Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντρέ Ορλεάν/André Orléan. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντρέ Ορλεάν/André Orléan. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29 Νοεμβρίου 2014

Το χρήμα δεν είναι ούτε μέσον, ούτε εμπόρευμα: είναι τάλισμαν | Αξία, Χρήμα, Μαγεία -6

Φρανσουά Σιμιάν
(1873-1935)
Στο προηγούμενο βήμα είδαμε ότι η περίφημη αξία όχι μόνο δεν είναι κάποιου είδους «ουσία» του εμπορεύματος, αλλά, όπως διευκρίνησε ο Φουρκέ, είναι μια αξία την οποία πιθανολογεί κανείς και αναμένει, μια αξία έχει που υπολογιστεί εκ των προτέρων ως πιθανή αξία, δηλαδή μια αξία  δυνητική ή πλασματική.
 
Φτάσαμε έτσι το μαχαίρι στο κόκαλο και μπορούμε τώρα να προχωρήσουμε για να δούμε καθαρότερα ότι το χρήμα, όχι μόνο δεν είναι μέσον ή εργαλείο, αλλά είναι μάλλον ένα είδος μαγικού φυλακτού, ένα τάλισμαν, όπως θα μας εξηγήσει τώρα ο Φρανσουά Σιμιάν. 
 
Οπωσδήποτε είναι πολύ δύσκολο  να μεταφερθεί με αποσπάσματα το πνεύμα ενός τόσο πυκνού κειμένου όπως αυτό που παρουσιάζουμε εδώ. Ωστόσο πρόκειται για μια μελέτη εντελώς απαραίτητη, που νομίζουμε ότι είναι σαφής και δεν χρειάζεται να πούμε κάτι περισσότερο. Σημειώνουμε προς το παρόν τη βαρύτητα που έχει η απόρριψη της ιδέας ότι η χρηματική ανταλλαγή προήλθε από τον αντιπραγματισμό σαν δήθεν μια «βολικότερη» μετεξέλιξή του, και γενικότερα της ιδέας ότι ο άνθρωπος κινείται με πηδάλιο το «βολικότερο» και το «ωφέλιμο». Πράγματι, η ιδέα ότι η χρηματική ανταλλαγή αποτελεί απλή εξέλιξη του αντιπραγματισμού προέρχεται από την πλάνη του ωφελιμισμού, που θέλει να βλέπει την ανταλλαγή ως ανταλλαγή «χρήσιμων» πραγμάτων ή, όπως το έλεγαν οι αστοί οικονομολόγοι, «αξιών χρήσης» - απ' όπου και όλες οι ανοησίες περί «διπλής φύσης» του εμπορεύματος («αξία χρήσης» και «ανταλλακτική αξία»).
 
Σημειώνουμε ότι τα 7 μέρη στα οποία χωρίσαμε το κείμενο του Σιμιάν για να γίνει πιο ευανάγνωστο εδώ, δεν αντιστοιχούν σε αυτά του πρωτότυπου κειμένου. - Σημ. H.S.
 
* * *
 
«Αντίθετα από τα φαινόμενα, μπορούμε να πούμε ότι η οικονομική σκέψη γεννήθηκε και αναπτύχθηκε σε άμεση σύνδεση με το φαινόμενο του νομίσματος. Ας προσπαθήσουμε όμως να δούμε πού οφείλεται η αμηχανία, η φλύαρη πολυπλοκότητα, η αντιφατικότητα και η λίγο-πολύ ξεκάθαρη αποτυχία να κατανοηθεί το φαινόμενο του χρήματος. (...)

Α. Οι θεσμοί, άρα και το χρήμα, δεν φτιάχνονται για λόγους «βολής»

Με πρώτο τον Λοκ, κάθε συγγραφέας με ‘‘κοινό νου’’ ισχυρίζεται ότι το χρήμα εφευρέθηκε επειδή οι άνθρωποι ήθελαν να διευκολύνουν τις ανταλλαγές τους και θεώρησαν ότι τους βόλευε να βρουν ένα κοινό μέσον και να συμφωνήσουν ότι αυτό θα έχει στο εξής γενική και αναγνωρισμένη από όλους ανταλλακτική αξία. Αυτή η άποψη αποτελεί ακριβή αντανάκλαση της ιδέας του ‘‘κοινωνικού συμβολαίου’’, με την οποία, και πάλι κατά το 18ο αιώνα, θέλησαν να εξηγήσουν το σχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας των πολιτών. Ωστόσο, ξέρουμε πολύ καλά ότι αυτή η τεχνητή κατασκευή δεν είχε καμιά σχέση με την ιστορική αλήθεια και ούτε μπορούσε να εξηγήσει πραγματικά τα κύρια χαρακτηριστικά της κοινωνικής πραγματικότητάς μας. (…)

Η εξήγηση ενός θεσμού, ενός κοινωνικού κανόνα, με το σκεπτικό ότι ‘‘βόλευε’’ τους ανθρώπους διαψεύδεται από τα γεγονότα και, σε ό,τι αφορά το θέμα που πραγματευόμαστε εδώ, δεν στάθηκε ποτέ δυνατό να καταδειχτεί πού και πότε οι άνθρωποι, οι κοινωνίες, πέρασαν από τον αντιπραγματισμό στην χρηματική ανταλλαγή επειδή το έβρισκαν ‘‘πιο βολικό’' . (…)

Δεν αμφισβητούμε βέβαια ότι σε πάμπολλες και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνίες (και όχι κατ’ ανάγκη πρωτόγονες) πραγματοποιούνταν πλήθος ανταλλαγών χωρίς τη μεσολάβηση του χρήματος. Όμως, τα ουσιώδη χαρακτηριστικά αυτών των ανταλλαγών δείχνουν ξεκάθαρα ότι επρόκειτο για ανταλλαγές που δεν διέθεταν κανένα από τα θεμελιακά χαρακτηριστικά της χρηματικής ανταλλαγής. Επομένως, δεν έχει ακόμα αποδειχτεί στο παραμικρό ότι η χρηματική ανταλλαγή προήλθε από τον αντιπραγματισμό, δηλαδή ότι περάσαμε από τον ένα στην άλλη. (…)

Εφόσον, όπως είδαμε, η χρηματική ανταλλαγή δεν μπορεί να εξηγηθεί με το σκεπτικό ότι οι άνθρωποι προτιμούν κάτι που φαίνεται ‘‘βολικότερο’’ και συνάπτουν ένα ‘‘κοινωνικό συμβόλαιο’’ πάνω σε αυτό, τότε για ποιο λόγο εξακολουθούμε να θεωρούμε ότι οι πραγματικοί ιστορικοί λόγοι που οδήγησαν στην ‘‘εκλογή’’ των λεγόμενων πολύτιμων μετάλλων (χρυσός ή ασήμι) ως μέσων της χρηματικής ανταλλαγής, εξηγούνται με ένα τέτοιας λογής σκεπτικό; Γιατί εξακολουθούμε να λέμε δηλαδή ότι προτιμήθηκαν επειδή τα πολύτιμα μέταλλα έχουν, ως υλικά, ‘‘βολικές’’ για το σκοπό αυτό ιδιότητες (π.χ. δεν αλλοιώνονται, είναι εύκολο να κοπούν και να τα κουβαλήσει κανείς πάνω του, κ.ο.κ.);
  
Β. Τι λένε τα ιστορικά δεδομένα για την εφεύρεση του χρήματος

Ας δούμε τι μας λένε εδώ τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Πρώτα-πρώτα, μας λένε ότι ως  χρήμα δεν χρησιμοποιήθηκαν  γενικώς κάποια ‘‘πολύτιμα μέταλλα’’, αλλά μόνον εκείνα που συνδεόταν με μια έκφραση ισχύος. Και δεύτερον, μας λένε ότι ως χρήμα χρησιμοποιήθηκαν και ένα σωρό άλλα πράγματα, συχνά εντελώς απίθανα, εκτός από τα λεγόμενα πολύτιμα μέταλλα. Επίσης, από τις υποτιθέμενες ‘‘βολικές’’ ιδιότητες των πολύτιμων μετάλλων, (α) καμιά τους δεν λείπει (πολλές φορές μάλιστα είναι ανώτερη) από άλλα μέταλλα ή άλλα υλικά∙ και (β) καμιά τους δεν λείπει ούτε από πολλά άλλα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν ως νομίσματα.
 
Εκείνο όμως που κάνει τη διαφορά στην ‘‘εκλογή’’ ενός μετάλλου ή οποιουδήποτε άλλου αντικειμένου ως νομίσματος, είναι το αν εκφράζει κοινωνικό κύρος και διαθέτει κοινωνική βαρύτητα.

[Μεταξύ πολλών παραδειγμάτων αναφέρουμε:]

α) Σε μια εργασία του που πέρασε απαρατήρητη [The Evolution of modern money, 1901), ο W.W. Carlyle σημείωνε πως όλα τα πολυποίκιλα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν ή εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ως νομίσματα, υπήρξαν κυριολεκτικά (ή χρησιμοποιούνταν παράλληλα και σαν) ‘‘στολίδια’’, σαν κοσμήματα −δηλαδή ως αντικείμενα αποκλειστικά κοινωνικής αξίας και όχι ως χρηστικά αντικείμενα προορισμένα για την ικανοποίηση βιολογικών αναγκών του ανθρώπου. (…)

β) Όπως αναφέρει ο Ossendwoski στο Λεξικό της αξιοσημείωτης εθνογραφικής μονογραφίας του Hommes, bêtes et dieux [Άνθρωποι, κτήνη και θεοί, 1922], η λέξη hatyk αναφέρεται σε ένα κομμάτι από λευκό ή κίτρινο μετάξι, το οποίο προσφέρεται σαν δώρο στους φιλοξενούμενους, τους αρχηγούς, τους λάμας και τους θεούς, και σημαίνει επίσης νόμισμα (αξίας περίπου 2-3 γαλλικών φράγκων). (…)

γ) Ο J.L. Laughlin μάς υπενθυμίζε ότι οι πρώτοι άποικοι στις μετέπειτα Η.Π.Α. χρησιμοποιούσαν ως νόμισμα στις ανταλλαγές τους με τους Ινδιάνους ιθαγενείς τα wampum, τα οποία ήταν ζώνες ή κολλιέ από διάφορα κοχύλια και χρησιμοποιούνταν σαν νόμισμα όχι μόνο επειδή ήταν κοσμήματα αλλά και επειδή είχαν χρησιμοποιηθεί ως ‘‘ενθύμια’’ για να θυμίζουν σπουδαία γεγονότα. (…)

δ) Ο Louis Capitan [στο Le travail en Amérique avant et après Colombe∙ Η εργασία στην Αμερική πριν και μετά τον Κολόμβο, 1930] επισημαίνει ότι στο Μεξικό θεωρούσαν πως ο χρυσός και το ασήμι −που τα χρησιμοποιούσαν και για τα νομίσματα− είχαν θεϊκές ιδιότητες, γι’ αυτό και όποιος έκλεβε χρυσάφι ή ασήμι τιμωρούνταν με θάνατο. Πίστευαν μάλιστα ότι οι ιδιότητες αυτές μεταβιβάζονταν μυστηριωδώς στους χρυσοχόοους, που τα εργάζονταν. (…)

ε) Ο De Groot [στο The religious system of China, 1892] αναφέρει ότι οι αρχαίοι Κινέζοι εβαζαν κομματάκια χρυσάφι (όχι χρυσά νομίσματα) στο στόμα των νεκρών, επειδή πίστευαν ότι ο χρυσός (αλλά και άλλες ουσίες) εμπόδιζε την αποσύνθεση. Οι αρχαίοι Έλληνες πάλι, επειδή δεν καταλάβαιναν αυτή την ιεροτελεστεία, την ερμήνευσαν σαν να ήταν πρώιμοι ‘‘βολταιρικοί’’, θεωρώντας ότι το χρυσάφι αυτό χρησίμευε στους νεκρούς για να πληρώσουν τον Χάροντα.

Σε τελική ανάλυση, και εμείς οι ίδιοι  με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό μας όταν τοποθετούμε τάματα από χρυσό ή ασήμι στους ναούς, δεν αναρωτιόμαστε άραγε αν το κάνουμε επειδή αυτά τα μέταλλα έχουν αξία και ότι γι’ αυτό ταιριάζει να τα προσφέρουμε στο Θεό, ή ότι έχουν αξία επειδή ήταν πάντοτε υλικά που τα αφιερώναμε στους θεούς και ότι έτσι κατά κάποιον τρόπο αντανακλούν ή ακόμα και έχουν μέσα τους κάτι από τη θεϊκή υπόσταση; (…)

Γ. Το χρήμα δεν είναι εμπόρευμα

Αν τώρα, από μια εντελώς διαφορετική πλευρά, εξετάσουμε με ποιο τρόπο μπορεί να λειτουργήσει ένα αντικείμενο ως νόμισμα στην ανταλλαγή εμπορευμάτων, θα διαπιστώσουμε ότι δεν μπορεί να είναι ένα εμπόρευμα όπως όλα τα άλλα.

Απλοποιώντας, ας πάρουμε μια αγορά στην οποία συναντώνται και ανταλλάσσονται πέντε εμπορεύματα, α, β, γ, δ και ε. Για να καθοριστεί ένα σύστημα τιμών σε αυτή την αγορά, θα πρέπει οι σχέσεις ανταλλαγής να εκφραστούν σε ένα αριθμό εξισώσεων ίσο προς το αριθμό των αγνώστων που είναι οι τιμές αυτών των πέντε εμπορευμάτων. Οι σχέσεις ανταλλαγής τους μπορούν να γραφτούν απλά ως εξής:

f(α) = f(β)
f(β) = f(γ)
f(γ) = f(δ)
f (δ)= f(ε)

Όμως, αυτό το σύστημα των πέντε εξισώσεων μπορεί άραγε να προσδιορίσει, πέρα από τις σχετικές τιμές αυτών των εμπορεύματων, ένα σύστημα τιμών τους; Αν υποθέσουμε ότι θέλουμε να προσδιορίσουμε τρία διαφορετικά ύψη, π.χ. ενός δέντρου, μιας εκκλησίας και ενός καμπαναριού, αρκεί να ξέρουμε ότι το καμπαναριό έχει διπλάσιο ύψος από το δέντρο και πενταπλάσιο από την εκκλησία; Δεν αρκεί! Έτσι, ακόμη κι αν γνωρίζουμε τις σχέσεις ανάμεσα στις τιμές των πέντε εμπορευμάτων μας [π.χ. η τιμή του β είναι διπλάσια από την τιμή του α, η τιμή του γ είναι τριπλάσια από την τιμή του β, κ.ο.κ.], θα οδηγούμαστε πάντοτε σε ένα σύστημα τεσσάρων εξισώσεων με πέντε αγνώστους. Επομένως, για να καθορίσουμε ένα σύστημα τιμών στη συγκεκριμένη αγορά, χρειαζόμαστε και μια πέμπτη εξίσωση, ανεξάρτητη είτε από κάποιες από τις προηγούμενες τέσσερεις, είτε από όλες τους.

Για να φτιάξουμε όμως αυτή την πέμπτη εξίσωση, θα πρέπει να συναρτήσουμε μία από τις σχετικές τιμές αυτών των πέντε εμπορευμάτων με έναν όρο διαφορετικό και ανεξάρτητο από τις πέντε σχετικές τιμές. Αυτός ο διαφορετικός και ανεξάρτητος όρος θα είναι ο νομισματικός όρος. Ειδάλλως δεν μπορεί να υπάρξει σύστημα τιμών και επομένως αγορά.

Να λοιπόν γιατί είναι λάθος να θεωρούμε, ότι το νόμισμα είναι και αυτό ένα εμπόρευμα. Ακόμη κι αν, παρ’ όλα αυτά, επιμένουμε να ονομάζουμε εμπόρευμα το χρυσό ή το ασημένιο νόμισμα, θα πρέπει τουλάχιστον να παραδεχτούμε ότι πρόκειται για ένα μοναδικό, εντελώς ξεχωριστό εμπόρευμα, ένα εμπόρευμα που διαθέτει μια ιδιαίτερη ιδιότητα, η οποία όχι μόνο το ξεχωρίζει από τα όλα άλλα, αλλά και το αντιπαραθέτει προς αυτά. Είναι όμως λογικό να εξακολουθήσουμε να χρησιμοποιούμε το ίδιο όνομα −εμπόρευμα− για δυο εντελώς διαφορετικές, ακόμα και αντιτιθέμενες μεταξύ τους, πραγματικότητες; (…)

Δ. Νομίσματα: αντικείμενα με μαγική, θρησκευτική, ηθική αξία

Με βάση όλα όσα είπαμε μέχρι τώρα, προκύπτει άραγε ότι είναι εντελώς αναγκαίο να αναγνωρίζεται πάντοτε ως νόμισμα το μεταλλικό νόμισμα, που είναι φτιαγμένο από κάποιο πολύτιμο μέταλλο ή από ένα κράμα με βάση ένα πολύτιμο μέταλλο; Ασφαλώς όχι! Είδαμε άλλωστε ότι πολλά άλλα αντικείμενα χρησίμευσαν και χρησιμεύουν ακόμα σαν νομίσματα.  Όμως, όπως είδαμε, είχαν όλα τους ένα κοινό χαρακτηριστικό: ότι μεσα στο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο λειτούργησαν ως νομίσματα, ήταν πάντοτε αντικείμενα επενδεδυμένα με μια εξω-οικονομική, μαγική, θρησκευτική, ηθική αξία.

Ως προς αυτό το χαρακτηριστικό τους λοιπόν, θεωρούμε ότι τα κάθε λογής νομίσματα ‘‘εκλέχτηκαν’’ για να αναλάβουν τη λειτουργία που περιγράψαμε πιο πάνω, δηλαδή της μονάδας μέτρησης που είναι ανεξάρτητη από τις σχετικές τιμές των εμπορευμάτων επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύει μια μη-οικονομική αξία.

Ε. Χρήμα, εμπιστοσύνη και δυσπιστία: δεν πρόκειται για υποκειμενικά συναισθήματα

Ασφαλώς, με την ανάπτυξη της σύγχρονης οικονομίας, η οικονομική αξία έχασε τον θρησκευτικό χαρακτήρα της. Μήπως λοιπόν είναι υπερβολικό αυτό που προτείνω, δηλαδή να θεωρούμε ως βάση κάθε συστήματος τιμών στις προηγμένες οικονομίες κάποιο υπόλειμμα μαγικοθρησκευτικής προκατάληψης (ήδη αποξενωμένο μάλιστα από τα θρησκευτικά πιστεύω και τις θρησκευτικές πρακτικές αυτών των προηγμένων κοινωνιών), όσο μεγάλο κι αν είναι πράγματι αυτό το υπόλειμμα; Δεν είναι σαν να θεωρούμε ως αναγκαία και κεντρικά για την άσκηση της σύγχρονης Ιατρικής τα (οπωσδήποτε διόλου αμελητέα) απομεινάρια από τις δεισιδαιμονίες των μαγικών πρακτικών των πρωτόγονων κοινωνιών; (…)

Ο μόνος τρόπος για να απαντήσουμε σε αυτό το πρόβλημα, είναι να δούμεπρώτα-πρώτα  με ποιον τρόπο έχουν λειτουργήσει σε τέτοιου τύπου ‘‘λαϊκές’’ [μη-θρησκευτικές] οικονομίες νομισματικά συστήματα, που δεν στηρίζονται στα πολύτιμα μέταλλα. Η λειτουργία τέτοιου τύπου νομισμάτων είναι εξαιρετικά διδακτική, διότι πρόκειται για νομίσματα διπλής προέλευσης: 
 
α) προέλευσης οικονομικής, όπως π.χ. τα ‘νομίσματα’ που κυκλοφορούν σε ομάδες νέων που δεν μπορούν να έχουν ικανές ποσότητες μεταλλικών νομισμάτων αλλά ταυτόχρονα χρειάζονται κάποιου είδους νόμισμα για να κανονίζουν τις μεταξύ τους συναλλαγές∙ και 
 
β) προέλευσης έξω-οικονομικής, όπως όταν π.χ. σε περίπτωση εθνικής κρίσης, είτε εσωτερικής είτε λόγω πολέμου,  το κράτος έχει άμεση ανάγκη από χρήματα που δεν μπορούν να καλυφθούν από τους φόρους ή με δανεισμό, οπότε παρατηρείται η κυκλοφορία νέων νομισματικών μέσων.
 
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τόσο η παρούσα όσο και πολύ περισσότερο η μελλοντική αξία αυτών των νομισμάτων δεν είναι αποτέλεσμα θετικών, στατιστικών προσδιορισμών, αλλά είναι απλώς και μόνο θέμα εκτίμησης, γνώμης, πεποίθησης, δηλαδή με δυο λόγια ζήτημα ‘εμπιστοσύνης’ (ή δυσπιστίας). Μιας εμπιστοσύνης που δεν κάθεται κανείς να την αναλύσει διεξοδικά για να δει αν στέκει, και που γι’ αυτό το λόγο είναι ίσως ακόμα πιο ισχυρή −κοντολογής, μιας ολικής εμπιστοσύνης συναισθηματικού τύπου, μιας πίστης σε εκείνους που έχουν εκδώσει το συγκεκριμένο νόμισμα, πίστης στο μέλλον τους ή στο μέλλον της χώρας, αν είναι χώρα αυτή που τα εξέδωσε. (…)

Βέβαια αυτή η πίστη-εμπιστοσύνη δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας εκτίμησης αυτών των νομισμάτων. Με μια πρώτη ματιά, φαίνεται να παίζει ρόλο −για τον άνθρωπο της πιάτσας τουλάχιστον− και η μάζα αυτών των νομισματικών μέσων. Όμως και πάλι, αυτό που λογαριάζει ο άνθρωπος της πιάτσας δεν είναι μόνον η τωρινή μάζα του συγκεκριμένου νομίσματος. Είναι κυρίως η μελλοντική μάζα του όπως την προβλέπουν με τη βοήθεια εκτιμήσεων, πιθανολογιών, εκτιμώμενων δυνατοτήτων. Αυτός λοιπόν, ας το υπογραμμίσουμε, θα μπορούσε να είναι και ο τρόπος με τον οποίον καθορίζονται πάντοτε οι τιμές όλων των εμπορευμάτων −και πραγματικά, η πρόβλεψη για τη μελλοντική ποσότητα του τάδε εμπορεύματος (σε συνάρτηση και με τη μελλοντική του ζήτηση) επηρεάζει τη τύχη του στην αγορά εξίσου ή και περισσότερο από την τωρινή προσφορά και ζήτησή του. (…)

Αυτός ο παράγοντας, που αφορά στη μελλοντική κατάσταση του συγκεκριμένου νομισματικού μέσου, δεν είναι παράγοντας που καθορίζεται ή μπορεί να καθοριστεί με την χρήση των μαθηματικών πιθανοτήτων. Είναι παράγοντας που έχει να κάνει με την εκτίμηση,  η οποία δεν είναι θέμα λογικής πρόβλεψης αλλά, και πάλι, εμπιστοσύνης (ή δυσπιστίας). (…)

Επομένως, η αξία και αυτών των ‘‘λαϊκών’’ νομισμάτων δεν θεμελιώνεται σε κάποια φυσικά ή ποσοτικά στοιχεία, τα οποία υποτίθεται πως συναρτώνται μεταξύ τους με μια μαθηματική σχέση μέτρησης. Απεναντίας, προκύπτει από εκτιμήσεις, πιθανολογίες, πιστεύω, έκφραση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας. Και αν αυτή η πίστη, η εμπιστοσύνη ή δυσπιστία επιδρούν πολύ πραγματικά πάνω στα ίδια τα υλικά στοιχεία της οικονομικής ζωής, αυτό συμβαίνει επειδή δεν πρόκειται για υποκειμενικά συναισθήματα.

Επομένως, η λογική και συνάμα συναισθηματική παράσταση που λέγεται νόμισμα, δεν γεννιέται από κάποια νηφάλια και σοφά άτομα (που όπως είδαμε δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τις πραγματικές συμπεριφορές του χρήματος). Γεννιέται από ομάδες, συλλογικότητες, έθνη. Είναι μια παράσταση κοινωνική. Ο χαρακτήρας  και ο ρόλος του νομίσματος είναι εξόχως αντικειμενικοί, ακριβώς επειδή το χρήμα είναι μια κοινωνική πεποίθηση και πίστη, και επομένως μια κοινωνική πραγματικότητα.

ΣΤ. Το κύρος του χρήματος είναι έξω-οικονομικό

Μελετώντας την αντικειμενική εξέλιξη του χρήματος, είδαμε ότι ο χρυσός, το ασήμι και άλλα αντικείμενα έγιναν νομίσματα στο βαθμό που ήταν επενδεδυμένα με μια ανώτερη δύναμη πάνω στους ανθρώπους και στα πράγματα, σύμφωνα με κάποια κοινωνικά πιστεύω θρησκευτικού και μαγικού χαρακτήρα. Ακόμα και στις σημερινές κοινωνίες μας, που λέμε πως είναι οικονομικά ανεπτυγμένες, αυτό το μακρυνό υπόστρωμα δεν είναι καθόλου αμελητέο και εξακολουθεί να επιδρά πάνω μας, πολύ περισσότερο μάλιστα στο βαθμό που δεν το συνειδητοποιούμε και αποφεύγουμε να το αναλύσουμε. (…)

Χάρη στο εξω-οικονομικό κύρος τους, τα πολύτιμα μέταλλα και τα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται ως νομίσματα επικράτησαν, επιβλήθηκαν και επιβάλλονται πάνω στους ανθρώπους ακόμα και στην ίδια την οικονομική σφαίρα. Σιγά-σιγά, αυτό το μαγικό κύρος μετατέθηκε και συγκεντρώθηκε ως κύρος οικονομικό, ως δύναμη απόκτησης υπηρεσιών και πραγμάτων με αντάλλαγμα το συγκεκριμένο νόμισμα. 
 
Αλλά με ποιον τρόπο έγινε αυτό; Έγινε επειδή ακριβώς ο πωλητής αυτών των υπηρεσιών και πραγμάτων θεώρησε ότι, έχοντας αποκτήσει το χρήμα, απέκτησε τη δύναμή του πάνω στους ανθρώπους και στα πράγματα. Και αυτή η δύναμη θεωρήθηκε τέτοια, επειδή την ίδια στιγμή ήταν δύναμη καθολική, δηλαδή επειδή με το χρήμα είχε κανείς τη δύναμη πρόσβασης ‘‘in commercio’’ σε όλα τα αγαθά −με άλλα λόγια, επειδή η δύναμη του χρήματος έχει πέραση σε κάθε κοινωνία που το έχει υιοθετήσει και επομένως παρουσιάζεται σαν μια δύναμη που εκτείνεται στο άπειρο μέλλον. (…)

Σε τι άλλο στηρίζεται λοιπόν η πίστη σε αυτό το πράγμα ‘‘που δεν χρησιμεύει σε τίποτε άλλο πέρα από το ότι έχει τη δύναμη ιδιοποίησης όλων των πραγμάτων’’, αν όχι στην κοινή γνώμη, στην πεποίθηση ότι αντιπροσωπεύει μια ανώτερη δύναμη κι αξία, και μάλιστα ότι έτσι συνέβαινε από αρχαιοτάτων χρόνων; (…)

Ζ. Η πρωταρχικότητα της κριτικής του χρήματος

Πρέπει λοιπόν, αντιστρέφοντας τη λογική που έχει επικρατήσει μέχρι τώρα, να τονίσουμε ότι αυτό που συγκαλύπτει τα πραγματικά οικονομικά φαινόμενα, δεν είναι το χρήμα και το νόμισμα, όπως πιστεύεται, αλλά απεναντίας η προσπάθεια να εξετάσουμε τα φαινόμενα αυτά βάζοντας σε δεύτερη μοίρα ή παραβλέποντας το χρήμα. (…)

Οφείλουμε επιτέλους να πραγματευτούμε το νόμισμα ως ένα γεγονός (…) το οποίο είναι αυτό που είναι και δρα όπως δρα επειδή είναι μια κοινωνική πραγματικότητα.»

 
 


25 Οκτωβρίου 2014

Η κατασκευή του εμπορεύματος | Μια μελέτη


Στο πλαίσιο των κειμένων μας με θέμα την οικονομία, παρουσιάζουμε εδώ ένα κείμενο που εξετάζει με αρκετή διεξοδικότητα όλη τη διαδικασία εμπορευματοποίησης στο ειδικό παράδειγμα των σπόρων. 
 
Η συγγραφέας του, Ελέν Τροντμάν, παραθέτει κάμποσα παραδείγματα και στοιχεία της όλης διαδικασίας, που απλώνεται και στο πεδίο της λεγόμενης πνευματικής ιδιοκτησίας. Εδώ περιοριστήκαμε να δώσουμε μια μικρή γεύση του κειμένου, εστιάζοντας στην γενικότερη οπτική και τα πορίσματά του, που αφορούν στην «κατασκευή» του εμπορεύματος γενικότερα. Ίσως κάποια άλλη στιγμή καταφέρουμε να μεταφράσουμε και ειδικότερα αποσπάσματα. 
 
Με την ευκαιρία, δείτε και εδώ ένα μικρό αλλά πολύ δυνατό και επίκαιρο απόσπασμα από τον Πλούτο των Εθνών του Άνταμ Σμιθ. - Σημ. HS.
 
*
 
(...) Αντίθετα προς όσα πρεσβεύει ο Άνταμ Σμιθ, το εμπορευματικό φαινόμενο δεν προκύπτει από κάποια φυσική προδιάθεση των ανθρώπινων όντων, αλλά είναι ολότελα κατασκευασμένο ιστορικοκοινωνικά. Οι ιστορικές περιστάσεις μέσα από τις οποίες έκαναν την εμφάνισή τους νέα εμπορεύματα καταγράφουν πάντοτε ιστορίες περισσότερο ή λιγότερο βίαιων σχέσεων ισχύος και σφετερισμού, οι οποίες συνοδεύονται από ένα νομοθετικό οπλοστάσιο που αποσκοπεί πρώτα απ’ όλα στην «απελευθέρωση» των εν λόγω αντικειμένων από τους παραδοσιακούς δεσμούς τους και, στη συνέχεια, στη συμμόρφωσή τους με τους όρους της εμπορευματικής ανταλλαγής. Το γεγονός αυτό φωτίζεται ξεκάθαρα από τα παραδείγματα ιδιωτικοποίησης της γης κατά το «κίνημα των περιφράξεων» στην Αγγλία (βλ. Καρλ Μαρξ, Το μυστικό της λεγόμενης πρωταρχικής συσσώρευσης), όπως και από όσα ξέρουμε για την ιστορία της εργασίας στη δυτική Ευρώπη κατά το 19ο αιώνα. Χρειάστηκαν συγκρούσεις και αγώνες, καθώς και η δημιουργία ενός καινούργιου νομικού και νομοθετικού πλαισίου, απελευθερωμένου από τα παραδοσιακά φεουδαρχικά δεσμά, προκειμένου να συγκροτηθεί η αγορά της εργασίας. Ούτε η γη, ούτε η εργασιακή δύναμη του ανθρώπου, εμπεριέχουν από μόνες τους τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του εμπορεύματος.

Το φαινόμενο αυτό, στο οποίο αναφέρεται και ο Καρλ Πολάνυι μιλώντας στο Μεγάλο Μετασχηματισμό για «πλασματικά εμπορεύματα», και το οποίο αποκαλούμε σήμερα με το όρο «εμπορευματοποίηση», συνδέεται άρρηκτα με τη δυναμική του καπιταλισμού και την επέκταση των αγορών, η οποία αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του. Αυτή η επέκταση του πεδίου των αγορών διαβαίνει τώρα ένα ακόμα κατώφλι με την ανάδυση μιας καινούργιας τάξης εμπορευμάτων, τα οποία σχετίζονται με το ζωντανό. Πράγματι, εδώ και μερικές δεκαετίες είμαστε μάρτυρες μιας διαδικασίας ιδιωτικοποίησης και μετατροπής σε εμπορευματικό υλικό «πραγμάτων» όπως είναι οι ποικιλίες φυτών, τα γονίδια, οι μικρο-οργανισμοί, ακόμα και οι κυκλώνες −δηλαδή «πραγμάτων» που υπάρχουν σε φυσική κατάσταση και δεν έχουν φτιαχτεί από τον άνθρωπο.

Η εμπορευματοποίηση του ζωντανού

Αυτή η εξέλιξη του σύγχρονου καπιταλισμού μάς βοηθάει να δούμε, σχεδόν σε πραγματικό χρόνο, με ποιον τρόπο συντελείται η εμπορευματοποίηση νέων αντικειμένων και μέσα από ποια διαδικασία δημιουργούνται οι νέες αγορές. Διότι, πράγματι, η κατανόηση της διαδικασίας μέσα από την οποία μετατρέπεται σε εμπόρευμα κάτι που δεν ήταν, μας επιτρέπει να διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά της αγοράς, αυτού του κεντρικού θεσμού της κοινωνίας μας. Σε αυτή τη γενική εξέλιξη της «εμπορευματοποίησης του ζωντανού» εγγράφεται και η περίπτωση της εμπορευματοποίησης των σπόρων, δηλαδή των ποικιλιών διαφόρων καλλιεργήσιμων ειδών, που εδώ κι έναν αιώνα και κάτι πέρασαν από ένα καθεστώς λίγο-πολύ κοινοκτησίας στο καθεστώς του εμπορεύματος∙ γι’ αυτό το λόγο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον από πάρα πολλές πλευρές.

Πρώτα-πρώτα, οι σπόροι έχουν μια ισχυρή συμβολική λειτουργία ως πηγή και ελπίδα θρέψης, και υλική ενσάρκωση της ζωτικότητας. Η μετατροπή τους σε εμπόρευμα τροποποιεί τις σχέσεις του ανθρώπινου όντος με την τροφή του και με την πατρογονική του αντίληψη, που ήθελε τη Φύση τροφό. Έπειτα, σε ένα πολύ λιγότερο συμβολικό επίπεδο, η ποσότητα, η ποιότητα και η ποικιλία των σπόρων καθόριζαν ανέκαθεν τη μακρόχρονη επιβίωση των ανθρώπινων ομάδων, κάτι που ισχύει ακόμα και σήμερα παρ’ όλο που έχουμε την τάση να το ξεχνάμε. Τέλος, οι σπόροι μπορεί να αποτελούσαν αντικείμενο ανταλλαγών εδώ και πολλές χιλιετίες, συνήθως σε πολύ τοπικό επίπεδο, αλλά μόλις πρόσφατα στην ανθρώπινη ιστορία μετατράπηκαν σε εμπόρευμα και παράγονται με σκοπό την εμπορευματική ανταλλαγή.

Η ιστορία του μετασχηματισμού των σπόρων σε εμπορεύματα θέτει σε πλήρη αμφισβήτηση το νεοκλασικό δόγμα, που υποστηρίζει τη «φυσικότητα» ή «αντικειμενικότητα» των εμπορευμάτων (βλ. την κριτική αυτού του δόγματος από τον Αντρέ Ορλεάν στο Σκέψεις πάνω στα θεσμικά θεμέλια της εμπορευματικής αντικειμενικότητας). Πράγματι, για να πραγματοποιηθεί η μετάβαση από μια άτυπη ανταλλαγή σπόρων σε μια τυπική αγορά φυτικών ποκιλιών, χρειάστηκε η επινόηση ενός τεχνητού προσδιορισμού του αντικειμένου «σπόροι». Έτσι, η αγρονομική επιστήμη ήρθε να συνδράμει τις ανάγκες της εμπορευματικής οικονομίας, περιχαρακώνοντας την βιοποικιλότητα με όρους ολοένα και πιο ορθολογιστικούς και ακριβείς. Αυτός ο τεχνικός ορισμός των σπόρων συνδράμει καθοριστικά το συντονισμό των παραγωγικών και εμπορευματικών δραστηριοτήτων με τρόπο που δεν έχει καμιά σχέση με τα φυσικά χαρακτηριστικά τους. Για παράδειγμα, μια ποικιλία σπόρων θεωρείται σήμερα «ποκιλία», και ορίζεται ως τέτοια, υπό τον όρο ότι είναι ομοιογενής και δεν παρουσιάζει μεταβολές, τη στιγμή που η μεταβλητότητα αποτελεί ένα βασικό φυσικό χαρακτηριστικό όλων των ζωντανών όντων. Επομένως, ο σπόρος ως εμπόρευμα είναι ένα τεχνητό και κοινωνικά κατασκευασμένο αντικείμενο, που δεν υπάρχει σε φυσική κατάσταση.

Επιπλέον, ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίον ορίζεται αυτό το αντικείμενο, δεν είναι καθόλου ουδέτερος. Ο τεχνικός καθορισμός των σπόρων, που δεν έχει άλλο σκοπό πέρα από το συντονισμό παραγωγικών δραστηριοτήτων με άξονα την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα, καθορίζει την επιλογή ενός ορισμένου  συστήματος καλλιέργειας και γενικότερα ενός ορισμένου τρόπου ανάπτυξης. Για παράδειγμα, αυτό που ψάχνουν σήμερα είναι η παραγωγή ποικιλιών που θα παρουσιάζουν τη μέγιστη απόδοση, τη μέγιστη προσαρμοστικότητα στην εκμηχάνιση και τη μέγιστη αντοχή στα χημικά λιπάσματα κι εντονοκτόνα. Επομένως, ο τεχνικός ορισμός των σπόρων καθορίζει μια συγκεκριμένη επιλογή ανάπτυξης και των κοινωνικών σχέσεων που σχετίζονται με αυτήν.

Τέλος, ο τεχνικός καθορισμός των φυτικών και έμβιων ποικιλιών στόχο έχει να επιτρέψει την εγκαθίδρυση ενός συγκεκριμένου συστήματος σαφώς καθορισμένων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Πράγματι, για τη θέσμιση ενός «συστήματος γενικευμένης αγοράς» (Πολάνυι) απαιτείται η δημιουργία μιας ολόκληρης σειράς νομοθετικών διεργασιών και θεσμών −με την ευρεία έννοια του θεσμού ως «ολικού κοινωνικού γεγονότος» (Μαρσέλ Μως), που περιλαμβάνει ένα σύνολο κανόνων, γνωμόνων, αξιών καθώς και συστημάτων ερμηνείας, κωδικοποίησης και κυρώσεων των ατομικών συμπεριφορών.

Η κατασκευή του εμπορεύματος

Μια οικονομία αγοράς εγκαθιδρύεται μόνο από τη στιγμή που κατασκευάζονται και επικρατούν στην πολιτική και νομική σφαίρα οι θεμελιώδεις θεσμικές βάσεις, που της είναι αναγκαίες για να υπάρξει και να λειτουργήσει, όπως για παράδειγμα: συστήματα μέτρων και σταθμών, παραγωγικές νόρμες, ένα νομισματικό σύστημα, δικαιώματα ιδιοκτησίας, εμπορικό δίκαιο, ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων και αγαθών, νομοθεσία για τον ανταγωνισμό, κ.λπ.

Σε ό,τι αφορά ειδικά την κοινωνική κατασκευή του εμπορεύματος, η οποία αποτελεί το πρώτο στάδιο (όχι κατ’ ανάγκη χρονολογικά) για τη συγκρότηση, τη θέσμιση και την εγκαθίδρυση μιας αγοράς, αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει σήμερα μπροστά στα μάτια μας με την εμπορευματοποίηση της Φύσης και του ζωντανού μάς καλεί να διακρίνουμε δυο θεμελιώδεις διαδικασίες, που, και οι δυο μαζί, προσδιορίζουν αυτό που είναι ένα εμπόρευμα. 

α. Τυποποίηση ή τεχνικός χαρακτηρισμός του εμπορεύματος

Η πρώτη είναι μια διαδικασία κωδικοποίησης και τυποποίησης −αυτό που αποκαλούμε «τεχνικός χαρακτηρισμός του εμπορεύματος»−, η οποία δεν έχει προκύψει μόνο από τον καταμερισμό της εργασίας και την άκρα εξειδίκευση των δραστηριοτήτων αλλά και για τις ανάγκες λειτουργίας των αγορών. Αυτή η διαδικασία εκφράζεται με την τυποποίηση και τη διαφήμιση των χαρακτηριστικών του πράγματος που προορίζεται για εμπορευματική ανταλλαγή, δηλαδή με την επιδίωξη του μέγιστου εξορθολογισμού και της μέγιστης αποδοτικότητας στην παραγωγή και την ανταλλαγή του. Η διαδικασία αυτή μετατρέπει το «πράγμα» αυτό σε αντικείμενο με ιδιότητες που είναι γνωστές, ή είναι δυνατό να γνωσθούν, αποσπώντας το από τους κοινωνικούς δεσμούς μέσα στους οποίους εγγραφόταν προηγουμένως.

Παραδείγματος χάριν, για να επιτραπεί η παραγωγή και η εμπορική κυκλοφορία σπόρων διαφόρων καλλιεργούμενων ποικιλιών, πρέπει οι ποικιλίες αυτές να είναι καταγεγραμμένες στον επίσημο κατάλογο σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια, που έχουν να κάνουν με την ποιότητα και την παραγωγική αποδοτικότητά τους. Οι ανταλλαγές σπόρων που δεν τηρούν αυτούς τους όρους, και κυρίως οι άτυπες ανταλλαγές που έκαναν κατά παράδοση οι αγρότες, κηρύσσονται παράνομες. Αυτό το φαινόμενο τυποποίησης εγγράφεται πλήρως σε αυτό που ο Ζακ Ελλύλ έχει ονομάσει Τεχνική (βλ. Το Τεχνικό Σύστημα) και με αυτή την έννοια, το εμπόρευμα είναι κατά πρώτιστο λόγο ένα τεχνικό αντικείμενο. (...)

Η τυποποίηση ενός αντικειμένου που το προορίζουν για εμπόρευμα συνδέεται με το βάθαιμα του καταμερισμού της εργασίας, κάτι που συνδέεται ιστορικά στη Δύση με την επέκταση της αγοράς ως κύριου τρόπου ανταλλαγής. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η επέκταση της αγοράς δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς αυτή την τυποποίηση και την κωδικοποίηση των αγαθών. Πράγματι, η αγορά έχει ανάγκη να ανταλλάσσονται πράγματα που έχουν οριστεί με ακρίβεια. Συνεπώς, η τεχνική τυποποίηση και η εμπορευματική ανταλλαγή τρέφουν η μια την άλλη και δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε το φαινόμενο της εμπορευματοποίησης αν δεν κατανοήσουμε τη διαδικασία της τεχνικής τυποποίησης των αγαθών.
Για τον Ζακ Ελλύλ, αυτό που χαρακτηρίζει τη μοντέρνα Τεχνική είναι η επιδίωξη της μέγιστης αποδοτικότητας και του μέγιστου εξορθολογισμού των μέσων, δηλαδή «η αναζήτηση του αποτελεσματικότερου μέσου σε όλα τα πεδία και σε όλους τους τομείς» (Το Τεχνικό Σύστημα). Και πραγματικά, από τη βιομηχανική επανάσταση και δώθε είμαστε μάρτυρες μιας τεράστιας κίνησης εξορθολογισμού όχι μόνο στον τομέα της παραγωγής, αλλά και σε αυτόν της ανταλλαγής, της κυκλοφορίας, της διακυβέρνησης, της διανοητικής δραστηριότητας, κ.λπ. Γράφει ο Ελλύλ: «Αυτή η πυρετώδης διεργασία εξορθολογισμού, ενοποίησης και τεχνικού χαρακτηρισμού απλώνεται παντού, από τη θέσμιση κανόνων για την κυκλοφορία του χρήματος και την οργάνωση της οικονομίας, έως τον αυστηρό προσδιορισμό παγκόσμιων μέτρων και σταθμών ή τη ρυμοτομία. Αυτό ακριβώς είναι το τεχνικό έργο, το έργο της Τεχνικής. Με αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε, πως η Τεχνική εκφράζει την αγωνία των ανθρώπων να κυριαρχήσουν πάνω στα πράγματα με μόνο όπλο τη λογική». (...)

Αλλά η τυποποίηση αυτή −την οποία συνδράμουν πρόθυμα οι επιστήμονες− συνδέεται στενά με τις ίδιες τις ανάγκες της αγοράς. Ένα σύστημα αγορών δεν μπορεί να συντονίσει αποτελεσματικά τις οικονομικές δραστηριότητες παρά μόνο εφόσον τα ανταλλασσόμενα αγαθά έχουν οριστεί και χαρακτηριστεί με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια (...), ώστε να μπορεί κανείς να τους προσδιορίσει μια ορισμένη τιμή και, κυρίως, να ταυτοποιούνται έτσι ώστε να αποτελούν αντικείμενο ενός δικαιώματος αποκλειστικής, ιδιωτικής ιδιοκτησίας, χωρίς το οποίο δεν είναι δυνατό να υπάρξει εμπορευματική ανταλλαγή. […]

β. Ιδιωτικοποίηση ή νομικός χαρακτηρισμός του εμπορεύματος

Μπορούμε να δούμε την εμπορευματική ανταλλαγή σαν τη μεταβίβαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας ενός αντικειμένου με αντίτιμο ένα χρηματικό ποσό. Για να υπάρξει εμπορευματοποίηση των σπόρων, πρέπει να έχει θεσμιστεί η ιδιοκτησία τους. Από τις απαρχές της γεωργίας, εδώ και 10.000 χρόνια περίπου, οι σπόροι κυκλοφορούσαν σε όλο τον κόσμο. Αυτή η κυκλοφορία ήταν εμπόριο με τη σύγχρονη έννοια του όρου; Ασφαλώς όχι! Από τη μια μεριά, εκείνη η κυκλοφορία στηριζόταν, όπως όλες οι ανταλλαγές πριν από την εποχή μας, είτε στη λογική της λεηλασίας, είτε στη λογική του δώρου, που ασφαλώς δεν έχουν σχέση με την εμπορευματική λογική. Από την άλλη, μέχρι τον 20ο αιώνα, οι αγρότες πάντοτε βαστούσαν σπόρους από τη συγκομιδή κάθε χρονιάς για να ξανασπείρουν την επόμενη, οπότε δεν χρειάζονταν να προμηθεύονται οπωσδήποτε σπόρους από αλλού. (...)

Έτσι, η δεύτερη διαδικασία μέσα από την οποία κατασκευάζεται κοινωνικά ένα εμπόρευμα, είναι μια διαδικασία ιδιωτικοποίησης. Πράγματι, η εμπορευματική ανταλλαγή μπορεί να υπάρξει μόνο πάνω στη βάση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και επομένως πάνω στη θέσμιση ενός συστήματος δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Η πρόσφατη εμφάνιση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας πάνω στους «γενετικούς πόρους» δεν είναι παρά το προαπαιτούμενο για την ανάπτυξη ων βιοτεχνολογιών και τη μετατροπή σε εμπόρευμα των γονιδιωμάτων, των μοκροοργανισμών, των φυτικών ποικιλιών, κ.ά. Η εξέλιξη των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα των σπόρων −που αποτελεί συμπληρωματική συνέχεια στη διαδικασία αποξένωσης των αγροτών από τα παραδοσιακά τους δικαιώματα και στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων σε βάρος τους− δείχνει ξεκάθαρα πόσο σημαντική είναι αυτή η διαδικασία ιδιωτικοποίησης, πόσο καθοριστικός είναι ο ρόλος της για την επέκταση των αγορών και με ποιο τρόπο ακριβώς αυτός ο θεσμός ιδιοκτησίας επιβάλλει ένα συγκεκριμένο τύπο κοινωνικών σχέσεων. (...)

Συμπέρασμα

Η μελέτη της ιστορίας των φυτικών ποικιλιών δείχνει ξεκάθαρα, πως ο μετασχηματισμός τους σε εμπόρευμα δεν έχει τίποτε το φυσικό ή το αυθόρμητο, αλλά αποτελεί προϊόν μιας θεσμικής κατασκευής, που προϋποθέτει μια διπλή διαδικασία τεχνικής τυποποίησης και νομικής ιδιωτικοποίησης. Η κατασκευή αυτή
είναι αποτέλεσμα μιας σύγκλισης των συμφερόντων των βιομηχάνων, των επιστημόνων, των Κρατών και των συνασπισμών ισχύος (πχ. λόμπις) που φτιάχτηκαν για να υποστηρίζουν αυτά τα συμφέροντα,
και
προσανατολίζεται με άξονα τις κυρίαρχες αξίες και την κυρίαρχη, εμπορευματική ή φιλελεύθερη ιδεολογία, που θεωρεί ότι η αγορά είναι ο καλύτερος μηχανισμός συντονισμού των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Η εμπορευματοποίηση και εκτεχνίκευση της Φύσης έχει σοβαρές κοινωνικές και ανθρώπινες συνέπειες, που δεν έχουμε πλήρως αντιληφθεί ακόμα. Καταρχάς, η εκτεχνίκευση της γεωργίας οδηγεί μονόδρομα στην επιλογή ενός αγροτικού συστήματος που έχει ολοένα και μεγαλύτερες ανάγκες για κεφάλαια, πράγμα που με τη σειρά του οδηγεί στα τεράστια αγροκτήματα, τιις μεγάλης έκτασης βιομηχανικές αγροκαλλιέργειες, τα μονοπώλια σπόρων και την εκτεταμμένη χρήση φυτοφαρμάκων, σε βάρος των μικρών καλλιεργητών και των οικογενειακών αγροκτημάτων. Το αποτέλεσμα είναι η επέκταση της μονοκαλλιέργειας, η συγκεντροποίηση των καλλιεργειών, η εγκατάλειψη των χωριών και στη συνέχεια η ερήμωση της υπαίθρου, η ομοιομορφία των τοπίων, των τρόπων ζωής και των ηθών, καθώς και μια σειρά επιπτώσεις στο περιβάλλον και την υγεία των ανθρώπων. […]

Επιπλέον, η ίδια η επέκταση των μηχανισμών και της λογικής της αγοράς σε ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια της Φύσης επιβάλλει την δημιουργία ακόμα περισσότερων θεσμών τυποποίησης, πιστοποίησης και εξασφάλισης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Αυτό οδηγεί στην επέκταση του πνεύματος της αγοράς πολύ πέρα από την απλή σφαίρα των εμπορευματικών ανταλλαγών −π.χ. στον προσανατολισμό της επιστημονικής έρευνας προς μια ορισμένη κατεύθυνση, ή την επιλογή ενός ορισμένου αγροτικού συστήματος−, με αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση και την παγίωση όχι μόνο μιας «οικονομίας της αγοράς» αλλά μιας κοινωνίας της αγοράς. (...)

Τέλος, οι αξίες που στηρίζουν αυτή τη γενική εξέλιξη εντείνουν την μετατροπή της Φύσης σε ένα άψυχο πράγμα, ανατρέποντας τη σχέση που είχαν μαζί οι άνθρωποι επί αιώνες αιώνων. Ειδικότερα, η ιδεολογία της «γενετικής προόδου», προϊόν αυτής της πραγμοποίησης του ζωντανού, οδηγεί σε μια μηχανιστική και αναγωγιστική αντίληψη των πόρων και της ζωής, μετατρέποντάς τα σε πράγματα που μπορούμε να τα κάνουμε ό,τι μας καπνίσει. Από εδώ γεννιέται μια κενόδοξη αίσθηση παντοδυναμίας, που καταλήγει στην εργαλειοποίηση των διαφόρων μορφών ζωής πάνω στη Γη, από τα γονία και το ανθρώπινο σώμα έως τα ζώα και τα φυτά. Αλλά, παρά τις υλικές προόδους που σημειώνονται από αυτή την ανατροπή, τίποτα δεν βεβαιώνει πως αυτός ο δρόμος οδηγεί πραγματικά σε μια ποιοτική βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης.

Hélène Tordjman, La construction d’une marchandise (2003)




22 Οκτωβρίου 2014

Η αξία δεν είναι ούτε ουσία, ούτε μέγεθος | Αξία, Χρήμα, Μαγεία -4

Στο προηγούμενο μέρος της παρουσίασης της θεσμοκεντρικής θεώρησης του χρήματος, είδαμε ξεκάθαρα την καρδιά του προβλήματος χρήμα: πρόκειται, όπως λέει ο Αντρέ Ορλεάν, για την «ενσάρκωση αυτού που “αξίζει”, θεμελιώνεται στη λατρεία της κοινωνικής ομάδας για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή σημείο». Συνεχίζουμε λοιπόν με αποσπάσματα από τρία κείμενα του ίδιου συγγραφέα, που διευκρινίζουν πλήρως τη θεσμοκεντρική θεώρηση του χρήματος υπό το πρίσμα που μας ενδιαφέρει. Οι παρατηρήσεις του εδώ είναι ζωτικής σημασίας για την απομάγευση του κόσμου του χρήματος και της αξίας.
 
Δυο σημειώσεις. Μια μικρή σημείωση για τον όρο conatus, που ο Ορλεάν δανείζεται, όπως λέει, από τον Σπινόζα. Κατά τον Σπινόζα, «[κ]άθε πράγμα προσπαθεί, όσο εξαρτάται από το ίδιο, να εμμείνει στο είναι του» (Ηθική, Πρόταση 6, εκδ. ΕΚΚΡΕΜΕΣ, 2009) και  αυτή την προσπάθεια την ονομάζει conatus (βλ. και την εξαιρετική Εισαγωγή της Βασιλικής Γρηγοροπούλου).
 
Και μια σημείωση για τον Χάγιεκ, αυτό τον νεοφιλελεύθερο λάτρη των ελίτ και φίλο του Πινοσέτ. Να θυμήσω απλά τι έλεγε στην εφημερίδα El Mercurio κατά τη δεύτερη επίσκεψή του στη Χιλή, το 1981:
«Είμαι εντελώς κατά των δικτατοριών ως θεσμών μακράς διαρκείας. Όμως μια δικτατορία μπορεί να είναι απαραίτητη σε ένα σύστημα για μια μεταβατική περίοδο. Κατά καιρούς είναι αναγκαίο μια χώρα να έχει, για κάποιο διάστημα, μια ορισμένη μορφή δικτατορίας. Όπως καταλαβαίνετε, είναι δυνατόν ένας δικτάτορας να κυβερνά με φιλελεύθερο τρόπο. Όπως επίσης, είναι δυνατόν μια δημοκρατία να κυβερνά με πλήρη έλλειψη φιλελευθερισμού. Προσωπικά προτιμώ ένα φιλελεύθερο δικτάτορα από μια δημοκρατική κυβέρνηση που της λείπει ο φιλελευθερισμός. Η προσωπική μου εντύπωση είναι ότι εδώ στη Χιλή βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο από μια δικτατορική προς μια φιλελεύθερη διακυβέρνηση. Στη διάρκεια αυτής της μετάβασης μπορεί να είναι αναγκαίο να διατηρηθούν ορισμένες δικτατορικές εξουσίες».
Λεπτομέρεια: αυτή η ... μετάβαση βάστηξε άλλα οκτώ χρόνια. Τι λέμε τώρα!- Σημ. HS
 
*

Η πρωταρχικότητα του χρήματος

«Για να σκεφτούμε μια αυθεντική θεωρία του χρήματος πρέπει να αντιστρέψουμε ριζικά την οπτική μας. Πρέπει να ξεκινήσουμε από το χρήμα, δηλαδή να θεωρήσουμε ότι η ανάγκη για χρήμα προηγείται της ανάγκης για αγαθά. Πρέπει να σκεφτούμε μια οικονομία, στην οποία τα εμπορεύματα είναι μέσο για την απόκτηση χρήματος∙ και όχι το αντίστροφο. (...)

Στην οπτική μας ο πλούτος δεν είναι ένα αντικείμενο, ούτε μια ουσία. Είναι κάτι που αναφέρεται σε μια κοινωνική ιδιότητα: τη ρευστότητα, δηλαδή το να είναι κάτι αντικείμενο της επιθυμίας όλων των μελών μιας κοινωνίας. Είναι η μορφή που παίρνει ο κοινωνικός δεσμός και η αλληλεγγύη μέσα σε μια κοινωνία που έχει αποπροσωποποιήσει την αλληλεξάρτηση.

Στην πρότασή μας, το χρήμα ορίζεται ως η κοινωνικά αναγνωρισμένη μορφή, την οποία παίρνει ο πλούτος σε μια δεδομένη στιγμή. Είναι η απόλυτη ρευστότητα*

Ο διαχωρισμός και η αβεβαιότητα στη βάση της εμπορευματικής οικονομίας

«Για τον mainstream οικονομολόγο τα πάντα ξεκινούν από το ανεξάρτητο άτομο, το οποίο ψάχνει ν’ αποκτήσει τα εμπορεύματα που του είναι χρήσιμα. Το μοναδικό εμπόδιο που γνωρίζει αυτό το ανεξάρτητο άτομο στον αγώνα του να πραγματώσει τις επιθυμίες του, είναι τα άλλα άτομα, που είναι εξίσου ανεξάρτητα και που αγωνίζονται κι αυτά εξίσου για να πραγματώσουν τις επιθυμίες του αποκτώντας τα ίδια εμπορεύματα. Πάνω σε τέτοιας λογής βάσεις, ο κοινωνικός κόσμος νοείται σαν σύνθεση των ατομικών πράξεων. Είναι αυτό που ο Φρίντριχ Χάγιεκ, στο βιβλίο του Scientism and the Study of Society (Ο Επιστημονισμός και η Μελέτη της Κοινωνίας, 1942), ονομάζει “ατομιστική και συνθετική μέθοδος των κοινωνικών επιστημών”. Σε αυτή την οπτική, η εμπορευματική οικονομία αναλύεται σαν ένα σύνολο χρήσιμων αντικείμενων, τα οποία πρέπει να διανεμηθούν σε ένα σύνολο ατόμων. Γι’ αυτό και θεωρεί πρωταρχική την αγορά, ενώ το χρήμα το βλέπει σαν ένα δευτερεύον συμπλήρωμα, ένα απλό εργαλείο που διευκολύνει τις ανταλλαγές χωρίς, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, να επηρεάζει στο παραμικρό την αξία των εμπορευμάτων.

Αυτή η αντίληψη υποτιμά ριζικά μια πραγματικότητα, η οποία παίζει τεράστιο ρόλο στην οικονομία. Είναι η αβεβαιότητα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εμπορευματικής οικονομίας είναι οι ασταμάτητες, σημαντικές και απρόβλεπτες μεταπτώσεις τόσο στις παραγωγικές τεχνικές όσο και στις καταναλωτικές προτιμήσεις, γεγονός που επηρεάζει ριζικά τις τιμές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η ύπαρξη καθενός παραγωγού-ανταλλάκτη να παίζεται κυριολεκτικά στα ζάρια. Μπορεί σήμερα να τα φέρνει βόλτα μια χαρά, αλλά τίποτα δεν τον εξασφαλίζει ότι αυτό θα ισχύει και αύριο. 
 
Διότι η εμπορευματική οικονομία θεμελιώνεται στο διαχωρισμό. Πρόκειται δηλαδή για ένα κοινωνικό σχηματισμό, όπου ο καθένας κλείνεται στην ατομική του αυτονομία χωρίς να μπορεί να λογαριάζει στους άλλους παρά μόνο αν έχει κάτι ν’ ανταλλάξουν. Σε τελική ανάλυση, το άτομο δεν μπορεί εδώ να υπολογίζει στη βοήθεια των άλλων έτσι και το βρουν δυσκολίες στη ζωή. [βλ. και εδώ.] 

Η αγορά λοιπόν δεν είναι σε θέση να ανταποκρίνεται στην ανάγκη για βοήθεια και κάλυψη, την οποία γεννάει ο ίδιος ο εμπορευματικός διαχωρισμός. Από εδώ προκύπτει μια ιδιαίτερη απαίτηση, η “ελεγκτική δύναμη” πάνω στην κυκλοφορία εμπορευμάτων, γιατί μέσα από αυτή τη δυνατότητα ο καθένας ελπίζει ότι η ύπαρξή του θα γίνει λιγότερο αβέβαιη. Και φυσικά, στην οικονομία της αγοράς, αυτή η ελεγκτική δύναμη ενσαρκώνεται στην αγοραστική δύναμη, μιας και η αγορά αποτελεί το μοναδικό νόμιμο τρόπο για να αποκτά κανείς εμπορεύματα.

Όμως, για να μπορεί κανείς να διαθέτει “αγοραστική δύναμη”, πρέπει να είναι σε θέση να ανταποκρίνεται σε δυο προαπαιτούμενα: πρώτον, η αγοραστική του δύναμη να είναι γενική, δηλαδή να του επιτρέπει να αγοράζει οποιοδήποτε εμπόρευμα, άρα να έχει πρόσβαση σε όλα τα εμπορεύματα γενικώς∙ και δεύτερον, να μπορεί να παραμένει αδιάπτωτη μέσα στο χρόνο. (...)

Αυτό ακριβώς είναι εκείνο που αποκαλούμε “ρευστότητα” και φυσικά το χρήμα είναι εκείνο απ’ όλα τα αγαθά, που η ρευστότητά του είναι απόλυτη. Έτσι, η αντίληψη του οικονομικού, την οποία αντιπροτείνω, είναι ριζικά διαφορετικής φύσης από των mainstream θεωριών. Στη δική μου οπτική, ο κοινωνικός κόσμος δεν οικοδομείται από την απλή προέκταση των επιμέρους ατομικών βουλήσεων, όπως θεωρεί η maistream σκέψη, αλλά είναι προϊόν μιας ισχύος −της σαγήνης του χρήματος−, η οποία υπερβαίνει τις ατομικές αξίες και τις ατομιστικές αναλύσεις. Πράγματι, η επιθυμία του χρήματος είναι μια επιθυμία που σε πολύ μεγάλο βαθμό ξεφεύγει από τη λογική του ανεξάρτητου και αυτεξούσιου ατόμου. Πρόκειται, ακριβέστερα, για μια επιθυμία η οποία περισσότερο επιβάλλεται στους ανθρώπους παρά πηγάζει από την ελεύθερη βούλησή τους. (...)

Γι’ αυτό το λόγο, στην οπτική που υποστηρίζουμε, το χρήμα παίζει τον πρωταρχικό ρόλο, ενώ η αξία ενός εμπορεύματος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ποσότητα χρήματος, που αυτό το εμπόρευμα επιτρέπει να αποκτηθεί κατά την ανταλλαγή. Αυτό λοιπόν που έχει σημασία, είναι η κοινωνική "αντικειμενικότητα" αυτού του μέτρου, δηλαδή το γεγονός ότι επιβάλλεται στους πάντες. (...)

Αυτή η "αντικειμενικότητα" της αξίας δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αναζητηθεί στο μέγεθός της, το οποίο είναι εξαιρετικά ευμετάβλητο ανάλογα με τις συνθήκες και τις παραγωγικές σχέσεις. Πρέπει να αναζητηθεί σε ένα αμετάβλητο χαρακτηριστικό της. Τι δεν είναι ευμετάβλητο; Αμετάβλητο είναι το γεγονός ότι η αξία αντικειμενοποιείται κοινωνικά στο χρήμα. Αντικειμενικό και αμετάβλητο, δηλαδή, είναι το γεγονός της ύπαρξης της τιμής και όχι το μέγεθός της! (...)

Η οικονομική αξία, όπως και οι ηθικές, οι αισθητικές ή οι θρησκευτικές αξίες, είναι καμωμένη από το υλικό που λέγεται κοινό αίσθημα. Η αξία δεν είναι μια ουσία ή μια υπόσταση, την οποία έχουμε να μετρήσουμε! Είναι μια δύναμη, η οποία διαμορφώνει το conatus των δρώντων υποκειμένων. Στο βιβλίο του Οι Στοιχειώδεις μορφές της θρησκευτικής ζωής, ο Εμίλ Ντυρκέμ μας λέει:
“Ο πιστός που κοινωνεί με το θεό του, δεν είναι απλώς ένας άνθρωπος που βλέπει νέες αλήθειες τις οποίες δεν βλέπει ο άπιστος. Είναι ένας άνθρωπος που μπορεί παραπάνω. Αισθάνεται μέσα του περισσότερη δύναμη…”
Σε αυτή την ενέργεια αναγνωρίζουμε την ύπαρξη των αξιών, μέσω των οποίων κινείται μιας κοινωνία. Και το ίδιο ισχύει για την οικονομία: δεν την προσδιορίζει η αναζήτηση της χρησιμότητας, η οποία αποτελεί ένα μάλλον άτονο πάθος, αλλά ο πόθος του χρήματος. Στα βιβλικά εβραϊκά για παράδειγμα, η λέξη για το χρήμα είναι kessef, που προέρχεται από το ρήμα Lehikassed, το οποίο σημαίνει “ποθώ με πάθος”. Παρόμοια, μια από τις αραβικές λέξεις για το χρήμα, η λέξη al-mal al-maal) έχει κι αυτή, όπως η λέξη kessef, για ρίζα της την έννοια του έντονου πόθου ή και του φθόνου.

Αυτή η αντίληψη του χρήματος βρίσκεται στους αντίποδες της εργαλειακής θεώρησης, την οποία λατρεύουν οι οικονομολόγοι, γιατί μας καθιστά ορατή μια πραγματικότητα που ξεφεύγει από την ορθολογικότητα μιας και στ’ αλήθεια δεν υπάρχει τίποτα το ορθολογικό στο να ποθεί κανείς το χρήμα.

Υποστηρίζουμε λοιπόν, ότι οι διάφορες θεωρίες της αξίας −τόσο αυτές που την ανάγουν στη χρησιμότητα, όσο κι αυτές που την ανάγουν στην εργασία− πρέπει να κατανοηθούν με αφετηρία αυτή την αγωνιώδη απορία των ανθρώπων μπροστά σ’ ένα φαινόμενο που τους ξεπερνάει, που δεν το ελέγχουν και που κοροϊδεύει τη λογική τους. Εδώ βρίσκεται και ο λόγος που οι οικονομικές αξίες μάς έχουν κατακυριεύσει: επενδύουμε με τόσο πάθος σε αυτές, που χάνουμε την ικανότητα να τις παρατηρήσουμε από απόσταση και με σκεπτικισμό.»**

Το θεσμοκεντρικό μοντέλο γένεσης του χρήματος

«Εμπορευματική οικονομία είναι μια οικονομία, στην οποία η παραγωγή αφήνεται στα χέρια ενός πλήθους αυτόνομων παραγωγών-ανταλλακτών, που παίρνουν τις αποφάσεις τους εντελώς ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον. Ωστόσο, άπαξ και αναπτυχθεί έστω κι ελάχιστα ο καταμερισμός της εργασίας, ο κάθε παραγωγός-ανταλλάκτης αρχίζει να εξαρτάται στενά από ένα πολύ μεγάλο αριθμό άλλων παραγωγών-ανταλλακτών τόσο σε ό,τι αφορά την ίδια την παραγωγή (προκειμένου να αποκτήσει όσα χρειάζεται για να παράξει), όσο και σε ό,τι αφορά την πώληση των προϊόντων του, δεδομένου ότι στο παιχνίδι εμπλέκεται πλέον ένα πλήθος δυνητικών καταναλωτών. Επιπλέον, η ταυτότητα αυτού του πολύ μεγάλου αριθμού ατόμων διαφοροποιείται συχνά σε συνάρτηση με την εξέλιξη των τεχνικών παραγωγής και των προτιμήσεων των καταναλωτών. Κοντολογής, σε μια ανεπτυγμένη εμπορευματική κοινωνία ο καθένας εξαρτάται δυνητικά από όλους.
 
Πώς θα μπορούσε επομένως να οργανωθεί μια τέτοια “ρευστή και κλυδωνιζόμενη αλληλεξάρτηση”; Είναι προφανές ότι ο αντιπραγματισμός δεν είναι η απάντηση. Θα ήταν σαν να λέμε, ότι κάποιος που φτιάχνει αυτοκίνητα, θα μπορούσε να το κάνει μέσα από μια ατέλειωτη σειρά διμερών αντιπραγματιστικών ανταλλαγών με όλους τους πελάτες του! Ανταλλάσσοντας τι με τι στο κάτω-κάτω της γραφής; Αστείο και να το σκεφτείς.

Ποια είναι λοιπόν η θεμελιακή Αρχή πάνω στην οποία δομούνται οι εμπορευματικές οικονομίες; Είναι η αφηρημένη αξία. Η εμπορευματική παραγωγή είναι μια παραγωγή που μοναδικό σκοπό έχει την ιδιοποίηση της αφηρημένης αξίας, δηλαδή του γενικού δικαιώματος πάνω στην ολότητα. Αν αυτή την ιδέα της αξίας δεν υπήρχε εκ των προτέρων αγκιστρωμένη μέσα στα μυαλά των παραγωγών-ανταλλακτών, δεν θα μπορούσε να υπάρξει ούτε προσφορά εμπορευμάτων, ούτε και μαζική παραγωγή.

Στόχος μας δεν είναι να προτείνουμε μια καινούργια θεωρία της Αξίας, που θα μας υποδεικνύει τρόπους για να βρίσκουμε πόσο αξίζει ένα εμπόρευμα! Αυτό που μας ενδιαφέρει, απεναντίας, είναι να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι εμπορευματική παραγωγή δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο σε μια κοινωνία για την οποία η ιδέα της αξίας, δηλαδή το ότι κάτι έχει αξία για το μέγιστο δυνατό αριθμό ατόμων, έχει μια κοινωνικά αναγνωρισμένη ύπαρξη.

Με αυτή την έννοια, σε μια εμπορευματική οικονομία η αξία βρίσκεται στα θεμέλια της σχέσης με τον άλλον και είναι εκείνο δια του οποίου ο εμπορευματικός κόσμος επιβάλλεται πάνω στα άτομα. Έτσι, η σχέση του εμπορευματικού ατόμου με τον περίγυρό του χτίζεται μέσα από τον υπολογισμό του σε πόσους και πόσο μπορεί να πουλήσει. Γι’ αυτό το λόγο οι λογαριασμοί είναι, μέσα στο εμπορευματικό σύμπαν, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις καθενός έναντι των άλλων. (...)

Λέει ο Άνταμ Σμιθ στον Πλούτο των Εθνών:
“Μετά την πρώτη εγκαθίδρυση του καταμερισμού της εργασίας, κάθε σώφρων άνθρωπος χρειάστηκε φυσικά να ρυθμίζει τις υποθέσεις του έτσι ώστε να έχει πάντοτε στην κατοχή του, πέρα από κάποιο αγαθό που τον ενδιαφέρει να παράγει για τον εαυτό του, και μια ποσότητα ενός άλφα ή βήτα εμπορεύματος, το οποίο κατά τη γνώμη του οι περισσότεροι άνθρωποι θα δέχονταν να πάρουν ανταλλάσσοντάς το με τα δικά τους προϊόντα” (σ. 26) 
Ο καθένας δηλαδή προσπαθεί όσο περισσότερο μπορεί να “μαντέψει” αυτό που θεωρείται “πλούτος”, δηλαδή ποια είναι εκείνα τα αγαθά που αναγνωρίζει ως πλούτο ο μέγιστος αριθμός των συνανθρώπων του. Επομένως, αναζήτηση του πλούτου σημαίνει αναζήτηση αυτού που οι περισσότεροι θεωρούν σαν πλούτο. Αυτός ο αυτοαναφορικός ορισμός του πλούτου (“πλούτος είναι αυτό που οι περισσότεροι θεωρούν σαν πλούτο”) οδηγεί σε μια λογική μιμητικής αντιπαλότητας μεταξύ διαφόρων αγαθών, που προτείνονται ως πλούτος.

Πράγματι, η υιοθέτηση μιας άλφα αντίληψης του πλούτου αποκτά μεγαλύτερη σημασία για το άτομο στο βαθμό που αυτή η αντίληψη είναι αντικείμενο μιας ευρύτατης συμφωνίας. Όσο ευρύτερη είναι η συμφωνία, τόσο μεγαλύτερο είναι το πεδίο κυκλοφορίας του αγαθού που θεωρείται πλούτος, και επομένως τόσο περισσότερα σε ποσότητα και ποικιλία είναι τα εμπορεύματα που μπορεί να αποκτήσει όποιος κατέχει το συγκεκριμένο αγαθό-πλούτο. Με άλλα λόγια, διευρύνεται το πεδίο ισχύος των δικαιωμάτων που ενσαρκώνει η κατοχή αυτού του πλούτου.

Από εδώ προκύπτει αναπόφευκτα το κλασικό φαινόμενο του “κυνηγητού των αποδόσεων”: ο καθένας κυνηγάει την πιο διαδεδομένη συλλογική αναφορά, το αγαθό που ενσαρκώνει τον πλούτο για τους περισσότερους, για να συμμορφωθεί σε αυτήν και να κερδίσει τα δικαιώματα που αυτή προσφέρει. Με αυτό τον τρόπο γίνεται αισθητή η ισχύς του πλήθους. Είναι προς το συμφέρον καθενός να τροποποιήσει την ατομική αντίληψή του για τον πλούτο υιοθετώντας εκείνη που αποδέχονται οι περισσότεροι, διότι με αυτό τον τρόπο πολλαπλασιάζει τις δυνατότητές του να συναλλάσσεται −πράγμα που αποτελεί ζωτικής σημασίας προϋπόθεση της εμπορευματικής ισχύος. Αυτή ακριβώς η λογική, που αναγκάζει τον καθένα να προσαρμόζεται στη υπερισχύουσα αντίληψη του πλούτου, μπορεί να ονομαστεί μιμητική.  Κι έτσι, μέσα σε ορισμένες γενικές συνθήκες, αυτή μιμητική διαδικασία οδηγεί κατόπιν συγκρούσεων σε μια κατάσταση, στην οποία οι εμπλεκόμενοι συμφωνούν τελικά να υιοθετήσουν από κοινού ένα συγκεκριμένο αγαθό, ή σημείο, ως εκπρόσωπο του πλούτου. Πρόκειται για το φαινόμενο που αποκαλούμε “μιμητική πόλωση”, ή ακόμα “φαινόμενο εκλογής”. Από εδώ προκύπτει το χρήμα και το νόμισμα. (...)

Πρέπει εδώ να υπογραμμίσω, ότι οι θέσεις μας αυτές δεν απορρίπτουν υποχρεωτικά όλες τις νομισματικές αναλύσεις που κάνουν οι οπαδοί των εργαλειακών θεωριών. Πράγματι, όταν ένα νόμισμα σταθεροποιηθεί ως αντικείμενο εμπιστοσύνης εκ μέρους όλων των οικονομικών παραγόντων, τότε συμπεριφέρεται de facto σαν ένα απλό εργαλείο των ανταλλαγών −κι έτσι μπορεί κανείς να το αναλύσει μέσω των τριών θεμελιακών λειτουργιών του, ως λογιστική μονάδα, ως μέσον αποταμίευσης και ως μέσο κυκλοφορίας. (...)

Όμως για να μπορεί ένα νόμισμα να διατηρεί αυτές τις λειτουργίες, πρέπει κατά πρώτο λόγο να διατηρείται η συμφωνία πάνω στην οποία “εκλέχτηκε”. Κι αυτό δεν είναι καθόλου προφανές, μιας και η ενοποίηση του εμπορευματικού πεδίου με άξονα ένα κεντρικό νομισματικό γνώμονα αφήνει πάντοτε απ’ έξω ορισμένα επιμέρους συμφέροντα, τρέφοντας με αυτό τον τρόπο ένα υποβόσκον συγκρουσιακό δυναμικό που, άπαξ και βγει στην επιφάνεια θέτοντας σε αμφισβήτηση την ενότητα του νομισματικού πεδίου, οδηγεί σε αυτό που γνωρίζουμε ως νομισματική κρίση». ***

Από τα κείμενα του Ορλεάν:

(Φεβρουάριος 2003)
** Συνέντευξη στον Rainer Diaz-Bone (Φθινόπωρο 2013)
 (11-18 Ιουλίου 2007)






Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Ετικέτες

1000 ρέγγες (7) 1100 (1) 1789 (2) 1837 (1) 1846 (1) 1848 (1) 1850 (1) 1871 (1) 1900 (2) 1907 (1) 190cm (4) 1917 (12) 1919 (1) 1936 (2) 1939 (1) 1940 (1) 1943 (2) 1944 (1) 1946 (1) 1947 (1) 1950 (2) 1952 (1) 1957 (1) 1965 (3) 1967 (1) 1968 (5) 1969 (1) 1978 (2) 1980 (1) 1983 (1) 2003 (1) 2006 (1) 2008 (9) 2015 (1) Α. Μπορντίγκα/A. Bordiga (1) Α. Σβιατόγκορ/А. Святогор (1) Α.Ι. (7) Α.Κέννυ/A. Kenny (1) Α.Κοντ/A.Comte (1) Α.Ντ.Μονκρετιέν/A.de Montchretien (1) αγάπη (5) Αγγλία (3) Αγία Πετρούπολη (1) Αδάμ Σμιθ/Adam Smith (9) Αθήνα (13) Αιδ. Μπίλι/Rev Billy (1) Άινσταϊν (1) Αισχύλος (1) Άκης Πάνου (1) Ακρόπολη (2) Αλαίν Καγιέ/Alain Caillé (1) Άλαν Τιούρινγκ/Alan Turing (2) Άλασνταιρ Μακιντάιρ/Alasdair MacIntyre (1) Αλβέρτος ο Μέγας (1) Αλέκα Παπαρήγα (1) Αλέξανδρος Κοζέβ/Alexandre Kojève (2) Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1) Αλέξανδρος Σμέμαν/Александр Шмеман (1) Αλέξανδρος Σοκούροφ/Алекса́ндр Соку́ров (1) Αλέξανδρος Τομπάζης (1) Αλέξανδρος Τρόκκι/Alexander Trocchi (1) Αλεξάντερ Μπέρκμαν/Александр Беркман (3) Αλέξης Ασλάνογλου (2) Αλέξης Καλοφωλιάς (1) Αλέξης ντε Τοκβίλ/Alexis deTocqueville (3) αλήθεια (28) Αληthεια (2) Αλκιβιάδης (1) αλλοτρίωση (61) Αλμπέρ Καμύ/Albert Camus (2) Άλμπερτ Σπέερ/Albert Speer (2) Άλμπερτ Φίνεϊ/Albert Finney (1) Αλμπέρτο Καβαλκάντι/Alberto Cavalcanti (2) Άλμπρεχτ Ντύρερ/Albrecht Duhrer (1) Άλντους Χάξλεϊ/Aldus Haxley (1) Αλταμίρα (6) Αλφειός (1) Αναξίμανδρος (1) ανάπτυξη (17) αναρχισμός (11) Ανδρέας Εμπειρίκος (1) Ανδρέας Παπανδρέου (1) ανθρώπινα πιράνχας (34) ανθρωπολογία (3) Άννα Άρεντ/Hannah Arendt (8) Άννα Ιβάνοβνα Μπελιάι/Анна Ивановна Беляй (1) Άννα Κοκκίνου (1) Ανρί Ντεμπριγιώ/Henry Debrillaut (1) Ανρί Λεφέβρ/Henri Lefebre (4) Ανρί Μισώ/Henry Michaux (2) Άνσελμ Γιάπε/Anselm Jappe (1) Άνταμ Κέρτις/Adam Curtis (1) Αντίνοος (1) Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ/Antoine de Saint-Exupéry (1) Αντρέ Κερτέζ/André Kertész (1) Αντρέ Ορλεάν/André Orléan (5) Άντυ Γουώρχολ/Andy Warhol (2) Αντώνης Κουτρουμπής (1) αξία (13) Άρβο Περτ/Arvo Pärt (2) Αργυριάδης-Καλούμενος-Μπάτσης (1) Άρης Αλεξάνδρου (3) Άρης Κωνσταντινίδης (1) Άρης Μπερλής (1) Άρθουρ Λένινγκ/Arthur Lehning (1) Αρθούρος Σοπενχάουερ/Arthur Schopenhauer (3) Αριστοτέλης (14) Άσγκερ Γιόρν/Asger Jorn (22) Άυν Ραντ/Ayn Rand (3) Αφρική (2) Β. Γκ. Ζέμπαλντ/W. G. Sebald (2) Β.Α. Μότσαρτ/W.A/ Mozart (1) Βαγγέλης Αρτέμης (2) Βαλεντίν Βολόσινοφ/Валенти́н Воло́шинов (1) Βάλτερ Μπένγιαμιν/Walter Benjamin (6) Βανς Πάκαρντ/Vance Packard (2) Βασίλης Ηλιακόπουλος (2) Βασίλης Στρατιώτης (1) Βενετιά (1) Βενσάν Ντεκόμπ/Vincent (1) Βενσάν Ντεκόμπ/Vincent Descombes (18) Βέρνερ Χέρτσογκ/Werner Herzog (1) Βερολίνο (3) βία (20) Βιετνάμ (2) Βίκτωρ Μπούλλα/Виктор Буллаa (1) Βίκτωρ Ουγκώ/Victor Hugo (1) Βίκτωρ Σερζ/Ви́ктор Киба́льчич (1) Βίκτωρ Σκλόφκσι/Ви́ктор Шкло́вский (3) Βίκτωρ Φρανκλ/Victor Frankl (2) Βίλεμ Φλούσερ/Vilem Flusser (1) Βίνσεντ Μπράουν/Vincent Browne (1) βιοτεχνολογία (6) Βλαδίμιρος Λένιν/Влади́мир Ле́нин (6) Βλαντίμιρ Μαγιακόφκι/Влади́мир Маяко́вский (2) βοηθήματα μνήμης (11) Γαλλία (8) Γένεσις (1) Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος (4) Γερμανία (9) Γιάννηδες (1) Γιάννης Γρηγοριάδης (9) Γιάννης Ισιδώρου (4) Γιάννης Κάτρης (1) Γιάννης Πεδιώτης (3) Γιάννης Ρίτσος (3) Γιάννης Σκαρίμπας (3) Γιάννης Τσέγκος (1) Γιόζεφ Μπλοχ/Joseph Bloch (1) Γιόζεφ Ντίτζγκεν/Josef Dietzgen (1) γιορτή (18) Γιούργκεν Χάμπερμας/Jurgen Habermas (2) Γιόχαν Γκριμονπρέ/Johan Grimonprez (1) Γιόχαν Χουιζίνγκα/Johan Huizinga (3) Γιώργος Γαϊτάνος (1) Γιώργος Μακρής (1) Γιώργος Νικολαΐδης (1) Γιώργος Σεφέρης (2) Γιώργος Χαντζής (1) Γκ. Κ. Τσέστερτον/G.K. Chesterton (5) Γκαίτε/Goethe (1) Γκέοργκ Ζίμελ/Georg Simmel (4) Γκετζ Άλυ/Götz Aly (1) Γκι Αμπέιγ/Guy Abeille (1) Γκίλμπερτ Ράιλ/Gilbert Ryle (3) Γκιόργκι Λίγκετι/György Ligeti (1) Γκιόργκι Λούκατς/György Lukács (4) Γκουίντο Καβαλκάντι/Guido Cavalcanti (1) Γκυ Ντεμπόρ/Guy Debord (23) Γκύντερ Άντερς/Günther Anders (9) γλώσσα (21) Γουάλας Στήβενς/Wallace Stevens (1) Γουδή (1) Γουίλιαμ Ήγγλετον/William Eggleton (1) Γουίλιαμ Μπάροους/William Burroughs (2) Γουίλιαμ Σαίξπηρ/William Shakespeare (3) Γούντι Άλλεν/Woody Allen (1) Γρηγόρης Βαλτινός (1) Δανία του Βορρά (2) Δανία του Νότου (5) Δελφοί (1) Δέσποινα Ζευκιλή (1) Δημήτρης Δημητριάδης (1) Δημήτρης Καραγιάννης (1) Δημήτρις Βεργέτης (1) δημιουργικότητα (8) Διεθνής (1) δικαιοσύνη (13) δοκιμασίες (3) Δουβλίνο (1) Δραπετσώνα (1) δυσφορία (30) Ε. Άνσκομπ/E. Anscombe (5) Ε. Βιλ/E. Will (1) Έ. Λ. Μάστερς / Ε. L. Masters (1) Ε.Ε. Κάμινγκς/E.E. Cummings (1) Ε.Χ. Γονατάς (1) Έγκλημα Τεμπών (1) Έζρα Πάουντ/Ezdra Pound (1) εικονική δημόσια σφαίρα (5) εικονογραφημένα κείμενα (10) εκπομπές (58) Ελβετία (1) Έλεν Κέλλερ/Helen Keller (1) Ελένη Ηλιοπούλου (1) Ελένη Μπέλλου (1) Ελευθερία (42) Ελευθεριακός (2) Ελίας Κανέττι/Elias Canetti (1) Εμίλ Μπενβενίστ/Emile Beneveniste (1) Εμίλ Ντυρκέμ/Emile Durkheim (1) Εμίλ Σιοράν/Emil Cioran (1) Έμιλυ Ντίκινσον/Emily Dickinson (2) Εμμανουήλ Καντ/Emmanuel Kant (2) Εμμανουήλ Λεβινάς/Emmanuel Levinas (3) Εμμανουήλ Μουνιέ/Emmanuel Mounier (1) Έντσο Τραβέρσο/Enzo Traverso (1) εξατομίκευση (46) εξέγερση (10) εξουσία (40) επανάσταση (26) επαναστατικός χαρτοπολτός (4) επιβίωση (5) επιστήμη (23) Έρασμος/Erasmus (1) εργασία (23) Ερίκ Σατί/Eric Satie (1) Έρικ Χομπσμπάουμ/Eric Hobsbaum (1) Έρνεστ Γκέλνερ/Ernest Gellner (1) Ερνστ Γιούνγκερ/Ernst Junger (2) Ερνστ Κασσίρερ/Ernst Cassirer (3) Ερνστ Μπλοχ/Ernst Bloch (1) ΕΡΩΔΙΟΣ (1) ΕΣΗΕΑ (2) ΕΣΣΔ (1) Ετιέν Ντε λα Μποεσί/Etien De la Boetie (1) Ευγένιος Ενρικέζ/Eugène Enriquez (1) Ευγένιος Ζαμιάτιν/Евге́ний Замя́тинn (1) Ευγένιος Ιονέσκο/Eugene Ionesco (1) ευρωπαϊκή προοπτική (49) ευτυχία (11) Ζ.-Ζ. Ρουσσώ/J.-J. Rousseau (1) Ζ.-Π. Βουαγιέ/J.-P. Voyer (5) Ζ.-Π. Ντιτέιγ/J.-P. Duteuil (1) Ζ.-Π. Ντυπουΐ/J.-P. Dupuy (1) Ζ.-Π. Σαρτρ/J.-P. Sartre (2) Ζακ Ελλύλ/Jacques Ellul (31) Ζακ Λακάν/Jacques Lacan (6) Ζακ Μπουβρές/Jacques Bouveresse (2) Ζακ Ντεριντά/Jacques Derrida (2) Ζακ Πρεβέρ/Jacques Prévert (2) Ζακ Σαπίρ/Jacques Sapir (2) Ζαν Ιτάρ/Jean Itard (1) Ζαν Μορώ/Jeanne Moreau (1) Ζαν Μπωντριγιάρ/Jean Baudrillard (1) Ζαν-Λυκ Γκοντάρ/Jean Luc Godard (3) Ζαν-Πιέρ Βερνάν/Jean Pierre Vernant (1) Ζαπατίστας (1) Ζάχα Χαντίντ/Zahā Ḥadīd (1) Ζάχος Παπαζαχαρίου (1) Ζεράρ Νταβί/Gerard Davy (1) Ζερμαίν Γκρηρ/Germaine Greer (1) Ζήσης Κοτιώνης (2) Ζήσης Σαρίκας (5) Ζιλ Ντελέζ/Gilles Deleuze (2) Ζιλ Ντωβέ/Gilles Dauve (1) Ζορ Βον/Zohr Vaughan (1) Ζύγκμουντ Μπάουμαν/Zygmunt Bauman (3) Ζυλ Ντωβέ/Gilles Dauvé (3) ζωή (46) Ζωρζ Μπατάιγ/Georges Bataille (1) ηθική (34) ΗΠΑ (19) Θανάσης Σβώλος (1) Θάτσερ/Thatcher (1) θέαμα/spectacle (14) Θένια Κουτρουμπή (1) Θεολόγος Βοσταντζόγλου (1) Θεός (16) Θεοφάνης Μελάς (2) Θεσσαλονίκη (2) Θήοντορ Ρόζακ/Theodore Roszak (1) θλίψη (12) Θοδωρής Χιώτης (1) Θόδωρος Ζιάκας (1) Θουκυδίδης (2) Ι.Θ. Κακριδής (1) Ίαν Χάκινγκ/Ian Hacking (3) Ιβάν Παβλόφ/Ива́н Па́влов (1) Ιβάν Τουργκένιεφ/Иван Тургенев (1) Ίγγα Κρεστενσεν/Inger Christensen (1) ιδρύματα τέχνης (7) ικέτες και ξένιοι (6) Ιλιάδα (1) Ιράν (1) Ισαάκ Μπ. Σίνγκερ/Isaac B. Singer (1) Ισπανία (1) Ισπαχάν (1) ιστορία (41) ισχύς (22) Ιχάμπ Χασσάν/Ihab Hassan (1) Ιωάννα Τσιβάκου (1) Ιωάννης ο Θεολόγος (1) Ιωσήφ Στάλιν/Ио́сиф Ста́лин (2) Κ.Π. Καβάφης (3) Κ.Σ. Λιούις/C.S. Lewis (4) Κάθλην Ρέιν/Kathleen Raine (1) καλλιτέχνες (24) Καλοκαίρι (8) Κάρελ Φουνκ/Karel Funk (1) Κάρεν Κίλιμνικ/Karen Kilimnik (1) Καρλ Γκέοργκ Μπύχνερ/Karl Georg Büchner (1) Καρλ Κορς/Karl Korsch (3) Καρλ Κράους/Karl Kraus (3) Καρλ Μαρξ/Karl Marx (33) Καρλ Πολάνυι/Karl Polanyi (2) Καρλ Σμιτ/Karl Schmidt (1) Καρλομάγνος (1) Κάρολος Δαρβίνος/Charles Darwin (1) Καρτέσιος/Descartes (7) Καταστασιακή Διεθνής/Internationale Situationniste (9) καταστασιακοί/situationnistes (20) Κατερίνα Αθανασίου (1) Κατερίνα Ηλιοπούλου (8) Κέβιν Κέλι/Kevin Kelly (2) Κεν Λόουτς/Ken Loach (1) Κεν Ρόμπινσον/Ken Robinson (1) Κένεθ Γκέργκεν/Kenneth Gergen (1) κενό (18) κεφαλαιοκρατία (38) Κίνα (1) Κλάους Κάρστενσον/Claus Carstensen (1) Κλερ Οζιάς/Claire Auzias (1) Κλωντ Λεβί-Στρώς/Claude Lévi-Strauss (4) Κομμούνα (1) κομμουνισμός (10) Κόνσταντ/Constant Niewenhuys (1) Κόρα Ντάιαμοντ/Cora Diamond (1) Κορνήλιος Καστοριάδης (10) Κουρτ Βάιλ/Kurt Weil (1) Κουρτ Σβίττερς/Kurt Schwitters (1) κράτος (14) κρίση (33) Κριστιάν Ντελακαμπάιν/Christiane Delacampaigne (1) Κριστίν Λαγκάρντ/Christine Laguarde (1) Κριστόφ Κισλόφσκι/Krzysztof Kieslowski (1) Κρίστοφερ Λας/Christopher Lasch (4) Κροστάνδη (1) κυριαρχία (13) Κωνσταντίνος Καραμανλής (1) Κωνσταντίνος Ματσούκας (1) Κώστας Βάρναλης (1) Κώστας Δεσποινιάδης (4) Κώστας Κολημένος (1) Κώστας Παπαϊωάννου (7) Κώστας Χριστοδούλου (1) Κωστής Βελόνης (1) Κωστής Παπαγιώργης (2) Λ. Βίττγκενσταϊν/L. Wittgenstein (16) Λα Μετρί/ La Mettrie (1) Λάζαρος Αρσενίου (3) Λάκι Λουτσιάνο/Lucky Luciano (1) Λάμπρος Κωνσταντάρας (1) Λάο Τσε/老子 (1) Λαρς φον Τρίερ/Lars von Trier (1) λενινισμός (6) Λεξικό Κριαρά (1) Λεξικό Liddell-Scott (2) Λέο Στράους/Leo Strauss (1) Λεόν Βαλράς/Léon Walras (2) Λέσχη Φιλελεύθερης Ανάγνωσης (1) Λετονία (1) Λετριστές/Lettristes (1) Λέων Σεστώφ/Лев Шесто́в (2) Λέων Τρότσκι/Лев Тро́цкий (3) Λιούις Μάμφορντ/Lewis Mumford (10) λογική (3) Λογιόλα/Loyola (1) Λόγος (26) λογοτεχνία (25) Λονδίνο (3) Λουί Αραγκόν/Louis Aragon (1) Λουί Μαλ/Louis Mal (1) Λουΐ ντε Σαιν Ζυστ/Louis de Saint Juste (1) Λουί Ντυμόν/Louis Dumont (7) Λουίς Αλτουσέρ/Louis Althusser (1) Λουίς Μπουνιουέλ/Louis Buñuel (3) Λουσιέν Μαλζόν/Lucien Malson (1) Λουσίντα και Ντέιβις Μάτλοκ/L & D Matlock (1) Λυγκέας (2) Λωτρεαμόν/Lautréamont (7) Μ. Γκωσέ/M. Gauchet (1) Μάης '68 (1) Μάικ Κέλυ/Mike Kelley (1) Μάικλ Χάρντ/Michael Hardt (1) Μάκης Μηλάτος (1) Μακιαβέλλι/Machiavelli (4) Μάλκολμ Λόουρι/Malcolm Lowry (1) Μάλκολμ Χ/Malcolm X (1) μανιφέστα (66) Μανόλης Λαμπρίδης (1) Μανώλης Αναγνωστάκης (3) Μαξ Βέμπερ/Max Weber (2) Μαξ Ήστμαν/Max Eastman (1) Μαρακές (1) Μάρθα Γκέλχορν/Martha Gellhorn (1) Μαρί ντε Ενζέλ/Marie de Hennezel (1) Μαρίνα Τσβετάγιεβα/Мари́на Цвета́ева (3) Μάρσαλ Σάλινς/Marshall Sahlins (5) Μαρσέλ Μαριέν/Marcel Mariën (1) Μαρσέλ Μως/Marcel Mauss (1) Μαρσέλ Ντυσάν/Marcel Duchamp (1) Μάρτζορι Πέρλοφ/Marjorie Perloff (1) Μάρτζορι Ρόουλινγκ/Marjorie Rowling (1) Μάρτιν Λούθερ Κινγκ/M.L. King (1) Μάρτιν Μπούμπερ/Martin Buber (1) Μάρτιν Χάιντεγγερ/Martin Heidegger (5) μελαγχολία (5) Μελούνα (1) Μέριλυν (1) Μεσαίωνας (7) Μέση Ανατολή (1) μεταμοντέρνο (10) μεταμορφωτική δύναμη (34) μηδέν (11) μηδενισμός (35) Μηνάς Εμμανουήλ (1) Μίλτος Θεοδοσίου (2) Μίλτος Σαχτούρης (2) Μίλτων Φρίντμαν/Milton Friedmann (1) Μιριέλ Μπαρμπερί/Muriel Barbery (1) Μισέλ Αλιετά/Michel Aglietta (1) Μισέλ Ουελμπέκ/Michel Houellebecq (3) Μισέλ Πικολί/Michel Piccoli (1) Μισέλ Σερ/Michel Serres (1) Μισέλ Τουρνιέ/Michel Tournier (2) Μισέλ Φουκώ/Michel Foucault (12) ΜΙΤ (1) Μίχαελ Λέβι/Michael Loewy (2) Μιχαήλ Θερβάντες/Miguel Cervantes (1) Μιχαήλ Μπακούνιν/Михаил Бакунин (2) Μιχαήλ Μπαχτίν/Михаи́л Бахти́н (1) Μιχαηλάγγελος Αντονιόνι/Michelangelo Antonioni (2) Μιχάλης Πάγκαλος (1) Μόμπυ Ντικ (1) Μόρις Ντρούρι/Maurice Drury (1) μουσική (36) Μουσταφά Καγιάτι/Mustafa Khayati (1) μοφερισμός/mofferism (6) Μπαρούχ Σπινόζα/Baruch Spinoza (1) Μπάρυ Άνσγουωρθ/Barry Unsworth (1) Μπέλα Ταρ/Béla Tarr (1) Μπέρναρντ Μάντεβιλ/Bernard Mandeville (1) Μπέρτολντ Μπρεχτ/Bertold Brecht (3) Μπίφο Μπεράρντι/Bifo Berardi (2) Μπλεζ Πασκάλ/Blaise Pascal (1) Μπομπ Ντύλαν/Bon Dylan (1) Μπρέτον Γουντς (1) Μπριζίτ Μπαρντό/Brigitte Bardot (2) Μύκονος (1) μυστικισμός (1) Μωρίς Μερλώ-Ποντύ/Maurice Merleau-Ponty (2) Ν.Α. Μπερντγιάεφ/ Н/ А. Бердя́ев (1) Ν.Γ. Πεντζίκης (1) Ναζίμ Χικμέτ (1) ναζιστοφασισμός (29) ναρκισσισμός (10) Νασρεντίν Χότζας (1) ναυαγοί (2) Νέα Ζηλανδία (1) Νέα Υόρκη (2) Νεάντερταλ (1) νεοφιλελευθερισμός (12) Νίκος Εγγονόπουλος (3) Νίκος Ζαχαριάδης (2) Νίκος Καρούζος (4) Νίκος Μπελογιάννης (1) Νίκος Σκοπλάκης (1) Νίκος Buccanier Κούρκουλος (7) Νόαμ Τσόμσκι/Noam Chomsky (1) Νόρμπερτ Ελίας/Norbert Elias (1) νους (24) Νούτσιο Όρντινε/Nuccio Ordine (1) Ντ. Ουίγκινς/D. Wiggins (2) Ντ. Χάνκοκ/D. Hancock (1) Ντέιβιντ Λυντς/David Lynch (3) Ντέιβιντ Μπομ/David Bohm (1) Ντέιβιντ Ρικάρντο/David Ricardo (4) Ντέιβιντ Χιούμ/David Hume (4) Ντέσμοντ Μόρις/Desmont Morris (1) Ντμίτρι Πρίγκοφ/Дми́трий При́гов (1) Ντον Ντελίλο/Don Delillo (2) Ντόναλντ Γουίνικοτ/Donald Winnicott (2) Ντονέλα Μήντοους/Donella Meadows (1) Ξενοδοχείο των Ξένων (2) Ξενοφών (3) ξεψάρωμα (3) Ο. Σ. Βίκτορ/H. St Victor (1) Οδύσσεια (2) οικονομία (52) Οκτάβιο Πας/Octavio Paz (2) Όλγα Γερογιαννάκη (1) όλεθρος (29) Όμηρος (1) ομιλίες (13) ΟΟΣΑ (1) Ορφέας Απέργης (2) Όσκαρ Ουάιλντ/Oskar Wilde (2) Ουίσταν Ώντεν/Wystan Auden (3) Ουόλτ Ουΐτμαν/Walt Whitman (1) Π.Α.Ρενουάρ/P.A.Renoir (1) Π.Μ.Σ. Χάκερ/P.M.S. Hacker (6) παιδεία (7) παιχνίδι (7) Παναγιώτης Κονδύλης (10) Παπάγος (1) παπαρολογία (7) παράδοση (4) παραμύθιασμα (2) Παρίσι (1) Πάρνηθα (1) Πασκάλ Ενζέλ/Pascal Engel (1) Πάσχος Μανδραβέλης (3) Πέδρο Ματέο/Pedro Mateo (1) Πέπη Ρηγοπούλου (1) περιπέτεια (3) Πέτρος Αρτάνης (1) Πέτρος Κορνήλιος/Pierre Corneille (1) Πέτρος Παπαθανασίου (1) Πήτερ Γκητς/P.T. Geach (2) Πήτερ Κρηφτ/Peter Kreeft (1) Πήτερ Μπρουκ/Peter Brook (1) Πήτερ Ουίντς/Peter Winch (2) Πήτερ Ουότκινς/Peter Watkins (1) Πιέρ Μανάν/Pierre Manent (1) Πιέρ Μπουρντιέ/Pierre Bourdieu (1) Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν/Pierre-Joseph Proudhon (1) Πλαστήρας (2) Πλάτωνας (4) πλουραλισμός (1) ποίηση (69) πολεμικά κείμενα (11) πόλεμος (27) πόλη (25) πολιτική (49) Ποτάμι (1) προαίρεση (1) προεκλογικά μηνύματα (9) προλεταριάτο (47) Προμηθέας (1) προπαγάνδα (57) Πωλ Βιριλιό/Paul Virilio (1) Πωλ Βαλερύ/Paul Valery (1) Πωλ Ζοριόν/Paul Jorion (1) Πωλ Ζωγραφάκης (1) Πωλ Λαφάργκ/Paul Lafargue (2) Πωλ Ρικέρ/Paul Ricoeur (2) Ρ. ΜακΝαμάρα/R. MacNamara (3) Ραούλ Βανεγκέμ/Raoul Vaneigem (6) Ραούλ Σουρίτα/Raul Zurita (1) Ρας Ρίις/Rush Rhees (1) Ράσελ Τζάκομπι/Russel Jacobi (3) Ρέι Μπράντμπερι/Ray Bradbury (1) Ρέιμοντ Κάρβερ/Raymond Carver (1) Ρενέ Ζιράρ/René Girard (10) Ρενέ Κλερ/ René Clair (1) Ρενέ Σαρ (1) Ρισελιέ/Richelieu (1) Ρίτα Γκαβέρα (1) Ρίτσαρντ Κόμπντεν/Richard Cobden (1) Ρίτσαρντ Μοράν/Richard Moran (1) Ρίτσαρντ Ρόρτι/Richard Rorty (7) Ροβεσπιέρος (1) Ρόζα Λούξεμπουργκ/Rosa Luxembourg (3) Ρόζενταλ-Γιούντιν (1) ρομαντισμός (4) Ρομπέρ Αντέλμ/Robert Antelme (1) Ρόμπερτ Οπενχάϊμερ/Robert Oppenheimer (1) Ρόμπερτ Ρέντφορντ/Robert Redford (1) Ρόμπερτ Φρανκ/Robert Frank (1) Ρόμπερτ Χας/Robert Hass (2) Ρομπέρτο Χουαρόθ/Roberto Juarroz (1) Ρουμανία (1) Ρωσία (3) Σ. Μπενβενούτο/S. Benvenuto (1) Σ. Πιρόν/S. Piron (1) Σαίξπηρ/Shakespeare (1) Σαν Φρανσίσκο (1) σαπουνόφουσκες (10) Σαρλ Μπωντλέρ/Charles Baudeilaire (1) Σαρλ Μπωντλέρ/Charles Baudeilaire (1) Σαρλ Πεγκί/Charles Péguy (1) Σαρλ Φουριέ/Charles Fourier (1) Σβετλάνα Αλεξίεβιτς/Светлана Алексиевич (1) Σέρεν Κίρκεγκωρ/Søren Kierkegaard (5) Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλου (1) Σέσιλ ντε Μιλ/Cecil DeMille (1) σθένος (4) Σιμόν Βέιλ/Simone Weil (6) Σιμόν Λέις/Simon Leys (1) σινεμά (44) Σίνεντ Ο'Κόνορ/Sinead O'Connor (1) Σίντνεϊ Λιουμέτ/Sidney Lumet (1) Σίσυφος (1) σκεπτικισμός (6) Σκιπίων ο Αφρικανός (1) σκουπιδοντενεκέδες (1) Σλαβόι Ζίζεκ/Slavoj Žižek (4) Σόνια (1) σοσιαλδημοκρατία (7) Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα (1) Σουηδία (3) Σουν Τζου/ 孫子 (1) σουρεαλισμός (7) σοφία (6) Σπύρος Κυριαζόπουλος (7) σταλινισμός (14) Σταμάτης Γονίδης (1) Σταμάτης Πολενάκης (1) Στάνλεϊ Κάβελ/Stanley Cavell (2) Στάνλεϊ Κιούμπρικ/Stanley Kubrick (1) Στάντις Λώουντερ/Standish Lawder (2) Στέλιος Κούλογλου (1) Στέλιος Ράμφος (1) Στεφάν Λαβινιότ/Stéphane Lavignotte (1) Στέφανος Λουπάσκο/Stephan Lupasco (4) Στέφανoς Ροζάνης (8) Στήβεν Πίνκερ/Steven Pinker (2) στρατόπεδα εργασίας (10) στρατόπερα αναψυχής (1) Σύλβια Πλαθ/Sylvia Plath (1) Σύλλογος Υπαλλήλων Βιβλίου-Χάρτου (3) Σύνταγμα (1) σχετικισμός (2) Σωκράτης (4) σώμα (3) Τ.Κ.Παπατσώνης (2) Τ.Σ. Έλλιοτ/T.S. Elliot (3) Τάκης Μίχας (2) Ταλίν (1) Τάλκοτ Πάρσονς/Talcott Parsons (1) Τάσος Λάγγης (2) Τέοντορ Αντόρνο/Theodor Adorno (1) τέχνη (71) τεχνικό σύστημα (41) τεχνοκρατία (30) τεχνολογικός μεσσιανισμός (42) τεχνοσάχλα (16) Τζ. Μπένθαμ/J. Bentham (1) Τζ. Ρ. Σάουλ/J. R. Saul (8) Τζ. Σενμπάουμσφελντ/G. Schönbaumsfeld (1) Τζ. Στ. Μιλλ/J. St. Mill (1) Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν/J.R.R. Tolkien (1) Τζακ Α. Γκόλντστοουν/Jack A. Goldstone (1) Τζέημς Μπάλντουιν/James Baldwin (1) Τζέφρεϊ Χερφ/Jeffrey Herf (1) Τζον Γκρέι/John Gray (1) Τζον Κ. Γκαλμπρέιθ/John K. Galbraith (1) Τζον Λοκ/John Locke (3) Τζον Μ. Κούτσι/John M. Coetzee (2) Τζον Ρωλς/John Rawls (2) Τζον Σερλ/John Searle (6) Τζον Στάινμπεκ/John Steinbeck (1) Τζον Φ. Κέννεντυ/John F. Kennedy (3) Τζον Φόουλς/John Fowles (1) Τζον Χιούστον/John Houston (1) Τζον Ώστιν/John Austin (1) Τζορτζ Όργουελ/George Orwell (4) Τζορτζ Στάινερ/George Steiner (2) Τζόρτζιο Αγκάμπεν/Giorgio Agamben (4) Τζουζέπε Πίνοτ-Γκαλίτσιο/Giuseppe Pinot-Gallizio (1) Τζούλια Κρίστεβα/Julia Cristeva (1) Τομά Λεπετιέ/Thomas Lepeltier (1) Τομάς Ιμπάνιεθ/Tomás Ibáñez (1) Τόμας Πίντσον/ Thomas Pynchon (1) Τόμας Ρηντ/Thomas Reid (2) Τόμας Χομπς/Thomas Hobbes (4) Τόνι Νέγκρι/Toni Negri (2) Τόνι Σουάρτζ/Tony Schwartz (1) τραγωδία (10) Τρανσχιουμανισμός (1) Τριλεκτική (10) Τριστάν Τζαρά/Tristan Tzara (1) Τρόικα (21) Τσαρλς Ντέιβενπορτ/Charles Davenport (1) Τσαρλς Ράιτ Μιλλς/Charles Wright Mills (1) Τσαρλς Σ. Περς/Charles S. Peirce (1) Τσαρλς Τέιλορ/Charles Taylor (1) Τσαρλς Φορτ/Charles Fort (1) τυραννία (14) Υβ Λε Μανάκ/Yves Le Manach (9) Υβ Μισώ/Yves Michaud (1) υλισμός (13) υπαρξισμός (3) υποκείμενο (29) υπομονή (2) Φ. Ε. Ρεϊνάλ/F. E. Reynal (1) Φ. Σελίν/. Céline (1) Φ.Ντ. Πητ/F.D.Peat (1) Φαινομενολογία (1) Φελίξ Γκουαταρί/Félix Guattari (1) Φερνάντο Αρρραμπάλ/Fernando Arrabal (1) Φερνάντο Πεσσόα/Fernando Pessoa (2) Φθινόπωρο (1) Φίγκαρο (1) Φίλιπ Λάρκιν/Philip Larkin (1) Φιλοσοφία (79) Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι/Фёдор Достоевский (5) Φλαν Ο' Μπράϊαν/Flann O' Brien (1) Φουκουσίμα (3) Φρ. Ένγκελς/Fr. Engels (7) Φρ. Νίτσε/Fr. Nietsche (11) Φρ. Σιμιάν/Fr. Simiand (1) Φρ. Φουρκέ/Fr. Fourquet (1) Φράνσις Μπέικον/Francis Bacon (1) Φρανσουά Γκρουά/François Grua (1) Φρανσουά Καραντέκ/François Caradec (1) Φρανσουά Λυοτάρ/François Lyotard (1) Φρανσουά Φουρκέ/François Fourquet (1) Φραντς Κάφκα/Frantz Kafka (2) Φρέντερικ Τέιλορ/Frederick Taylor (1) Φρέντερικ Τζέιμσον/Frederick Jameson (1) Φρήντριχ Γιάκομπι/Friedrich Jacobi (1) Φρήντριχ Έμπερτ/Fredrich Ebert (1) Φρήντριχ Μουρνάου/Friedrich Murnau (1) Φρήντριχ Χάγιεκ/Friedriech Hayek (2) Φριτς Λάιστ/Fritz Leist (1) φρμκ (13) Φρόιντ/Freud (5) Φώτης Τερζάκης (1) Χ. Λ. Μπόρχες/J. L. Borges (2) Χ. Μ. Εντσενσμπέργκερ/H. M. Enzensberger (1) Χάιμε Σεμπρούν/Jaime Semprun (1) χαρά (5) Χάρβαρντ (1) Χάρης Βλαβιανός (1) Χάρι Χόλε (1) Χάρυ Γκουγκενχάιμ/Harry Guggenheim (1) Χάρυ Φράνκφουρτ/Harry Frankfurt (1) Χέγκελ/Hegel (12) Χέερτ Μακ/Geert Mak (3) Χένρικ Ίψεν/H. Ibsen (1) Χέρμαν Μέλβιλ/Herman Melville (1) Χέρμπερτ Μαρκούζε/Herbert Marcuse (2) Χιλή (1) Χίλντε ντε Μπράιν/Hilde de Bruijn (1) χιούμορ (29) Χιροσίμα (5) Χλόη Κολλύρη (1) Χουάλ Βίβες/Juan Vives (1) χρήμα (14) χρήμα και μαγεία (21) Χρήστος Βακαλόπουλος (1) Χριστός (3) χρόνος (10) ψυχή (12) ωφελιμισμός (13) A.I. (6) Ange S. Vlachos (1) Bar Beduin (1) Beatnics (1) beton7 (12) BHL (2) Biennale (2) Bloomberg (1) Bob Dylan (1) Bob Marley (1) Bodies (3) Bruce Springsteen (1) Cinemarian (3) CNN (1) dada (2) dangerfew (77) David Bowie (1) DAVOS (2) Descombes (1) DOCUMENTA (1) Einsatzgruppe D (1) EMAF (1) Frank Zappa (3) Gaston Bachelard/Γκαστόν Μπασλάρ (1) Happyfew (5) HighSpeedAcces (1) Hippies (1) Hollowsky (166) Iggy Pop (1) Il Consigliere (3) intothepill (2) izi (231) Janitoring (1) Jazz (2) Jeffrey Lee Pierce (1) Jimmy Cliff (1) Joe Strummer (1) Johnny Cash (2) Keith Richards (1) La Tribune (1) Malaguena (1) Mark Twain (1) Miles Davis (2) Monty Python (1) Muppet Show (1) nem68 (1) Nick Cave (1) Nosotros (1) psonia (4) RadioBubble (61) Rene Char (1) Renty (3) Ringo Star (1) RSA (1) Salon De Vortex (5) Scott Asheton (1) Serajevomag (1) sexbox (2) socialmedia (2) Tales from the Crypt (1) TESTS! (6) TwixtLab (1) UNICEF (1) urban hacking (13) Wall Street Journal (1) wobblies (2) Zακ Μπουβρές/Jacques Bouveresse (1) Zabriskie Point (1) zi (1) Zoviets (1)