![]() |
Genia Schönbaumsfeld |
Παρουσιάζουμε
εδώ ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο της Genia Schönbaumsfeld, με τον παραπάνω τίτλο
και υπότιτλο «Ο Βίτγκενσταϊν και ο
Κίρκεγκωρ για τη θρησκευτική πίστη» (2009). Η Σενμπάουμσφελντ είναι απόφοιτος
Φιλοσοφίας του St
Hilda
College
της Οξφόρδης. Έλαβε το διδακτορικό της στη Φιλοσοφία από το Trinity College του Καίμπριτζ. Είναι καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του
Σαουθάμπτον και συγγραφέας των βιβλίων A Confusion of the Spheres. Kierkegaard and Wittgenstein
on Philosophy and Religion
(Oxford 2007) και The Illusion of Doubt (Oxford 2016). Η μετάφραση είναι δική
μου, κάπως παλιότερη, περίμενε στο συρτάρι. —
Σημ. HS
*
Η επίδραση του
Κίρκεγκωρ στην αντίληψη του Βίτγκενσταϊν για τη θρησκευτική πίστη υπήρξε
βαθύτατη, όμως μέχρι στιγμής δεν της έχει δοθεί η σημασία που της αξίζει. Παρ’
όλο που ο Βίτγκενσταϊν έγραψε σχετικά λίγα πράγματα γι’ αυτό το θέμα, ενώ
ολόκληρο το έργο του Κίρκεγκωρ περιστρεφόταν γύρω από τη θρησκευτική πίστη,
είναι πασίγνωστο ότι και οι δυο αυτοί φιλόσοφοι αρνήθηκαν να ερμηνεύσουν τη
θρησκευτική πίστη σύμφωνα με τους δυο παραδοσιακούς τρόπους −δηλαδή είτε σαν
μια «προτασιακή στάση» [σχέση ενός προσώπου με μια πρόταση], είτε σαν μια απλή
«συναισθηματική απόκριση» χωρίς καμιά αναφορά στον «πραγματικό κόσμο». Τούτη η
άρνησή τους να προσεγγίσουν το θέμα της θρησκευτικής πίστης με βάση την
«παραδοσιακή» αυτή διχοτομία, οδήγησε πολλούς σχολιαστές σε μια χονδροειδή
παρερμηνεία της σκέψης τους. Για παράδειγμα, ούτε ο Βίτγκενσταϊν ούτε κι ο
Κίρκεγκωρ γλύτωσαν από τη μομφή ότι είναι «σχετικιστές» και «φιντεϊστές», παρ’
όλο που κάτι τέτοιο είναι εντελώς άστοχο. Στην πραγματικότητα, κανείς από τους
δυο δεν αρνείται το ρόλο που πρέπει να παίξει η λογική τόσο στη θρησκεία όσο
και στη φιλοσοφία· ωστόσο, και οι δυο προσπαθούν να υποσκάψουν εκ των έσω
ορισμένες συνήθεις παραδοχές αναφορικά με τη φύση τόσο της θρησκευτικής πίστης
όσο και της φιλοσοφικής δραστηριότητας, παραδοχές οι οποίες μας κάνουν να
πιστεύουμε πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος προσέγγισης πέρα από αυτόν που
προτείνει η παραδοσιακή διχοτομία.
Αυτό που ελπίζω
να καταδείξω εδώ, είναι ότι μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις επίμαχες
παρατηρήσεις του Βίτγκενσταϊν για τη θρησκεία εάν τις αντιπαραβάλουμε με τη
θρησκευτική σκέψη του Κίρκεγκωρ, και ειδικότερα με τις σκέψεις που έγραψε με το
ψευδώνυμο «Ιωάννης της Κλίμακος» στο Τελικό
Μη Επιστημονικό Υστερόγραφο (1843).[1] Θα
εστιάσω σε μια απόπειρα να κατανοηθούν τα λίγα που έχει πει ο Βιτγκενστάιν για
το θέμα αυτό μέσα από τον ισχυρισμό του Κίρκεγκωρ-«Κλίμακος» ότι «η αλήθεια δεν
υπάρχει αντικειμενικά· μια αντικειμενική γνώση της αλήθειας ή των αληθειών του Χριστιανισμού είναι απλώς αναλήθεια».
Θα ξεκινήσω με
μια σύντομη έκθεση των απόψεων του Κίρκεγκωρ-«Κλίμακος»,
στη συνέχεια θα σκιαγραφήσω αυτά που λέει ο Βίτγκενσταϊν για το θέμα κι
έπειτα θα επιχειρήσω να αντιπαραβάλω αυτές τις δυο απόψεις. Τέλος, θα αποτιμήσω
αυτά που συνεπάγονται οι αντιλήψεις του Βίτγκενσταϊν και του Κίρκεγκωρ, και θ’ αναμετρηθώ
με ορισμένα από τα προβλήματα που υποτίθεται ότι προκύπτουν από αυτές.
Α. Το «Τελικό Μη Επιστημονικό Υστερόγραφο»
Γνωρίζουμε ότι στο
Τελικό Μη-Επιστημονικό Υστερόγραφο ο «Κλίμακος»
υποστηρίζει πως, στα θρησκευτικά θέματα «η αλήθεια είναι υποκειμενικότητα».
Αυτό που θέλει να πει, είναι ότι, επειδή κατ’ αυτόν −όπως και για τον
Βιτγκενστάιν− το ζήτημα της πίστης δεν είναι ένα «επιστημονικό», «εμπειρικό» ζήτημα,
δηλαδή ένα που θα μπορούσαμε ν’ απαντήσουμε ανατρέχοντας σε ιστορικά ή άλλου
τύπου αποδεικτικά στοιχεία, γι’ αυτό και πρέπει να εστιάσουμε στην «υπαρξιακή»
ή «προσωπική» σημασία που έχει αυτό το ζήτημα για εμάς τους ίδιους. Αυτό εννοεί ο «Κλίμακος» όταν λέει
«υποκειμενικότητα» −δηλαδή αυτό που σχετίζεται με το «υποκείμενο»−, και αυτό
δεν έχει καμιά σχέση με το σχετικισμό ή τον «ανορθολογισμό», όπως συχνά
νομίζουν διάφοροι σχολιαστές. Ο «Κλίμακος» λέει:
Η
οδός του αντικειμενικού στοχασμού μετατρέπει το υποκειμενικό άτομο σε κάτι το
τυχαίο (συμβεβηκός) και επομένως μετατρέπει την ίδια την ύπαρξη σε κάτι το
αδιάφορο, κάτι χωρίς υπόσταση. Η οδός της αντικειμενικής αλήθειας αποστασιοποιείται
από το υποκείμενο, και καθώς το υποκείμενο και η υποκειμενικότητα καταντούν
κάτι το αδιάφορο, η αλήθεια καταντάει και αυτή αδιάφορη −κι αυτή ακριβώς είναι
η αντικειμενική εγκυρότητά της, διότι το ενδιαφέρον, όπως και η απόφαση, είναι
υποκειμενικότητα. (Κίρκεγκωρ, Concluding Unscientific Postscript to Philosophical
Fragments, Princeton, 1992, σ. 193)
Με άλλα λόγια, ακριβώς επειδή κατά τον Κίρκεγκωρ
η θρησκευτική πίστη δεν είναι διανοητική συναίνεση σε μια σειρά θεωρητικών προτάσεων,
γι’ αυτό το λόγο, εάν θέλω επιλύσω το πρόβλημα της πίστης, οφείλω να με ενδιαφέρει προσωπικά και απολύτως, να
με ενδιαφέρει ως υπαρκτό πρόσωπο και όχι ως λόγιο. Διότι η θρησκευτική πίστη
είναι κάτι απείρως πιο θεμελιώδες από το να θεωρεί
κανείς ότι ο Θεός υπάρχει. Μια πίστη που ζητάει αποδείξεις, ακόμη κι αν τις
έβρισκε, δεν θα ήταν −κατά τον Κίρκεγκωρ και τον Βιτγκενστάιν− μια θρησκευτική πίστη: η πίστη λ.χ. στη
Δευτέρα Παρουσία και την Έσχατη Κρίση δεν θα διέφερε θεμελιωδώς από την
εγκόσμια πεποίθηση, ότι κάποιος που διέπραξε έγκλημα θα καταλήξει στη φυλακή.
Σε μια τέτοια περίπτωση θα ξέφτιζε ασφαλώς
και η ίδια η έννοια της «πίστης», διότι δεν έχει νόημα να λέω ότι πιστεύω σε κάτι που το βλέπω «με τα ίδια
μου τα μάτια». Κοντολογίς, σ’ ένα κόσμο όπου ο «Θεός» θα ήταν «εμπειρικά
φανερός», θα έχανε το νόημά της η έννοια ενός Θεού στον οποίο πιστεύουμε. Ο «Κλίμακος» το θέτει ως
εξής: