Σημ. H.S. — Παρουσιάζουμε
εδώ, σε δική μου μετάφραση, τη συζήτηση μεταξύ της Claire Pagès και του Vincent
Descombes με θέμα
την ομάδα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», στην οποία συμμετείχε για ένα διάστημα ο
Ντεκόμπ, και το ζήτημα του πολιτικού.
Η Κλαιρ Παζέ είναι καθηγήτρια φιλοσοφίας,
μέλος του διδακτικού προσωπικού του πανεπιστημίου της Tours. Ο Βενσάν Ντεκόμπ είναι καθηγητής
φιλοσοφίας. Διδάσκει στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στο Παρίσι. Το έργο του σχετίζεται κυρίως με
τη φιλοσοφία της γλώσσας και τη φιλοσοφία του νου. Έχει κυκλοφορήσει στα
ελληνικά το βιβλίο του Το ίδιο και το άλλο. 45 χρόνια γαλλικής φιλοσοφίας
1933-1978 (Αθήνα:
1984, Πράξις), ενώ
ετοιμάζεται το σπουδαίο Le Complément de Sujet. Enquête
sur le fait d’agir de soi-même (Παρίσι:
2004, Gallimard). Η συζήτηση δημοσιεύτηκε εδώ.
Οι υποσημειώσεις είναι δικές μου.
Κλαιρ Παζέ: Θα ήθελα να
σας ρωτήσω σχετικά με τη συμμετοχή σας στην ομάδα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» [στο
εξής ΣήΒ], προσκαλώντας σας σε ένα είδος
«ανασκόπησης». Μια διευκρίνιση για να ξεκινήσουμε. Μπορείτε να θυμηθείτε την
περίοδο κατά την οποία ήσασταν ενεργό μέλος της ομάδας, δεδομένου ότι η ομάδα
αυτή γνώρισε πολλές διαφορετικές περιόδους, σχίσματα, κ.λπ. Μπήκατε στην ομάδα
μετά από το σχίσμα του 1963-1964 ανάμεσα σε μια «τάση» υπό τον Καστοριάδη και
τον Mothé[1]
(η οποία κράτησε το όνομα «ΣήΒ» και την επιθεώρηση) και μια πολυσύνθετη ομάδα
που ονομάστηκε «Εργατική Εξουσία» (στην οποία ανήκαν οι P. Guillaume, J.-F. Lyotard, P. Souyri, A.
Véga);[2]
Βενσάν Ντεκόμπ: Κατά
τη δεκαετία του 1960, η ομάδα ΣήΒ ήταν κάπως γνωστή στο Καρτιέ Λατέν του
Παρισιού, κυρίως μέσα από την ομώνυμη επιθεώρησή της, την οποία έβρισκε κανείς
σε ορισμένα περίπτερα, ή μέσα από το δελτίο Εργατική Εξουσία, που
μοιραζόταν, όχι χωρίς ταλαιπωρίες, στην είσοδο της Σορβόνης. Οι λίγοι
σπουδαστές που συμμετείχαν, είχαν έρθει επηρεασμένοι από τον Λυοτάρ, ο οποίος
δίδασκε εκείνα τα χρόνια στο πρώτο έτος, στο πλαίσιο αυτού που ονόμαζαν
«Προπαιδευτική», απ’ όπου έπρεπε να περάσουν όλοι οι φοιτητές της φιλολογίας.
Εγώ πάλι, δεν γνώριζα τον Λυοτάρ εκείνη την εποχή, διότι ήμουν στο
προπαρασκευαστικό τμήμα και δεν παρακολουθούσα τα μαθήματα της Προπαιδευτικής.
Όταν πέρασα τις εξετάσεις, ήρθα σε επαφή με την ομάδα χάρη σ’ ένα σύντροφο. Παρ’
όλα αυτά μού ζήτησαν να περιμένω μέχρι να λήξει η ιστορία με το σχίσμα πριν
γίνω κι εγώ μέλος, πράγμα που πήρε κάποιο καιρό. Η ομάδα ΣήΒ στην οποία πήρα
μέρος είχε πλέον περιοριστεί στην «Τάση» που ακολούθησε τον Καστοριάδη, aka Cardan, ή Chaulieu για τους παλιότερους.
Τον γνώρισα λοιπόν προς το τέλος της δραστηριότητάς του, χωρίς να είμαι παρών
ούτε και κατά τη στιγμή της διάλυσης, διότι είχα απομακρυνθεί από την ομάδα για
να αφιερωθώ ολοκληρωτικά στην προετοιμασία των εξετάσεων για να γίνω καθηγητής.
Κ.Π.: Μπήκατε πολύ νέος
στο ΣήΒ. Ποια μορφή είχε τότε η συμμετοχή σας στη δουλειά της ομάδας; Είχατε
συμμετάσχει στην επιθεώρηση;
Β.ΝΤ.: Είναι
ενδιαφέρον που λέτε για δουλειά της ομάδας. Πράγματι, η ομάδα δούλευε, κυρίως
για την προετοιμασία της επιθεώρησης συζητώντας τα κείμενα των επόμενων τευχών.
Αυτό ήταν μια μάλλον απρόσμενη συνέπεια του σχίσματος.
Καταρχήν, ήμασταν μια
πολιτική ομάδα και όχι ένας όμιλος στοχασμού. Συνεπώς, αφιερώναμε το κύριο
μέρος των συζητήσεών μας στον καθορισμό της πολιτικής γραμμής μας απέναντι στην
επικαιρότητα, στα πρόσφατα συμβάντα, στην εξέταση των προοπτικών που μας
προσέφεραν αυτά αναφορικά με τη διάδοση των ιδεών μας, στη διαμόρφωση των
συμμαχιών μας, κ.λπ.
Αλλά στην πράξη
λειτουργούσαμε πολύ συχνά σαν ένας όμιλος στοχασμού. Το σχίσμα ήταν πίσω μας,
όμως έμενε να ολοκληρώσουμε την κριτική του μαρξιστικού δόγματος, πάνω στο
οποίο η ομάδα είχε μέχρι τότε θεμελιώσει τις δραστηριότητές της. Συνέβαινε
λοιπόν να περάσουμε ένα ολόκληρο βράδυ συζητώντας θέματα όπως το κατά πόσον
ήταν δυνατόν να υπολογιστεί το «ποσοστό εκμετάλλευσης», ποιος θα μπορούσε να
είναι ένας πιο λειτουργικός ορισμός της υπεραξίας, ή μια διατύπωση των νόμων
της οικονομικής δυναμικής. Μερικές φορές ήταν σαν να ήμασταν σ’ ένα σεμινάριο
κοινωνιολογίας με θέμα τις μεταλλάξεις των δυτικών κοινωνιών και των νέων
δυσλειτουργιών τους. Θυμάμαι μάλιστα ότι ένα βράδυ κάποιοι σύντροφοι είχαν
παραπονεθεί για τον υπερβολικά θεωρητικό χαρακτήρα των συνελεύσεών μας.