![]() |
«Κυρίες και Κύριοι, η ταινία που σας προβάλλουμε απόψε, είναι μια ταινία βαθιά ερωτική∙ μια ταινία πρωτόγνωρης έως σήμερα τόλμης που θα μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου!»
Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε την παρουσίαση της δεύτερης
προβολής των Ουρλιαχτών ο φίλος του
Ντεμπόρ, ο δαιμόνιος Σερζ Μπερνά, εκείνο το μακρυνό έτος 1952. Τι το
επακολούθησε θα το πούμε, κι ίσως ως ένα βαθμό θα το δούμε, αργότερα.
Αυτό που θα προσπαθήσω τώρα, είναι να τοποθετήσω τις
τρεις πρώτες, κι αγαπημένες μου, ταινίες του Γκυ Ντεμπόρ στο πλαίσιο μες από το
οποίο γεννήθηκαν, ώστε να πάρουμε μια μικρή έστω αίσθηση της ατμόσφαιρας και
των προσδοκιών που τις συνόδευσαν −ατμόσφαιρα και προσδοκίες που ίσως ακόμα
σήμερα τις συνοδεύουν και τις κάνουν ταινίες πραγματικά, και όχι «μουσειακά»,
ενδιαφέρουσες και για εμάς.
Πρέπει ευθύς εξαρχής να τονίσω ότι, σε αντίθεση με τις ταινίες
που γύρισε μετά το 1973, αυτές οι τρεις πρώτες ταινίες του Γκυ Ντεμπόρ −Ουρλιαχτά (1952), Για το Πέρασμα μερικών Προσώπων μέσα από μια Αρκετά Σύντομη Χρονική
Μονάδα (1959) και Κριτική του
Διαχωρισμού (1961)− είναι έκδηλα ταινίες ενός ξεχωριστού ανθρώπου, ο οποίος
μετείχε ενεργά σε ένα συλλογικό επαναστατικό ρεύμα και το ενδιαφέρον του ήταν
περισσότερο να συμβάλλει στον εμπλουτισμό αυτού του ρεύματος παρά στην ανάδειξη
ενός ατομικού έργου του, στην υπεράσπισή του, ή στο νοσταλγικό απολογισμό
κάποιων σπουδαίων στιγμών του παρελθόντος του, όπως συμβαίνει κατά κύριο λόγο
με τις επόμενες.
Επομένως, οφείλουμε
−του το οφείλουμε, θα έλεγα− να δούμε τις ταινίες αυτές όχι μόνο σαν καρπούς
του οπωσδήποτε εξαιρετικού προσωπικού ταλέντου του Ντεμπόρ (θα το κάνουμε και
αυτό παρακάτω), αλλά και σε συνάρτηση με το ρεύμα στο οποίο αφιέρωσε ολόψυχα
και γενναιόδωρα τα πρώτα σαράντα χρόνια της ζωής του.
Εκείνο το ανατρεπτικο ρεύμα, που περνώντας από διάφορα
μονοπάτια έφτασε μέσα από το «Φαντασιακό Μπαουχάους» του Άσγκερ Γιόρν και τους «Λετριστές»
του Ισίδωρου Ιζού στην «Καταστασιακή Διεθνή» το 1957, συγκροτήθηκε βήμα-βήμα σε
όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, δηλαδή στο ξεκίνημα μιας εποχής που,
ενώ σημαδεύτηκε από τη λεγόμενη οικονομική ανοικοδόμηση του Μεταπόλεμου, στο
βάθος της ήταν μια καταρρεύσεων, το παροξυστικό
αποκορύφωμα της οποίας μπορούμε να πούμε ότι ζούμε σήμερα.
Πιο συγκεκριμένα, με την επικράτηση του ναζισμού στους
κόλπους ενός από τους πιο καλλιεργημένους και πολιτικοποιημένους λαούς της
Ευρώπης, είχε καταρρεύσει τόσο η
προσφιλής ιδέα των μοντέρνων καιρών, σύμφωνα με την οποία η «φωτισμένη
συνείδηση» και η «εργαλειακή λογική» αρκούν για να ξεπεραστεί οριστικά η
βαρβαρότητα και το συλλογικό κακό, όσο και η ρομαντική ιδέα μιας απεριόριστης
εμπιστοσύνης στον «πλούτο» της ψυχικής ενδοχώρας του σύγχρονου ανθρώπου. Με την
έκρηξη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι είχε καταρρεύσει η έως τότε σχεδόν τυφλή
πίστη, δεξιά και αριστερά της κυρίαρχης ιδεολογίας, στην τεχνολογία ως φορέα
καθαρού απελευθερωτικού δυναμισμού και η ιδέα ότι αρκούσε η Τεχνική ν’ αλλάξει
χέρια και αυτόματα θα υπηρετούσε το κοινωνικό καλό. Με την αποτυχία της
προσπάθειας εύρεσης κοινού πεδίου μεταξύ των σουρεαλιστών και των κομμουνιστών,
είχε καταρρρεύσει η ελπίδα μιας
συμπόρευσης μεταξύ της πρωτοποριακής «αντί-αστικής» τέχνης και της
«εργατίστικης» πολιτικής∙ και, μαζί με αυτήν, έμπαινε και πάλι ένα μεγάλο
ερωτηματικό για τις σχέσεις μεταξύ της
πνευματικής πρωτοπορίας και της λαϊκής βάσης των σύγχρονων κοινωνιών. Με την
ουγγαρέζικη επανάσταση τέλος, ένα χρόνο πριν από την ίδρυση της Κ.Δ., το 1956,
θα κατέρρεαν και οι τελευταίες ψευδαισθήσεις
για τη επαναστατική φύση και το ρόλο της Ε.Σ.Σ.Δ. ως «αντίπαλου δέους» της
κεφαλαιοκρατικής Δύσης ―κάτι που σήμαινε, πως οι επαναστατικοί αγώνες των
δυτικών λαών δεν θα είχαν πλέον να υπολογίζουν παρά στον εαυτό τους.
Τούτη η μαζική κατάρρευση τόσων μετώπων μέσα σε δυο δεκαετίες έθετε εκ των πραγμάτων κάθε ευαίσθητο άνθρωπο μπροστά ένα
συγκλονιστικό σταυροδρόμι: