«Το
ανθρώπινο άτομο χτίζει το πρόσωπό του χάρη και μέσα από τον ανθρώπινο
περίγυρο. (…) Η ιδέα του ενστίκτου δεν ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη κατάσταση.
Βέβαια, η έννοια του ενστίκτου έχει χάσει πια την ακαμψία που είχε άλλοτε.
Ξέρουμε πλέον, πως η μίμηση και η εκμάθηση υποχρεώσεων στα ανώτερα
ζώα, όπως και η ομαδική υποβολή στα κατώτερα, δείχνουν πόσο σημαντικό ρόλο
παίζει το περιβάλλον στην ωρίμανση του ενστίκτου. Παρολαυτά, το ένστικτο
παραμένει κάτι σαν ένα “a priori του είδους”, η οδηγητική δύναμη του
οποίου εκφράζεται σε κάθε επιμέρους μέλος του, ακόμα και σε περιπτώσεις πρώιμης
απομόνωσης. Με αυτή την έννοια λοιπόν η συμπεριφορά του ζώου παραπέμπει πάντοτε
σε κάτι σαν φύση.
Στο ανθρώπινο παιδί όμως, κάθε ακραία απομόνωση αποκαλύπτει την απουσία τέτοιου είδους στέρεων “a priori”, τέτοιων ειδικών προσαρμοστικών σχημάτων. Όσα παιδιά έτυχε να αποξενωθούν πολύ νωρίς από την κοινωνική συναλλαγή —αυτά τα παιδιά που αποκαλέσαμε «αγρίμια»—, εμφανίζουν μια τόσο μεγάλη στέρηση ώστε μοιάζουν σαν παράδοξα, ελλειμματικά ζώα. Πράγματι, αντί να αναδυθεί σε αυτά μια “φυσική κατάσταση ”, στην οποία θα διακρίναμε ίχνη του homo sapiens και του homo faber [δηλαδή ενός προηγούμενου σταδίου της ανθρωπογένεσης], αυτό που βλέπουμε δεν είναι παρά μια έκτοπη κατάσταση, στο επίπεδο της οποίας κάθε ψυχολογία υποστρέφει στην τερατολογία.
Η
αλήθεια είναι, ότι η κληρονομικότητα του είδους δεν καθορίζει τον άνθρωπο όπως
καθορίζει το ζώο. Το σύστημα αναγκών και βιολογικών λειτουργιών, που
κληροδοτείται από τον γονότυπο, καταχωρίζει τον άνθρωπο στα έμβια είδη χωρίς
όμως να τον διακρίνει ως άνθρωπο, χωρίς να τον καταδεικνύει ως μέλος του
ανθρώπινου είδους. Την ίδια στιγμή, αυτή η απουσία ειδικών καθορισμών
συμπορεύεται με την παρουσία απροσδιόριστων δυνατοτήτων. (…)
Στον
άνθρωπο, το φυσικοβιολογικό στοιχείο σχετίζεται με την κληρονομικότητα, ενώ το
πολιτισμικό με μια κληρονομιά. (…)
Αυτό
που η ίδια η ανάλυση των ομοιοτήτων μεταξύ των πολυποίκιλων κοινωνικών τύπων
αναδεικνύει ως κοινό, είναι μια δομή δυνατοτήτων, ακόμα και απλών πιθανοτήτων,
που δεν μπορούν να ενεργοποιηθούν χωρίς την ύπαρξη ενός κοινωνικού πλαισίου,
όποιο κι αν είναι αυτό. Πριν από τη συνάντηση με τον άλλο άνθρωπο και με την
ανθρώπινη ομάδα, ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε άλλο από δυνατότητες, εύθραυστες
κι αβέβαιες σαν τον ατμό. (…)
Χωρίς
την κοινωνία των ανθρώπων, ο άνθρωπος γίνεται εκ των πραγμάτων “τέρας” [και όχι
“καλός άγριος”] επειδή δεν υπάρχει
καμιά προ-πολιτισμική κατάσταση ώστε να αναδυθεί όταν φύγει από τη μέση η
πολιτισμική. Στα παιδιά που έτυχε να γίνουν “αγρίμια”, δεν
υπάρχει ούτε το γέλιο, ούτε το χαμόγελο, αυτές οι χαρακτηριστικά
ανθρώπινες εκδηλώσεις. (…)
Lucien Malson, Les enfants sauvages. Mythe et Réalité (1963),
Εισαγωγή:
«Τα παιδιά-‘αγρίμια’ και το πρόβλημα της ανθρώπινης φύσης»
Σημ. HS.
Ο Λυσιέν Μαλζόν (1926)
είναι
φιλόσοφος, παιδαγωγός και λάτρης της τζαζ, δημιουργός του ραδιοφωνικού Αρχείου της
Τζάζ, με εκατοντάδες εκπομπές από το 1956 έως το 1996. Οι επισημάνσεις του
εδώ είναι ζωτικής σημασίας σε μια εποχή που, τόσο επάνω όσο και κάτω, επικρατεί
η ιδέα ότι το πολιτισμικό στοιχείο αποτελεί απλή «υπερδομή» μιας
έξω-πολιτισμικής ή προ-πολιτισμικής «βάσης», την οποία υποτίθεται πως
συγκροτούν οι «γυμνές ανάγκες» και η «οικονομία» τους, ή το γονιδίωμα, κατά την
πιο τεχνοφασιστική εκδοχή —ιδέα που ε όλες τις εκδοχές της προσδιορίζει έτσι,
ψευδώς, σαν «έσχατη πραγματικότητα» και κατεξοχήν τόπο του ανθρώπου
το πολιτισμικό μηδέν.
Απάντηση επ' αυτού έχει ήδη δοθεί π.χ. από τον
ανθρωπολόγο Μάρσαλ Σάλινς. Η μελέτη του Μαλζόν έρχεται να καταστήσει ακόμα πιο
ισχυρό, αυτό που κάποτε ήταν αυτονόητο: ότι αυτό που κάνει άνθρωπο το ανθρώπινο πλάσμα, δεν είναι το ότι ικανοποιεί τις υλικές
ανάγκες του αλλά ότι τις ικανοποιεί,
μεταπλασμένες, μέσα σε ένα σημαίνον σύμπαν το οποίο πρωτίστως πλάθει.
Σημειώνω, πως το βιβλίο αυτό στηρίζεται στη μελέτη
52 παιδιών-«αγριμιών» από το 1344 έως το 1963. Επρόκειτο για παιδιά, που
εγκαταλείφθηκαν σε πολύ μικρή ηλικία, μεγάλωσαν μαζί με ζώα ή σε απομόνωση
(όπως ο Γκάσπαρ Χάουζερ), και βρέθηκαν μεταξύ 7 και 22 ετών.
Στην έκδοση 10/18 (1964) το γραπτό του
Μαλζόν συνοδεύεται από την εκτενή μελέτη (1801) ενός από αυτά τα παιδιά,
του Βικτόρ της Aveyron, από τον Jean Itard (1774-1838), γιατρό, ιδρυτή της
ωτορινολαρυγγολογίας και παιδαγωγό, που δούλεψε συστηματικά με
κωφάλαλα παιδιά και στις μελέτες του οποίου στηρίχτηκαν οι πρώτες σύγχρονες
παιδαγωγικές προσπάθειες στον τομέα της Ειδικής Αγωγής.
Ενημέρωση 2017: Ο Μαλζόν πέθανε στις 27 Ιανουαρίου φέτος.