Στο πρώτο μέρος είδαμε σε χοντρές γραμμές ότι η σημερινή κρίση δεν
συνδέεται απλά με τη «μεταπολιτευτική», όπως συνηθίζεται να λένε σήμερα,
αλλά βαθύτερα με τη μεταπολεμική
και μετεμφυλιακή ελληνική κοινωνία.
Ας ρίξουμε τώρα μια ειδικότερη ματιά στο κράτος. Διαπιστώσαμε, πως «η ελληνική Άρχουσα Τάξη πραγματοποίησε την πρωταρχική συσσώρευσή της μέσω του κρατικού προϋπολογισμού και των κρατικοποιημένων επιχειρήσεων» και «κατασκεύασε μια ξεχωριστή ειδική μηχανή, που λειτουργεί χωριστά από την κρατική αλλά σε στεγανά, μεθοδικά και με ταχυδακτυλουργική επιτηδειότητα».
Ας ρίξουμε τώρα μια ειδικότερη ματιά στο κράτος. Διαπιστώσαμε, πως «η ελληνική Άρχουσα Τάξη πραγματοποίησε την πρωταρχική συσσώρευσή της μέσω του κρατικού προϋπολογισμού και των κρατικοποιημένων επιχειρήσεων» και «κατασκεύασε μια ξεχωριστή ειδική μηχανή, που λειτουργεί χωριστά από την κρατική αλλά σε στεγανά, μεθοδικά και με ταχυδακτυλουργική επιτηδειότητα».
Συνεχίζει λοιπόν ο Αρσενίου:
«Οι βουλευτές, από 200 και 250 πριν, αυξήθηκαν σε 300. Οι υπουργοί, από 25 σε 50, ενώ καθένας τους πλαισιώνεται από ειδικούς συμβούλους της επιλογής του, με αρμοδιότητες που έχουν αφαιρεθεί από τους διευθυντές και άλλους μόνιμους υπαλλήλους. Μέσω πολιτικών παραγόντων επιλέγονται μεσάζοντες, προμηθευτές και ανάδοχοι έργων. Αναζητείται στον κυκεώνα της ελληνικής νομοθεσίας κατάλληλη μεθόδευση και μέσω αυτής διοχετεύονται σε έργα και σε προμήθειες μερικά τρις ετησίως, αφήνοντας ζαλιστικά κέρδη μερικών εκατοντάδων δις ετησίως σε μεσάζοντες, σε προμηθευτές και σε αναδόχους. Όταν φεύγει ο υπουργός, παίρνει και τους συμβούλους του, αφήνοντας πίσω τους τα πάντα νομιμοποιημένα. Με μόνιμους υπαλλήλους θα ήταν δύσκολη αυτή η μεθοδευμένη νομιμοφάνεια. Κι αν κάποιος υπουργός την αποτολμούσε, θα διέτρεχε κίνδυνο αποκάλυψης σκανδάλου με την αποχώρησή του. (…)
Στην εκτελεστική εξουσία έχει θέση μόνο η νομενκλατούρα του κυβερνώντος κόμματος. Οι περιλαμβανόμενοι σε αυτήν, θεωρούνται αυτομάτως ως αυθεντία επί όποιου αντικειμένου αναλαμβάνουν, ενώ έως τότε ήταν τελείως άσχετοι με αυτό οι περισσότεροι. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, που το κατέχουν από χρόνια, παραμερίζονται χαρακτηριζόμενοι συλλήβδην ‘γραφειοκράτες’. (…)
Μεγάλο μέρος από τους κυβερνητικούς βουλευτές μετέχουν και στην κυβέρνηση και συνεπώς ασκούν διπλή εξουσία: εκτελεστική και νομοθετική. Οι κυβερνητικοί βουλευτές ασκούν και αυτοί, αφανώς, εκτελεστική παρα-εξουσία με τη δύναμη των προσλήψεων ή απολύσεων, των προαγωγών ή μεταθέσεων. (…)
Η άλλη κρατική μηχανή, αυτή με την οποία συναλλάσσονται οι υπήκοοι του δημοσίου, δεν ενδιαφέρει την Άρχουσα Τάξη και αφήνεται να λειτουργεί με τον αραμπά, όσο κι αν διαμαρτύρονται οι πάντες εναντίον της».
Αντίθετα λοιπόν με όσα υποστηρίζουν οι
νεοφιλελεύθεροι πολέμιοι του ... αργοκίνητου κράτους, στην πραγματικότητα
έχουμε να κάνουμε με δυο κρατικές μηχανές.
Η μια είναι και
ταχύτατη και αποτελεσματικότατη, για «τους δικούς της ανθρώπους» βέβαια. Την άλλη την περιγράφει, στη σημερινή της κατάσταση ο Θόδωρος Ζιάκας εξ ιδίας πείρας ως εξής:
«Η πληροφορική στο δημόσιο είναι σαν τον άπατο πίθο των Δαναΐδων. Δεν γεμίζει με τίποτα, όσα εκατομμύρια κι αν ‘απορροφήσει’. (…)Το μόνο που δεν απέδωσαν τα απίστευτα ποσά που ‘επενδύουμε’, είναι η διαφάνεια και η αποτελεσματικότητα -για τον πολίτη. Εκ πείρας γνωρίζω, όπως και κάθε ομότεχνος, ότι το πρόβλημα της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας (από τη σκοπιά του πολίτη) δεν είναι ‘τεχνικό’. Δεν προσκρούουμε σε ‘τεχνική ανεπάρκεια’ ή ‘καθυστέρηση’, δεν μας λείπουν δηλαδή τα μέσα ή η ειδημοσύνη στο πεδίο των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ). Το πρόβλημα είναι κατ’ εξοχήν διοικητικό-πολιτικό.Πιο συγκεκριμένα: παρά τις πάγιες διακηρύξεις (για την ‘πάταξη’ της διαφθοράς και πάσης άλλης κακοδαιμονίας, ‘με τη βοήθεια της πληροφορικής’) η στάση της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας και της εκάστοτε εκ μέρους της διοριζόμενης ανώτατης υπηρεσιακής διοίκησης, υπήρξε, όλα αυτά τα χρόνια, σαφώς αρνητική στην αξιοποίηση της πληροφορικής προς τον σκοπό της δημόσιας διαφάνειας. Στην πράξη οι ηγεσίες αυτές περιφρούρησαν, με άτεγκτη μάλιστα αυστηρότητα και αξιοσημείωτη συνέπεια, το υφιστάμενο αδιαφανές για τον πολίτη σύστημα, κρατώντας σταθερά την πληροφορική απ’ έξω. Αν υπήρξαν εξαιρέσεις, τις οποίες αγνοώ, θα τις επικαλούμουν ως απλή επιβεβαίωση του κανόνα. (…)Η ελληνική δημόσια διοίκηση είναι άριστα δομημένη, διαφανέστατη, ευελικτότατη και αποτελεσματικότατη, αλλά ως προς έναν διαμετρικά αντίθετο σκοπό: την απρόσκοπτη λειτουργία και αναπαραγωγή του πελατειακού συστήματος. Ιδού τι στην πραγματικότητα συμβαίνει: η αμφίδρομη σχέση του πολιτικού διαχειριστή και περιστασιακού ιδιοκτήτη του κράτους με τον ιδιώτη πελάτη του (χορηγό, ομάδα πίεσης, ψηφοφόρο) εξυπηρετείται θαυμάσια από τον υφιστάμενο και κοινωνικώς αδιαφανή τρόπο λειτουργίας της κρατικής ‘μηχανής’.Ο διακηρυσσόμενος σκοπός της εισαγωγής των τεχνολογιών της πληροφορικής στο δημόσιο -να βλέπει ο πολίτης και μάλιστα on line real time, πού πηγαίνουν τα λεφτά- βρίσκεται στους αντίποδες του όλου ‘συστήματος’. Αντίκειται στην πελατειακή του φύση. (…)Τον νοσηρό χαρακτήρα της εν λόγω «ανάπτυξης» επιστέγασε η διαμόρφωση αντίστοιχων-νοσηρών διαχειριστικών δομών, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Ο χαρακτήρας των επιχειρησιακών αυτών δομών καλύπτεται πλήρως από τον γνωστό στην οικονομική φιλολογία ορισμό του ‘λευκού ελέφαντα’: Το όποιο ‘έργο’ έχουν κάνει και ‘υποστηρίζουν’, είναι ασήμαντο μπρος στο κόστος της δικής τους διατήρησης. (…)Όλη αυτή η ‘ανάπτυξη’ χρηματοδοτήθηκε βέβαια από τον κοινωνικό (εθνικό και κοινοτικό) κορβανά και ο χαρακτήρας της καθορίστηκε από τον τρόπο που το πολιτικό μας σύστημα σχεδίασε και επέβαλλε τη διαχείριση των ‘κοινοτικών προγραμμάτων’. (…)»