Πάμε σιγά-σιγά. Καταρχήν, κάθε προσπάθεια να αποδειχτεί ή ύπαρξη ή η ανυπαρξία του Θεού, είναι άνευ νοήματος και ουσιαστικά αδύνατη. Δεν θα μπλεχτούμε με κάτι τέτοιο. Απεναντίας νόημα έχει, και είναι δυνατή − και πολύ ενδιαφέρουσα! −, κάθε προσπάθεια να διερευνηθεί με φιλόσοφη διάθεση τι συνεπάγονται λογικά οι διάφορες θέσεις πάνω σε αυτό το ζήτημα. Εννοώ, εδώ, τι συνεπάγονται για τη θεμελίωση της ελευθερίας του ανθρώπου, που νομίζω πως είναι κάτι που δεν ενδιαφέρει απλώς τους φιλόσοφους και τους θεολόγους. Λοιπόν:
Α.
Εάν δεν υπάρχει Θεός, τότε ως οντολογικό θεμέλιο υπάρχει μόνο ο κόσμος, το σύμπαν, η Φύση με δυο λόγια, δηλαδή ένα κλειστό σύστημα που διέπεται από αυστηρούς φυσικούς νόμους (έστω κι αν αυτό το σύμπαν φουσκώνει ή ξεφουσκώνει, έστω κι αν περιλαμβάνει διάφορα υποσύμπαντα που επίσης διέπονται από αυστηρούς φυσικούς νόμους).
Σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να υπάρχει, οντολογικά, ελευθερία και ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ελεύθερος παρά εντός εισαγωγικών, δηλαδή με την κλασική έννοια του «Ελευθερία είναι η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας». Το μόνο που μας απομένει είναι να συνειδητοποιούμε την αναγκαιότητα και πάντοτε να προσαρμοζόμαστε σε αυτήν. Μιλάμε για οντολογικό «κομφορμισμό». Τελεία και παύλα.
Β.
Εάν όμως υπάρχει Θεός − εννοείται, εφόσον μιλάμε πάντα περί οντολογικού θεμελίου, ως «κάποιος άλλος» εκτός Φύσης, κόσμου, σύμπαντος και προφανώς δημιουργός τους (άρα και δημιουργός μας εφόσον είμαστε όντα φυσικά) −, τότε έχουμε τις εξής πιθανότητες:
1.
Να την είδε κάτι σαν μηχανικός ή ωρολογοποιός (ο ΜΑΤΣ που λένε οι τέκτονες), δηλαδή να έφτιαξε τη φύση, να την κούρδισε και να την άφησε στην τύχη της. Σε αυτή την περίπτωση ουσιαστικά και ριζικά ξαναγυρνάμε στο Α. Είμαστε κομμάτια (ή γρανάζια) ενός μηχανισμού που τραβάει το δρόμο του, και το μόνο που μας απομένει είναι να καταλάβουμε τους νόμους του μηχανισμού αυτού (π.χ. ζήτω οι φυσικές επιστήμες!) ώστε να προσαρμοστούμε σε αυτούς για να τη βγάλουμε όσο γίνεται καθαρή. Μπορούμε βέβαια, χάρη σε αυτή την κατανόηση και γνώση, να κατασκευάσουμε απίθανα υπομηχανήματα (τα τεχνολογικά μας «θαύματα»), αλλά οντολογικά ελεύθεροι δεν είμαστε.
2.
Να μην παράτησε το δημιούργημά του στην τύχη του, να εμπλέκεται μεν διαρκώς με αυτό, αλλά να την είδε κάτι σαν πατέρας-αφέντης, ή σαν τροχόμπατσος. Τότε, αυτό που μας απομένει είναι να υπακούσουμε (αντί των αυστηρών φυσικών νόμων του Α) στους αυστηρούς νόμους του θεϊκού Τροχόμπατσου, να έχουμε να μάτια μας δεκατέσσερα με τον υπερσκόσμιο Κ.Ο.Κ., με κίνδυνο να τρώμε από χοντρό πρόστιμο έως φυλάκιση για κάθε παράβαση. Σε αυτή την περίπτωση πάλι δεν είμαστε ελεύθεροι, αν και είμαστε − όσο κι αν ακουστεί παράξενο − περισσότερο ελεύθεροι από ό,τι αν ισχύει το Α ή το Β1. Περισσότερο ελεύθεροι, με την έννοια ότι τους αυστηρούς νόμους δεν τους επιβάλλει τώρα ένας απρόσωπος μηχανισμός, αλλά ένα αυστηρό πρόσωπο ... κάτι που αφήνει μια χαραμάδα ελπίδας, ότι μπορεί, ίσως, κάπως, να το παρακαλέσεις ή να το καλοπιάσεις και να σε αφήσει να κάνεις και καμιά ζαβολιά (ενώ εξιλέωση μηχανισμού δεν παίζει, εξ ορισμού). Όμως ακόμα ελεύθεροι δεν είμαστε − δεν θεμελιώνουμε, ακόμα, μια οντολογική ελευθερία για τον άνθρωπο.
3.
Να την είδε κάτι τελείως άλλο και από μηχανικός-ωρολογοποιός, και από πατέρας-αφέντης-τροχονόμος. Να είναι δηλαδή ένας απόλυτα ελεύθερος Θεός (εκτός Φύσης, και δημιουργός της, όπως είπαμε), που σχετίζεται με τον άνθρωπο σαν πατέρας-φίλος. Δηλαδή που καλεί το έλλογο παιδί του να συνεργαστεί μαζί του, να δοκιμάσει (κατά τα μέτρα της ενηλικίωσής του) την απόλυτη ελευθερία που ο ίδιος είναι, και να τον κληρονομήσει. Σε αυτή την περίπτωση θεμελιώνεται οντολογική ελευθερία για τον άνθρωπο, αλλά με ένα διπλό τρόπο: σαν εν δυνάμει (δεδομένο προς ανάπτυξη) και ενεργεία (όταν και αν κατακτηθεί).
Τέλος,
Γ.
Δεν υπάρχει − πάντα στο οντολογικό επίπεδο − ούτε Θεός αλλά ούτε και Φύση, σύμπαν. Υπάρχει μόνο ο άνθρωπος! Και είναι απολύτως ελεύθερος. Ο άνθρωπος κάνει, μόνος του, όλο το παιχνίδι. Αυτός είναι το οντολογικό θεμέλιο. Όχι η Φύση, ούτε ο Θεός. Μόνο που αυτή η θέση έχει ένα σημαντικό πρόβλημα κι ένα σημαντικό κενό σε σχέση με το Α και το Β.
Το πρόβλημα είναι, ότι ο άνθρωπος μπορεί να θέσει τον εαυτό του στη θέση του οντολογικού θεμελίου −δηλαδή στη θέση της Φύσης ή του Θεού −μόνο εντός εισαγωγικών, μεταφορικά. Διότι το οντολογικό θεμέλιο δεν μπορεί να είναι κάτι ή κάποιος που προέρχεται από κάτι άλλο ή κάποιον άλλον (τότε, αυτό το κάτι άλλο ή ο κάποιος άλλο θα ήταν το θεμέλιο).
Στην περίπτωση Α, πράγματι, η Φύση ως οντολογικό θεμέλιο δεν προέρχεται από κάτι άλλο από αυτήν, δεν είναι «επίγονος» ούτε «δημιούργημα», και αυτό είναι κάτι που ακόμα δεν έχει ούτε αποδειχτεί αλλά ούτε και διαψευσθεί (δεν ξέρουμε τι ήταν πριν από τη Φύση, αν ήταν κάτι ή κάποιος). Το ίδιο και στο Β: ο Θεός ως οντολογικό θεμέλιο δεν προέρχεται από κάτι άλλο ή κάποιον άλλον, δεν είναι «επίγονος» ούτε «δημιούργημα» (γι' αυτό και τον θέτουν ως «πατέρα» και «δημιουργό»), και αυτό επίσης δεν έχει αποδειχτεί ή διαψευσθεί. Όμως ο άνθρωπος γνωρίζει καλά, πως αυτό δεν ισχύει για τον ίδιον. Γνωρίζει ότι «προήλθε από» - είτε τη φύση, είτε το Θεό. Και αφού «προήλθε από», τότε δεν μπορεί να αξιώσει τη θέση του οντολογικού θεμελίου για τον εαυτό του.
Θα μπορούσε να λήξει εδώ η έρευνα της περίπτωσης Γ, αλλά ας δεχτούμε ότι μπορούμε να προσπεράσουμε αυτό το κρίσιμο πρόβλημα. Ακόμα και τότε όμως η περίπτωση Γ έχει κι ένα σημαντικό κενό ως προς την Α και Β. Στο Α και στο Β, η ελευθερία (ή ανελευθερία) του ανθρώπου θεμελιώνεται σε σχέση με κάτι ή κάποιον (φύση, θεό). Στο Γ, όπου ο άνθρωπος θέτει τον εαυτό του ως οντολογικό θεμέλιο, σε σχέση με τι ή ποιον θεμελιώνει την ελευθερία του;
1.
Αν τη θεμελιώνει σε σχέση με τη φύση («εγώ είμαι ελεύθερος, η φύση όχι»), τότε μπορεί κάλλιστα ο άνθρωπος να τεθεί ως δυνάστης της, αφού αυτός είναι ελεύθερος κι εκείνη όχι. Τι θα τον απέτρεπε από αυτό;
2.
Αν τη θεμελιώνει σε σχέση με τον άλλον άνθρωπο, τότε υπάρχουν δυο υποπεριπτώσεις:
2α) «Εγώ είμαι ελεύθερος, ο άλλος όχι», οπότε τον κάνω δούλο μου χωρίς πρόβλημα και αναστολές. Ή αλλιώς, επειδή το ίδιο θεωρεί και ο άλλος για μένα: πόλεμος. Ή ευγενικότερα: «Διαλεκτική αφέντη-δούλου». Χωρίς άλλη οντολογική προοπτική.
2β) «Είμαστε και οι δυο ελεύθεροι!». Ωραίο ακούγεται. Αλλά εδώ προκύπτει το ζήτημα ότι, σε αυτή την περίπτωση, δεν μπορεί να μας συνδέει, οντολογικά, τίποτα. Ο καθένας στον κόσμο του. Μακριά κι αγαπημένοι, που λένε.
Μπορεί ασφαλώς να παρατηρήσει κανείς: αυτές οι δυο υποπεριπτώσεις, γιατί δεν ισχύουν και για το Θεό; Γιατί ο Θεός να μην κάνει δούλο του τον άνθρωπο εάν είναι πιο ελεύθερος από αυτόν; Και γιατί να μην είναι «ο καθένας στον κόσμο του», Θεός και άνθρωπος, αν είναι εξίσου ελεύθεροι;
Μπορεί και να ισχύουν. Η μόνη περίπτωση να μην ισχύουν είναι ο Θεός να θεμελιώνει την ελευθερία του στην αγάπη. Προσοχή: στην αγάπη, όχι στον αφ’ υψηλού οίκτο. Αλλά τούτο είναι δυνατό μόνο εάν ο Θεός είναι, ο ίδιος, «αγαπητική κοινωνία εξίσου ελεύθερων προσώπων».
Τελοσπάντων, αυτές είναι οι (ουκ ολίγες!) περιπτώσεις. Διαλέγετε και παίρνετε.
Ας ξεκινήσει ... ο καυγάς!