«Ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά του πολιτισμού μας
είναι ότι πέφτει πολλή παπαρολογία. Το ξέρουν οι πάντες κι ο καθένας μας έχει το
μερίδιό του σε αυτό. Τείνουμε όμως να θεωρούμε αυτή την κατάσταση σαν δεδομένη
και οι περισσότεροι από εμάς πιστεύουν ότι καταλαβαίνουν εύκολα πότε κάποος τους πουλάει φούμαρα, οπότε δεν "μασάνε". Έτσι η παπαρολογία έχει ελάχιστα
μελετηθεί, με αποτέλεσμα να μην έχουμε μια καθαρή ιδέα περί τίνος πρόκειται,
ούτε για ποιο λόγο αφθονεί ή σε τι ακριβώς εξυπηρετεί. (...)
Πολύς κόσμος πιστεύει λόγου χάρη ότι η παπαρολογία είναι λίγο πολύ σαν την
προχειροδουλειά. Δηλαδή ότι λέει κάποιος "παπάρες" για να τα βγάλει πέρα χαλαρά με μια κατάσταση, χωρίς να κουραστεί πολύ. Είναι όμως έτσι; Αυτός που
πουλάει φούμαρα
στους άλλους είναι απλώς ένας απερίσκεπτος τεμπέλης; Αυτό που κάνει όταν μας λέει παπάρες, είναι στα αλήθεια κάτι το τσαπατσούλικο ή το κακότεχνο;
(...)
Η παπαρολογία θέλει επιδεξιότητα
Η καλή παπαρολογία είναι κάτι που έχει μια εσωτερική ένταση. Η προσοχή στις λεπτομέρειες απαιτεί πειθαρχία και
αντικειμενικότητα. Δεν μπορείς να φτιάξεις κάτι καλά αν δεν έχεις αποδεχτεί
κάποια πρότυπα και περιορισμούς, που απαγορεύουν την απερισκεψία, την
φαντασιοκοπία, την προχειροδουλειά και την τσαπατσουλιά. Κάτι τέτοιο φαίνεται
να μην ισχύει με την παπαρολογία και όμως καθόλου δεν αποκλείεται να ισχύει.
Ο χώρος της
διαφήμισης και των δημόσιων σχέσεων, όπως και η σφαίρα της πολιτικής που
συνδέεται πλέον στενά μαζί τους, είναι χώροι όπου το να πουλάει κανείς φούμαρα είναι κάτι που αφθονεί και
ξεπερνάει κάθε φαντασία. Τόσο πολύ, που μπορούν να θεωρηθούν ως τα κλασσικότερα
παραδείγματα της έννοιας "χοντρή παπάρα". Στους χώρους αυτούς συναντάει
κανείς αληθινούς μάστορες της παπαρολογίας, ανθρώπους οι οποίοι −με τη βοήθεια
προηγμένων τεχνικών που αφορούν στην έρευνα της αγοράς, στη σφυγμομέτρηση της
κοινής γνώμης, τα ψυχολογικά τεστ, κ.ο.κ.− εργάζονται ακούραστα προκειμένου να
χρησιμοποιήσουν όπως πρέπει την κάθε λέξη και την κάθε εικόνα για να πουλήσουν τις παπαριέςτους. (...)