
Ωστόσο, η σύγχρονη κοινωνία θέλησε να θεσπίσει σαν κεντρική προσανατολιστική αναφορά της δεδομένα καθαρά φυσικο-βιολογικής τάξης προκειμένου να ξεφορτωθεί τις όποιες «μεταφυσικές» αναφορές. Όμως, αυτό που κατόρθωσε με αυτό τον τρόπο να στήσει σαν σύνθεση φύσης-ελευθερίας, ήταν η Τεχνική. Και ως τύπο ανθρώπου, που να αναλογεί σε τούτη την προσανατολιστική σύνθεση, τον τεχνικό άνθρωπο, το άθροισμα homo sapiens + homo faber. Και μόνο η τρομαχτική φτώχεια των γιορτών της εποχής μας αρκεί για να πάρουμε μια αίσθηση της αποτυχίας αυτής της σύνθεσης.
1.
Τι είναι λοιπόν οι πατριές, οι οποίες μας παρέχουν τις στοιχειωδέστερες μορφές πολιτικής οργάνωσης που συναντάμε όταν ανατρέχουμε την οδό που οδήγησε στη σύναξη των ανθρώπων μέσα στις πρωτόγονες κοινωνίες;
Αντίθετα απ’ ό,τι θα νόμιζε κανείς, οι πατριές
δεν είναι οργανώσεις με βάση τον τόπο, δεν είναι πρωτόγονες μορφές εδαφικής οργάνωσης.
Πράγματι, η κοινότητα του χωριού, ή η εγγύτητα μεταξύ των ανθρώπων μέσα στο χώρο, δεν φαίνεται να είναι ο πρωταρχικός τρόπος σύναξης των ανθρώπων. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο εάν πάρουμε υπ’ όψη μας, ότι οι αγροτικοί και μη-νομαδικοί πολιτισμοί δεν είναι οι πρώτοι πολιτισμοί που γνωρίζουμε. Επομένως, είναι αρκετά φυσικό να υποθέσουμε ότι, πριν από την εμφάνιση αυτών των πολιτισμών, ο παράγοντας κοινωνικής οργάνωσης δεν ήταν −όπως έγινε στη συνέχεια− η σχέση του ανθρώπου μ’ ένα συγκεκριμένο κομμάτι γης.
Ένα πλήθος ενδείξεων τείνουν να μας πείσουν ότι, πριν από τη γεωγραφία, η θρησκεία ήταν εκείνη που αποφάσιζε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι συγκροτούνταν σε ομάδες. Το πρωτόγονο Δίκαιο, άλλωστε, ήταν μυστικιστικής φύσεως: βλέπουμε καθαρά ότι αναγνωρίζει όλους τους τρόπους μετοχής και ανήκειν που χαρακτηρίζουν τη μυστικιστική σκέψη.
Πράγματι, η κοινότητα του χωριού, ή η εγγύτητα μεταξύ των ανθρώπων μέσα στο χώρο, δεν φαίνεται να είναι ο πρωταρχικός τρόπος σύναξης των ανθρώπων. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο εάν πάρουμε υπ’ όψη μας, ότι οι αγροτικοί και μη-νομαδικοί πολιτισμοί δεν είναι οι πρώτοι πολιτισμοί που γνωρίζουμε. Επομένως, είναι αρκετά φυσικό να υποθέσουμε ότι, πριν από την εμφάνιση αυτών των πολιτισμών, ο παράγοντας κοινωνικής οργάνωσης δεν ήταν −όπως έγινε στη συνέχεια− η σχέση του ανθρώπου μ’ ένα συγκεκριμένο κομμάτι γης.
Ένα πλήθος ενδείξεων τείνουν να μας πείσουν ότι, πριν από τη γεωγραφία, η θρησκεία ήταν εκείνη που αποφάσιζε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι συγκροτούνταν σε ομάδες. Το πρωτόγονο Δίκαιο, άλλωστε, ήταν μυστικιστικής φύσεως: βλέπουμε καθαρά ότι αναγνωρίζει όλους τους τρόπους μετοχής και ανήκειν που χαρακτηρίζουν τη μυστικιστική σκέψη.
Επομένως, δεν έχει κανένα νόημα να στηριζόμαστε
στις σημερινές κατηγορίες της σκέψης και να προσπαθούμε, με βάση αυτές, να
ξεχωρίζουμε τις πολιτικές από τις οικογενειακές μορφές κοινωνίας −και κατά συνέπεια να θεωρούμε π.χ. την οικογένεια σαν το πρωτόγονο κοινωνικό κύτταρο,
να φανταζόμαστε κατ' εικόνα της οικογένειας τις καθαρά πολιτικές διαιρέσεις, να βλέπουμε την πόλη σαν μια επαυξημένη οικογένεια, κ.ο.κ.
Βέβαια, ο παράγοντας που συνενώνει τα μέλη των πρώτων κοινωνικών ομαδοποιήσεων, δεν διαφέρει από αυτόν που στερεώνει την οικογενειακή συγγένεια. Ποιος είναι αυτός; Είναι το γεγονός ότι, όπως ο οικογενειακός ιστός, έτσι και ο κοινωνικός ιστός των πρώτων ανθρώπινων ομάδων υφαίνεται πάνω σε μια μυστικιστική μέθεξη, η οποία δεν είναι κατά κανένα τρόπο η φυσική κοινότητα του αίματος, όπως έχουμε την τάση να λέμε πιστεύοντας ότι πάνω της θεμελιώνονται οι πρωτόγονοι οικογενειακοί δεσμοί.
Βέβαια, ο παράγοντας που συνενώνει τα μέλη των πρώτων κοινωνικών ομαδοποιήσεων, δεν διαφέρει από αυτόν που στερεώνει την οικογενειακή συγγένεια. Ποιος είναι αυτός; Είναι το γεγονός ότι, όπως ο οικογενειακός ιστός, έτσι και ο κοινωνικός ιστός των πρώτων ανθρώπινων ομάδων υφαίνεται πάνω σε μια μυστικιστική μέθεξη, η οποία δεν είναι κατά κανένα τρόπο η φυσική κοινότητα του αίματος, όπως έχουμε την τάση να λέμε πιστεύοντας ότι πάνω της θεμελιώνονται οι πρωτόγονοι οικογενειακοί δεσμοί.
Η πρώτη συνομάδωση που συναντάμε στις αρχικές
κοινωνίες, η πατριά, έχει ένα ρόλο πολιτικό και οικογενειακό ταυτόχρονα (και δεν να υπάρχει λόγος ν’ αναζητούμε τι προηγείται τίνος), αλλά πάντοτε
μυστικιστικής φύσεως.
Η συνοχή της πατριάς θεμελιώνεται στο γεγονός ότι τα μέλη της θεωρούν τους εαυτούς τους φορείς του ίδιου τοτέμ και συνεπώς ενός κοινού ονόματος,
Η συνοχή της πατριάς θεμελιώνεται στο γεγονός ότι τα μέλη της θεωρούν τους εαυτούς τους φορείς του ίδιου τοτέμ και συνεπώς ενός κοινού ονόματος,
- ενός τοτέμ που είναι καμωμένο από μια κοινή μυστικιστική «ουσία», στην οποία συμμετέχουν όλοι χωρίς να την μονοπωλεί κανείς,
- και εκπορεύεται από μια κοινή καταβολή, στην οποία έρχεται αργότερα η μυθολογία να δώσει τις όψεις ατομικών χαρακτηριστικών μέσ’ από τη φαντασία ότι το τοτέμ αυτό αποκαλύφθηκε, σε κάποιο ομιχλώδες παρελθόν, σ' ένα λαμπρό προπάτορα της πατριάς που, γι’ αυτό το λόγο, έγινε ο επώνυμος πρόγονος. (...)
Όσοι ανήκουν σε μια πατριά, δεν είναι συγγενείς
επειδή είναι αδελφοί, πατεράδες, ξαδέλφια μεταξύ τους, αλλά επειδή φέρουν
όλοι το όνομα του τάδε ζώου ή του δείνα φυτού, δηλαδή επειδή έχουν την ίδια
μυστικιστική «ουσία». Με άλλα λόγια, η πρωτόγονη οικογένεια δεν είναι η περιορισμένη
ομάδα, που συνήθως φανταζόμαστε και υποτίθεται ότι κατάγεται από το γάμο και
χαρακτηρίζεται από μια πραγματική συγγένεια αίματος. Είναι μια πιο πλατειά
οικογενειακή ομάδα η οποία, όπως είπαμε, θεμελιώνεται στην τοτεμική συμμετοχή, στο τοτεμικό ανήκειν. Συνεπώς, η πρωτόγονη οικογένεια
δεν είναι παρά ένας πιο εξειδικευμένος και πιο ιεραρχημένος σχηματισμός μέσα στην πατριά. Το γεγονός αυτό
φανερώνεται στις υποχρεώσεις οι οποίες προκύπτουν από τη συμμετοχή στην πατριά, τις επιτάσσει το έθιμο και δεν είναι άλλες από τις υποχρεώσεις των
οικογενειακών δεσμών με τη μυστικιστική έννοια που δώσαμε σ’ αυτό τον όρο. (...)
Βλέπουμε λοιπόν, ότι σ’ αυτήν εδώ τη μορφή αλληλεγγύης δεν υπάρχει τίποτε που να αφορά στην εδαφική επικράτεια. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις καταβολές της, η πατριά δεν σχετίζεται ούτε με το χωριό, ούτε με τη φυλή. (...)
Βλέπουμε λοιπόν, ότι σ’ αυτήν εδώ τη μορφή αλληλεγγύης δεν υπάρχει τίποτε που να αφορά στην εδαφική επικράτεια. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις καταβολές της, η πατριά δεν σχετίζεται ούτε με το χωριό, ούτε με τη φυλή. (...)
2.
Η ανάπτυξη των ανθρώπινων συνομαδώσεων ανταποκρίνεται σε ανάγκες παρόμοιου τύπου με αυτές που βλέπουμε και σε άλλα είδη κοινωνικών ζώων. Όμως ευθύς αμέσως ανακαλύπτουμε τάσεις μιας εντελώς τάξης. Στα λείψανα που μας έχουν αφήσει οι νομαδικοί λαοί κυνηγών, εκεί όπου στρατοπέδευαν κι έφτιαχναν τα πρώτα λίθινα εργαλεία τους, βλέπουμε σημάδια από ενδιαφέροντα και αγωνίες που δεν συναντάμε σε άλλα είδη ζωντανών. Ανιχνεύουμε κυρίως την παρουσία μιας λατρείας των νεκρών, η οποία εκφράζεται μέσα από την πολλή φροντίδα με την οποία τους ενταφιάζουν και από τεκμήρια δέους και ιερού σεβασμού απέναντί τους. (...)
Η πρώτη σταθερή κατοικία που συναντάμε στη διάρκεια του
παλαιολιθικού νομαδισμού, είναι η κατοικία των νεκρών: μια σχισμή πάνω στο βράχο,
ένα βουναλάκι από πέτρες, ένας κοινοτικός τύμβος. Οι ζωντανοί επέστρεφαν σε αυτά
τα σημεία συνάντησης και σύναξης, για να μνημονεύσουν την ψυχή των προγόνων ή
για να τους προσφέρουν δώρα ώστε να γαληνέψουν την οργή τους. Η άυλη επίκληση
των νεκρών ήταν εκείνη που προσέδιδε όλη τη σημασία του σ’ ένα τόπο, ο οποίος παρέμενε
σταθερός ενόσω οι απαιτήσεις του κυνηγιού και της τροφοσυλλογής έστελναν τους ζωντανούς
σε άλλα μέρη. (...)
Lewis Mumford, The City in History (1961)