Η τεράστια άνθιση των blogs και των λεγόμενων social media είναι δεδομένη και πολλοί πιστεύουν ότι εκφράζει μια βαθιά και μεγάλη ανάγκη των ανθρώπων να πουν δημόσια
τις σκέψεις τους, να τις μοιραστούν, να μιλήσουν και να συζητήσουν.
Αυτό είναι πολύ ευχάριστο και δεν είναι εντελώς λάθος. Θα πρέπει όμως να
συνδεθεί με ένα παράλληλο πολύ δυσάρεστο γεγονός: την εξαφάνιση της δημόσιας σφαίρας σε όλα τα επίπεδά της από τις σύγχρονες
κοινωνίες.
Δεν μιλάμε πια μεταξύ μας στους δρόμους και στις πλατείες… Και
όταν συμβαίνει να το κάνουμε, μιλούμε λίγο πολύ άνευρα και κουμπωμένα, για
τετριμμένες κι ακίνδυνες κοινοτοπίες.
Γιατί; Μάλλον διότι δεν νιώθουμε ότι έχουμε κάτι ζωτικό να
μοιραστούμε, κάτι κρίσιμο να αντιμετωπίσουμε από κοινού. Δεν αισθανόμαστε ότι χρειάζεται
να συνταιριάξουμε ένα λόγο κοινό. Έστω κι αν είναι ολοφάνερο πως τα
σημαντικότερα προβλήματα όλων –ζωή, θάνατος, αρρώστια, επιβίωση, έρωτας, χαρές,
λύπες, το νόημα ή μάλλον η αναζήτηση του νοήματος όλων αυτών– είναι ουσιαστικά
πάνω κάτω τα ίδια, η αίσθηση που κυριαρχεί στον καθένα είναι πως τα δικά του
προβλήματα είναι μοναδικά και, επομένως, τεράστια κι ακατανόητα στο βάθος τους
από τον άλλον.
Ποιόν «άλλον» άλλωστε; Αυτόν που θεωρείς ότι είναι εν δυνάμει έτοιμος να σε εκμεταλλευτεί,
προδώσει, ποδοπατήσει; Αυτόν με τον οποίον δεν σε συνδέει τίποτε πέρα, ίσως, από
κάποια πρόσκαιρα κοινά ενδιαφέροντα ή συμφέροντα; Αυτόν με τον οποίον τον μόνο
κοινό που έχεις είναι ότι κοιτάζει κι αυτός το συμφέρον του πάνω απ’ όλα όπως
κι εσύ;
Έτσι, τα social
media προσφέρουν την ιδανική
«δημόσια σφαίρα» στο σύγχρονο άτομο του «μοναχικού πλήθους». Στο «ανεξάρτητο»
άτομο, που πνίγεται πια από εκείνο που κάποτε θεώρησε σαν μεγάλη λύτρωση –δηλαδή την
ανωνυμία. Που θέλει να μιλήσει πιο δημόσια και να μοιραστεί. Αλλά και που
ταυτόχρονα φοβάται, και δικιολογημένα, να εκτεθεί άνευ πολλών ασφαλιστικών
προϋποθέσεων.
Η
ανωνυμία δεν ήταν βέβαια αυτοσκοπός του σύγχρονου ανθρώπου. Ήταν μάλλον ένα
σκαλοπάτι ώστε να κερδίσει σε αυτονομία, σε ανεξαρτησία, σε ατομικότητα,
φεύγοντας από τις μικρές, κλειστές κι ασφυχτικές τοπικές «κοινότητες» για τις
«ανοιχτές» πόλεις και τις μεγαλουπόλεις.
Άγνωστος μεταξύ αγνώστων, κατόρθωσε πράγματι να κερδίσει έναν ιδιωτικό χώρο
ατομικής ανάπτυξης μακριά από τα αδηφάγα βλέμματα κι από την άνευ όρων
δημοσιότητα, χωρίς να είναι πια de facto υποχρεωμένος να λογοδοτεί για τις
όποιες πράξεις του.
Έτσι, ο μοντέρνος άνθρωπος ήρθε αντιμέτωπος με την
ίδια του την ανεξαρτησία, δηλαδή με τον ίδιο του τον εαυτό. Αναζητώντας την
αυτονομία και την ανεξαρτησία, έπεσε στην ιδιωτικότητα. Και ο πιο πρόχειρος τρόπος ανάπτυξης
ενός εαυτού οχυρωμένου στην ιδιωτικότητα και απαλλαγμένου από το «λόγον
διδόναι» μιας κοινής ζωής, ήταν και είναι η διαμόρφωσή του ως ιδιώτη-συλλέκτη (όρος που προτιμώ από το
«καταναλωτής»).
Συλλέκτης εκλεκτικός αντικειμένων, πληροφοριών ή κι εμπειριών ακόμη, ο
μοντέρνος ιδιώτης έμαθε σιγά σιγά:
- να εντρυφεί από απόσταση μάλλον στα
πράγματα, να τα απολαμβάνει παθητικά , παρά να τα διαμορφώνει
- να επιλέγει μεταξύ δεδομένων απαντήσεων,
παρά να θέτει ερωτήματα
- να διαλέγει, παρά να παρεμβαίνει
- να συγκρίνει, παρά να κρίνει
- να είναι δέκτης κι αναμεταδότης μάλλον,
παρά πομπός.
Τούτη η
κατάσταση ωστόσο, υπονόμευσε την ίδια την
αρχή της ελεύθερης ατομικότητας, με τους δικούς της πλέον όρους. Η στραγγαλισμένη ατομικότητα αντικαταστάθηκε
από ένα παθητικό ατομισμό, που αγάλλεται για τις συλλογές του. Αλλά θα
πρέπει να προσέξουμε τι εννοούμε, εδώ, ως «παθητικότητα».
Ο εαυτός διαμορφώνεται σαν ολοκλήρωμα των απαντήσεων στα ζωτικά διλήμματα που
θέτουν στο υποκείμενο οι τριβές κι οι αντιστάσεις, τις οποίες συναντάει καθώς
ξανοίγεται στον κόσμο. Συνεπώς, μια ατομικότητα-συλλέκτης που δεν
εμπλέκεται στα κοινά, που δεν τα συν-διαμορφώνει, που δεν θεωρεί ότι έχει λόγο
να δώσει και που, συνεπώς, τα μόνα ζωτικά διλήμματα που αναγνωρίζει αφορούν
στην επιλογή μεταξύ δεδομένων απαντήσεων, δεν είναι μια άβουλη ατομικότητα αλλά μια ατομικότητα με διασπασμένη και κομματιασμένη βούληση. Μια
ατομικότητα με «πολλά ενδιαφέροντα», αλλά χωρίς άξονα και τελικά χωρίς
ενδιαφέρον.
Μια τέτοια ατομικότητα, είναι ουσιαστικά μια αδιαφοροποίητη ατομικότητα, ατομικότητα χωρίς αυτό που
λέμε «χαρακτήρα», «τσαγανό», «ψυχή», δηλαδή χωρίς ουσιαστική μοναδικότητα. Όμως
μια τέτοια ατομικότητα, μπορεί πραγματικά να λέγεται ατομικότητα;
Να γιατί, λοιπόν, φοβόμαστε ότι τα αθροίσματα τέτοιας λογής ατόμων δεν μπορούν να είναι παρά μοναχικά πλήθη.