![]() |
Αλεξίς ντε Τοκβίλ (1805-1859) |
24 Μαΐου 2014
Μεταρρύθμιση και Επανάσταση | Μανιφέστα 32
07 Ιουνίου 2013
Γιατί δεν εξεγείρονται;
Η διαφορά της εξέγερσης από την επανάσταση
Η εξέγερση και η επανάσταση σηματοδοτούν λοιπόν δυο διαφορετικά δέντρα με διαφορετικές ρίζες και όχι για το ίδιο δέντρο σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξής του.
- αντλεί από ένα πολύ πλουσιότερο ψυχοδιανοητικά έδαφος,
- θρέφεται από πολύ μεγαλύτερη ποικιλία πηγών, από γραμμές παραδόσεων έως ακολουθίες οραματισμών,
- έχει ως καύσιμο την ολοένα και ευκρινέστερη έλλογη διαύγαση (με τραγούδια και με Χάρτες, με ποίηση και με Συντάγματα, με εικόνες και με Παραμύθια, με το θέατρο και με αφηγήσεις…) της ανθρωπολογικής της βάσης.
Η μεταμορφωτική δύναμη του Λόγου
Σε τούτη, πράγματι, τη σχέση με το Λόγο (που δεν πρέπει να συνταυτίζουμε με τη στεγνή λογική) μπορούμε να εντοπίσουμε και να διαβάσουμε καθαρότερα τη ριζική διαφορά μεταξύ εξέγερσης και επανάστασης. Γιατί χαρακτηριστικό της εξέγερσης είναι η αφετηριακή δυσπιστία της και η ολοένα και πιο φτωχή σχέση της με το Λόγο καθώς προχωρεί, με αποτέλεσμα να εγκλωβίζεται μεταξύ αλαλίας και λεκτικών σημάτων −ενώ της επανάστασης η αφετηριακή εμπιστοσύνη και η ολοένα και πλουσιότερη σχέση της μαζί του.
- αφήνονται ολοένα και περισσότερο έρμαια των ιδιωτικών-μιμητικών επιθυμιών τους∙
- χάνουν ολοένα και ευκολότερα το θάρρος τους, τη μεγαλοψυχία και τη γενναιοψυχία τους, και ξεπέφτουν είτε στην καθαρή δειλία (εξού και η αυξανόμενη εμπιστοσύνη σε «μάγκες» που «θα καθαρίσουν την κατάσταση»), είτε σε μια αυτοκτονική ή τυφλή βιαιότητα∙
- είτε δυσπιστούν ολοένα και πιο πολύ προς το Λόγο (συγχέοντας π.χ. τον παρορμητισμό με τη γνησιότητα και αγανακτώντας με κάθε «δεύτερη σκέψη»), είτε εμπιστεύονται μόνο τις πτωχευμένες εκείνες εκφράσεις του που τους παρουσιάζονται, παρηγορητικά και ως αναπλήρωση της παραφροσύνης τους, με τη μορφή λεκτικών σημάτων και τεχνικών οδηγιών (εξού η άνθιση διαφόρων θρησκο|αθρησκο|πνευματικών τεχνικών, «γνωστικιστικής» συνήθως προέλευσης, όπως και η ανάθεση στην επιστήμη του ρόλου που κατείχε κάποτε η μαγεία, κ.λπ.).
12 Ιουλίου 2012
Μεγάλα, ελεύθερα, δημοκρατικά!
"Στην Μινεάπολη της πολιτείας Μινεσότα, τον Νοέμβριο 1967, πρωτοφερμένος στην Αμερική, σε μια συζήτηση με Αμερικάνους διανοούμενους διατύπωσα την παρατήρησή μου ότι η στάση του Στέητ Ντηπάρτμεντ και του Πενταγώνου στο θέμα της Ελλάδας είναι αντίθετη με το παραδοσιακό πνεύμα της αμερικάνικης δημοκρατίας. 'Μα δεν πολεμήσαμε όλοι μαζί, πλάι πλάι, στην Ευρώπη κατά του ολοκληρωτισμού;' ρώτησα, ομολογώ με κάποια αφέλεια. Πήρα την εξής απάντηση: 'Δημοκρατία και ελευθερία μπορούν να έχουν μόνο τα πολύ μεγάλα κράτη και οι πλούσιες κοινωνίες. Τα άλλα κράτη είναι καταδικασμένα να έχουν ή ωμή ολιγαρχία ή προθήκη δημοκρατίας'."
18 Απριλίου 2012
Οι εξεγερμένοι των 400 (ή 500) €
06 Μαΐου 2010
Ζητούνται τύψεις
«Η δράση με ένοχη συνείδηση περιλαμβάνει τις ακόλουθες στιγμές: (α) Να γνωρίζεις, έστω και με τη μορφή του καθήκοντος, ποιο είναι το αυθεντικά πανανθρώπινο· (β) Να θέλεις παρολαυτά κάτι το αντίθετο προς αυτό· και κυρίως (γ) Να έχεις αντίληψη της διαφοράς τους. Ωστόσο, η δράση με ένοχη συνείδηση δεν είναι ακόμα υποκρισία. Η υποκρισία έχει όλα αυτά αλλά και κάτι ακόμα: να παρουσιάζεις το κακό σαν καλό και ταυτόχρονα να παρουσιάζεις τον εαυτό σου σαν φορέα αυτού του ψεύτικου καλού.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το πετύχει κανείς αυτό. Μπορεί να δικαιολογήσει το κακό λέγοντας πως το έπραξε έχοντας καλό σκοπό. Μπορεί επίσης να ισχυριστεί, ότι είχε καλή πρόθεση, ότι ήθελε γενικά και αφηρημένο το καλό. Ένα επόμενο βήμα είναι να φέρει σαν επιχείρημα τη βεβαιότητά του ότι αυτό και μόνο αυτό ήταν σωστό να γίνει.Η αντικατάσταση της ένοχης συνείδησης από την πλήρη δικαιολόγηση της πράξης μέσω της πρόθεσης και της βεβαιότητας μπορεί τέλος να φτάσει στο αποκορύφωμά της με αυτό που αποκάλεσαν ‘ειρωνεία’, μια λέξη που τη δανείστηκαν από τον Πλάτωνα (αλλά μόνο τη λέξη, τίποτε άλλο). Σε τούτη τη φάση, το άτομο γνωρίζει πολύ καλά, ότι αυτό το ίδιο ορίζει κατά πώς το βολεύει τι είναι καλό και κακό, σωστό και λάθος, αλήθεια και ψέμα. Γνωρίζει καλά, ότι στην πραγματικότητα απλώς παίζει με όλα αυτά. Τούτη η καθαρή υποκρισία δεν έχει άλλο στήριγμα παρά το παραχάιδεμα του εαυτού, το ντάντεμα του εγώ».
16 Νοεμβρίου 2009
31 Μαρτίου 2009
Αυτό πάλι...
Να σημειώσω πως η Μνήμη δεν είναι επιθεώρηση των επίκαιρων, ούτε ένα φτηνά παρφουμαρισμένο sequel.
Δεν "ξεχνιέμαι", δεν βυθίζω τον εαυτό μου στην λήθη, ανάμεσα σε άλλα σημαίνει ότι είμαι σε θέση να διαχωρίζω τον εαυτό μου από την Ιδιότητα που τρέφει την επιφάνεια της ύπαρξής μου, και πως δεν αγωνιώ μήπως και την χάσω- δεν την υπερασπίζομαι καν.
Ότι δεν είμαι μια θολή βιτρίνα και πως μπορώ να αναγνωρίζω κάθε στιγμή τον εαυτό μου στον Κόσμο.
«ΜΙΑ ΚΡΑΥΓΗ ΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΗ»
Ντοκυμαντέρ/Χρονικό για την εξέγερση του Δεκέμβρη
«ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2008 – Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ»
Η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου ήταν η σπίθα που έβαλε φωτιά στον ελληνικό βάλτο. Τα γεγονότα που ακολούθησαν, αντίθετα με ό, τι υποστήριξαν πολλά ΜΜΕ, ήταν μια δίκαιη έκφραση οργής για την αστυνομική αυθαιρεσία, το απαρχαιωμένο και άχρηστο εκπαιδευτικό σύστημα, τη διαφθορά και την ανικανότητα της πολιτικής, καθώς και τις διευρυνόμενες κοινωνικές ανισότητες. Το Ρεπορταζ χωρίς Σύνορα με βίντεο, φωτογραφίες, μαρτυρίες και αναλύσεις για την αυθόρμητη εξέγερση. Μέρος από το υλικό αυτό είναι σπάνιο. Άλλα κομμάτια του αποτελούν τρανταχτές αποδείξεις της αστυνομικής βίας ή κατατέθηκαν ακόμα και στη Βουλή, προκειμένου να θεμελιωθεί η σχέση της αστυνομίας με το παρακράτος. Από αυτή την άποψη, το dvd ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2008 – Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ δεν έχει μόνο ιστορική αξία, αλλά είναι και πολύ επίκαιρο. Τα καταστήματα Public, σας προσκαλούν στην παρουσίαση του νέου dvd, το οποίο περιέχει 150 λεπτά ανέκδοτο οπτικό υλικό, μαρτυρίες και φωτογραφίες από τα γεγονότα του Δεκεμβρίου.
01 Φεβρουαρίου 2009
"Ανοικτή επιστολή στους καταληψίες της Λυρικής Σκηνής" * (01/02/09)
Δεν απαιτούνται εκτεταμένες συστάσεις εν προκειμένω. Είμαι κι εγώ ένας «φτωχός» –όχι και κακομοίρης όμως!– καλλιτέχνης, ο οποίος παλεύει να τα βγάλει πέρα με την τέχνη και τη ζωή του. Δεν συμμετείχα στις συζητήσεις που προηγήθηκαν της κατάληψης, και έμαθα γι’ αυτήν αφότου έγινε. Υπάρχουν, όμως, ζητήματα που αξίζει να τεθούν σε κάθε περίπτωση, ασχέτως του ποιος/α είναι αυτός/ή που τα θέτει (εξάλλου οι καταληψίες διατείνονται ότι η κατάληψη είναι ανοικτή προς όλους). Παρακολούθησα ένα μεγάλο μέρος της πρώτης γενικής συνέλευσης, το κλίμα της οποίας με αναστάτωσε κάπως. Δεν είναι τόσο φοβερό όσο ακούγεται, βεβαίως. Πρέπει να σημειώσω δεν ότι υπήρξε από μέρους μου –για λόγους σχετικούς και άσχετους– μια αρνητική προδιάθεση σε σχέση με τη δυνατότητα αυτής της γενικής συνέλευσης να μην εξαντληθεί σ’ ό,τι είναι λιγότερο σημαντικό αυτή την περίοδο. Επειδή όμως πάντα αναζητούσα μια χρυσή τομή ανάμεσα στον πεσιμισμό και τον οπτιμισμό (που ομολογώ ότι βιώνω καθ’ υπερβολή) και επειδή δεν θέλω να αδικώ γενικά, σκέφτηκα ότι είναι προτιμότερο, αυτή τη φορά, να μην αναλωθεί κάποιος σε μια υπεροπτική αντιμετώπιση, και να μην αναπαράγει τα πλέον κοινότοπα σχόλια αναφορικά με τη στάση που παίρνουν οι καλλιτέχνες απέναντι στην κοινωνική ζωή, αλλά να προσπαθήσει να εκθέσει, με την πιο ειλικρινή και βαθύτερη αγωνία, εφόσον όντως την έχει, τους λόγους που τον κάνουν να εκνευρίζεται με τη στάση που κρατούν ορισμένοι καλλιτέχνες, αν όχι οι καλλιτέχνες εν γένει.
Όταν δεν υπάρχει μια προκαθορισμένη θεματολογία, τέτοιου είδους δημόσιες συζητήσεις ανάλογης κλίμακας καταλήγουν συνήθως σε φαρσοκωμωδία, όμως κανείς από μας δεν συμμετέχει γιατί καλείται να αποφασίσει για το τάδεν και το δείνα «διάταγμα» ή για την πολιτική στρατηγική, αλλά γιατί διατηρεί το πρωταρχικό ενδιαφέρον να βρεθεί και να μιλήσει για πράγματα που μπορεί να τον αφορούν από κοινού με άλλους. Αν είναι, λοιπόν, να ταλαιπωρηθούμε προσπαθώντας να συνεννοηθούμε, σκέφτηκα, τότε ας μην το κάνουμε επί ματαίω. Επομένως, ας αφήσουμε κατά μέρος τη θεματολογία και ας μιλήσουμε για τον ακριβή λόγο που θα έπρεπε να γίνει αυτή η κατάληψη ή οποιαδήποτε άλλη κίνηση με ανάλογο πνεύμα. Θα μου πει κανείς ότι έχουμε χίλιους λόγους. Θα διαφωνήσω, γιατί πολύ απλά κάτι τέτοιο δεν λέει το παραμικρό για τον πολιτικό χαρακτήρα αυτής της κίνησης. Για μένα, αρκεί ένας και μόνο λόγος για να διασφαλιστεί ο πολιτικός χαρακτήρας ή η πολιτική σημασία αυτού του εγχειρήματος. Δεν χρειάζεται να κάνουμε αντικείμενο έριδας γενικές και συνεκτικές θεωρίες, αλλά να γίνει κατανοητό απ’ αυτούς που προέβησαν σ’ αυτή την πράξη, και όσους τους στηρίζουν, ότι αυτή η κατάληψη έχει συγκεκριμένο πολιτικό χαρακτήρα μόνο άπαξ και θέτει επί τάπητος το εξής: Ποιο είναι το πολιτικό και οικονομικό καθεστώς που αμφισβητείται εν σχέσει με την πολιτιστική παραγωγή και κατανάλωση, και μέχρι ποιο σημείο είμαστε διατεθειμένοι, σήμερα και αύριο, πέρα από αυτή την κατάληψη, να διεξάγουμε αυτού του είδους τη συζήτηση, αποφεύγοντας την παραφιλολογία. (Κατόπιν αυτού, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για οτιδήποτε άλλο θέλουμε: για τη Μορφή, για το εσχατολογικό αίτημα μιας νέας αισθαντικότητας, του οποίου η πραγμάτωση συνεπάγεται μια ριζική αλλαγή του συνόλου της ανθρώπινης ύπαρξης, ό,τι και αν αυτό σημαίνει, κλπ.) Θέλω, δηλαδή, να ξεκαθαρίσω κάτι: Δεν έρχομαι απ’ το πουθενά για να προτείνω τρόπους αμφισβήτησης αυτού του οικονομικού και πολιτικού καθεστώτος, επιθυμώ απλά να γίνει σαφές ποιο είναι το καθεστώς που αμφισβητείται.
***
Οφείλω να πω πως, παρότι η καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζονται γενικότερα οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι είναι ένα ζήτημα λεπτό, πολύπλοκο και κάπως σκοτεινό, για λόγους που δεν είναι της παρούσης, υπάρχει ωστόσο ένα επίπεδο όπου έχει νόημα να πούμε το εξής: αυτή η καχυποψία απορρέει και από την αδυναμία των καλλιτεχνών και των διανοούμενων να διεκδικήσουν με σαφή τρόπο μια οικονομικά ανεξάρτητη ύπαρξη (θα καταλάβετε στη συνέχεια καλύτερα) και να υποστηρίξουν την κατ’ αρχήν αδέσμευτη δραστηριότητα τους.
Το πρόβλημα, μάλλον, δεν είναι τόσο ότι αποφεύγουμε να συζητάμε τέτοιου είδους πράγματα, όσο ότι δεν τα συζητάμε ουσιαστικά και αυτό μας καθιστά αφερέγγυους στον ευρύτερο πληθυσμό, στον οποίο αναζητάμε έρεισμα, για να συνεχίσουμε να κάνουμε ότι κάνουμε και για να το κάνουμε ακόμα καλύτερα. Το λέω αυτό, γιατί μου δημιουργείται συχνά η εντύπωση ότι πολλοί καλλιτέχνες πάσχουν από ένα ενοχικό σύνδρομο, που προκύπτει από την έντονη κριτική που τους ασκείται γι’ αυτό που κάνουν ή για τον τρόπο που το κάνουν. Και συχνά λειτουργούν βεβιασμένα όταν ανακύπτει το ζήτημα του χαρακτήρα των τεχνών σε σχέση με την κοινωνική οργάνωση ή το ζήτημα της σχέσης τέχνης και πολιτικής. Έτσι, όλη η προσπάθεια εξαντλείται στο να πεισθούν εκείνοι που καταφέρονται ενάντια στους καλλιτέχνες και όσους ενδιαφέρονται για την καλλιτεχνική δραστηριότητα ότι οι καλλιτέχνες είναι ευαισθητοποιημένοι απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα με το να υιοθετήσουν το τάδεν ή το δείνα πολιτικό σύνθημα. Αυτό έχει πολύ κακά αποτελέσματα. Δεν έχει νόημα να κάνουμε καταλήψεις ή να πηγαίνουμε στις πορείες για να δείξουμε ότι δεν μένουμε αμέτοχοι και παθητικοί, ή για να καταρρίψουμε το μύθο του Μεμονωμένου Δημιουργού (ο 20ός αι. έχει παρέλθει, αυτά τα πράγματα έχουν, μάλλον, εξαντληθεί).
Θα πρέπει να καταλάβουμε ένα πολύ απλό πράγμα: οι καλλιτέχνες δεν είναι κάποιοι που μπορούν και μην εμπλέκονται στην κοινωνική ζωή, οπότε δεν είναι σωστό να αναλωνόμαστε στο να συζητάμε γύρω απ’ το αν εμπλεκόμαστε ή όχι, όταν θα μπορούσαμε να συζητήσουμε για τον τρόπο με τον οποίο εμπλεκόμαστε. Αν κάτι έχει νόημα εδώ, είναι να καταστεί αυτός ο τρόπος αντικείμενο δημόσιας διαμάχης. Ειδάλλως, είμαστε χαμένοι από χέρι!
Δεν μου αρέσει να συζητάω ζητήματα που είναι της μοδός, και το μέτρο για αυτό είναι κατά πόσο προβάλλεται και αναδεικνύεται κάτι από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (οι «καλλιτεχνικές και εναλλακτικές« κινήσεις διαμαρτυρίας προβλήθηκαν αρκετά, μάλιστα με έναν συγκεκριμένο τρόπο, από τα μέσα κατά τη διάρκεια του περασμένου μήνα). Και δεν με ευχαριστεί «είτε μιλά κανείς για τις καλές είτε για τις κακές μέρες». Για την ακρίβεια, αν κάνει διακρίνει το πρώτο απ’ το δεύτερο, τις άσχημες από τις όμορφες περιόδους της κοινωνικής ιστορίας, δεν είναι ότι τίθενται, γενικώς και αορίστως, ζητήματα, αλλά ότι αντιμετωπίζονται ως προβλήματα με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Δεν λύνονται κατ’ ανάγκη, αλλά τουλάχιστον συζητιούνται οι ενδεχόμενες λύσεις, και επομένως και η δυνατότητα επίλυσης επίσης.
Η συζήτηση, λοιπόν, που αφορά τη σχέση καλλιτέχνη και κοινωνίας –το μέγα πρόβλημα του μοντερνισμού και των καλλιτεχνικών πρωτοποριών του περασμένου αιώνα–, δεν μπορεί παρά να γίνεται με συγκεκριμένους όρους, αν πρόκειται να μην είναι παρωχημένη και αδιέξοδη. Το ζήτημα της απεύθυνσης και του αποκλεισμού, ιδωμένο από τη άποψη της πρόθεσης του καλλιτέχνη και όχι θεσμικά είναι δευτερεύον. Το ερώτημα του σε ποιους απευθύνεται ένα έργο τέχνης δεν ταυτίζεται κατ' ανάγκην με το ερώτημα του ποιοι αποκλείονται από την απόλαυση ή την ευχαρίστησή του. Το πρόβλημα της σχέσης τέχνης και κοινωνίας δεν αφορά τη μικρότερη ή μεγαλύτερη απεύθυνση που μπορεί να έχει μια καλλιτεχνική δραστηριότητα, και καμία «διαδραστικότητα» δεν μπορεί να απαντήσει ουσιαστικά στην κατηγορία ότι η τέχνη είναι διαχωρισμένη. Δεν απαντά κανείς σ’ αυτό απλώς με το να προτάσσει την όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή στην καλλιτεχνική παραγωγή, ούτε και δύναται να προσπελάσει τις όποιες δυσκολίες προκύπτουν σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο ασκώντας μια κριτική στην παραδοσιακή εικόνα που έχουμε για τον καταναλωτή της τέχνης και του πολιτισμού: το ζήτημα είναι βαθύτερο.
Στη σημερινή κοινωνία, η οποία είναι απ’ τις λίγες που έχει εγκαθιδρύσει τόσο ριζικά, στο επίπεδο της οργάνωσης της εργασίας, τη σκανδαλώδη εξίσωση εργασίας και ανίας, το ζήτημα αυτό αφορά πρωτίστως την χρήση του λεγόμενου ελεύθερου χρόνου. Δεν γίνεται, δυστυχώς, να αναπτυχθώ περαιτέρω επ’ αυτού, καθώς δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς του μικρού αυτού κειμένου, που έχει παρεμβατικό και όχι αναλυτικό χαρακτήρα. Ένα είναι σίγουρο, πάντως, η συζήτηση αυτή δεν γίνεται να διεξαχθεί με το να καλείται ο καλλιτέχνης κάθε λίγο και λιγάκι να δίνει σε πολιτικούς και πολιτικάντηδες, κοινοβουλευτικούς ή εξωκοινοβουλευτικούς, διαπιστευτήρια της ευαισθησίας του απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα.
Τούτο δεν σημαίνει ότι οι καλλιτέχνες δεν έχουν κάποιο καθήκον, αλλά ότι το έχουν πρωτίστως απέναντι στον εαυτό τους, και μάλιστα αυτό είναι που διαθέτει μια ευρύτερη κοινωνική και ανθρωπιστική σημασία: έχουν το καθήκον να υπερασπιστούν την κυριότητα του δημιουργού πάνω στο έργο του, και επομένως του παραγωγού πάνω στο προϊόν της εργασίας του, όπως έχουν καθήκον να υπερασπίσουν οποιονδήποτε ανθίσταται στον καταναγκασμό της μονότονης εργασίας και στο δόγμα που θέλει τη διασκέδαση και την εργασία δύο πράγματα που πρέπει να διαχωρίζονται. Το μόνο καθήκον και ο μόνος σκοπός που έχει η τέχνη για μένα είναι η ανανέωση των αξιολογικών διαφορών («Σκοπός της τέχνης είναι να δημιουργεί ανισότητες«, όπως έγραφε ο Ρώσος φορμαλιστής Βίκτορ Σκλόφσκι). Και αυτό είναι κάτι που καθιστά τη σχέση της με την πολιτική εξαιρετικά περίπλοκη, γιατί ένα συνολικό πολιτικό αίτημα ως αίτημα εγκαθίδρυσης μιας διαφορετικής εγκόσμιας τάξης πραγμάτων συχνά οδηγεί κάποιον στο να υπερασπίζεται την παγίωση των αξιολογικών διαφορών, στο πλαίσιο μιας νέας οργάνωσης της παραγωγής και της κατανάλωσης. Μόνο αν κατανοήσει κανείς τη βαθύτερη σημασία αυτού, θα είναι σε θέση να κατανοήσει σε τι συνιστάται η κοινωνική αξία, η οποία δεν εξαντλείται στην εμπορευματική αξία, ούτε περιστέλλεται στην καθαυτό εργασία. Όμως νοιώθω ότι αδικώ κατάφωρα αυτό το ζήτημα μ’ αυτές τις παρενθετικές αναφορές, οπότε επιστρέφω στο βασικό.
Για να πω την καθαρή αλήθεια, όλα αυτά δεν τα σκεφτόμουν προτού βρεθώ στη γενική συνέλευση, όπως προείπα, και μόνο εκ των υστέρων πληροφορήθηκα την ύπαρξη αυτού του εγχειρήματος. Για την ακρίβεια, δεν σκεφτόμουν τίποτε το συγκεκριμένο ανανφορικά με το κατά πόσον πρέπει ή το πώς θα όφειλε να το στηρίξω με επιχειρήματα, μέχρι που άκουσα την εισήγηση της γενικής συνέλευσης. Ήμουν απλώς περαστικός. Στη συνέχεια, όμως, σκέφτηκα ότι αν έχει νόημα να παρίσταμαι σ’ έναν χώρο όπου κάποιοι αιτούν κάτι, θα έπρεπε, στο βαθμό που αυτό με αφορά, να ασχοληθώ σοβαρά με το αιτούμενο. Εξ ου και το κείμενο. Σκεφτόμενος, λοιπόν, σοβαρά το πώς αντιλαμβάνομαι αυτό το νόημα εγώ, κατέληξα ότι είναι κατ’ αρχάς κατάλληλότερο να πω τι προτίθεμαι να συζητήσω και τι όχι. Γιατί αντιλαμβάνομαι το νόημα της παρουσίας μου εδώ, ως υποστηρικτής του εγχειρήματος, μ’ έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο.
Με την παρουσία μου εδώ δεν προτίθεμαι να κάνω τέχνη ή θεωρία της τέχνης, – όσο κι αν με ενδιαφέρει και ακόμα κι αν βρίσκω εξαιρετικό το ότι λαμβάνουν χώρα εκδηλώσεις που είναι ωραίο να συμμετάσχεις. Βασικά, δεν έχω τίποτα να προτείνω σ’ αυτό το επίπεδο. Δεν με ενδιαφέρει επίσης να μιλήσω για το αν είναι εν γένει επίπλαστη η διάκριση ανάμεσα σε καλλιτέχνες και μη. Ούτε με απασχολεί να μιλήσω για το αν μπορεί να υπάρξει κατάργηση του καταμερισμού εργασίας, διαφορετική οργάνωση της εργασίας, για το κατά πόσον μπορεί ο καθένας να είναι καλλιτέχνης, για τη δυνατότητα «ξεπεράσματος» της τέχνης, για το αν η τέχνη είναι μίμηση ή, ακόμη χειρότερα, αναπαράσταση της ζωής κ.λπ. Θέλω να ξεκινήσω αλλιώς, λέγοντας κάτι άλλο: υπερασπίζομαι επί της αρχής, και θα ήθελα να συζητήσω το πώς αντιλαμβάνεται κανείς την ενδεχόμενη δεύσμεση που απορρέει απ’ αυτή τη αρχή, την κυριότητα του παραγωγού πάνω σ’ αυτό που παράγει (είτε μιλάμε για πρακτικές αξίες είτε όχι), όπως επίσης και την άνευ όρων ικανοποίηση της επιθυμίας κάποιου να ασχολείται επί μακρόν με κάτι που απολαμβάνει να κάνει.
Πέραν του ότι η «αυτονομία των τεχνών» είναι ένα ιστορικό κατόρθωμα της τάξης των αστών (της μόνης επαναστατικής τάξης στην ιστορία, όπως θα έλεγε και ο Μαρξ) και πέραν του ότι είμαστε σε θέση να μιλάμε για τέχνη, και δη «πρωτοποριακή», μόνο υπό τον όρο μιας σιωπηρής αποδοχής της διάκρισης υψηλής και χαμηλής τέχνης (η οποία εγκαινιάζεται στη νεωτερικότητα), δεν προτίθεται να κουβεντιάσω για τον κατά πόσον μπορεί να υπάρξει τέχνη στην αταξική κοινωνία, τι είναι αυτό που κάνει μια τέχνη επαναστατική ή αντιδραστική, ποια η σχέση προπαγάνδας και τέχνης, ή ποια είναι σημασία των αισθητικών κατηγοριών εν προκειμένω. Αυτό που προτίθεμαι να κουβεντιάσω είναι η φύση της εργασίας μου ως καλλιτέχνης, διασκεδαστής και ψυχαγωγός, καθώς και το είδος της εκμετάλλευσης την οποία υφίσταμαι.
Γνωρίζω, βεβαίως, ότι μ’ αυτά και μ’ αυτά τίθενται, εν είδει προσυμφωνημένου υπονοούμενου, ζητήματα που άπτονται ό,τι κανείς θα ονόμαζε γενικότερο νόημα της ζωής, δηλαδή ζητήματα μακαριότητας, ευδαιμονίας και ευτυχίας· μόνο που δεν είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή να τα αναπτύξουμε. (Απλά να σημειώσω ότι, κατά την άποψη μου, το μεγαλύτερο πρόβλημα της αιρετικής σκέψης συνίσταται στο ότι δεν μπορεί να θέσει ζήτηματα αυτονομίας δίχως να θέσει παράλληλα ζητήματα μακαριότητας, ευδαιμονίας και ευτυχίας, κι αυτός είναι για μένα ένας επιπλέον λόγος για να μην ανοίξω αυτή τη συζήτηση). Θέλω να μιλήσω βασικά για πιο απτά πράγματα.
Κατ’ αρχάς, από την πολιτιστική παραγωγή βγαίνουν τεράστια ποσά, τα οποία δεν αναδιανέμονται και δεν διαχέονται σ’ όλο το φάσμα της καλλιτεχνικής ζωής, σ’ αυτούς δηλαδή που είναι προϋπόθεση για να βγούνε αυτά τα χρήματα. Είναι κοντόφθαλμο να ασκείται γενικόλογη και αόριστη κριτική στην επαγγελματική ιδιότητα του διασκεδαστή ή του ψυχαγωγού εν γένει –γιατί, πολύ απλά, υπάρχει απόλαυση στο να καταφέρεις μ’ αυτό που κάνεις να διασκεδάσεις ή να ευχαριστήσεις κάποιον, εφόσον το απολαμβάνεις και το ευχαριστιέσαι εσύ ο ίδιος–, και να μην ασκείται κριτική στο ότι τα χρήματα που προκύπτουν από αυτές τις δραστηριότητες δεν επιστρέφονται προκειμένου οι δραστηριότητες αυτές και η ζωή των παραγωγών να αναβαθμιστούν, αλλά αποθηκεύονται στα θησαυροφυλάκια του κράτους και στις τράπεζες – εκτός από ένα απειροελάχιστο μέρος του, υπό τον όρο, πάντα, να διαφημίσουμε κάπως με την τέχνη μας τις ελίτ εξουσίας και τον τρόπο ζωής τους. Για να μην μιλήσουμε για το ξέπλυμα χρήματος.
Το θεμελιώδες για μένα δεν είναι μια κριτική που επικεντρώνει στην εμπορευματοποίηση του έργου τέχνης, όταν στην πραγματικότητα πίσω απ’ αυτή κρύβεται μια παρωχημένη οντολογία του έργου τέχνης και σωτηριολογικά οράματα, ούτε συμμερίζομαι, πολλώ δεν μάλιστα άνευ όρων, μια κριτική που βαυκαλίζεται ότι καταγγέλλει τη «διαμεσολάβηση» στην τέχνη με το να προτάσσει την «κατάργηση του κοινού και του θεατή». Δεν υπερασπίζομαι την τέχνη από κάποια οντολογική σκοπιά, αλλά μόνο την κυριότητα του παραγωγού πάνω σ’ αυτό που παράγει και του δημιουργού πάνω στο έργο του.
Το ζήτημα είναι, λοιπόν, το πως προτίθεται κανείς να ασκήσει κριτική σ’ αυτό το συγκεκριμένο πολιτικό και οικονομικό καθεστώς που αφορά την πολιτιστική παραγωγή και κατανάλωση και με ποιο τρόπο μπορεί να γίνει αντιληπτή και συγκεκριμένη η ελευθερία της παραγωγής και της κατανάλωσης. Άρα τι ακριβώς κριτικάρω; Κριτικάρω αυτή την οργάνωση της παραγωγής για το σκανδαλώδες γεγονός του ότι οτιδήποτε θεωρείται διασκέδαση δεν μπορεί την ίδια στιγμή να θεωρηθεί εργασία επίσης. Κριτικάρω το γεγονός ότι για να ζήσει αξιοπρεπώς, εννοώντας τη στοιχειώδη ανεξαρτησία και αυτονομία, ο καλλιτέχνης θα πρέπει να δουλέψει στην υπηρεσία της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής ελίτ εξουσίας, η οποία πρέπει, για να μπορέσει να συντηρήσει τη θέση της, πρέπει, εκτός των άλλων, να αποσπά και να συντηρεί εκβιαστικά το ενδιαφέρον του ευρύτερου πληθυσμού, γιατί πολύ απλά αυτό το ενδιαφέρον είναι μια ουσιαστική προϋπόθεση της επιβίωσής τους. Δεν υπάρχει για μένα πιο στυγνή εκμετάλλευση από αυτή του ενδιαφέροντος, του πνεύματος αυτοθυσίας και χαριστικότητας. Γιατί τα ευτελίζει τόσο με τέτοιο τρόπο που μας ωθεί να πιστέυουμε ότι είναι μάταια κατ’ ουσίαν. Δεν διεκδικώ επίσης αφελώς την ελευθερία της αυτοέκφρασης, γιατί δεν είναι αυτό η ελευθερία της τέχνης. Απλά δεν επιθυμώ να είμαι διαφημιστής καμίας ελίτ εξουσίας. Διεκδικώ άμεσα, απτά και απόλυτα το δικαίωμα του καθενός πάνω σ’ αυτό που παράγει και ανθίσταμαι στην προσπάθεια κάποιων να επικαλεστούν το οτιδήποτε για να με πείσουν πως αξίζει να παραιτηθώ απ’ αυτό το δικαίωμα. Κι αυτός είναι ο λόγος που βρίσκομαι εδώ.
Και κάτι τελευταίο, που παρατήρησα διαβάζοντας τις ανακοινώσεις. Είναι σωστό το ότι δεν ταυτίζεται στην κεντρική ανακοίνωση το αίτημα για μια «άλλη θέση της τέχνης μέσα στην κοινωνία« με το αίτημα μιας «άλλης, διαφορετικής κοινωνίας». όσο και αν δεν μπορούμε να το διαχωρίζουμε με απόλυτο τρόπο. Για μένα, το αίτημα για «μια άλλη θέση της τέχνης μέσα στην κοινωνία» αφορά το εξής: να γίνει πιο στέρεος ο δεσμός ανάμεσα σ’ ό,τι είναι σπάνιο, πολύτιμο και άξιο θαυμασμού και ό,τι είναι διαδεδομένο και ευρύτερο. Αυτό που είναι σπάνιο, πολύτιμο, άξιο θαυμασμού, και μπορεί να ενθουσιάσει κάποιον ωθώντας τον να κάνει κάτι που απολαμβάνει και ευχαριστιέται, έχουμε κάθε δικαίωμα να το συναντάμε με τη μέγιστη δυνατή συχνότητα, γιατί απ’ αυτό εξαρτάται το αν η ζωή μας είναι πιο πλούσια ή πιο φτωχή. Και νομίζω ότι αυτό σχετίζεται άμεσα με το αίτημα της οικονομικής ανεξαρτησίας και αυτονομίας των καλλιτεχνών (δεν μιλάω φυσικά για την οικονομική αποκατάσταση του καθενός ξεχωριστά, όπως καταλάβατε) καθώς και του τέλους της εξάρτησής τους από τις εκάστοτε ελίτ εξουσίας.
Γ.Π.