίο αντιστοιχούν
καθορισμένες μορφές της κοινωνικής συνείδησης» (στο ίδιο), καθορίζονται κι
αυτές από ένα άλλου είδους «περιεχόμενο»: «Αυτές οι σχέσεις παραγωγής
αντιστοιχούν σ’ ένα δεδομένο βαθμό ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων» (στο ίδιο).
Όμως ο Μαρξ δεν οδηγήθηκε ποτέ σε
μια υποτίμηση του ζητήματος των μορφών,
ούτε σε μια καθολική εναντίωση στην πολιτική! O υπότιτλος της Νέας
Εφημερίδας του Ρήνου, που διεύθυνε το ταραγμένο 1848, ήταν «όργανο της
δημοκρατίας» και για δεκαετίες πρόβαλε το αίτημα μιας πανευρωπαϊκής δημοκρατικής εξωτερικής
πολιτικής, θεωρώντας την τσαρική Ρωσία σαν το μεγαλύτερο εχθρό για τη
επανάσταση στην Ευρώπη.
Μίλησε για κομμουνιστικό κόμμα και
έγραψε το «μανιφέστο» του, στο οποίο επέστρεφε διαρκώς έως το τέλος της ζωής
του. Η θεωρητική αντιπαράθεσή του με τον Προυντών στρεφόταν εναντίον της
«απολίτικης» ή «αντιπολιτικής» θεωρίας του Γάλλου σοσιαλιστή.
Πάνω
στην ίδια βάση, στο πιο πρακτικό πλαίσιο της Α΄ Διεθνούς πολέμησε με οξύτητα
τούς προυντωνιστές επειδή υποτιμούσαν πλήρως την πολιτική διάσταση του
προλεταριακού αγώνα και, όπως στο Μανιφέστο
του κομμουνιστικού κόμματος το 1847-48, έτσι και στην Ιδρυτική διακήρυξη της Α΄ Διεθνούς, το 1864, θεωρούσε αναγκαία την
«κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο». Αλλά ακόμα και όταν η
εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας τον έσπρωξε σε πιο «αντικρατικές» πολιτικές
θέσεις, κάνοντάς τον να υποστηρίξει την «καταστροφή της σημερινής μηχανής του
αστικού Κράτους», και τότε ακόμα δεν δίστασε να χαρακτηρίσει την Κομμούνα σαν
την «πολιτική μορφή, που επιτέλους
βρέθηκε, της δικτατορίας του προλεταριάτου» (Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, 1872, η υπογράμμιση του Μαρξ). Σ’
αυτή μάλιστα την ανάλυσή του της Κομμούνας φρόντισε με μεγάλη επιμέλεια να
εντοπίσει και να προβάλλει τις οργανωτικές μορφές της, ακόμα και
παραχαράσσοντας υπέρ του συγκεντρωτισμού την αληθινή φύση των μορφών οργάνωσης της Κομμούνας.
Η
υποτίμηση του ζητήματος των μορφών οδηγεί επιπλέον τον Ντωβέ να ορίζει τον
κομμουνισμό σαν το κοινωνικό κίνημα που αρνείται πλήρως την «αξία» (όρο με τον
οποίον, ακολουθώντας τον Μαρξ, εννοεί την «ανταλλακτική αξία»). Την ίδια όμως
στιγμή συνταυτίζει πλήρως την «αξία» με
την ανταλλαγή. Το περιεχόμενο του κομμουνισμού, τόσο σαν πραγματικό κίνημα
όσο και σαν μελλοντική κοινωνία, το εντοπίζει σε πρακτικές άρνησης της
ανταλλαγής: